Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΓΛΥΚΕΙΑ ΜΟΥ ΠΟΛΗ Ρόζα Εσκενάζυ

 Η Ρόζα σ' ένα από τα πιο γλυκά τραγούδια για την Πόλη (ηχογραφημένο εκεί το 1954)και μια σειρά παλιές καρτ-ποστάλ και φωτογραφίες της Κωνσταντινούπολης, από το 1890 έως το 1920.

The Roza Eskenazi in one of the sweetest songs for Istanbul (Recorded there in 1954) and a number of rare old photos of Istanbul (Constantinople), from 1890 to 1920.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Βυζαντινά Κάλαντα από τον 17ο αι.

 


Αλφάβητος στη γέννηση του Ιησού Χριστού Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν, ήχος α΄ & πλ. α΄. Χειρόγραφο Βιβλιοθήκης Παναγιώτου Γριτσάνη Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου και Στροφάδων αριθμ. 8, 324. Έτος 1698. Γραφέας ὁ Κυπριανὸς ἱερομόναχος Ἰβηρίτης. Εξήγηση στη Νέα Μέθοδο: καθ. Θωμάς Αποστολόπουλος . Alphabetic acrostic Christmas song Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν (Beginningless God got down), echos I & plagal I. Codex Gritsanis 8, 324, dated 1698. Scribe Kyprianos Hieromonk of Iviron. Codex Holly Metropolitan of Zakynthos and Strofades, Panagiotis Gritsanis collection 8, 324. Transcription into staff notation: prof. Thomas Apostolopoulos. Stella Kampouridou: kaval Thanasis Koulentianos: qanun Emanuela Mandrila: voice Kyriakos Kalaitzidis: oud, voice Στέλλα Καμπουρίδου: καβάλ Θανάσης Κουλεντιανός: κανονάκι Emanuela Mandrila: φωνή Κυριάκος Καλαϊτζίδης: ούτι, φωνή

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Η Σταχομαζώχτρα - Χριστουγεννιάτικο διήγημα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη - διαβάζει η Σοφία Χατζή 495 προβολές•7 Μαΐ 2020

 Οι περιπέτειες, η αγωνία και ο αγώνας επιβίωσης που δίνει η θεια-Αχτίτσα, η σταχομαζώχτρα του Παπαδιαµάντη, για να µεγαλώσει τα δύο ορφανά εγγόνια της είναι µεν µια πικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία µε αίσιο τέλος, γραµµένη κάπου µεταξύ 19ου και 20ού αιώνα, αλλά µε µια δεύτερη µατιά µπορεί κανείς να αναγνωρίσει κοινά στοιχεία µε την τρέχουσα δεινή θέση της Ελλάδας.

(Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια)



Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη του Άλεξανδρου Παπαδιαμάντη

 


Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις.

Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά–Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Το γαλάζιο πουλί (The Blue Bird-1940)

The Blue Bird press photograph, front (cropped)

 Παίζουν Σίρλεϊ Τεμπλ, Σπρινγκ Μπάιγκτον, Γκέιλ Σόντεργκαρντ, Νάιγκελ Μπρους, Σίμπιλ Τζέισον

 

Η υπόθεση του έργου: Στη Γερμανία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, η Μίτιλ, η κόρη ενός ξυλοκόπου, βρίσκει ένα μοναδικό πουλί στο Βασιλικό Δάσος και αρνείται εγωιστικά να το δώσει στην άρρωστη φίλη της  Άντζελα. Η μητέρα  και ο πατέρας  της στεναχωριούνται από τη συμπεριφορά της Μίτιλ. Εκείνο το απόγευμα ο πατέρας καλείται να φύγει το επόμενο πρωί προκειμένου να εκτελέσει το στρατιωτικό καθήκον του. Την ίδια νύχτα, στο όνειρο της Μίτιλ εμφανίζεται μια νεράιδα που στέλνει αυτήν και τον αδερφό της Τίλτιλ, για να αναζητήσουν το Γαλάζιο Πουλί της Ευτυχίας. Η νεράιδα δίνει μαγικά ανθρώπινη μορφή στο σκυλί τους Τίλο, στη γάτα Τιλέτ  και στο φανάρι τους. Τα παιδιά έχουν μια σειρά από περιπέτειες. Επισκέπτονται το παρελθόν, συναντούν τους πεθαμένους παππούδες τους, που ζωντανεύουν επειδή τους θυμούνται, έχουν μια τρομακτική περιπέτεια στο δάσος, βιώνουν τη ζωή της πολυτέλειας και βλέπουν το μέλλον, μια χώρα με παιδιά που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα. Το ονειρικό ταξίδι κάνει τη Μίτιλ να ξυπνήσει πιο γενναιόδωρη και ευγενική, έχοντας μάθει να εκτιμά όλες τις ανέσεις και τις χαρές του σπιτιού και της οικογένειάς της.

 

Βασισμένο στο έργο του Μορίς Μέτερλινγκ,  ‘’ Το Γαλάζιο πουλί’’ υπήρξε η απάντηση της κινηματογραφικής εταιρείας Fox στη Merto-Goldwyn-Mayer και στον Μάγο του Οζ, που είχε γυριστεί την προηγούμενη χρονιά. Η Fox ξοδεύει αμύθητα ποσά για την παραγωγή της ταινίας, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν 300 μικρά παιδιά στους συμπληρωματικούς ρόλους, 30 νοσοκόμες και 30 δάσκαλοι  του στούντιο, ώστε να τα επιβλέπουν. Επιπλέον με τη σωστή χρήση του technicolor και τα μεγαλειώδη σκηνικά, καταφέρνει και δημιουργεί μια ατμοσφαιρική ταινία φαντασίας, που δυστυχώς δεν συνάντησε επιτυχία στην εποχή της, πιθανόν εξαιτίας  των αρνητικών πτυχών του χαρακτήρα που υποδύονταν η Σίρλει Τεμπλ, κάτι στο οποίο δεν ήταν συνηθισμένο το κοινό της. Θα είναι η τελευταία  ταινία όπου η Τεμπλ υποδύεται παιδί, στις επόμενες ταινίες της θα παίξει ως έφηβη και ως ενήλικας,

https://kozanimedia.gr/archives/511199

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Κρήτη Κεραμεῖον

 


Το χώμα γίνεται αγγείο μέσα από μια διαδικασία που εξελίσσεται στα βάθη των αιώνων από έναν κεραμίστα στις Μαργαρίτες στην Κρήτη, έναν τόπο που εδώ και 3000 χρόνια οι άνθρωποί του δημιουργούν με χώμα, νερό και φωτιά.

Πρωτότυπη μουσική από τους DAULUTE.

Soil is made into vessel through a procedure that evolves over the centuries from a ceramist at Margarites in Crete, a land where the people for 3000 years create with earth, water and fire.
Original music by DAULUTE.

Keramion - Κεραμεῖον from Kostas Ioakeimidis on Vimeo.

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

Οι γάτες των φορτηγών ...

Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,

που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,

κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,

περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί...


Μελοποίηση του ομώνυμου ποιήματος του Νίκου Καββαδία από το συγκρότημα "Ξέμπαρκοι". 

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Joaquín Salvador Lavado. "Quino"

 Ο Quino (Κίνο) (17 Ιουλίου 1932, Φουενχιρόλα, Ισπανία - 30 Σεπτεμβρίου 2020, Μπουένος Άιρες, Αργεντινή) ήταν Αργεντίνος σκιτσογράφος, ο οποίος έγινε γνωστός για τη δημιουργία της Μαφάλντα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χοακίν Σαλβαδόρ Λαβάδο (Joaquín Salvador Lavado). Γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1932 στην πόλη Φουενχιρόλα της Ισπανίας. Η οικογένειά του μετανάστευσε στην Αργεντινή μετά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου. Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών της Μεντόσα της Αργεντινής. Πρωτοσχεδίασε το κόμικ Μαφάλντα σε μία αργεντίνικη εφημερίδα το 1964 και αμέσως σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Η έκδοση του κόμικ συνεχίστηκε μέχρι το 1973. Η Μαφάλντα είχε επιλεχθεί ως εκπρόσωπος για την Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού της UNICEF.Απεβίωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 στο Μπουένος Άιρες. https://el.wikipedia.org/wiki/Quino

«Το πρόβλημα του κόσμου στον οποίο ζούμε είναι ότι τα παιδιά χάνουν το μέτρο της λογικής καθώς μεγαλώνουν. Όταν πάνε σχολείο, ξεχνάνε αυτά που ήξεραν στη γέννησή τους. Παντρεύονται χωρίς να ερωτεύονται. Δουλεύουν για τα χρήματα και ενηλικιώνονται για να πνιγούν όχι σε ένα ποτήρι νερό, αλλά σε ένα βαθύ μπολ με σούπα. Δεν θα μου άρεσε η Μαφάλντα να γίνει ένα κόμικ από αυτά που οι αναγνώστες διαβάζουν από συνήθεια. Επιπλέον, η δημιουργία ενός στριπ διαφέρει από ένα παραδοσιακό κόμικ. Πρόκειται για δουλειά ρουτίνας που καταντά περιοριστική, καθώς σε αναγκάζει να σχεδιάζεις συνέχεια τους ίδιους χαρακτήρες και πάντα στις ίδιες αναλογίες. Είναι σαν τη δουλειά ενός μαραγκού που κόβει συνέχεια το ξύλο στις ίδιες διαστάσεις για να φτιάξει ένα τραπέζι. Προσωπικά, ήθελα να φτιάξω και πόρτες και καρέκλες και πάγκους. Η Μαφάλντα λοιπόν είναι ένα κόμικ και όχι ένα αληθινό πρόσωπο. Μπορώ να πω τι είμαι εγώ: ένας απαισιόδοξος που παρ' όλα αυτά έχει την ψευδαίσθηση ότι η δουλειά του μπορεί να αλλάξει τα πράγματα».
~Χοακίν Σαλβαδόρ Λαβάδο / Κίνο 

.

Η γέννηση της Μαφάλντα ήταν «τυχαία». Προέκυψε από την πρόθεση μιας εταιρείας ηλεκτρικών ειδών να διαφημίσει τα προϊόντα της. Την εποχή που εμφανίζονταν νέες συνθήκες ζωής και τα νοικοκυριά αποκτούσαν εκτεταμένο οικιακό εξοπλισμό, η Μαφάλντα δημιουργήθηκε το 1963 για να διαφημίσει τα ηλεκτρικά είδη Μάνσφιλντ. Οι οκτώ σειρές σχεδίων της ηρωίδας του ηλεκτρικού νοικοκυριού παρέμειναν στο συρτάρι του Κίνο, επειδή η εταιρεία έκλεισε. Όμως ύστερα από έναν χρόνο η διεύθυνση του εβδομαδιαίου περιοδικού «Primera Plana» ανέθεσε στον αργεντινό δημιουργό κόμικς μια σειρά κι εκείνος ανέσυρε τη μικρή ηρωίδα του.

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020

Τα Βουρλά η Νάξος της Ανατολής.

Βουρλιώτες στα αμπέλια τoυςους
«Της τύχης ήτανε γραφτό κι αυτό να το περάσω
μεσ’ τα Βουρλά να γεννηθώ στη Νάξο να γεράσω».

Με αυτό το κοτσάκι οι Αξωτοβουρλιώτες, πρόσφυγες στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, διεκτραγωδούν τον πόνο και τη δυστυχία τους.
Στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ιωνία της Μ. Ασίας ακμάζουν τα αστικά κέντρα των Βουρλών, των Αλάτσατων και του Τσεσμέ, περιστοιχισμένα από πλήθος χωριά με ελληνικής καταγωγής κατοίκους. Στην περιοχή αυτή και ιδιαίτερα σ’ εκείνη των Βουρλών οι Ναξιώτες μετανάστες αποτελούν την πλειοψηφία και είναι πολλές χιλιάδες.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα γίνουν αμπελουργοί εργάτες αρχικά μεγαλοκτηματίες στη συνέχεια. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Δημήτρης Τσάφος, που βρέθηκε στα Βουρλά γύρω στα 1880, όπου δούλεψε σκληρά τη γη, φύτεψε αμπέλια, απέκτησε μεγάλη περιουσία κι έκαμε πολυμελή οικογένεια.
Χαρακτηριστική περίπτωση επίσης επιτυχημένου Ναξιώτη είναι ο Γ. Τενεκίδης ή Τενεκές, παππούς του ποιητή Γιώργου Σεφέρη από την μητέρα του. Όπως γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης, ο Γ. Τενεκίδης ήταν πλούσιος κτηματίας που έζησε κυρίως στα Βουρλά και η Σκάλα των Βουρλών ήταν σχεδόν αποκλειστικό του δημιούργημα.
Τα Βουρλά εξελίχτηκαν σε «μια άλλη Νάξο μέσα στην Τουρκιά», τη Νάξο της Ανατολής. Οι πρώτοι χριστιανοί οικιστές των Βουρλών, σύμφωνα με ένα θρύλο, ήταν σαράντα περίπου εργάτες από τη Νάξο και τις Κλαζομενές, οι οποίοι εργάζονταν στα κτήματα του Αγά της περιοχής. Η ελληνική κοινότητα των Βρυούλλων (Βουρλών), ιδρύθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα.
Παρουσία ναξιωτών μεταναστών στα Βουρλά και στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου της Ερυθραίας έχουμε πολύ πριν από το 1821, από τον 18ο αιώνα. Αλλά ο κύριος όγκος των Ναξιωτών μετανάστευσε εκεί την περίοδο από το 1830 μέχρι το 1897, οπότε η μετανάστευση ήταν μαζική και συμπίπτει με την ανάπτυξη της αμπελουργίας στα Βουρλά. 
Στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα οι Ναξιώτες των Βουρλών αποτελούσαν την πλειοψηφία των Ελλήνων κατοίκων τους και θα μπορούσε να υποστηρίξει κανένας ότι ήταν σχεδόν όσοι και οι κάτοικοι της Νάξου τότε.
Η μετανάστευση στα παράλια της Μ. Ασίας σταμάτησε ολοκληρωτικά το 1897, λόγω κυρίως της καταστροφής των αμπελώνων από τη φυλλοξήρα, αλλά και της μετανάστευσης στην Αμερική, που άρχισε τότε και πήρε τεράστιες διαστάσεις.
Αρκετοί Ναξιώτες των Βουρλών ασχολήθηκαν και με το εμπόριο της σταφίδας και δημιούργησαν μεγάλους εμπορικούς οίκους (Αφοι Κορρέ, Γ. Τζαννετής, Γ. Τενεκίδης-Τενεκές, κ.α.).
Η Φιλιώ Σιδερή-Χαϊδεμένου στο βιβλίο της «τρεις αιώνες μια ζωή» περιγράφει τη ζωή στα Βουρλά, στις αρχές του 20ου αιώνα κι ως τη Μικρασιατική καταστροφή και μιλάει με θαυμασμό για την προκοπή των Ναξιωτών μεταναστών, τη ζωή και τη δράση του πατέρα της Δημήτρη Σιδερή από την Κόρωνο Νάξου. Οι Ναξιώτες των Βουρλών ανέπτυξαν και σημαντικές κοινωνικές δραστηριότητες, ίδρυσαν εκκλησιές, σχολεία, ορφανοτροφεία κ.λπ., ενώ ανέδειξαν επιστήμονες, εμπόρους, μεγαλοκτηματίες κ.λπ.
Οι Έλληνες των Βουρλών φημίζονταν και για την παλικαριά τους, στην οποία ξεπερνούσαν και αυτούς τους Αϊβαλιώτες. Ο Γ. Καψής στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» γράφει: «…Εκείνος που γνωρίζει τι θα πει Βουρλιώτης, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει. Είχαν τα όπλα ζωσμένα στα ζωνάρια τους, γιατί λάτρευαν τον πόλεμο… Ήταν το καμάρι της Ερυθραίας και πολλοί Σμυρνιοί κατέφευγαν στα Βουρλά για να ζήσουν, έστω και λίγο, ελεύθεροι-γιατί ήταν ένα κομμάτι ελεύθερης ελληνικής γης.. …Όπως και στ’ Αϊβαλί, έτσι και στα Βουρλά, οι Τούρκοι είχαν συνθηκολογήσει με τους Χριστιανούς. Τους άφηναν ανενόχλητους να ζουν στο χωριό τους»..
Οι Βουρλιώτες, λάτρευαν σαν ήρωα τον Ελ. Βενιζέλο, περισσότερο από όλους τους άλλους Μικρασιάτες και αυτό δεν άλλαξε όταν επικράτησε στην Ελλάδα η βασιλική παράταξη (Νοέμβριος 1920). Πέρασαν μήνες μετά την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, για να κρεμάσουν την εικόνα του στην επίσημη αίθουσα της μητρόπολης στα Βουρλά.
Οι Βουρλιώτες πατριώτες έδωσαν δυναμικά το παρόν και στην πατριωτική κίνηση ίδρυσης στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις μυστικής οργάνωσης με την ονομασία «Μικρασιατική Άμυνα» περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1921. Όταν πια κατέρρευσε πλήρως ο ελληνικός στρατός, η Επιτροπή Μικρασιατικής Άμυνας Βουρλών αποφάσισαν να μείνουν και να υπερασπιστούν την πόλη τους και άρχισαν να οργανώνουν την άμυνα της πόλης.
Τα Βουρλά τελικά κατελήφθησαν κι ο τουρκικός στρατός αναζήτησε τα μέλη της Επιτροπής Μικρασιατικής Άμυνας για να τους τιμωρήσει παραδειγματικά. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο στου «Μουσελέ τα τέλια» κι ανάμεσά τους και οι Αλέξανδρος, Αναξαγόρας και Σωκράτης Κορρές, σημαντικοί παράγοντες των Βουρλών και πολλοί άλλοι Ναξιώτες, όπως ο πατέρας της Φιλιώς Χαϊδεμένου Δημήτριος Σιδερής, ο πατέρας των Μανώλη και Στέφανου Τσάφου Δημήτρης Τσάφος με τον αδελφό του και άλλοι.
Όταν μετά τις 15 Αυγούστου 1922 άρχισαν να περνούν απ’ τα Βουρλά τα διαλυμένα τμήματα της μεγάλης στρατιάς, εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι έλληνες στρατιώτες που κατευθύνονταν προς τα παράλια για να καταφύγουν στα πλοία, τα μαύρα σύννεφα της συμφοράς άρχισαν να ζώνουν και τα Βουρλά. Πολλοί Βουρλιώτες με τις οικογένειές τους κατέφυγαν στα απέναντι νησάκια. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος Σμύρνης τους παρότρυνε να φύγουν, γιατί τα Βουρλά «ήσαν κάρφος εις τους οφθαλμούς των Τούρκων». Οι Προεστοί όμως αποφάσισαν να μείνουν και άρχισαν να οργανώνουν ένοπλες ομάδες για να ελέγχουν τις εισόδους και εξόδους της.
Μεταξύ των χριστιανών και των Τούρκων προκρίτων των Βουρλών υπήρξε γραπτή συμφωνία, που προέβλεπε την από κοινού προστασία και των δύο πλευρών σε περίπτωση βιαιοπραγιών από οποιοδήποτε Τούρκο ή Έλληνα. Οργανώθηκαν ένοπλες περιπολίες, οι οποίες ανέλαβαν την προστασία των τούρκικων συνοικιών από τους υποχωρούντες Έλληνες στρατιώτες. Ακόμη και εκείνοι που είχαν καταφύγει στα νησάκια της Ερυθραίας, επέστρεψαν στα σπίτια τους και όπως γράφει ο Ρενέ Πυώ: «επέστρεψαν όμως διά να παραστούν εις την φρικωδεστέραν τραγωδίαν, διά να ίδουν την πόλιν των πυρπολημένην και σφαγμένους και κακοποιημένους τους εαυτούς των, τας γυναίκας των να ρίπτωνται εις τα πηγάδια και διά να χαθούν και οι ίδιοι διά πυρός και σιδήρου» .
Το Σάββατο 27 Αυγούστου 1922 στις 10. 30 το πρωί οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη. Εκείνο το πρωινό περνούσαν από τα Βουρλά τα τελευταία τμήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού με κατεύθυνση τις ακτές. Οι Βουρλιώτες κοίταζαν τους εξαθλιωμένους και ρακένδυτος στρατιώτες περίεργα και το μόνο που τους ζητούσαν ήταν να τους δώσουν τα όπλα τους: «…Τα θέλουμε. Εσείς φεύγετε και μας αφήνετε. Μα εμείς θα μείνουμε. Έχουμε τα σπίτια μας εδώ και δεν θ’ αφήσουμε να τα πατήσουν οι Τούρκοι. Θα πολεμήσουμε, θα πεθάνουμε, μα οι Τούρκοι δεν θα περάσουν. Ο επικεφαλής του τμήματος θέλησε να τους πείσει, ότι άδικα θα χανόντουσαν. Ποιος όμως να πείσει την ατίθαση εκείνη ράτσα; Ήταν οι Κρήτες της Ανατολής, έτοιμοι να προσφέρουν ένα ακόμη Αρκάδι στην ιστορία της φυλής».
Το απόγευμα της Κυριακής 28 Αυγούστου 1922 πέρασε από τα Βουρλά το ηρωικό και αήττητο 5/42 Σύνταγμα του Ν. Πλαστήρα . Αντί για τρομοκρατημένους χωριάτες οι εύζωνοι αντίκρισαν πάνοπλα παλικάρια να τους χειροκροτούν. Ο Ν. Πλαστήρας, που κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί, προσπάθησε να τους αποτρέψει. Κάποιους τους ήξερε απ΄τους Βαλκανικούς πολέμους. Τους παρότρυνε να φύγουν για να μη σφαγούν απ’ τους Τσέτες. Κοίταξε στα μάτια τον Αναστάση τον Μπουτζαλή. Τον ήξερε καλά. Τον είχε Λοχία στη Μακεδονία.
«Ο πόλεμος δεν τελείωσε, του είπε, η πατρίδα σάς χρειάζεται. Δεν έχετε το δικαίωμα να πεθάνετε άσκοπα».
Εκείνοι όμως δεν τον άκουσαν.
«Πήγαινε στο καλό, καπετάνιο. Εσείς πολεμήσατε, κάνατε το καθήκον σας. Αφήστε κι εμάς να πολεμήσουμε. Πώς να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και τα γυναικόπαιδα;».
Ο Πλαστήρας κατάλαβε ότι ήταν άσκοπο να επιμένει. Έσφιξε το χέρι του Μπουτζαλή κι έφυγε κρύβοντας ένα δάκρυ συγκίνησης, θαυμασμού και πόνου.
Εφυγε, αλλά δε μπόρεσε να κρατήσει το παράπονό του.
«Δεν ήταν, μωρέ, να τους είχα μαζί μου εκεί πάνω στο Τουμλού Μπουνάρ;», ακούστηκε να ψιθυρίζει.
Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν οι πρώτοι Τσέτες στα Βουρλά κι άρχισαν τις σφαγές και τις βιαιοπραγίες. Οι Βουρλιώτες υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία την πόλη τους μέχρι που έπεσε και το τελευταίο παλικάρι. Παρόντες στον μυθικό εκείνο αγώνα κι όλοι οι Ναξιώτες των Βουρλών. Οι απώλειες κι απ’ τις δυο πλευρές ήταν τρομακτικές, όπως τρομακτικά και δραματικά ήταν κι όσα ακολούθησαν. ‘Όταν τέλειωσε η μάχη έπεσαν στα χέρια των Τούρκων αβοήθητοι κι άοπλοι οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα των Βουρλών, για να βιώσουν τον τρόμο, τις δολοφονίες, τους βιασμούς, τον όλεθρο και την ολοκληρωτική καταστροφή.
Ξημερώματα του Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922 τα Βουρλά παραδόθηκαν στις φλόγες. Με την επέκταση της πυρκαγιάς οι Βουρλιώτες βγήκαν απ’ τα σπίτια τους, που τα είχαν μετατρέψει σε φρούρια, για να μην καούν και έτσι έγιναν εύκολη βορά στα χέρια των βαρβάρων. Όσοι πρόλαβαν να ξεφύγουν κατευθύνονται προς την Σμύρνη. Την Τρίτη μέρα από την εισβολή οι Τούρκοι στρατιώτες συγκέντρωσαν στα «τέλια του Μουσελέ» όλους τους άντρες από 18-60 ετών. Άφησαν ελεύθερους μόνο τους πιο γέρους και τα παιδιά κάτω των 14 ετών.
Στα «τέλια του Μουσελέ» στη νότια ανατολική έξοδο της τουρκικής συνοικίας των Βουρλών, σ’ ένα τεράστιο χωράφι, το οποίο ο τουρκικός στρατός μετέτρεψε σε πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης, συγκέντρωσαν τον χριστιανικό ανδρικό πληθυσμό των Βουρλών με στόχο την εξόντωσή του. Ήταν περίπου 11.000 ψυχές, από τους οποίους ελάχιστοι σώθηκαν. Ο ακριβής αριθμός όσων μαρτύρησαν εκείνες τις μέρες στο κολαστήριο αυτό είναι άγνωστος, πρόκειται όμως για πολλές χιλιάδες ψυχές. Τους έσφαζαν κυριολεκτικά «σαν αρνιά», αφού προηγούμενα τους βασάνιζαν άγρια, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν τα μέλη και τους άφηναν να πνιγούν στο αίμα τους. Πολλούς απ’ αυτούς τους οδήγησαν προς στο εσωτερικό της Μ. Ασίας για να τους εξοντώσουν με τις κακουχίες.
Απ’ το άγριο εκείνο στρατόπεδο και από την εξορία στην Ανατολή σώθηκαν μόλις 1.000 περίπου Βουρλιώτες, οι οποίοι δραπέτευσαν στη διάρκεια της πορείας και κατέφυγαν στη Σμύρνη και από εκεί στην Ελλάδα. Από τους υπόλοιπους που οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας (10.000) σώθηκαν περίπου 2.000 που αργότερα μεταφέρθηκαν και αυτοί στην Ελλάδα.
Ο Δημήτρης Τσάφος, μαζί με τον αδελφό του και άλλα ξαδέλφια του, αφού κατάφεραν να διώξουν τις οικογένειές τους στην Ελλάδα, οι ίδιοι έμειναν στα Βουρλά για να υπερασπιστούν την πόλη και τα υπάρχοντά τους και έμειναν για πάντα εκεί και βρέθηκαν κατακρεουργημένοι κι απαγχονισμένοι στην κεντρική πλατεία των Βουρλών.
Αφού Τσέτες και Τούρκοι στρατιώτες χόρτασαν τη μανία τους με λεηλασίες, βιασμούς, άγριες δολοφονίες γυναικών, παιδιών, νηπίων, γερόντων, συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο δημόσιο δρόμο των Βουρλών, για να τα οδηγήσουν υποτίθεται στην παραλία, προκειμένου να μπουν στα πλοία για την Ελλάδα. Οι ληστείες και οι βιασμοί όμως συνεχίζονταν έστω και σποραδικά, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες. Άρπαζαν τις νεαρές κοπέλες και τις βίαζαν μπροστά στις μανάδες τους, πολλές απ’ τις οποίες παραφρόνησαν, όντας ανήμπορες να σώσουν τα κορίτσια τους. Οι γέροι, οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, όσοι σώθηκαν από το μαρτύριο αυτό βρέθηκαν κάτω από δραματικές συνθήκες στα πλοία και εξαθλιωμένοι και απελπισμένοι έφθασαν στην Ελλάδα.
«…Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια τρανή πολιτεία που είχε στείλει 3.000 στρατεύσιμους στο μέτωπο του Σαγγάριου. Κανείς τους δεν εγύρισε. Ο υπόλοιπος αντρικός πληθυσμός πέρασε απ’ τα «τέλια» του Μουσελέ. Ήταν 11.000 ψυχές. Τα κόκκαλά τους είναι σπαρμένα στη γη της Μικρασίας, από τα πυρπολημένα Βουρλά ως τις όχθες του Ευφράτη»
~Νίκος Λεβογιάννης, - 1/4/2012

Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου.

Παναγία η Πρέκλα
τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (1906)
Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Ο Αύγουστος με την πένα του Νίκου Καζαντζάκη




Ο Αύγουστος ήταν για μένα…
όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας·

αυτός φέρνει, μαθές*,
τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια·
τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο·
αυτός ο προστάτης μου, έλεγα,
σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου·
όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ,
κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό,
κι ο Θεός θα μου το δώσει.
Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα:
Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη·
τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο,
μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ’ ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα
κι ως πάνω στα μεριά τα ‘χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο· κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα.
Όμως κάτι του ‘λείπε· μα τι;
Τον κοίταξα καλά καλά και του ‘βαλα δυο κέρατα στο κεφάλι, ανάμεσα στα κληματόφυλλα,
γιατί το μαντίλι που φορούσε ο παππούς μου έκανε δεξά και ζερβά δυο μεγάλους κόμπους σαν κέρατα.
Από τη στιγμή
που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπο του,
στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν,
και κάθε χρόνο τον περίμενα να ‘ρθει,
να τρυγήσει τ’ αμπέλια της Κρήτης,
να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του,
να βγάλει από τα σταφύλια κρασί.
Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ
πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί·
μονάχα ο Αγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα:
Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω
μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό.
Τι ‘ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα.
Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι,
το σταφύλι γίνεται κρασί,
το κρασί το πίνουν οι ανθρώποι και μεθούνε· γιατί μεθούνε;
Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά,
και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου,
αυτός μάζεψε τα φρύδια:
«Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!», μου αποκρίθηκε.
Τον Αύγουστο ξάπλωναν
και στους οψιγιάδες* τα σταφύλια,
να τα ξεράνει ο ήλιος να γίνουν σταφίδα.
Μια χρονιά
είχαμε πάει στο αμπέλι μας και μέναμε στο εξοχικό μας σπιτάκι·
ο αγέρας μύριζε,
η γης καίγουνταν,
τα τζιτζίκια καίγουνταν κι αυτά,
σα να κάθουνταν απάνω σε κάρβουνα αναμμένα.
Τη μέρα εκείνη,
της Κοίμησης της Παναγιάς, 15 Αυγούστου,
οι εργάτες δε δούλευαν
κι ο πατέρας μου κάθουνταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε· είχαν έρθει γύρα οι γειτόνοι,
που είχαν απλώσει κι αυτοί τη σταφίδα τους,
κάπνιζαν πλάι στον πατέρα μου, αμίλητοι.
Φαίνουνταν στενοχωρημένοι.
Όλοι είχαν καρφώσει τα μάτια
σ’ ένα συννεφάκι
που ‘χε προβάλει στον ουρανό, κατασκότεινο, βουβό,
και προχωρούσε.
Είχα καθίσει κι εγώ κοντά στον πατέρα μου
και κοίταζα το σύννεφο·
μου άρεσε· σκούρο μολυβί, χνουδάτο, κι ολοένα μεγάλωνε, άλλαζε πρόσωπο και κορμί,
πότε σα γεμάτο ασκί,
πότε σα μαυροφτέρουγο όρνιο
και πότε σαν τον ελέφα που είχα δει ζωγραφιά·
κουνούσε την προβοσκίδα του κι έψαχνε ν’ αγγίξει κάτω της γης.
Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν.
Ένας γείτονας πετάχτηκε όρθιος,
άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.
— Ανάθεμά το, μουρμούρισε,
ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!
— Δάγκασε τη γλώσσα σου,
του ‘καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος,
δε θα το αφήσει η Παναγιά· σήμερα είναι της χάρης της.
Ο πατέρας μου έγρουξε*,
μα δεν έβγαλε άχνα·
πίστευε στην Παναγιά,
μα δεν πίστευε πως η Παναγιά
μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα.
Εκεί που μιλούσαν,
ο ουρανός σκεπάστηκε·
οι πρώτες στάλες, χοντρές, ζεστές, άρχισαν να πέφτουν.
Τα σύννεφα χαμήλωσαν,
κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό.
— Παναγιά μου, φώναξαν οι γειτόνοι, βοήθεια!
Όλοι πετάχτηκαν απάνω,
κατασκόρπισαν,
καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του,
όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς·
κι ως έτρεχαν,
ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας,
κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα,
ξέσπασε η μπόρα.
Γέμισαν τ’ αυλάκια,
πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί,
φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι.
Άλλοι βλαστημούσαν,
άλλοι φώναζαν την Παναγιά να τους λυπηθεί,
να βάλει το χέρι της,
και στο τέλος θρήνος
ξέσπασε πίσω από τις ελιές στο κάθε αμπέλι.
Ξέφυγα από το σπιτάκι,
έτρεξα μέσα στη νεροποντή,
παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σα μεθύσι.
Είχα φτάσει ως το δρόμο,
δεν μπόρεσα να τον περάσω, ήταν ποταμός,
και στάθηκα και κοίταζα:
Μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές
τα μεσοξεραμένα σταφύλια,
ο μόχτος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν. Ο θρήνος δυνάμωνε,
μερικές γυναίκες
είχαν χωθεί ως τα γόνατα μέσα στα νερά και μάχουνταν να περισώσουν λίγη σταφίδα·
άλλες, όρθιες στην άκρα του δρόμου,
είχαν βγάλει τις μπολίδες τους* και συρομαδιούνταν*.
Είχα γίνει μουσκίδι ως το κόκαλο·
πήρα δρόμο κατά το σπιτάκι και μάχουμουν*
να κρύψω τη χαρά μου·
βιάζουμουν να δω τι θα ‘κανε ο πατέρας μου·
θα ‘κλαίγε, θα βλαστημούσε, θα φώναζε;
Περνώντας από τον οψιγιά
είδα πως όλη μας η σταφίδα είχε φύγει.
Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι,
ακίνητος,
και δάγκανε τα μουστάκια του.
Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
— Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!
— Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε· σώπα!
Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη·
θαρρώ
μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου
μεγάλο μάθημα·
αναθυμόμουν τον πατέρα μου
ήσυχο, ασάλευτο,
να στέκεται στο κατώφλι,
μήτε βλαστημούσε
μήτε παρακαλούσε
μήτε έκλαιγε·
ασάλευτος
κοίταζε τον όλεθρο
κι έσωζε,
μόνος αυτός,
ανάμεσα σε όλους τους γειτόνους,
την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Κωνσταντινούπολη - Αγία Σοφία 1930.



Κωνσταντινούπολη δεκαετία του 1930. Συντηρητές έργων τέχνης προσπαθούν να αποκαταστήσουν αγιογραφίες και ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας. Οι εργασίες αυτές είχαν γίνει από συνεργεία του Αμερικανού αρχαιολόγου Thomas Whittemore (1871-1950) ο οποίος είχε λάβει την σχετική άδεια προσωπικά από τον Κεμάλ το έτος 1931 και όλες οι εργασίες είχαν γίνει με την δική του επίβλεψη.
1930 Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέγραψε με τον Κεμάλ το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας στην άλλη άκρη της γης, ένας Αμερικανός φιλόλογος, ο Θωμάς Γουάιτμορ (Th. Whittemore), ίδρυε το «Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών Αμερικής».
Η ίδρυση του Ινστιτούτου δεν ήταν τυχαία, όπως φάνηκε, καθώς, ύστερα από λίγους μήνες, τον Ιούνιο του 1931, επετράπη στον Γουάιτμορ η καθαίρεση των οθωμανικών κονιαμάτων από την περίοδο του 1847-9 του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ Α΄ και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους του ανετέθη η αποκάλυψη των ψηφιδωτών της Αγιάς Σοφιάς.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Indiara Sfair & Arthur Sowinski - Αυτοσχεδιασμός



 Η μουσικός και συνθέτης Indiara Sfair γεννήθηκε στην πόλη Curitiba, στα νότια της Βραζιλίας,
αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών της Παρανάς και εργάστηκε σε διάφορα έργα στη σκηνή των Blues και Jazz στη χώρα.

Η φυσαρμόνικα είναι το κύριο όργανο της και άρχισε να παίζει στο έργο Double Blues, ένα ντουέτο των Blues, με τον Ricardo Maranhão (https://www.facebook.com/ricardommusic/?fref=ts). Σήμερα, είναι μέρος δύο άλλων αξιοσημείωτων συγκροτημάτων, των Milk'n Blues και του Tic Tac Joe, που έχουν αποκτήσει τόσο εθνική όσο και διεθνή προβολή. Και οι δύο μπάντες κυκλοφόρησαν τα πρώτα τους άλμπουμ το 2015.


Ως σόλο όργανο, η Indiara συμμετείχε σε διάφορα φόρουμ, εκθέσεις και συνέδρια, όπως το πρώτο Expo Harmônica do Brasil στο Σάο Πάολο, το São Bento do Sul Music Festival στη Santa Catarina και το Fórum Harmônicas Brasil στο Ceará. Συμμετείχε επίσης στα άλμπουμ πολλών μουσικών και σε συναυλίες μεγάλων ονομάτων όπως ο Kenny Brown, ο Mud Morganfield (γιος του θρυλικού Mud Waters) και η Lurrie Bell.
Με το Milk'n Blues (http://www.milknblues.com/) η Indiara έπαιξε σε διάφορες τοπικές και εθνικές τηλεοπτικές εκπομπές και σε φεστιβάλ όπως το Lupalluna, το Διεθνές Φεστιβάλ Ilha Blues, το Φεστιβάλ Curitibano Blues, το Φεστιβάλ de Blues de Londrina και το Manguinhos Jazz Φεστιβάλ Blues.

Τα τελευταία τρία χρόνια, παίζει με την παραδοσιακή ορχήστρα Harmônicas de Curitiba, μια 37χρονη ορχήστρα αρμονικών. Σε σκηνοθεσία από τον διάσημο παίκτη της φυσαρμόνικας και τον πρώην δάσκαλο της Indiara, Benê Chiréia, η ορχήστρα είναι η μοναδική στο είδος της σε όλη τη Λατινική Αμερική.

Η Indiara δεν χρησιμοποιεί καμία παραμόρφωση όταν παίζει τη φυσαρμόνικα, καθώς προτιμά τον καθαρό ήχο των ξύλινων οργάνων που έχουν ακριβή απόκριση, φωτεινή χροιά και καλή επίθεση, όπως το μοντέλο Marine Band του Hohner

www.youtube.com/c/indiarasfair
http://us.playhohner.com/artists/indiara-sfair/
http://www.proshows.com.br/endorsees/Hohner

https://www.facebook.com/pg/SfairIndiara/about/?ref=page_internal

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Ο Τρούλος - Ψαραντώνης - Χαΐνης - Μανωλάκης

Ο ΤΡΟΥΛΟΣ
Το τραγούδι που ακούτε σφραγίζει μια εικοσαετία αδιάλειπτης συνεργασίας (δίσκοι, συναυλίες, παραστάσεις) με το Δάσκαλο Ψαραντώνη. Αυτό δεν παίζει καμία απολύτως σημασία, γιατί κάθε που σμίγομε, είναι σαν να ‘ναι η πρώτη φορά. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι ο Έρωτας. Οι μαντινάδες με βρήκαν. Γέλασα πολύ. Αλλά μετά την ηχογράφηση και μέχρι τώρα, μου αποκαλύπτονται διάφορα επίπεδα κατανόησης, εκπληκτικά και αδιανόητα για μένα. Είδα κάποιον να φανερώνει την μοναδικότητά του, αδίστακτα, στο πιο ψηλό σημείο μιας κοινότητας. Μετά, το ίδιο λέφτερα, να γίνεται ο ‘κανένας’ βουτώντας στο πιο χαμηλό σημείο του χωριού κι ύστερα να πεθαίνει όπως έζησε, μόνος στην μέση της πλατείας. Κατάλαβα ότι περιγράφει τη ζωή κάθε ερωτευμένου, ‘κουζουλού’,ασυμβίβαστου ανθρώπου, που δεν τονε βάνει αυτός ο ΄λογικός, καθωσπρέπει΄ κόσμος. Μετά από λίγο κατάλαβα ότι το τραγούδι περιγράφει τη ζωή κάθε ήρωα. Ο ήρωας παρουσιάζεται στους θεατές υπερβαίνοντας το θείο, ο ήρωας παθαίνει, ο ήρωας – μάλλον- αυτοχειρεί στη μέση της σκηνής. Κατάλαβα δηλαδή ότι πίσω από τα αρχικά μου γέλια κρυβόταν το τραγικό παιχνίδι με τη μοίρα, η βάση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Έπειτα κατάλαβα ότι οι στίχοι αφηγούνται τη ζωή κάθε Θεού. Το τραγούδι μού αποκάλυψε μια θεοφαγική αναπαράσταση. Κάποιος Θεός κατεβαίνει από τον ουρανό, συναγελάζεται στα χαμηλά, στο ζωικό επίπεδο, θυσιάζεται στο κέντρο από τους ανθρώπους και επιστρέφει στον ουρανό, στην αιώνια μήτρα. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνω γρι ή αν αύριο θα καταλάβω κάτι περισσότερο. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι θα γελώ πάντα... - Χαΐνης Δ. Αποστολάκης Στίχοι Θα βγω στον τρούλο τς εκκλησάς να δω ανέ τς αρέσει και θα φωνιάζει ένα χωριό «όφου κι εδά θα πέσει!». Ωσάν το χοίρο στα πηλά μ’ αρέσει να κυλιούμαι να μη γνωρίζει και κιανείς ποιός είμαι κι από πού ‘μαι. Στη μέση μέση του χωριού θέλω να τελειώσω αυτή την ψεύτικη ζωή που με παιδεύει τόσο. Τραγούδι: Ψαραντώνης Μουσική, στιχουργική σύνταξη: Χαΐνης Δ. Αποστολάκης Μαντινάδες: Χαρίτος Χαριτάκης Λαούτα: Γιώργης Μανωλάκης Λύρα: Χαΐνης Δ. Αποστολάκης Νταούλι, γερακοκούδουνα: Μηνάς Παιγνιωτάκης Χορωδία: Γιώργης Μανωλάκης, Χαΐνης Δ. Αποστολάκης, Μάρκος Πινακουλάκης, Νίκος Βογιατζάκης Ηχοληψία: Νίκος Βογιατζάκης, Μάρκος Πινακουλάκης Remix, Mastering: Νίκος Βογιατζάκης Εικονοληψία: Αριστοτέλης Δασκαλάκης , Νίκος Βασιλάκης, Λευτέρης Τριχάκης, Στέλιος Σωμαράκης Μοντάζ: Μαρία Αθανασοπούλου Το τραγούδι αυτό αποτέλεσε μια ευκαιρία να ξανανταμώσω το μικρό μου αδερφό, το δεξιοτέχνη Γ.Μανωλάκη, που γράψαμε το κομάτι στο στούντιο μια κι όξω, σαν να μην πέρασε μια μέρα, τον καλωσυνάτο, γενναιόδωρο φίλο Μ.Παιγνιωτάκη, τον ακούραστο συμμαχητή Μ.Πινακουλάκη και το μικρό Σ.Σωμαράκη, που ανεθράφηκε και λίγο μαζί μου, στον τσιγγάνικο τρόπο ζωής. Ευχαριστώ επίσης τον πολύ καλό φίλο και συνάδελφο Δημήτρη Παπαδάκη, που με έφερε σε επαφή με το Χαρίτο.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

Τα 13 πιο όμορφα χωριά της Κρήτης

Η Κρήτη είναι αναμφισβήτητα από τους πιο ευλογημένους τόπους! Η πλούσια βλάστηση και οι ατελείωτες παραλίες της, σε συνδυασμό με τα απομεινάρια της αρχαίας και σύγχρονης ιστορίας της την καθιστούν μαγική και αξεπέραστη.
Κάθε χρόνο τα διεθνή ταξιδιωτικά περιοδικά αφιερώνουν σελίδες για το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας κι υποκλίνονται στις ομορφιές του, κάποιες από τις οποίες είναι αρκετά διάσημες, όπως η Παλιά Πόλη των Χανιών και κάποιες λίγότερο διαδεδομένες, όπως τα υπέροχα χωριά που θα σεργιανήσουμε σήμερα!
Όλα τους έχουν κάτι το ξεχωριστό, μια διακριτική ομορφιά που μπερδεύει το άρωμα του Αιγαίου με τη μυρωδιά της ρακής και των νόστιμων τοπικών εδεσμάτων.
Αρχάνες, Ηράκλειο
   
Η φήμη των Αρχανών έχει φτάσει σε όλη την Ευρώπη και όχι άδικα. Στην είσοδό τους το επιβλητικό νεοκλασικό που στεγάζει το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και λίγο πιο κάτω η ολόλευκη εκκλησία της Παναγίας. Το χωριό-πρότυπο είναι γεμάτο ατμοσφαιρικές γειτονιές με τα καλοσυντηρημένα σπίτια, βαμμένα σε χαρούμενα χρώματα. Σε κάθε βήμα ο επισκέπτης μαθαίνει όλο και περισσότερα για τις Αρχάνες.
Γι’αυτό έχουν φροντίσει οι ντόπιοι: το Λαογραφικό Μουσείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το εργαστήριο γλυπτικής, το Μουσείο Κρητικής Ιστορίας και Παράδοσης λίγο πιο έξω. Στις Άνω Αρχάνες, στην Τουρκογειτονιά, στην αναπαλαιωμένη Φάμπρικα Ελένη θα μάθετε τα πάντα για τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής ελαιόλαδου. Οι αυλές των σπιτιών αποτελούν από μόνες τους λόγο για να επισκεφτεί κανείς το χωριό.
Μεγάλες κι ολάνθιστες, μοιάζουν με όαση. Όλο το χωριό έχει μια αύρα διαφορετική από όλα τα άλλα κρητικά χωριά κι αυτό χάρη στους απέραντους αμπελώνες που κυκλώνουν το χωριό και στις δροσερές πηγές και τα υπόγεια νερά που διασχίζουν τα πέτρινα καλντερίμια και την πλατεία. Και πάντα οι ανοιχτόκαρδοι αρχανιώτες επιμένουν να κεράσουν τους επισκέπτες καπρικό (χοιρινό-λουκούμι στον ξυλόφουρνο) και μετά απαραίτητα πρόποση με ρακή στις χαρές που θα έρθουν.
Χουδέτσι, Ηράκλειο
 
Είναι περίεργο πώς αυτό το μικρό χωριό στα ορεινά του Ηρακλείου βγάζει τόση ενέργεια. Ίσως είναι οι νέοι που το γεμίζουν τα καλοκαίρια με τις φωνές τους. Ίσως πάλι είναι οι ντόπιοι που πειραματίζονται συνεχώς με ήχους και δεν χάνουν την ευκαιρία να στήσουν το επόμενο αυτοσχέδιο γλέντι στην πλατεία με τα δάχτυλά τους να χορεύουν επιδέξια πάνω στις χορδές της λύρας.
Αυτόν τον τόπο, που λατρεύει την ρίμα, επέλεξαν ως παραθεριστικό θέρετρο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα οι ευκατάστατοι Ηρακλειώτες, τον ίδιο τόπο επέλεξε πριν 35 χρόνια και ο πολυταξιδεμένος Ιρλανδός καλλιτέχνης Ross Daly. Αφού γύρισε όλο τον κόσμο βρήκε στο Χουδέτσι το δικό του μουσικό καταφύγιο και έστησε τον »Λαβύρινθο», το μουσικό του εργαστήριο. Νιώστε την ενέργεια του χωριού περπατώντας ανάμεσα στα ανέπαφα αρχοντικά με το δροσερό αεράκι που κατεβάζει η ρεματιά από το μοναστήρι της Σπηλιώτισσας να προκαλεί ένα γλυκό ρίγος.
Ζαρός, Ηράκλειο
Στέκει για πάνω από 400 χρόνια και δεν υπάρχει άλλος σε ολόκληρη την Κρήτη. «Είναι μοναχοπαίδι», έλεγε με περηφάνια ο κυρ Μιχάλης, ο τελευταίος μυλωνάς του νησιού. Για δεκαετίες άλεθε το κριθάρι και το σιτάρι των συγχωριανών του για να δώσει αλεύρι για το ψωμί. Ακόμα και από το Ρέθυμνο έρχονταν για το αλεύρι του.
Έφυγε από την ζωή λίγο πριν πατήσει τα 100 ο κυρ Μιχάλης αλλά άφησε πίσω του έναν νερόμυλο-κόσμημα. Έναν από τους πολλούς που λειτουργούσαν κάποτε στο χωριό χάρη στα άφθονα νερά. Τόπος ευλογημένος στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Εύφορα κτήματα και περιβόλια, με αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια την τεχνητή λίμνη, γεμάτη πέστροφες. Κι από πάνω καθρεφτίζονται τα επιβλητικά βράχια του Ψηλορείτη.
Άνω & Κάτω Ασίτες, Ηράκλειο
Αμπελώνες, ελαιώνες και πάλι αμπελώνες. Αυτή είναι η διαδρομή μέχρι να φτάσει κανείς στους ανατολικούς πρόποδες του Ψηλορείτη. Εκεί βρίσκονται σκαρφαλωμένα σε υψόμετρο 450 μέτρων δύο από τα πιο παραδοσιακά χωριά ολόκληρου του νομού. Σήμερα επικρατεί κινητικότητα. Παρέες νεαρών ντυμένοι στα κίτρινα και πράσινα κατευθύνονται προς το γήπεδο. »Τα χρώματα της Βραζιλίας», λέει γελώντας ο Μηνάς, ένθερμος υποστηρικτής της τοπικής ομάδας.
Από το 1990 οι Άνω και Κάτω Ασίτες ένωσαν τις δυνάμεις τους και ίδρυσαν την Ένωση Ασιτών, το ποδοσφαιρικό καμάρι της περιοχής. Το άλλο καμάρι της περιοχής είναι η Μονή του Αγίου Γεωργίου Γοργολαΐνη. Είναι από τις αρχαιότερες στην Κρήτη αφού υπάρχει τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα.
Στην αυλή της υπάρχουν δύο »θαύματα» της φύσης: ένας πλάτανος και ένα κυπαρίσσι που έχουν κριθεί διατηρητέα. Διατηρητέα είναι η πελώρια δρυς στη θέση »Μαστραχά», εκεί όπου σκοτώθηκε ηρωικά ο Φραγκιός Μαστραχάς αγωνιζόμενος σε μάχη του 1868. Τον αγαπάνε τον τόπο τους οι ασιτιανοί. Έχουν πολιτιστικό σύλλογο, βιβλιοθήκη και λαογραφικό μουσείο και μοιάζουν να έχουν βάλει σκοπό της ζωής τους να τον αγαπήσεις κι εσύ. Γι’αυτό μην αρνηθείς να καθίσεις μαζί τους στο καφενείο και παρέα με ρακές να μάθεις για τα σπήλαια, τις εκκλησίες, τα έθιμα και τον εγκαταλειμμένο οικισμό της Νίσης.
Βάμος, Χανιά
   
Ταξίδι στο Βάμο σημαίνει φυγή στο πιο ανόθευτο κομμάτι της Κρήτης, αυτό που σέβεται την ιστορία της, τα σπίτια και τα αρχοντικά της, αφουγκράζεται τη φύση και κρατά αναλλοίωτη την παράδοση. Σημαίνει συνάντηση με ανθρώπους αγέρωχους και απρόβλεπτους, που κάποιος αόρατος μαγνήτης κρατάει στον τόπο τους. Ελαιώνες και οπωρώνες δημιουργούν ένα σκηνικό Τοσκάνης, και τριγύρω αγροτόσπιτα φτιαγμένα από πέτρα, χώμα και ξύλο.
Οι ντόπιοι θα σε υποδεχτούν σαν να σε ήξεραν από πάντα. Καθώς περπατάς στην παλιά γειτονιά με τα πέτρινα σοκάκια, τις μυστικές γωνιές και τα υπέροχα αναπαλαιωμένα αποκωρονιώτικα σπίτια, θα σε τραβήξουν να σε κεράσουν ρακή κι ένα κομμάτι εξαιρετικό απάκι, έτσι για τον μεζέ. Συνοδοιπόροι στο ταξίδι αυτό, άνθρωποι απ΄ όλο τον κόσμο, Άγγλοι, Αμερικανοί και Ιάπωνες.
Μια ιδιόρρυθμη »κάστα» μυημένων στην απόδραση προς το όνειρο. Γυρνούν ξανά και ξανά στον Βάμο για να αναγεννηθούν στη φύση, περπατώντας στα άπειρα μονοπάτια που οργώνουν την περιοχή, διασχίζοντας κατάφυτα ρέματα και απόμερα ξωκλήσια. Για να μάθουν πώς παρασκευάζεται η γραβιέρα, η μυζήθρα και ο ανθότυρος και να φορέσουν την ποδιά για να φτιάξουν καλιτσούνια και ντολμαδάκια. Για να δουν το φεγγάρι να βγαίνει πάνω από τα Λευκά Όρη πίνοντας Μαρουβά και ακούγοντας μαντινάδες για ανεκπλήρωτες αγάπες.
Χώρα Σφακίων, Χανιά
Από τα Χανιά ως τα Σφακιά είναι περίπου 90 λεπτά. Τόσο κάνει για να βγει κανείς από το Αιγαίο στο Λιβυκό, ακολουθώντας το δρόμο που περνάει μέσα απ’ το κρητικό »φαρ ουέστ». Ανάμεσα στις στροφές ξεφυτρώνουν μαγαζάκια, ταβέρνες, αναψυκτήρια και κάπου κάπου ένα ξενοδοχείο. Πίσω από τα άγρια βουνά, εμφανίζεται σαν προέκταση των φαραγγιών το Λιβυκό πέλαγος.
Το τοπίο είναι καθηλωτικό, σχεδόν τρομακτικό. Η Χώρα είναι η έδρα του δήμου Σφακίων, του πιο αραιοκατοικημένου δήμου της Ελλάδας. Μια δυσπρόσιτη και τραχιά περιοχή που περιβάλλεται από τις απόκρημνες πλαγιές των Λευκών Ορέων και τα πολυάριθμα φαράγγια που σχηματίζονται σ’αυτές. Το χωριό είναι χτισμένο σχεδόν στην κατάληξη του φαραγγιού του Ίμπρου κι έχει δύο λιμανάκια όπου δένουν τα καραβάκια για την Αγία Ρουμέλη, το Λούτρο και το νησί της Γαύδου.
Σε τούτο τον τόπο θα βρεις περήφανους Σφακιανούς που δεν παραδόθηκαν ποτέ στους κατακτητές, που αψήφισαν το θάνατο και πρωτοστάτησαν σε αμέτρητες εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Είναι ένας τόπος γεμάτος περηφάνια, αγάπη για την Κρήτη και δέος για την ομορφιά που δεν τιθασεύεται.
Λουτρό Σφακίων, Χανιά
Δεκαπέντε λεπτά. Τόσο θα χρειαστεί το καραβάκι για να σας μεταφέρει από τη Χώρα Σφακίων στο μικροσκοπικό χωριό. Στο στριμωγμένο ανάμεσα στα βράχια οικισμό, νιώθει κανείς πως ανακάλυψε τον τελευταίο καλοκαιρινό παράδεισο της νότιας Κρήτης. Απομονωμένος, γαλήνιος, με ένα μπαράκι, μαγαζάκια και δωμάτια μετρημένα στα δάχτυλα. Εδώ δεν υπάρχουν δρόμοι που να οδηγούν στο Λούτρο ή μακριά από αυτό. Και πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να σε μαγέψει εκείνη η πανσέληνος που βάψει ολόκληρο τον κόλπο ασημένιο. Είναι η στιγμή που η επιστροφή στον πολιτισμό μοιάζει με εμπειρία που δεν θα θες να ξαναζήσεις.
Ανώγεια, Ρέθυμνο
Τα Ανώγεια βρίσκονται πάνω σε κορυφή βουνού γιατί τους αρέσει να φαίνονται. Είναι το τελευταίο χωριό που συναντάς ανεβαίνοντας στον ουρανό από τον Ψηλορείτη. Τα μητάτα είναι τα σπίτια των βοσκών, σαν πέτρινες μήτρες, με την τεχνική της υστερομινωικής εποχής. Στα Ανώγεια οι γυναίκες έχουν ονομαστά μπαλκόνια με λουλούδια. Στα υφαντά τους στα εργαστήρια κυριαρχούσε ο κόκκινος κάμπος. Οι χώροι όπου γίνονταν οι γάμοι και τα γλέντια: στο Περαχώρι, στην Καβαλλαρία, στο Μεϊντάνι.
Όλες οι πλατείες έχουν γύρω γύρω καφενεία. Στην ουσία είναι αξονικοί τομογράφοι. Όταν κάποιος περάσει από τη μέση της πλατείας, ακτινογραφείται από τους θαμώνες. Ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός είναι στοιχεία της καθημερινότητας. Αν είσαι ξένος και επισκεφτείς τα Ανώγεια  όταν σε κεράσουν (και θα σε κεράσουν), να ανταποδώσεις το κέρασμα και θα σου ανοίξουν την καρδιά τους». Έτσι περιγράφει ο Λουδοβίκος των Ανωγείων την πατρίδα του και μόνο αν την επισκεφτείτε θα μπορέσετε να καταλάβετε γιατί διαφέρει από κάθε άλλο χωριό της Κρήτης
Μαργαρίτες, Ρέθυμνο
    
Θα σας το συστήσουν ως το χωριό των πιθαράδων, αφού οι Μαργαρίτες έχουν παράδοση στην αγγειοπλαστική. Τριγυρνώντας στα σοκάκια βλέπεις τις μεγάλες γλάστρες από πηλό έξω από τις πόρτες και τους λιγοστούς τουρίστες να μπαίνουν στα κεραμοποιεία. Τα λουλούδια κατακλύζουν τις αυλές, το βράδυ το αεράκι είναι δροσερό, η ρακή παγωμένη και η ζωή απλή και ωραία.
Σκαρφαλωμένες σε υψόμετρο 300 μέτρων, στους βόρειους πρόποδες του Ψηλορείτη, οι Μαργαρίτες απέχουν 27 χιλιόμετρα από το Ρέθυμνο. Αρχαία μοναστήρια, πύργοι, μονοπάτια, ξωκλήσια κρυμμένα σε σπηλιές και φαράγγια και μια εύφορη κοιλάδα που απλώνεται μπροστά από το χωριό συνθέτουν το σκηνικό του γραφικού χωριού.
Πλακιάς, Ρέθυμνο
Τίποτα δεν θυμίζει το σκηνικό που αντίκριζαν εδώ οι ελάχιστοι, εναλλακτικοί ταξιδιώτες που έφταναν στο νότο του Ρεθύμνου πριν λίγες δεκαετίες: δέκα σπιτάκια όλα κι όλα και μια χούφτα φιλόξενοι κάτοικοι. Μετά τη δεκαετία του ’70, ο Πλακιάς μεγάλωσε, απέκτησε περισσότερα σπίτια που αγκαλιάζουν τον μεγάλο κόλπο που έχει σχήμα μισοφέγγαρου, ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα, ταβερνάκια αλλά και πολλούς καλοκαιρινούς επισκέπτες που λατρεύουν τις παραλίες της και αλλά και την πεζοπορία.
Τριόπετρα, Ρέθυμνο
 Γύρω μας τα γνώριμα, άναρχα βουνά της Κρήτης. Μόλις τρία χιλιόμετρα απ’ την περιοχή του Άγιου Παύλου είναι τα Ακούμια, ένα χωριό που ξεκινά από το ύψος του κεντρικού δρόμου και κατεβαίνει ως την παραλία της Ακουμιανής Γυαλιάς, δηλαδή της Τριόπετρας. Στεκόμαστε στην άκρη στον Άγιο Παύλο και αγναντεύουμε την παραλία της Τριόπετρας.
Τρεις τεράστιες, λείες πέτρες στη μια άκρη της χάρισαν το όνομά της. Εκεί το τοπίο είναι τελείως διαφορετικό. Η παραλία είναι τεράστια σε μήκος με μαγαζάκια και καταλύματα μετρημένα στα δάχτυλα. Ήρθαμε εδώ για να βιώσουμε την απόλυτη ελευθερία, για να νιώσουμε την αλμύρα του Λιβυκού πελάγους στα χείλη και να χαμογελάσουμε.
Μακρύγιαλος, Λασίθι
 
Το ψαροχώρι βρίσκεται 25 χλμ από την Ιεράπετρα. Μέχρι τη δεκαετία του ’70, ο τότε μικρό παραθαλάσσιος οικισμός αποτελούσε μια φτωχή και παραμελημένη περιοχή στη νότια Κρήτη με λίγες αποθήκες κτισμένες στη άκρη της θάλασσας, στις οποίες οι ντόπιοι κάτοικοι (που εκείνη την εποχή κατοικούσαν στα γύρω βουνά) αποθήκευαν προς εξαγωγή διάφορα προϊόντα όπως λάδι, σουλτανίνα, χαρούπια, σιτηρά και οικόσιτα ζώα.
Από το 1980, όμως, αυτό το ακατέργαστο παραθαλάσσιο κομμάτι στο Λιβυκό πέλαγος παίρνει γλυκιά εκδίκηση και έχει μετατραπεί στον αγαπημένο προορισμό για τους λάτρεις τις ανεπιτήδευτης ομορφιάς. Οι μυημένοι γνωρίζουν πως τα ήρεμα νερά της αμμουδερής παραλίας του οικισμού είναι πολύ ζεστά ακόμη και στα τέλη Οκτωβρίου.
Κουτσουνάρι, Λασίθι
 
Γραφικός οικισμός, μόλις 9 χλμ από την Ιεράπετρα. Ξεχωρίζει η μεγάλη αμμουδερή παραλία του που διαθέτει οργανωμένα αλλά και πιο ήσυχα σημεία. Το πανέμορφο χωριουδάκι είναι αρκετά ανεπτυγμένο τουριστικά ενώ μεγάλο του ατού είναι η κοντινή του απόσταση από την Ιεράπετρα. Εδώ, θα έρθετε για να ζήσετε ήσυχες διακοπές χωρίς να σας λείψει καμία από τις ανέσεις.

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

6 Ιανουαρίου 1919: Η τελευταία Λειτουργία στην Αγιά Σοφιά από τον Κρητικό παπά Λευτέρη Νουφράκη, ένα αληθινό παλικάρι…

Ο τελευταίος που λειτούργησε την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη.Αρχιμανδρίτης Ελευθέριος Νουφράκης το 1919,μετά από 466 χρόνια μετά την άλωση της πόλης
Κάποτε μου μίλησε ο παππούς μου για ένα Κρητικό παπά, αληθινό παλικάρι, που το Γενάρη του 1919 λειτούργησε κάτω από τους χιλιόχρονους θόλους της Αγια-Σοφιάς!!
Τον γνώριζε καλά, γιατί ήταν στρατιωτικός ιερέας στη Μεραρχία που ανήκε και ο ίδιος, στη Μεραρχία εκείνη που αργότερα συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία κι έφτασε ως τις πύλες της Αγκύρας, ήπιε νερό από το Σαγγάριο!… Όμως αλίμονο! αυτό το δροσερό νερό μετατράπηκε λίγο αργότερα σε καυτό πύρινο ποτάμι πόνου και οδύνης, που έκαψε τις καρδιές όλων των Ελλήνων.
Στα λόγια του παππού μου δεν έδωσα τότε μεγάλη σημασία. Μου φάνηκε αυτό που μου ‘λεγε απίθανο, το θεώρησα σαν ένα παραλήρημα, απομεινάρι εκείνου του αβάσταχτου, του αφάνταστου πόνου που ένιωθε ο παππούς μου, όταν αναθυμόταν τα περασμένα, όταν άκουγε τις λέξεις Ιωνία, Σμύρνη, Πέργαμος, Αϊβαλί, Τραπεζούντα, Κερασούντα, Σαγγάριος, Εσκί Σεχήρ, Αφιόν Καραχισάρ, Πόλη, Αγια Σοφιά!! Οι λέξεις αυτές είχαν πάρει στο νου και στην καρδιά του παππού μου τη θέση ό,τι πιο ιερού και πιο νοσταλγικού είχε σ’ αυτή τη ζωή, ακόμη πιο ιερού και από τα ίδια τα παιδιά του, τα εγγόνια του, την ίδια του τη ζωή!
Γράφει ο Αντώνης Ε. Στιβακτάκης από αυτά που του είπε ο παππούς του.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ηρακλείου Κρητης “ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ” την 3/6/1998
Δεκάδες φορές τον αντίκρισα με τα παιδικά μου μάτια να κλαίει – πολλές φορές ξεσπούσε σε γοερούς λυτρωτικούς λυγμούς – προσφέροντας αυτά τα άγια ονόματα, που ταυτίζονται με τη διαχρονική ιστορική πορεία και παρουσία του Γένους μας πάνω στη γη. Τότε δεν καταλάβαινα τίποτε ή σχεδόν τίποτε. Μονάχα μια ακαθόριστη απορία κυριαρχούσε στην ψυχή μου απ’ αυτή την ξεχωριστή στάση του παππού μου. Λίγο αργότερα κατάλαβα την καθοριστική επίδραση αυτών των δακρύων, αυτών των λυγμών στην δική μου ψυχή. Την καταλαβαίνω τώρα, θα την αισθάνομαι πάντα να κυριαρχεί σ’ όλο το είναι μου.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...