http://www.newsonly.gr/
.
Το στέκι του Αντώνη Βλάχου – Βαρύμαγκας του σχοινιού και του παλουκιού!
Στην Οδό Αγησιλάου στο Βοτανικό, στις γραμμές του σιδηροδρόμου βρισκόταν
το Δάσος. Ιδιοκτήτης ενός από τα πιο γνωστά κέντρα διασκέδασης της
εποχής εκείνης ήταν ο “άγριος” Αντώνης Βλάχος, που είχε κάνει και
φυλακή! Ο Αρβανίτης ο Αντώνης ο Βλάχος ήταν ένας ξερακιανός ψηλός, με
σπαστά κατσαρά μαλλιά μαύρα, με μουστάκι αντρικό και σκούρο κοστούμι
χειμώνα καλοκαίρι. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρίκα, μια κοντή στρουμπουλή,
με γλυκό πρόσωπο, χαμογελαστή πάντα, όχι όπως γελαστή!
Στο Δάσος του Βοτανικού έπαιξαν ο μεγάλος δάσκαλος Mάρκος Bαμβακάρης και
οι Στράτος Παγιουμτζής, Aνέστος Δειλιάς, K. Kαρίπης, Σ. Kυρομύτης
Γενίτσαρης και άλλοι πίσω στο 1936. Ο Χιώτης το 1935 περίπου πήγε στην
Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει βιολί όταν τότε και γνωρίστηκε με τον
Στράτο Παγιουμτζή ο οποίος και τον προσέλαβε να παίζει δίπλα του
μπουζούκι στο «Δάσος».
Ο μεγάλος Μάρκος Βαμβακάρης θυμάται: «Μετά τις περιοδείες με περίμεναν
να πάω στην Αθήνα στο Βοτανικό. Εκεί στο δάσος ο Αντώνης ο Βλάχος είχε
ένα μαγαζί μπαρ σε μια μάντρα, στίς γραμμές του σιδηροδρόμου. Καί άρχισα
να κάνω την ορχήστρα μου. Επήρα τότε μαζί μου για πρώτη φορά τόν Ιωάννη
Παπαΐωάννου καθώς και τον Καρίπη τον Κώστα, και τον Στέλιο τον
Κερομύτη, ένα καλό παίδι καί καλό μπουζουκάκι, καί κάποιον Στέλιο με το
σαντούρι του, και είχαμε την ορχήστρα τη λαϊκή, την καθεαυτό ορχήστρα
δηλαδή τη μάγκικη. Αργότερα είχα και την Χασκιλ την Εβραία. Δεν μπορώ να
σας παραστήσω τι έγινε εκεί. Κάθε βράδυ εμαζευόντανε άπειρος κόσμος και
καθόντανε και γλένταγε από το βράδυ μέχρι τις πέντε έξι ή ώρα! Καί κάθε
βράδυ μας άκουαν όλους καί χειροκροτούσαν. Κάθε βράδυ εγινόντανε
πανηγύρι και έγραψα ένα τραγούδι εκεί. Κάθε βράδυ θα σε περιμένω κι όπου
θέλω γώ θα σε πηγαίνω... Αυτό το τραγουδούσα καί το εχόρευαν χασάπικο.
Κάθε βράδυ πανζουρλισμός.»
Ο μεγάλος συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής του λαϊκού ρεμπέτικου
τραγουδιού, Γιάννης Παπαϊωάννου (Κίος Μικράς Ασίας 18 Ιανουαρίου 1914 -
Πέραμα 3 Αυγούστου 1972) θυμάται (από την αυτοβιογραφία του):
«Μετά το 1936, έπιασα δουλειά στο «Δάσος» στο Βοτανικό, του Αντώνη του
Βλάχου. Εγώ, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Κερομύτης, ο Χατζηχρήστος, ο Μπάτης,
το Ανεστάκι, ο Μπαγιαντέρας, κιθάρα ο Καρίπης, βιολί ο μπάρμπα Μήτσος ο
Λορέντζος. (…) Κι όλοι μας εκεί μουσικοί, λαϊκοί συνθέτες, όχι αστεία.
Και άνθρωποι όλοι τους, παιδιά που σήμερα δεν τα βρίσκεις σ’ αυτό το
επάγγελμα. Χωρίς ρουφιανιές και κάτι τέτοια. Μαζί τα παίρναμε, μαζί τα
τρώγαμε και πάλι ξανά από την αρχή.
Ωραία χρόνια, αξέχαστα. Ο Χατζηχρήστος καρδιά μποστάνι. Καλός στο όργανο
και συνθέτης από τους λίγους, έχει τόσες επιτυχίες. Οι κωλοεταιρίες τον
θάψανε. Μαζί ξεκινήσαμε τότες, μαζί παίζαμε, μαζί τραγουδούσαμε στους
δίσκους τα τραγούδια μας, μαζί γλεντάγαμε, μαζί τόσες ιστορίες. Και με
τον Στεφανάκη (Σπιτάμπελο) τα ίδια. Ο Χατζηχρήστος πέθανε πριν από λίγα
χρόνια. Πήγε τζάμπα. Άστα. Ποτέ δεν έφυγε από το μυαλό μου, κάθε βράδυ,
λέω τα τραγούδια του στο μαγαζί».(…)
«Μόνο για τον Αντώνη το Βλάχο μη μου λες. Αυτός ήταν πολύ κακό αφεντικό.
Εκμεταλλευτής και σκληρός. Του σχοινιού και του παλουκιού, λέμε. Μετά
που βγήκε από τη φυλακή άνοιξε αυτό το μαγαζί στο Βοτανικό, το «Δάσος».
Μόλις το πήρε ο Βλάχος το ‘κανε μπουζούκια. Πήρε όλους εμάς που είμαστε
γνωστοί στο κόσμο από τους δίσκους. Ο Βλάχος ήταν πολύ σκυλόμαγκας χωρίς
μέτρο και ζυγαριά. Πολύ άγριος νταής. Δεν σεβόταν τους καλλιτέχνες που
δούλευαν στο μαγαζί του. Όποιον έπαιρνε σβάρνα έπρεπε να τον σακατέψει.
Δεν σεβόταν ούτε τη μάνα του. Σακάτεψαν από το πολύ ξύλο, αυτός και οι
μπράβοι του, το Μάθεση τον Τρελλάκια. Μια άλλη φορά χαστούκισαν το γέρο
Μπάτη, ενώ ο ίδιος ο Βλάχος κούφανε από το πολύ ξύλο το Χατζηχρήστο, που
ήταν ένα παιδί άγιο».
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου