Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Η Ελλάδα τον 20ο αιώνα, 1920-1930: Η αποκατάσταση των προσφύγων

Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και τη διαπεραίωση του στην Ελλάδα, χιλιάδες ήταν οι πρόσφυγες που τον ακολούθησαν. Μόνο οι Έλληνες της κεντρικής Μικρός Ασίας και τον Πόντου θα μεταφερθούν στην Ελλάδα αργότερα, το 1924 και το 1925, με τη φροντίδα της Μικτής Επιτροπής. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1922. Η ειδική απογραφή, που διενεργήθηκε τον Απρίλιο του 1923 και κατέγραψε 850.000 πρόσφυγες, θεωρείται ελλιπής. Ο αριθμός τους θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγαλύτερος. Ακριβή στοιχεία διαθέτουμε από την απογραφή πληθυσμού του 1928, στην οποία απογράφηκαν 1.221.849 πρόσφυγες.

Οι πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα σε κατάσταση τραγική. Οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει βιαστικά τα σπίτια τους φέρνοντας μαζί τους ελάχιστα ή και τίποτα από τα κινητά αγαθά τους. Μόνο οι κάτοικοι της Ανατ. Θράκης είχαν το χρονικό περιθώριο να συναποκομίσουν μέρος ή το σύνολο της κινητής περιουσίας τους. Η πρώτη επαφή των περισσότεροι με τη μητέρα-πατρίδα ήταν ο στρατωνισμός τους κάτω από άθλιες συνθήκες στα λοιμοκαθαρτήρια στο Κερατσίνι και στο Καράμπουρνου της Θεσσαλονίκης. Οι αρρώστιες και ο ψυχικός τραυματισμός κατέβαλαν τους ταλαιπωρημένους, υποσιτισμένους και υποτυπωδώς στεγασμένους πρόσφυγες. Η θνησιμότητα μεταξύ των προσφύγων, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες, ήταν πολύ αυξημένη. Σύμφωνα με στοιχεία της Κ.Τ.Ε. το 20% πέθαναν μέσα σε ένα χρόνο από την άφιξη τους στην Ελλάδα. Οι πρώτες πιεστικές ανάγκες των προσφύγων (διατροφή, στέγαση, ιατρική περίθαλψη) αντιμετωπίστηκαν στοιχειωδώς από το κράτος, ιδιώτες, και ξένες φιλανθρωπικές οργανώσεις που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα αυτή την περίοδο. Το έργο της προσωρινής στέγασης σε ξύλινες παράγκες ανέλαβε το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, που ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1922.
Για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιήθηκαν κάθε είδους πρόχειρες κατασκευές και διαθέσιμοι στεγασμένοι χώροι, όπως δημόσια κτίρια, στρατώνες, θέατρα, αποθήκες, εγκαταλελειμμένα κτίρια και υπόγεια. Στην αρχή οι πρόσφυγες ανέχονταν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, ελπίζοντας ότι η παραμονή τους στην Ελλάδα ήταν προσωρινή, όπως και στον πρώτο διωγμό. Όταν, λίγους μήνες μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, πληροφορήθηκαν την υπογραφή της Σύμβασης της Λωζάννης, που ρύθμιζε την υποχρεωτική και οριστική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αντέδρασαν έντονα οργανώνοντας συλλαλητήρια.
Άρχισαν όμως ταυτόχρονα να συνειδητοποιούν ότι αυτή τη φορά ίσως δεν επιστρέψουν ποτέ στην πατρίδα τους και ότι θα έπρεπε να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους στη μέχρι τότε «μακρινή» πατρίδα. Η οικονομική δυσπραγία, η ελλιπής
 κρατική οργάνωση, οι πολιτικές περιστά
σεις, ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων καθιστούσαν φανερό στην ελληνική κυ
βέρνηση ότι ήταν ανίσχυρη να αντιμετωπίσει μόνη το τεράστιο έργο τής αποκατά
στασης των προσφύγων. Ζήτησε λοιπόν 
τη συνδρομή τη; Κ.Τ.Ε.. με την υπόδειξη
 της οποίας ιδρύθηκε ένας αυτόνομος ορ
γανισμός με πλήρη νομική υπόσταση, η
Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων
 (Ε.Α.Π.), για να αναλάβει, με τη βοήθεια του ελληνικού κράτους, το έργο της εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα. εξασφαλίζοντας τους παραγωγική απασχόληση και οριστική στέγαση. Στην Ε.Α.Π. διατέθηκαν από την κυβέρνηση η ανταλλάξιμη μουσουλμανική περιουσία, δημόσιες και μοναστηριακές εκτάσεις, τα δύο προσφυγικά δάνεια (1924, 1928), οικόπεδα για την ανέγερση των αστικών συνοικισμών, καθώς τέλος και οι υπάλληλοι που θα στελέχωναν τις υπηρεσίες της.
Η αποκατάσταση διακρίθηκε σε αγροτική και αστική. Η Ε.Α.Π. έδωσε το βάρος στην αγροτική αποκατάσταση και στην εγκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, στοχεύοντας, στον εποικισμό των παραμεθόριων περιοχών με ελληνικούς πληθυσμούς. Αν και λήφθηκαν υπόψη κάποιες παράμετροι, όπως ήταν το να αποκτήσουν οι πρόσφυγες απασχόληση ίδια ή συναφή με αυτή που ασκούσαν στην πατρίδα τους και οι προερχόμενοι από τον ίδιο οικισμό ή την ευρύτερη περιοχή να εγκατασταθούν μαζί στο ελληνικό έδαφος, στην πράξη αυτό σε μεγάλο βαθμό δεν λειτούργησε για λόγους που οφείλονταν τόσο στην Ε.Α.Π. όσο και στους πρόσφυγες. Είναι γνωστό ότι τα πρώτα χρόνια η κινητικότητα των προσφυγών από περιοχή σε περιοχή ή από την ύπαιθρο στην πόλη και ανάστροφα ήταν μεγάλη.
Η αγροτική αποκατάσταση απέβλεπε στη δημιουργία μικρών ιδιοκτησιών, γεγονός που εξυπηρετούσε προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες. Οι κλήροι που διανέμονταν δεν αποτελούσαν συνήθως ενιαία έκταση και ποίκιλλαν ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας και το μέγεθος της οικογένειας που θα εγκαθίστατο. Παραχωρήθηκαν επίσης στέγη, εργαλεία, σπόροι και ζώα. Οι κλήροι θα περιέρχονταν στην πλήρη κυριότητα των προσφύγων μετά την πλήρη αποπληρωμή του χρέους. Με την αστική αποκατάσταση, που περιελάμβανε μόνο στέγαση και όχι πρόνοια για εύρεση εργασίας, ασχολήθηκε περισσότερο το κράτος και λιγότερο η Ε.Α.Π. Οι πρώτοι συνοικισμοί που οικοδομήθηκαν ήταν στην Αθήνα, η Καισαριανή, ο Βύρωνας, η Νέα Ιωνία, και στον Πειραιά η Κοκκινιά. Η δημιουργία τιον συνοικισμών συχνά, ελλείψει χρόνου και χρημάτων, δεν συνδυαζόταν με έργα υποδομής και κοινής ωφέλειας. Συστάθηκαν ακόμα προσφυγικοί οικοδομικοί συνεταιρισμοί και χορηγήθηκαν άτοκα στεγαστικά δάνεια, ενώ την ίδια περίοδο οι λιγοστοί εύποροι πρόσφυγες ήταν σε θέση να φροντίζουν μόνοι τους για τη στέγαση τους, είτε ενοικιάζοντας ή αγοράζοντας κατοικίες μέσα στις πόλεις είτε οικοδομώντας κατοικίες ποιότητας σε προνομιούχες περιοχές, όπως ήταν η Νέα Σμύρνη και η Καλλίπολη στον Πειραιά. Πολλές οικογένειες προσφύγων, που δεν κατάφεραν να υπαχθούν στην κρατική μέριμνα, θα ζήσουν για πολλά χρόνια σε χαμόσπιτα, δημιουργώντας ολόκληρες παραγκουπόλεις, έξω από τις πόλεις ή γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Το 1930 η Ε.Α.Π. θα διαλυθεί και το έργο της αποκατάστασης θα συνεχίσει το Υπουργείο Προνοίας και Αντιλήψεως, η Εθνική Τράπεζα και η Αγροτική Τράπεζα. Παρά τις όποιες καθυστερήσεις, τις βιαστικές και πρόχειρες υλοποιήσεις των σχεδιασμών, την εξυπηρέτηση κάποτε άμεσων αναγκών και πολιτικών σκοπιμοτήτων, η αποκατάσταση των προσφύγων (σττην Ελλάδα έχει κριθεί επιτυχημένη και από πολλούς θεωρήθηκε το μεγαλύτερο επίτευγμα του νέου ελληνικού κράτους. Η αποκατάσταση μπορεί να ήταν ταχεία και να κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος από τους πρόσφυγες που έφθασαν στην Ελλάδα, η αφομοίωση τους όμως στο νέο χώρο εγκατάστασης θα αποδεικνυόταν μια διαδικασία με πολύ πιο αργούς ρυθμούς.
Οι πρόσφυγες, με το άγχος πρώτα της επιβίωσης και στη συνέχεια της βελτίωσης της ζωής τους, εξέφραζαν συχνά παράπονα για την αντιμετώπιση που είχαν από το κράτος, αλλά και από τους γηγενείς κατοίκους του. Κατηγορούσαν το ελληνικό κράτος ότι. με την υπογραφή της Σύμβασης Ανταλλαγής της Λωζάννης και του ελληνοτουρκικού συμφώνου του 1930 παραβίαζε βασικά δικαιώματα τους, ότι αποζημιώθηκαν μόνο κατά ένα μέρος νια τις περιουσίες που εγκατέλειψαν στην πατρίδα τους και ότι, τέλος, η ανταλλάξιμη περιουσία δεν περιήλθε αποκλειστικά σε αυτούς. Σε γενικές γραμμές υπήρχε διαφορά νοοτροπίας μεταξύ γηγενών και προσφύγων. Οι γηγενείς αναφέρονταν συχνά επικριτικά στο ήθος των προσφύγων, στη ροπή τους για διασκέδαση και στην κοσμοπολίτικη συμπεριφορά τους. Οι πρόσφυγες από τη μεριά τους μιλούσαν για το χαμηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των ντόπιων και προέβαλλαν την ελληνικότητα τους, απαντώντας έτσι στην αμφισβήτηση της από τους γηγενείς («τουρκόσποροι», «γιαουρτοβαφτισμένοι» κ.ά.). Η αντίθεση μεταξύ τους εκφράστηκε με τον ανταγωνισμό στην ιδιοποίηση της γης, στην αγορά εργασίας και σε κάποιες επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Οι πρόσφυγες, ενταγμένοι στο κόμμα των Φιλελευθέρων, δέχονταν την επίθεση των Λαϊκών πολιτευτών και ο αντιβενιζελικός τύπος καλλιεργούσε το μίσος εναντίον τους. Εκτός όμως από κάποιες περιοχές της Μακεδονίας, η αντίθεση αυτή δεν πήρε τη μορφή ανοιχτής σύγκρουσης. Ο όρος «πρόσφυγας» όμως θα πάρει στην κοινή συνείδηση για πολλά χρόνια υποτιμητική σημασία. Η διάσταση μεταξύ προσφύγων και γηγενών θα αμβλυνθεί κατά τη δεκαετία του 1940, όταν θα κάνουν την εμφάνιση τους άλλου τύπου διαχωριστικές γραμμές. Ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε α
πό το 1920 έως το 1928 περίπου κατά 20%.
 Αυξήθηκε επίσης κατά πολύ ο βαθμός αστικοποίησης της χώρας. Η Αθήνα, ο Πει
ραιάς, η Θεσσαλονίκη και άλλα αστικά κέ
ντρα, κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, διογκώ
θηκαν. Εκεί όμως που οι επιπτώσεις ήταν
εμφανέστερες ήταν στην εθνολογική σύ
σταση τον πληθυσμού της χώρας. Το 1920 η Ελλάδα κατοικείτο από 11% μη Έλληνες ορθόδοξους, ενώ το 1928 από 6%. Η κυριότερη μεταβολή συνέβη στη Μακεδονία, όπου το ποσοστό των μη Ελλήνων ορθοδόξων από 48% το 1920 έπεσε στο 12% το 1928. Στην οικονομία, η εγκατάσταση
 των προσφύγων έχει συχνά συνδεθεί 
με αλλαγές τόσο στη γεωργία όσο και 
στη βιομηχανία. Στην προσφυγική 
παρουσία αποδίδεται η αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής, η εισαγωγή ή επέκταση νέων καλλιεργειών, όπως ο καπνός, το βαμβάκι και η σουλτανίνα.
Η εκβιομηχάνιση κατά το μεσοπόλεμο συνδέεται επίσης με τους πρόσφυγες με επιχείρημα ότι αυτοί αποτέλεσαν ειδικευμένο και φθηνό εργατικό δυναμικό, διεύρυναν την καταναλωτική αγορά, ενώ κάποιοι από αυτούς επέδειξαν επιχειρηματικές ικανότητες. Στη δεκαετία 1922-1932 διπλασιάστηκε πράγματι ο αριθμός των βιομηχανικών μονάδων. Η πρόοδος όμως δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική και είναι σήμερα αποδεκτό ότι η εκβιομηχάνιση κατά το μεσοπόλεμο ο προωθήθηκε ούτε πολύ ούτε συγκροτημένα. Η άφιξη τέλος των προσφύγων επέδρασε αποφασιστικά στην ένταξη των γυναικών στον ενεργό πληθυσμό. Οι πρόσφυγες ανέπτυξαν νέους τρό
πους έκφρασης στην καθημερινή ζωή. Η
 μουσική μάλιστα που έφεραν μαζί τους θα 
αναδειχθεί σε λαϊκή μουσική της πόλης 
(ρεμπέτικα). Η παρουσία τους έγινε αι
σθητή στον πνευματικό χώρο και γενικό
τερα συνεισέφεραν στη διαμόρφωση της
νεοελληνικής ταυτότητας.
Νίκος Ανδριώτης
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
31.10.1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...