Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Η τύχη απ' την Αμέρικα. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ


                                                       Διήγημα

Την πτωχήν την Ασημίναν, σύζυγον του βαρελά του χωρίου, όλαι αι συγγενείς της τhν ελυπούντο και την εκαίοντο, πώς θα κατώρθωνε ν’ αποκαταστήση και να υπανδρεύση τας τέσσαρας κόρας, τας οποίας της έδωκεν ο Θεός, ύστερον από δύο υιούς, τους οποίους της είχε χαρίσει, και αφού τα εξ αυτά τέκνα με κόπον και πολύν καϋμόν τα είχεν αναθρέψει. Το επάγγελμα του συζύγου της είχε, κυρίως ειπείν, μόνον δύο μήνας γόνιμους δι’ όλου τού έτους, όλον δε τον άλλον καιρόν ήτον απραξία, με ολίγες κουτσοδουλειές και «μερεμέτια». Και πάλιν οι δύο εκείνοι μήνες έφεραν περισσότερα παράπονα και δυσαρεσκείας, παρά κέρδη και εισπράξεις.
Καθ’ όλον τον Αύγουστον και τον Σεπτέμβριον, εις την εποχήν τού τρύγου των πρωίμων και των οψίμων, μοσχάτων και μαύρων, έτρεχον όλοι και όλαι μαζύ, οι αμπελοκτήμονες, εις τον μαστρο-Στεφανή, φέροντες κυλιστά από το σπίτι τις κάδες και τα βυτία των και τα βαρέλια των δια να τους τα διορθώση. Ο μαστρο-Στεφανής, αγαπών τ’ αστεία, συνήθιζε να λέγη.
― Μα όλοι μαζύ, χριστιανοί μου;… Τα ίδια που παθαίνει ο παπα-Μακάριος, ο πνεμματικός, τις παραμονές των Χριστουγέννων και τη Μεγάλη Βδομάδα… Ολονών τα κρίματα προφταίνει ένας παπάς, όσο κι’ αν πιάνη η ευκή του, να τα σχωρέση μονοκοπανιά;… Τι να κάμη κι’ εκείνος, το λοιπόν;… «Βαφτίζω και μυρώνω…»

Τω όντι, πώς θα ηδύνατο ποτέ ο μαστρο-Στεφανής να τους ευχαριστήση όλους, τόσους πελάτας δια μιας; Όσον καλήν θέλησιν και αν είχεν, αδύνατον. Σπεύδων να ευχαριστήση τους πάντας, σχεδόν κανένα δεν ηυχαρίστει. Κι’ εκείνοι των οποίων τα αγγεία πρώτα επεσκεύαζε, κι’ εκείνοι έφευγον δυσαρεστημένοι, ισχυριζόμενοι ότι «απ’ τη βια του δεν τους έκανε παστρική δουλειά». Κι’ εκείνοι όσων τα βαρέλια τελευταία έμενον, ακόμη πικρότερον εγόγγυζον επειδή έμεινε πίσω η δουλειά τους. Έκαστος είχε το παράπονόν του. Αι χήραι γερόντισσαι έλεγον.
― Α! γιατί ημείς είμαστε γυναίκες έρημες, και δεν έχουμε κανένα να μας βοηθήση, μας παραβλέπουνε. Ημείς δεν έχουμε ψυχή;…
Και μερικοί άνδρες έλεγον.
― Α! να είναι καμμιά όμορφη, να γυαλίζη, έχει χατήρι… Το ξέρω κι’ εγώ.
Οι γείτονες έλεγον.
― Ημάς που έχουμε όλον τον χρόνο τον μπελά σου, και το φοβερό σαμαντά σου, μας αφήνεις τα βαρέλια άφιαστα. Ημείς δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα… Σε άλλους κάνει τα χατήρια.
Και οι μακρόθεν ερχόμενοι έλεγον.
― Ημάς που είμαστε απ’ τον άλλο μαχαλά, που κάνουμε τόσον κόπον να σου κουβαλούμε τα βαρέλια απ’ την άλλην άκρη, μας αφήνεις στα κρύα… Ημάς οι δεκάρες μας δεν έχουν νούμερο…
Τέλος των πλείστων τα αγγεία επεσκευάζοντο, ολίγοι τινές ανυπόμονοι τ’ απέσυρον προ της ώρας, αδιόρθωτα, και μερικοί επολεμούσαν μόνοι τους να τα διορθώσουν. Κι’ ενώ είς μόνον βαρελάς εβασίλευεν εις την παλίχνην, εκ πολλών χρόνων, κανείς δεν απεφάσιζε να μάθη την τέχνην. Μόνον είς γηραιός άνθρωπος, εξηντάρης, ο μπαρμπα-Δημητρός ο Τσουμπός, παρουσιάσθη ζητών να την μάθη. Αλλ’ ήτον τόσον οκνός και τόσον κοιμισμένος απ’ τα νειάτα του ακόμη, ώστε και αν κατώρθωνε να μάθη τι, θα το ελησμόνει πριν το μάθη, όπως λέγει ο αρχαίος κωμικός.
Ήτο δε τόσον πολυάσχολος κατά τους δύο μήνας του φθινοπώρου ο μαστρο-Στεφανής, ώστε από βαθείας πρωίας μέχρι νυκτός δεν ευκαίρει να λείψη ουδέ στιγμήν από το εργαστήρι του και από το «τσαρδί» του, το εκ ξύλων και κλάδων παράπηγμα, το οποίον είχε κατασκευάσει ιδιοχείρως κατέμπροσθεν της θύρας τού εργαστηρίου. Μόνον εις την εκκλησίαν επήγαινε την Κυριακή πρωί, και μόνον προ της θύρας τού μικρού καφενείου τού Γιάννη τού Βλάχου, βιαστικά, επερνούσεν, ιστάμενος δε τότε επί στιγμήν εφώναζε τον Αντώνην τον υιόν τού καφετζή.
― Πάτερ Αβραάμ!... Πέμψον Λάζαρον!...
Το «πέμψον Λάζαρον» εσήμαινε να τον δροσίση μ’ ένα ποτηράκι ρακί, το θέρος, ή ρώμι, τον χειμώνα, το οποίον είχε κανονισμένον. Έν και μόνον την ημέραν έπινε.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών ο Στάθης, ο πρωτότοκος, ο πατήρ του τον απέσυρεν από το σχολείον, δια να μάθη την πατρώαν τέχνην. Πλην μόλις έμαθε κάτι τι ο Στάθης, και του ήλθεν έρως να μπαρκάρη με τα καράβια, να γίνη ναυτικός. Τρία έτη ύστερον, όταν έφθασεν εις την αυτήν ως ανωτέρω ηλικίαν ο Θανασάκης, ο δεύτερος υιός, τότε τον εσχόλασε και αυτόν από τα γράμματα και τον «έστρωσε» στην τέχνην. Αλλ’ ούτος δεν είχεν υπομονήν ούτε τα στοιχεία της τέχνης να μάθη. Όταν έγινε δεκατριών ετών επήγαινε καθημερινώς με τις βάρκες εις τους ναύλους και το οψάρευμα, και όταν έγινε δεκατεσσάρων ετών, εμβαρκάρισε με μίαν σκούναν κι’ έφυγε.
Οι νησιώται μας δεν επέδιδον εις άλλο επάγγελμα παρά το ναυτικόν. Ουδείς εξ αυτών έγινε ποτέ έμπορος της ξηράς ή βιομήχανος ή χειρώναξ. Και τέχνην αν είχον διδαχθή, την εγκατέλιπον χάριν τής αστάτου ερωμένης, της θαλάσσης.
Εν τοσούτω, ο πρώτος υιός τού μαστρο-Στεφανή δεν έπαυσε ποτέ να είναι και ολίγον βαρελάς, αν και τον περισσότερον καιρόν εταξίδευε με τα καράβια. Κατά Ιούλιον ή Αύγουστον ήρχετο πάντοτε, κι’ έμενεν επ’ ολίγους μήνας βοηθών τον πατέρα του. Εμεγάλωσεν, ενυμφεύφθη κι’ έγινε καλός και φρόνιμος άνθρωπος.
Ο δεύτερος υιός, αφού έκαμε πολλά ταξίδια, και αφού επανήλθε δις ή τρις μετά μικράς απουσίας, όταν έγινε δεκαοκτώ ετών, εμβαρκαρίσθη με βαπόρια, κι’ επήγεν εις την Αμερικήν. Εκείθεν έγραψε δύο ή τρεις επιστολάς κατά μακρά διαλείμματα, υποσχόμενος ότι έμελλε ταχέως να στείλη και χρήματα· αλλά δεν έστειλεν. Είτα έπαυσε να γράφη, και δεν ηκούετο πλέον.
Παρήλθον δέκα έτη, και δεν έδωκε σημεία υπάρξεως. Μόνον δύο φοράς ο μαστρο-Στεφανής έμαθεν εμμέσως εκ τρίτων, λεγόντων ότι ήκουσαν άλλους, οίτινες τον είχον ανταμώσει, ότι ευρίσκετο εις μίαν των δημοκρατιών της Νοτίου Αμερικής ― όπου φαίνεται, ότι υπήρχε χρυσίον πολύ, αλλά και κακαί νόσοι πλειότεραι και διαφθορά και κακουργία μεγίστη.
Κατά τους πρώτους χρόνους της αποδημίας του νέου, οι γείτονες και οι φίλοι επείραζον ενίοτε τον πατέρα του.
― Τώρα θα έχη βγάλει μουστάκια ο Θανάσης, μαστρο-Στεφανή.
― Τι ηθέλατε να βγάλη…. σπανάκια;
Άλλοι πάλιν έλεγον.
― Πώς δεν έστειλε τίποτε λίρες ακόμα ο Θανάσης;
― Μα ας κιτρινίσουν πρώτα οι λίρες… ακόμα δεν ωρίμασαν…
Σημειωτέον ότι «λίρες» εκαλούντο εις τον τόπον και τα όψιμα καλοκύνθια, τα λαμβάνοντα τεραστίαν ανάπτυξιν.
Εν τοσούτω, αν είχε μέσα του καϋμόν ο μαστρο-Στεφανής δια τον ξενιτευμόν του υιού εκείνου, αυτός μόνος το ήξευρεν. Εις τους τελευταίους χρόνους, καθ’ όσον εγήραζεν, είχεν αρχίσει να υπερβαίνη τον κανονισμόν, και δις ή τρις της ημέρας ίστατο έξω της θύρας του καπηλείου του Γιάννη Βλάχου κι’ εφώναζε την φράσιν την συνθηματικήν.
― Ελέησόν με… και πέμψον Λάζαρον!
Εν τω μεταξύ, αι τέσσαρες θυγατέρες εκείναι, δια την τύχην των οποίων ανησύχουν αι ξαδέλφαι τής Ασημίνας, έλαβον διαφόρους τύχας.
Η δευτερότοκος αυτών είχεν εύρει την τύχην της προ της πρωτοτόκου όταν ήτον μόνον επταετής, και πριν απέλθη εις την Αμερικήν ο αδελφός της. Μίαν εσπέραν, όταν κατόπιν ραγδαίας συνεχούς βροχής είχον γεμίσει τα πηγάδια, οι λάκκοι και τα κοιλώματα, η μικρά Ροδαυγή (ούτω την είχαν βαπτίσει), ευρισκομένη εις την αυλήν μεγάλης γειτονικής οικίας, είχε κύψει εις το χείλος βαθέος φρέατος δια να «καραβίση» εν πτερόν όρνιθος, θέλουσα να μιμηθή τ’ αγόρια, τα οποία έβλεπε καθημερινώς να καραβίζουν εις το γειτονικόν ποτάμιον, το σχηματιζόμενον εις το κοίλον κέντρον τής πολίχνης, κατόπιν των υετών. Η παιδίσκη έκυψεν ολίγον τι βαθύτερα, εγλύστρησε, κι έπεσε κατά κεφαλής μέσα εις το νερόν.
Η κραυγή της επνίγη, άνθρωπος δεν έτυχε πλησίον να την ίδη. Μάτην εδοκίμασε να πιασθή από το φρακτόν στόμιον του πηγαδιού. Ετάραξεν, έπλευσεν, εσπαρτάρησε. Μετ’ ολίγα λεπτά την ανέσυραν νεκράν.
Δευτέρα εύρε την τύχην της η πρωτότοκος, η Ελένη, και συγχρόνως με αυτήν η τριτότοκος η Μαργαρώ. Εύρον αι δύο μίαν τύχην, αλλά διφορουμένην και κάπως παράδοξον. Η Ελένη είχεν αρραβωνιασθή τον Παναγή τον Νικούτσικον, λεπτουργόν το επάγγελμα, τον οποίον της είχον εκλέξει αι εξαδέλφαι της μητρός της, ως καλόν νέον και προκομμένον. Αλλ’ όταν κατά το έθος του τόπου, ετελέσθησαν τα μβασίδια, και εισήχθη δια πρώτην φοράν ο γαμβρός εις το σπίτι, ο νέος είδε την αρραβωνιαστικήν του, την οποίαν του ειχον προορίσει, είδε και την μικροτέραν αδελφήν της, την Μαργαρώ. Η καλύπτρα, φευ! προ πολλού είχε καταργηθή εις τα ήθη μας. 
Ο Παναγής δεν ηθέλησεν την Λείαν, την Ελενιώ, αλλ’ ηθέλησε την Ραχήλ, την Μαργαρώ. Την άλλην ημέραν δεν εδίστασε να εκδηλώση την προτίμησίν του προς την πενθεράν του την ιδίαν. «Ή μου δίνετε την Μαργαρώ, είπεν, ή σας στέλνω τα σημάδια πίσω».
Να πετάξη ο γαμβρός τα «σημάδια», δηλαδή τους αρραβώνας! κακόν και ψυχρόν το πράγμα. Τι να κάμη η πτωχή η Ασημίνα, τι να κάμη κι’ ο μαστρο-Στεφανής, ο σύζυγός της. Μετά πολλούς δισταγμούς και διαβούλια, αλλά και έριδας μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου, αφού η Ασημίνα ήκουσε και τας γνώμας των εξαδέλφων της, ηναγκάσθησαν να υποκύψουν.
Η Μαργαρώ, ως ήκουσεν ότι ο γαμβρός  την προτιμά, δεν ώκνησεν να είπη ότι κι’ αυτή τον θέλει. Ήτον, είναι αληθές, ανθηροτέρα και χαριεστέρα της αδελφής της, και ήτο μόλις δεκαοκταέτις. Η Λενιώ η ατυχής, παραγκωνισθείσα, το επήρε κατάκαρδα. Εφαίνετο ολίγον ασχημούτσικη και ήτον χλωμή και κακοπλασμένη εξ αρχής. Είτε έπασχε αρχήθεν, είτε όχι, το βέβαιον είναι ότι απέθανε φθισική, ολίγον χρόνον ύστερον, μετά δύο μήνας από τον γάμον της Μαργαρώς!
Ιδού πώς αθρόως και χονδρικώς, ούτως ειπείν, διεσκεδάζετο η φιλόστοργος ανησυχία των εξαδελφάδων της Ασημίνας.
Έμεινε τώρα μία κόρη, η Αφέντρα, η τελευταία. Η μήτηρ της την είχε πλέον «χαδούλα και χαδιάρα», και αι εξαδέλφαι της μητρός της δεν ανησύχουν δι’ αυτήν. Η Ασημίνα έτρεφεν μητρικήν φιλοδοξίαν, την οποίαν ηρέσκετο να σχετίζη με τον καϋμόν της δια την αποδημίαν του υιού, κι’ έβλεπε ξυπνητά όνειρα εν σχέσει προς την μέλλουσαν λαμπράν και ένδοξον εκ της Αμερικής επάνοδον εκείνου.
― Της Αφέντρας μου η τύχη, έλεγε, θα ’ρθη απ’ την Αμέρικα.
Και η κόρη εμεγάλωνε με την ιδέαν ταύτην. Αλλ’ εν τω μεταξύ η τύχη της εκινδύνευσε να έλθη από πολύ αποτέρω, δηλαδή από τας ιδίας περίπου σφαίρας, οπόθεν είχεν έλθει της ατυχούς Ελένης η τύχη και της μικράς Ροδαυγής.
Μία εξαδέλφη του μαστρο-Στεφανή είχε συνδεθή δια του γάμου της με μεγαλείτερον σόι. Εκαλείτο κοινώς η Επαρχίνα. Ήτον συνταξιούχος χήρα διοικητικού υπαλλήλου, προ χρόνων αποθανόντος. Είχε ζήσει εις άλλας πόλεις της Ελλάδος και είχεν αποκτήσει ξενιζούσας έξεις και κλίσεις. Μία των ιδιοτροπιών της, ήτις εφάνη αλλόκοτος εις το χωρίον, υπήρξε το να παραγγείλη να της κατασκευάσουν εντός του περιβόλου του κοινού κοιμητηρίου τον τάφον της κτιστόν, και να επιγράψουν επί πλακός τ’ όνομά της «ενθάδε κείται η αείμνηστος Π. Χ., χήρα του αοιδίμου επάρχου Σ. Χ.», πριν αύτη αποθάνη ακόμη.
Τούτο το είχον κάμει και άλλοι τινές προ αυτής. Έν μάλιστα γεροντικόν ανδρόγυνον είχε κτίσει διδύμους τάφους, ανοικτούς, χάσκοντας, με τας επιγραφάς των ονομάτων των, ζώντων ακόμη. Και το ανδρόγυνον είχε φθάσει εις βαθύ γήρας, 87 ετών ο σύζυγος, 84 η συμβία, και οι τάφοι έχασκον προκλητικώς προς τους επισκέπτας και το ανδρόγυνον δεν απέθνησκε. Τινές μάλιστα είπον ότι επίτηδες είχον κτίσει οι δύο σύζυγοι τους τάφους εκείνους τους ανοικτούς, δια να ξεγελάσουν τον θάνατον και δια να εξορκίσουν τον χάρον…
Τούτους είχε μιμηθεί και η χήρα Π. Χ. Καθώς ήταν νεόκτιστος, ασβεστωμένος, και με υγράν ακόμη κονίαν, μίαν εσπέραν θερινήν, η συνταξιούχος γερόντισσα, συνοδευομένη από την μικράν Αφέντραν, δευτέραν ανεψιάν της, δωδεκαετή τότε παιδίσκην, προς ην εφαίνετο να τρέφη στοργήν τινά, ενώ επέστρεφον από την άμπελον, ολίγον μετά την δύσιν του ηλίου με τα καλαθάκια των από τους αγκώνας κρεμάμενα, διήλθον έξωθεν του νεκροταφείου. Εισήλθον εις τον περίβολον, δια να ίδη η χήρα τον τάφον και δείξη τούτον, ως αξιοπερίεργον τι, εις την μικράν ανεψιάν της.
― Να, Αφέντρα μου, κύτταξε πού θα με βάλουν!...
Η κόρη εκύτταξεν με άκακον περιέργειαν και αφοβίαν.
― Τι όμορφο ταφάκι που θα ’χης, θεια, είπε· μικρούτσικο, μικρούτσικο.
― Μου πήραν μέτρο, είπεν η γραία, μα δεν ξέρω αν θα μου ’ρχεται ίσα-ίσα. Ήθελα να κατεβώ μια κάτω, να ξαπλωθώ, για να δοκιμάσω… πρέπει να τεντωθώ καλά…
Η παιδίσκη ακουσίως εγέλασε.
― Πού σ’ αφήνει, θεια, είπεν, η καμπουρίτσα που έχεις, για να ξαπλωθής; Να δοκιμάσης;
Η γραία εμόρφασε. 
― Μπα! είπε, δεν έχω καμπούρα, πού την ηύρα την καμπούρα;
Κι’ έφερε την χείρα οπίσω εις την ράχιν της.
― Σαν πεθάνουμε, εξηκολούθησε να λέγη στρυφνώς πως και μετά πικρίας.. τότε η καμπούρα φεύγει αποπάνω μας, τότε όλα τα κορμιά ισάζουν. Κι’ όλοι μας γινόμαστε ίσοι κι’ όμοιοι, ίσωμα σαν αυτόν τον κάμπο που θα πλαγιάσουμε όλοι μας, σαν αυτό το χώμα που θα μας σκεπάση.
Αίφνης της γραίας τής ήλθε άλλη μια ιδέα.
― Θέλεις, Αφέντρα μου να μβης εδώ μέσα να ξαπλωθής όμορφα-όμορφα, να καμαρώνης για να ιδώ πώς θα φαίνουμαι, όταν με βάλουν μέσα… ίσα κοντεύουμε να είμαστε στο μπόι, γιατί εσύ ψηλώνεις γλήγορα… Να τεντωθής λίγο συ, να ξεδιπλωθώ λίγο εγώ, ίσα θα είμαστε πάνω-κάτω.
Η παιδίσκη μειδιώσα, άκακα, άφοβα, άφησε το καλαθάκι της και κατέβη εις τον κενόν λάκκον. Εκάθισε κάτω, περιμαζεύουσα τα κράσπεδα του φορέματός της, είτα εξηπλώθη, εσταύρωσε τα χεράκια της, έκλεισε τα μάτια της, και εκαμάρωνεν όμορφα-όμορφα, καθώς έλεγεν η γραία θεία της. 
― Φτάνει τώρα, έκραξεν η χήρα του Επάρχου· σήκω απάνω, μη μας ιδούν, και λένε τι πάθανε αυτές;… Τι όμορφα που κάνεις την πεθαμένη! Ανέβα γρήγορα και πάμε.
Η Αφέντρα την ιδίαν εσπέραν διηγήθη το πράγμα εις δύο συνομίληκας φίλας της. Τούτων η μία, μεγαλειτέρα κατά δύο έτη από την Αφέντραν, έβαλε φωνήν τρόμου, και κατεφόβισε την κορασίδα. 
― Πω πω! Έκαμες την πεθαμένη! και το λες κι’ όλα;
― Γιατί;
― Οι βρυκολάκοι θα σε κυνηγούν!... και θα γυρεύουν να σε πάρουν μαζύ τους…
Τότε η Αφέντρα ετρόμαξε. Την νύκτα επλάγιασε με πονοκέφαλον. Της ήρθε πυρετός. Έβλεπεν όλην την νύκτα νεκρούς και τάφους και βρυκόλακας εις τον τεταραγμένον ύπνον της. Η ιδία η θεια της τής εφαίνετο, ότι είχεν αποθάνει, ότι εβρυκολάκιασε κι’ εζητούσε να της πιη το αίμα. Εξύπνησε παγωμένη, και την κατέλαβε κάτι σπασμώδες και νεκροπαθές.
Είχε πάρει «φρίξιν», καθώς έλεγεν η μητέρα της. Την εσπέραν προσεκλήθη είς ιερεύς, και ήρχισε να της διαβάζη, άνωθεν της κεφαλής της, τα Τετραβάγγελα. Η χήρα η Επαρχίνα κατεθλίβη κι’ επροσπάθει με κάθε τρόπον να εγκαρδιώση την νέαν και να παρηγορήση την μητέρα, η οποία όμως έκαμνε μορφασμούς δυσμενείας προς την ανδρεξαδέλφην της.
― Είδες την Επαρχίνα! έλεγεν κατ’ ιδίαν η Ασημίνα η πτωχή. Να μου τρελλάνη το κορίτσι μιαν ώραν, μιαν ωρίτσα! Τ’ ήθελε να την πάη στα Μνημούρια, θα πω, τι ήθελε; Και την έβαλε, λέει, να πέση μες στον τάφο που είχε κτίσει, για να δοκιμάση το μπόι της!... Κορίτσι απάρθενο, αγουρίδα, άκακο, μούστο πράμα! Και να ξαπλωθή στο λάκκο μέσα, ακούς! Για να σκιάξη, μαθές, τους πεθαμένους;… Για να την αφήση ο Χάρος, γριά κακόγρια, κακομαγειρεμένη, να μην την πάρη και σωθούν οι αμαρτίες της!... Και την έσπρωξε μέσα στο λάκκο, ακούς! Κι’ εσταύρωσε τα χέρια, κι’ εσφάλισε τα μάτια της, τ’ ακούς! Κι’ έκανε την πεθαμένη, τ’ ακούς!... Ποιος ξέρει αν δεν της έρριξε και χώματα απάνω της;… κι’ αν δεν την κακομελέτησε, τάχα; Και τώρα που ήρθε άτυχα του κοριτσιού μου… Και πώς να τώ ’χω ένα παλαβό, ένα σκιασμένο, ένα ριμωμένο, Θε μου!... Κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό… Πού μου το γύρευαν οι γαμβροί από τώρα… Κι’ εγώ έλεγα, η καϋμένη, να ’ρθη ο Θανάσης απ’ την Αμέρικα, να μου φέρη πολλές-πολλές λίρες, να το παντρέψω, να το νοικοκυρέψω, να ευφρανθώ, να χαρώ!... Και τώρα η Επαρχίνα μου το βόλεψε καλά!... Απ’ το Θεό ας τώ ’βρη!...
Αφού ο ιερεύς επέρανεν αναγιγνώσκων όλα τα Τετραβάγγελα, υπεράνω τής κορυφής της, η Αφέντρα έδειξε σημεία βελτιώσεως. Μετά τρεις εβδομάδας, αι πένθιμοι εικόνες εξηλείφοντο μικρόν κατά μικρόν από τον νουν της. Η μητέρα επροσπάθει να την κάμη να φαιδρυνθή.
― Δεν έχεις τίποτε, Αφέντρα μου· τώρα είσαι καλά… Και πού να ’ρθη απ’ την Αμέρικα ο Θανάσης μας!... Να σου φέρη όλα τα καλούδια… και θα φέρη λίρες, λίρες με την ουρά… να σε στολίσω, να σε κάμω νύφη… Εκατό λίρες θα βάλω κολλαΐνα πάνω στα στήθια σου, στο γάμο, που θα φορής το στεφάνι… να καμαρώνης, να σε ζηλεύουν όλοι!
Κατ’ εκείνας τας ημέρας έφθασεν επιστολή εξ Αμερικής. Ο Θανάσης έγραφεν ότι είναι καλά, και ότι ολίγον ακόμα θ’ αργήση να έλθη, δια να φέρη πολλές λίρες.
Παρήλθον χρόνοι. Ο Θανάσης έλειπεν ήδη δεκαεπτά έτη εις την Αμερικήν, και θα ήτο πλέον ή 35 ετών ήδη. Η αδελφή του είχεν υπερβή το εικοστόν. Και τέλος δεν είχε μεγαλώσει πολύ, και η μήτηρ της έτρεφε πεποίθησιν, ότι δεν θα εβράδυνε πολύ η τύχη της κόρης να έλθη. Μόνον αν συνέβαινε ποτέ να πειραχθή με καμμίαν συνομήλικα η Αφέντρα, έμενεν η παλαιά ηχώ, ήτις κάμνει όλους και όλας να φέρουν εις όλην την ζωήν των έν παρεγκώμιον, εις τους μικρούς τόπους, οπού ουδέν κρύπτεται ουδενός, και όπου η μετάβασις από της φιλίας εις την έχθραν είναι τόσον εύκολος και ταχεία.
Και τότε η παλαιά ηχώ, δια στόματος της φίλης τής χθες, της εχθράς τής σήμερον, επανέλεγε:
«Παλαβή!... σκιασμένη!... φριμμένη!... πού την πιάνει…». Και τούτο θα έφθανεν ακόμη και εις τα ώτα παντός υποψηφίου μνηστήρος… Πλην, αν ήρχετο ο Θανάσης από την Αμερικήν, κι’ έφερνε τόσον χρυσόν, όσο ωνειροπόλει η μήτηρ, το προηγούμενον εκείνο θα ήτο πολύ μικρόν εμπόδιον δια τους επιδόξους γαμβρούς.
Τέλος, μίαν πρωίαν, ήλθε γράμμα, με μέγα χρωματιστόν φάκελλον, με πολλάς σφραγίδας και γραμματόσημα όχι ολίγα.
― Καλώς τα δέχτης, καλώς τα δέχτης, γειτόνισσα.
― Καλώς τα δέχτης, εξαδέλφη!
― Φχαριστώ, καλό να ’χετε.
Η Ασημίνα είχε μεγάλες χαρές, ομοίως και η Αφέντρα η κόρης της. Το γράμμα εκείνο εφάνη εις την νέαν, ότι περιέκλειε την τύχην της, την οποίαν από τόσον χρόνον επερίμενε πότε να έλθη.
― Έλα να μας ξαναγλώσης το γράμμα, παπά!
Ο παπάς, ο γείτων, ανέβη στο σπίτι του μαστρο-Στεφανή, και «ξανάγλωσε» το γράμμα. Η επιστολή ήταν πράγματι από τον Θανάσην κι’ έγραφεν ότι μετά από ένα μήνα έρχεται. Είχε πάθει ολίγον την υγείαν, έγραφε, κι’ έχει πεποίθησιν ότι το αέρι της πατρίδος θα τον κάμη καλά. Θα έφερε μαζύ του και όλας τας μικράς οικονομίας του.
Δεν εκιτρίνισαν μόνες οι λίρες, τόσα χρόνια, εις τα κλίματα της Νοτίου Αμερικής, όπως έλεγεν άλλοτε ο μαστρο-Στεφανής· εκιτρίνισε κι’ ο ίδιος ο Θανάσης ο υιός του. Κατά Μάρτιον μήνα έφθασεν ούτος εις Πειραιά, ανέβη δε εις τας Αθήνας, δια να τον ίδουν οι ιατροί. Και ούτοι τον εύρον φθισικόν. Είχε παρουσιασθή εις τους ιατρούς με όλα τα δαχτυλίδια του, τις καδένες και τις καρφίτσες του. Του επήραν μερικάς λίρας, τού έδωκαν πολλάς συνταγάς, διάφορα φιαλίδια με χρωματιστά νερά, και κάτι σκόνες, με οσμήν φαρμακείου, και τον εσυμβούλευσαν να υπάγη εις την πατρίδα του. Κι’ εκείνος δι’ εκεί επήγαινε.
Άμα ηκούσθη εις το χωρίον, ότι έρχεται με το βαπόρι ο Θανάσης φέρων και λίρες μαζύ του, πέντε προξενιές έστειλαν δια μιας εις την μητέρα του δια την κόρην της, την Αφέντραν. Περισσότεροι ητοιμάζοντο να στείλουν προξενιάν δια τον Θανάση τον ίδιον, πλην ήξευραν, ότι ο νέος δεν θα ενυμφεύετο πριν εξασφαλίση την αδελφήν του, και οι θέλοντες αυτόν δια γαμβρόν εφιλοτιμούντο να προσφέρωσιν εκδουλεύσεις, μετερχόμενοι τον προξενητήν και την παντρολόγισσαν, όλοι και όλαι, συντελούντες εις την αποκατάστασιν της κόρης το ταχύτερον. Άμα έφθασεν ο Θανάσης και τον είδαν, και ήτον ισχνός και κάτωχρος, ενόησαν πως δεν έμελλε να νυμφευθή εις αυτόν τον κόσμον ο Θανάσης, και παρητήθησαν.
Μεταξύ των γαμβρών, όσοι παρουσιάσθησαν, προεκρίθη είς νέος έχων μικρόν εμπορικόν. Εκαλείτο κοινώς ο Γρηγόρης της Μονεβασώς. Ούτος εσκέφθη, ότι τα χρήματα, τα οποία έφερεν εκ της Αμερικής ο φθισικός νέος , θα ήσαν καλά δια ν’ αυξήση το εμπόριόν του, δια να πληρώση τα χρέη του και ανοίξη περισσοτέρας πιστώσεις. Αι εξαδέλφαι της Ασημίνας, εσκέφθησαν ότι καλόν θα ήτο να συγγενεύσωσι με την εμπορικήν τάξιν, ήτις εξήσκει επιρροήν εις το χωρίον, κι’ εξευγένιζε δια των χρημάτων, πλάττουσα δημάρχους, συμβούλους, κ.τ.λ. Τέλος εταίριασαν και συνήφθη ο αρραβών.  
Ο μεγάλος υιός του Στεφανή, ο Στάθης, έλαβε το τσέκι, το οποίον έφερεν εξ Αμερικής ο αδελφός του, απήλθεν εις Βόλον και το εξηργύρωσε. Ήτον περίπου δια πεντακοσίας αγγλικάς λίρας. Επιστρέψας εκ Βόλου έφερε περί τας 18 ή 19 χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς. Τόση ήτον η περιουσία του Θανάση.
Τον φθισικόν νέον τον επήγαν, μετά το Πάσχα, εις το μονύδριον του Αγίου Χαραλάμπους, μίαν τερπνήν εξοχήν. Ο νεός γαμβρός, όστις ήτον πολιτισμένος, απήτησε να βγάλη η αραβωνιαστική του τα εγχώρια φορέματα και να φορέση ευρωπαϊκά. 
Η Αφέντρα ήθελε κι’ αυτή να ενδυθή ξενικά, όσω μάλλον ό,τι εσώζετο ακόμη εκ της νυμφικής στολής της μακαρίτιδος Ελένης, με της οποίας το κυριώτερον μέρος είχον ενδύσει την νεκράν, δεν ήθελε να το φορέση, ένεκα προλήψεων. Η άλλη, ύπανδρος αδελφή, η Μαργαρώ, αποτόμως όπως έγινεν ο γάμος της, είχε κάμει πρόχειρα νυμφικά φορέματα, επειδή ούτε η Ελένη θα της παρεχώρει τα ιδικά της στολίδια, δια να στεφανωθή μ’ αυτά, ούτε η Μαργαρώ θα το εδέχετο. Τα ενδύματα της Ελένης, όσα ευρίσκοντο ακόμη εντός του κιβωτίου, αρχαιοπρεπέστερα, ήσαν εν μέρει αυτά τα νυμφικά φορέματα της μητρός των, ολίγον τροποποιημένα, δια τας απαιτήσεις της εποχής. Η δε Αφέντρα ήτον πολύ νεοτέρα, της είχε έλθει η τύχη της από την Αμέρικαν, και ήθελε να συμβαδίση με την εποχήν.
Ο Θανάσης, ο φθισικός νέος, όστις ήτον πλήρης ελπίδων και θάρρους, ότι θ’ ανέκτα την υγείαν του, τώρα που ήλθεν εις την πατρίδα, είχεν ειπή εις την μητέρα του μετά τους αρραβώνας της αδελφής.
― Να γίνω κι’ εγώ καλά, μητέρα, και να γίνη  γάμος.
― Έννοια σου, παιδί μου, θα γένης καλά, πρώτα ο Θεός. Σα δε γένης καλά, πού κάνουμε ημείς γάμο!... Και τώρα που θ’ αρχίσουν να μας έρχωνται οι νυφάδες να μας στέλνουν προξενιές για τ’ εσένα, Θανασάκη μου. Μου είπαν, πέντε έξη πεθεράδες είν’ έτοιμες, για να μου στείλουν προξενιά, ακούς… Τρελλαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ’ ακούς. Χαρά σε μένα!... Ποια κι’ άλλη θα ’χη την τύχη μου… Και τάζουν, και τι δεν τάζουν!... Μα έννοια σου, ημείς θα διαλέξουμε και θα πάρουμε, Θανασάκη… Έτσι κι’ έτσι δε μας γελούν εμάς… Κουράγιο… κάμε, να γένης καλά, παιδάκι μου!
Η προθεσμία δεν ήρεσεν εις τον Γρηγόρην, τον υιόν της Μονεβασώς, ούτε ίσως εις αυτήν την Αφέντραν. Κατά συγκυρίαν δε, εκείνας τας ημέρας αρρώστησε και αυτή η μητέρα του γαμβρού, η γραία Μονεβασώ. Κατά τινα στιγμήν, εις το τέλος μιας επισκέψως του μνηστήρος ενώ ούτος εξήρχετο της οικίας, μεταξύ της πόρτας και της σκάλας, η Αφέντρα σιγά-σιγά εψιθύρισεν εις τον αρραβωνιαστικόν της.
― Ειπέ της μάνας σου, είναι φόβος μην πεθάνη ο Θανάσης, κι’ ύστερα το πένθος θα μας κάμη ν’ αναβάλουμε τα στέφανα… Κι’ εγώ θα πω του Θανάση, πως είναι φόβος μη πεθάνη η μητέρα σου, κι’ απ’ τη λύπη μας, θ’ αναγκαστούμε ν’ αφήσουμε το γάμο για του χρόνου.
― Έννοια σου! είπε μετά αληθούς θαυμασμού ο γαμβρός.
Ο Θανάσης ενέδωκεν εις το επιχείρημα της αδελφής του. Αλλά της Μονεβασώς δεν το εχώρει ο νους της να γίνη ο γάμος του υιού της και να μη παρευρεθή δια να δώση την ευχήν της. Ευτυχώς αύτη ήτον καλλίτερα, κι’ εσηκώθη εις ολίγας ημέρας. Αλλ’ ενώ εγίνοντο αι ετοιμασίαι του γάμου, και είχον κατεβάσει τον άρρωστον από την εξοχήν του Αγίου Χαραλάμπους εις την πολίχνην, ο γαμβρός και ο Στάθης διεφώνησαν ως προς το ποσόν της μετρητής προικός.
Ο γαμβρός ισχυρίζετο, ότι πέντε χιλιάδες είχον συμφωνήσει και χωριστά το σπίτι, το αμπέλι, τον μικρόν ελαιώνα, και τα ρούχα. Ο Στάθης διετείνετο, ότι τεσσερεσήμισυ χιλιάδες το όλον, μαζύ με τα ρούχα, τα έπιπλα, τα σκεύη και τα λοιπά. Και οι δύο έλεγαν την αλήθειαν, επειδή εκάτερος είχεν είπει άλλον αριθμόν, όταν έδωκαν τας χείρας… Επειδή δε τώρα ο γαμβρός ηθέλησε ευρωπαϊκά φορέματα δια την νύφην, όλη η σκευή θα εκόστιζε περίπου χιλίας δραχμάς, και άλλας τέσσαρας χιλιάδας με τρόπον συμβιβαστικόν και χωρίς ξεσυνέρια, ήθελε να μετρήση δια την αδελφήν του.
Εις τα παράπονα της Αφέντρας και της μητρός, ο Θανασάκης επένευσε, και είπε να δώσουν ακόμη χιλίας δραχμάς του γαμβρού, αλλ’ ο Στάθης είχε το λύειν και το δεσμείν, και δεν επείθετο να τας δώση. Ο Στάθης και ο γαμβρός ήλλαξαν δριμείας φράσεις. 
― Σε ξένο βιο κάνεις κουμάντο εσύ; Άλλος τα καζάντησε αυτά τα γρόσα.
― Και συ με τ’ αδερφού μου τα γρόσα, που έχασε την υγειά του για να τ’ αποχτήση, θέλεις ν’ ανοίξης μεγάλο μαγαζί; Πού είναι τα καζάντια σου εσένα;




Ο γερο-Στεφανής, όστις εισήλθε την στιγμήν εκείνην, επιστρέφων εκ της αγοράς, όπου είχε περάσει από το καπηλείον του Γιάννη του Βλάχου, ενθυμήθη την παροιμίαν.
― Ε! τώρα, ησυχάζετε και σεις; Μοιάζετε με τους δυο, που μάλωναν σε ξένον αχ…
Ο γέρο-Στεφανής δεν ετελείωσεν την φράσιν. Η Αφέντρα είχε στραφή προς τον πατέρα της, κι’ επειδή εγνώριζε τας παροιμίας του, του ένευσε, φέρουσα ζωηρώς τον δάκτυλον εις τα χείλη. Εφοβείτο μη προσβληθή ο μνηστήρ της. Ο Στάθης όμως ήξευρε, φαίνεται, τον άνθρωπόν του, και ήτο βέβαιος περί της ανοχής και της πραότητος του γαμβρού. Τω όντι, ούτος είχε λάβει, την προτεραίαν ήδη, τας τέσσαρας χιλιάδας, καίτοι επέμενε να λάβη άλλας χιλίας, και είχε διαθέσει μέγα μέρος του ποσού εκείνου εις εξόφλησιν εμπορικών υποχρεώσεων.
Ο ασθενής Θανάσης, τον οποίον είχον φέρει οπίσω εις την πόλιν, δεν κατώκησε πλέον εις την πατρώαν οικίαν, την οποίαν είχον γράψει ως προίκα εις το συμβόλαιον, κι’ εν αυτή θα εγένοντο αι εορταί και τα δείπνα του γάμου. Προς ανατολάς ταύτης ήτο μικρά πλατεία, και πέραν της πλατείας ήσαν άλλαι οικίαι. Μεταξύ τούτων, ενοικίασαν τον οικίσκον πτωχής γυναικός, δια να κατοικήση ο άρρωστος, είτα και οι γονείς του.
Ο φθισικός, και αν δεν ηδύνατο να σηκωθή δια να παρευρεθή εις τον γάμον, θα έβλεπε δια του παραθύρου τον μέγαν χορόν, όστις θα εχορεύετο επί της πλατείας, εις το ύπαιθρον, μετά το γαμήλιον γεύμα. Ήτον ήδη περί τας αρχάς του θέρους. Ο νεαρός γαμβρός ηγάπα, φαίνεται, την επίδειξιν, και ήθελε να καλέση πλείστους, και δικούς και ξένους, εις τους γάμους του.
Εν τοσούτω η απαίτησις των χιλίων δραχμών δεν είχε διευθετηθή ακόμη. Ο Θανάσης είπε να δώση ο Στάθης τας χιλίας δραχμάς εκ των χρημάτων όσα είχεν εις τας χείρας του, ως έχων την διαχείρησιν των εξόδων. Ο Στάθης εμόρφασεν, έγρυξε, και είπε: «Καλά!». Αλλά δεν έδωκε τα χρήματα.
Την άλλην ημέραν, ήτις ήτο η παραμονή του γάμου, ο γαμβρός υπέμνησε και πάλιν την απαίτησιν. Τότε ο Στάθης είπεν ότι δεν έχει πλέον χρήματα, επειδή όσα είχεν εις χείρας του επήγαν όλα στα έξοδα, και ας δώση τα χρήματα ο Θανάσης, αν θέλη.
Αυτά είπεν εις τον γαμβρόν. Εις δε τον Θανάσην είπεν.
― Αυτά να του τα δώσουμε για πανωπροίκι, να στεφανωθή, κι’ ύστερα, τι λες και συ;
― Ναι, είπεν ο Θανάσης, όστις επείθετο ευκόλως εις ό,τι του έλεγον όλοι, και μάλιστα ο Στάθης.
― Βέβαια, επέφερεν ο Στάθης, με αυτόν τον τρόπο θα αποδείξη κι’ αυτός πως μας εμπιστεύεται, όπως τον εμπιστευτήκαμε κι’ ημείς…
Άμα εξήλθεν ο πρωτότοκος αδελφός, εισήλθεν η Αφέντρα. Αύτη επλησίασεν εις την κλίνην του Θανάση, και ήρχισε να τον θωπεύη και να του γλυκομιλή.
― Να, τώρα, που λες, Θανασάκη μου, επειδή πάτησε ποδάρι αυτή η γριά, η πεθερά μου, που φοβάται μην πεθάνη, κι’ ήθελε να γένη ο γάμος τώρα… Εγώ είπα, να γένης πρώτα καλά εσύ, κι’ ύστερα να μας βάλουν στέφανα… Μόλις σηκώθηκε στα πόδια της, και βιάζεται να δώση την ευκή της, φοβάται μην ξανακυλήση… ως τόσο είσαι, και συ, καλλίτερα, Θανάση, δεν είσαι;
― Σαν καλλίτερα είμαι, είπεν ο Θανάσης, όστις ευκόλως επείθετο, ότι είναι καλλίτερα, άμα του το έλεγε τις· ησθάνετο δ’ ενίοτε και ψευδοβελτιώσεις της νόσου. 
― Μακάρι ο Θεός να δώση να είσαι καλά! Θα σηκωθής Θανασάκη μου; Θα κάμης κουράγιο να ’ρθης στο γάμο, να με καμαρώσης, που θα φορώ το στεφάνι;
― Να ιδώ… σαν μπορέσω… Όπως πη ο γιατρός.
― Αν δεν έλθης, δεν βάζουν στέφανα, είπεν η Αφέντρα. Εσύ είσαι δεύτερος  πατέρας για μας, θα σου φιλήσουμε το χέρι κι’ εγώ κι’ ο Γρηγόρης… ως τόσο, δε δίνεις μόνος σου κειναδά τα λεπτά;… Χίλιες δραχμές του έχουνε τάξει ακόμα… Δεν τα δίνεις με το χεράκι σου; Αποκάτ’ από το προσκέφαλό σου τα ’χεις;
Και λέγουσα έρριπτεν βλέματα πλήρη απληστίας υπό το προσκέφαλον, ως να ήθελε να ίδη μέσω του λινομετάξου περιβλήματος, και κάτωθεν του πατημένου μαλλίνου όγκου, τι εκρύπτετο υποκάτω. Έκαμε δε κίνημα, ως δια να χώση την χείραν της κάτωθεν του προσκεφαλαίου.
Ο Θανάσης είχε τω όντι υπό το προσκέφαλόν του, εντός χαρτοφυλακίου, το μέγιστον μέρος των χαρτίνων νομισμάτων, τα οποία είχε φέρει ο Στάθης εκ Βόλου – περί τας ένδεκα χιλιάδας δραχμών.
― Δεν τα δίνεις, επανέλαβεν η κόρη, για να μην εύρη καμμιά πρόφαση ο γαμβρός; Τώρα πλια, Θανασάκη, δεν είμαστε για ν’ απομείνουμε… Τι θα πη ο κόσμος; Αν μου κάμη τίποτε, Θεός να φυλάη και πη πως δε στεφανώνεται!... Κάλλιο έχω να…
Και δάκρυα έπνιξαν την φωνήν της. Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Στάθης, όστις φαίνεται ότι ήτον απ’ έξω, και ίσως είχε τείνει το ους, ή τυχαίως ήκουσε.
Ο Στάθης ήρχισεν άλλην ομιλίαν, ωμίλει δια τα καθέκαστα του γάμου, δια τους καλεσμένους, οι οποίοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε δεν θα τους εχώρει το σπίτι… Είναι τω όντι φαντασμένος, αυτός ο γαμβρός.
― Μην το λες, και κακιών’ η αδερφή μας, είπεν μειδιών ο Θανάσης.
― Εμένα μ’ έχει αδερφό, είπεν ο Στάθης· τον Γρηγόρη, δεν τον έχει ακόμα τίποτε.
Η Αφέντρα είχε χαμηλωμένα τα όμματα κι’ εσιώπα. Εισήλθε και η Ασημίνα, ήτις ίστατο προ μικρού εις τον προθάλαμον, και είχεν ακούσει τον Στάθην. 
― Τώρα πλια έχουμε χαρές… Θα κάμωμε γάμο, που να δώση νάμι… Δημάρχους, λιμενάρχους, ντελεγραφιστάδες, νεροδίκη, τελώνη, αστρονόμο, όλους τους εκάλεσε ο γαμβρός μας… Θα στήσουμε αύριο ένα χορό, που θα δώση κρότο, τι λες καλέ!.. Θα κάμη χαρά, λέει, που να βαστάξη τρεις βδομάδες. Παράγγειλε στον μπάρμπα μας τον Κοψιδάκη, να του σφάξη τέσσερ’ αρνιά, τρία πρόβατα, δυο κατσίκια, θυσία… Και χωριστά ο κουμπάρος που θα σφάξη δυο τραγιά, και θα κουβαλήση πίττες και μπακλαβάδες. Και βιολιά και λαούτα, ακούς, και λογιών – τω – λογιών λαλούμενα, τ’ ακούς, και όλ’ οι βιολιτζήδες οι ντόπιοι τρεις ξένοι, οι τουρκόγυφτοι με τα κλαρινέττα, ακούς… Και θα χορέψουν όλοι, που να πηδήσουν μεσούρανα, τ’ ακούς… Και πού είσ’ ακόμα ν’ αρχίσουν να μας έρχωνται οι νυφάδες για το Θανάση, κι’ οι πενθεράδες που θα μας κουβαλούν ζαχαροχαμαλιά, και κουραμπιέδες, και λογιών – τω – λογιών καλούδια… ως το χειμώνα, φέτος, άλλο γάμο θα ’χουμε… Και ποια μάννα είναι σαν εμένα;… Πώς έχω το νου, δε λέτε;…
Την στιγμήν εκείνην, επήλθε παροξυσμός βηχός, μετά διαταραχής του στομάχου, εις τον φθισικόν. Εν τη παραζάλη και τω θορύβω, κι’ ενώ αι δύο γυναίκες προσεπάθουν ν’ ανακουφίσουν τον πάσχοντα, ο Στάθης έβαλε την χείρα υπό το προσκέφαλον, ήρπασε το χρηματοφυλάκιον, χωρίς κανείς να τον παρατηρήση, και το έθεσεν ήρεμα εις τον κόλπον του.
Είτα ο Θανάσης ησύχασεν. Η μήτηρ έκλεισε καλώς την θύραν του θαλάμου, και είπεν, εις όλους, καθώς είχον εξέλθει εις τον προθάλαμον.
― Αφήστε τον να κοιμηθή… Είναι κρίμα απ’ το Θεό… Τις χίλιες δραχμές θα τις δώση αύριο… ας είναι καλά, το παιδάκι μου… Μακάρι να είχατε να λαβαίνετε… Έχασε τα νειάτα του, αρρώστησε το παιδί μου… Τόσα χρόνια ήτανε βαθειά στη γης, εκεί που βγάζουν τ’ ασήμι, ακούς! Βαθειά κάτω, σαν τυφλοπόντικας να σκάφτη μεσ’ τα λαγούμια, τ’ ακούς! Αφήστε τον ν’ ανασάνη, να πάρη αέρα, που έλυωσε στον απάν’ κόσμο, κι ανάλυσε, σαν το κερί, το παιδάκι μου!... Ας ησυχάση καλά τη νύχτα…
Την επαύριον, όλ’ αι ετοιμασίαι δια τον γάμον ήσαν συμπληρωμέναι…
Την νύχτα η Αφέντρα, καθ’ ην στιγμήν ο μνηστήρ τούς εκαλονύκτιζεν, είχε ψιθυρίσει προς αυτόν κατ’ ιδίαν.
― Θα μου τις δώση αύριον τις χίλιες δραχμές… Υποσχέθηκε κι’ η μητέρα.
Την ώραν που επήγαν τα βιολιά, κι’ έφεραν τον κουμπάρο έμπροσθεν της πατρικής οικίας του γαμβρού, ο Γρηγόρης, μη έχων τίνα άλλον να ερωτήση, ηρώτησε κρυφά τον Στάθην, όστις, στολισμένος, συνώδευε με πολλούς εκ των καλεσμένων τον κουμπάρον, ελθόντα να παραλάβη τον γαμβρόν.
― Οι χίλιες δραχμές τι γίνονται;
― Θαρρώ πως τις έδωκεν ο Θανάσης της Αφέντρας, απήντησε βιαστικά ο Στάθης.
Η πομπή των καλεσμένων, μετά βιολίων και λαγούτων, άγουσα τον κουμπάρον και τον γαμβρόν, κατήλθε μέχρι της οικίας της νύμφης. Ανέβησαν εις την οικίαν ο γαμβρός, ο σύντεκνος, και οι οικείοι· οι πλείστοι επερίμεναν εις τα πρόθυρα της οικίας. Μετ’ ολίγα λεπτά κατήλθον όλοι, άγοντες και την νύμφην, στολισμένην με φορέματα της προτελευταίας μόδας, και με καπέλλον μετά τεχνητών ανθέων πορτοκαλέας, συνοδευομένην από την μητέρα της την Ασημίνα, ήτις έφερε το σαλομέταξο φουστάνι της, και γουνάκι και κουζούκαν εκ βελούδου, αμαυρού χρώματος, και από τας θείας της, όλας αναλόγως στολισμένας. Ο γερο-Στεφανής εφόρει πανωβράκι τσόχινον, το οποίον είχεν από τριακονταετίας, και δεν το είχεν φορέσει περισσότερον από πέντε φοράς εις όλην την ζωήν του. Έφερε φέσι κατακόκκινον, με φούντα κυανήν, το οποίον του είχεν φέρει από το Τούνεζι κατά την εποχή των Κριμαϊκών ο κουμπάρος, όστις τον είχε στεφανώσει, εμποροπλοίαρχος, προ χρόνων αποθαμένος τώρα, είχε δε κρεμασμένον από την τσέπην της τζάκας του την εσωτερικήν, κατερχόμενον έως το γόνα του, μακρότατον μεταξωτόν μανδήλιον, κόκκινον, διανθές.
Πριν καταβώσιν από την οικίαν, ο γαμβρός, καθώς είχε πλησιάσει την νύμφην, την ηρώτησε με πολύ χαμηλήν φωνήν, δια να μην ακούσουν ο σύντεκνος και άλλοι οικείοι ιστάμενοι πλησίον.
― Σου τις έδωκε ο Θανάσης;
Η Αφέντρα, μη τολμώσα ν’ αρθρώση φωνήν, καθώς ένευε την κεφαλήν κάτω, κατένευσεν ακόμη χαμηλότερα, ερυθριώσα. 
― Τις έχεις; ηρώτησεν πάλιν ο Γρηγόρης. 
Δεύτερον νεύμα έτι ασθενέστερον έκαμεν η νέα.
Ήτον Κυριακή πρωί, ώρα δεκάτη, απολείτουργα. Η πομπή διευθύνθη εις τον ναόν όπου ετελέσθη ο γάμος.
γάμος έγινε επίσημος. Μετά το γεύμα, όλοι οι καλεσμένοι, ο δήμαρχος, ο λιμενάρχης, ο ειρηνοδίκης, ο υποτελώνης και οι λοιποί, όσους είχεν καταριθμήσει η Ασημίνα, όλοι μετά των συζύγων των έλαβον μέρος εις τον χορόν – τινές ως απλοί θεαταί – όστις είχε στηθή εις την μικράν πλατείαν, εκείθεν της οικίας. 
Πολλοί εχόρευσαν, όλοι σχεδόν ευφράνθησαν και κανείς δεν εμελαγχόλησεν. Ο δυστυχής ο φθισικός, όστις είχε σηκωθή μετά βίας από την κλίνην, και τον είχον καθίσει επί καναπέ πλησίον του παραθύρου, εθεώρει τον χορόν, και ησθάνετο ηθικήν ευχαρίστησιν.
― Αν δεν ηρχόμουν εγώ απ’ την Αμέρικα, έλεγε μέσα του, και δεν έφερνα αυτούς τους παράδες, όλ’ αυτά θα έλειπαν… Γάμος μπορούσε να γίνη, αλλά θα ήτον πτωχικώτερος… και τέτοιος χορός δεν θα εγίνετο.
Κι’ εκείνην την στιγμήν ησθάνθη την ανάγκην να θωπεύση με τας χείρας του το χρηματοφυλάκιον, το οποίον είχεν υπό το προσκεφάλαιόν του. Από τριών ή τεσσάρων ημερών δεν είχε σηκώσει το προσκεφάλαιον να το ίδη.
Ήτον εις τον τελευταίον βαθμόν της νόσου, και μόλις ηδύνατο να ίσταται εις τους πόδας του. Ανεσηκώθη κι’ έκαμε τρία βήματα, δια να πλησιάση εις την κλίνην.
Εσήκωσε το προσκέφαλον, και βλέπει ότι η θέσις ήτο κενή. Το πορτοφόλιον έλειπε.
Ανεσήκωσε την προσκεφαλάδα, ή μαξιλάραν, την υποκάτωθεν. Έψαξε τα σινδόνια. Τίποτε. Το χρηματοφυλάκιον είχε γίνει άφαντον.
Κρύος ιδρώτας τον περιέχυσε, και βηξ αγωνίας τον έπνιξε. 
― Μάννα μου! Μάννα!
Η μικρή Ανθούσα, πτωχή κορασίς, συγγενής της οικογενείας, την οποίαν είχαν προσλάβει εκείνας τας ημέρας δια να υπηρετεί τον ασθενή, ίστατο εις την θύραν του οικίσκου, κι’ εκύτταζεν εν εκστάσει τον μέγαν χορόν, όστις ήτον ως τεράστιος ορμαθός ανθρώπων πολύχρωμος και αεικίνητος. Μ’ όλον τον θόρυβον, όστις ήρχετο έξωθεν, ήκουσε την κραυγήν και το βήμα του Θανάση, κι’ έτρεξεν επάνω.
― Τι έχεις, Θανάση;
― Αθουσώ!... Αθουσώ!... Τρέξε γλήγορα, φώναξε τη μάννα μου…
― Είναι πιασμένη στο χορό…
― Να ξεπιασθή… και να τρέξη!
Μετ’ ολίγον ήλθε τω όντι η Ασημίνα.
― Ω! Καλά έκαμε τ’ Αθουσώ, κι’ ήρθε, και μ’ έκαμε να ξεπιαστώ απ’ το χορό. Μπαΐλντισα, παιδάκι μου! Με τις νιες αυτουνού του καιρού, με δημαρχίνες, νεροδικήνες, λιμεναρχήνες, ντεληγραφιστίνες, ξέρω εγώ να χορεύω!... Όχι άλλο!... Ας είναι στεριωμένα, καλορρίζικα, παιδάκι μου… Τι με φώναξες, Αθούσα; Με θέλεις τίποτε, Θανάση;
― Μάννα, ποιος μου πήρε το πορτοφόλι μου;
― Ποιο; Τι είπες;
― Το πορτοφόλι, που είχα τους παράδες μέσα…
― Ε;
― Λείπει… Μου το κλέψαν, μάννα…
― Τι λες παιδί μου;
Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη, καλούντος έξωθεν της θύρας.
― Μάννα… Μάννα!
― Ποιος φωνάζει; Εσ’ είσαι, Στάθη;
Και η Ασημίνα προέκυψεν εις το παράθυρον.
― Πες του Θανάση, εγώ τώ ’χω το πορτοφόλι, και να ησυχάση.
Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη.
Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη.
― Γιατί δεν ήρθε μέσα;
― Έχει δουλειές, παιδί μου… Αυτός έχει όλη τη φροντίδα του χορού, των παιγνιδιών, και τα κεράσματα… Πηρετεί όλους τους καλεσμένους…
Ακολούθως η μητέρα κατήλθεν εις την πλατείαν, και διελθούσα πλησίον του Στάθη, του έρριψε βλέμμα ερωτηματικόν.
― Σύρε να πης του Θανάση, είπεν ούτος, ο Στάθης, πες, τώ ’χει το πορτοφόλι, και θα του το δώση, πες… Το πήρα, γιατί φοβήθηκα μην τ’ αρπάξ’ η θυγατέρα σου, την ώρα που τον έπιασε ο βήχας… κι’ αυτή πολεμούσε να τόνε καταφέρη για να της δώση τις χίλιες δραχμές, τα παραπανισμένα που μας γύρευε ο γαμβρός… Τώρα πια η πόρτα έκλεισε… Πανωπροίκια δεν έχει.
Όλην την ημέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, διήρκεσεν η ευθυμία, και ο χορός διακοπτόμενος επανελαμβάνετο πάλιν. Είτα οι καλεσμένοι, ολίγοι-ολίγοι, εσκορπίσθησαν. Τελευταίοι έμειναν ο κουμπάρος και οι στενώτεροι οικείοι με τα βιολιά με τα λαγούτα. Πέραν του μεσονυκτίου έφαγαν νέον δείπνον. Τα γλυκοχαράματα, αφού έφεραν γύρον με τα βιολιά, ο κουμπάρος και οι οικείοι, εγύρισαν οπίσω υπό την οικίαν και έμελψαν τα πιστρόφια.
Όλην την εσπέραν, και μέχρι βαθείας νυκτός, και την πρωίαν της επιούσης ακόμη, ο Στάθης δεν ανήλθεν εις την μικράν οικίαν, όπου ευρίσκετο ο ασθενής αδελφός του. Ούτος, ενώ την νύκτα της παραμονής του γάμου είχε κοιμηθή καλά κι’ επί πολλάς ώρας εφαίνετο ησυχώτερος, την νύκτα την μετά τον γάμον, και κατόπιν της ανακαλύψεως της απουσίας του χρηματοφυλακίου, την διήλθεν άυπνος και με φοβεράς εκρήξεις βηχός. 
Την ώραν του μεταμεσονυκτίου δείπνου, ενώ ο κουμπάρος μετά των στενωτέρων εκ των καλεσμένων ευφραίνοντο, ο γαμβρός ενθυμήθη να ερωτήση την νεόνυμφον.
― Πού τις έχεις τις χίλιες; Απάνω σου;
Η Αφέντρα έκαμεν αδιόρατον νεύμα.
― Και δεν μου λες, είπεν ο Γρηγόρης, γιατί δεν σου έβαλε η μάννα σου, την κολλαΐνα με τις λίρες, που μου ’λεγες, πως θα σου βάλη;
Πού να τις βρούμε τις λίρες, είπε τότε η Αφέντρα, λυθείσης της γλώσσης της – επειδή η μοδίστρα τής είχεν ειπεί ότι οι νύμφες που φορούν ευρωπαϊκά δεν είναι ανάγκη να σιωπούν, ούτε να καμαρώνουν, καθώς εσυνήθιζαν οι πρωτινές, που φορούσαν καβούκες κεντητές και χρυσοΰφαντα ποδογύρια – και μάλιστα ωμοίαζαν πολύ με αχελώνες, καθώς έλεγε η μοδίστρα. Πού να τις βρούμε τις λίρες· ο Στάθης μόνο συχνάτσες έφερε απ’ το Βόλο…
»Κι’ έπειτα, η κολλαΐνα, που έλεγε η μητέρα, θα ταίριαζε αν φορούσα νυφιάτικα ντόπια… Μ’ αυτά που φόρεσα τώρα, δεν πάει.
Την πρωίαν, καθώς ο Στάθης επέστρεψεν εις το σπίτι του, και όλοι οι καλεσμένοι επήγαν τέλος να κοιμηθούν, ο γέρων πατήρ ελθών εφώναξε τον Στάθην και του είπε.
― Σύρε να ιδής τον αδερφό σου… Σε θέλει.
Ο Στάθης ήτον πλαγιασμένος, πήρε έναν ύπνον, και αργοπόρησε.
Μετ’ ολίγον η Ασημίνα έτρεξε κι’ εφώναξε την νύμφην της.
― Γερακίνα, πού είν’ ο Στάθης; Μην κοιμάται;… Δεν είναι καλά ο Θανάσης· πες του να φθάση γλήγορα!
Ολίγω ύστερον ήλθεν η Μαργαρώ, η άλλη ύπανδρος αδελφή!...
― Στάθη! Έλα γλήγορα!... Πεθαίνη ο Θανάσης!...
Ο Στάθης είχε σηκωθή, κι’ ενίπτετο, κι’ εκτενίζετο, κι’ αργοπορούσε.
Ευθύς κατόπιν, έφθασε μία θεία.
― Στάθη! Έλα γρήγορα!... Σε γυρεύει ο Θανάσης… την ψυχή στα δόντια!...
Τελευταίος, και πάλιν ήλθεν ο γερο-Στεφανής. 
― Τρέξε γλήγορα!... Τον αδερφό σου τον μεταλαβαίνουνε.
Τέλος εξεκίνησεν ο Στάθης. Συνήντησε τον ιερέα, ασκεπή, με το Άγιον Ποτήριον, κατερχόμενον από τον οικίσκον του ασθενούς.
Ο Στάθης έβγαλε το καπέλλο του, επροσκύνησε βαθέως, και τέλος ανήλθεν εις την μικράν οικίαν.
Ο Θανάσης ήτον εις τας λοισθίας στιγμάς.
Ο Στάθης επλησίασεν εκθύμως, του έδωσε το πορτοφόλι εις τας χείρας. Εκείνος το έλαβε κι’ εμειδίασε. 
― Σχώρεσέ με, αδελφέ μου, για καλό τώ ’καμα, να μη σε γδύσουν… Σου χρειάζονται τα λεπτά για να κυτταχθής, να γένης καλά… να ζήσης ακόμα, πολύ, πολύ!...
Ο φθισικός είπεν «ευχαριστώ», έσφιξε το πορτοφόλι εις την παλάμην του, κι’ εξέπνευσε.
Μόλις απέδωκεν την τελευταίαν πνοήν ο Θανάσης, και ο Στάθης ανέλαβε πάλιν το πορτοφόλι, και το έβαλεν εις τον κόλπον του.
Η Ασημίνα έρριξε μίαν κραυγήν, είτα, μετά την συστολήν του νεκρού, απηγόρευσε τα μοιρολόγια. Είχαν χαράν εις την φαμιλιάν της, και το σπίτι της νεονύμφου ήτον εκατό βήματα παρέκει, αντικρύ εκεί. Δεν ήρμοζε ν’ αμαυρωθή με θρήνους η πρώτη ημέρα του γάμου της θυγατρός της.
Ο μαστρο-Στεφανής, όστις δεν είχε μάθει, ότι ο Στάθης είχε πάρει το πορτοφόλι με τα χαρτονομίσματα, και δεν ήξευρεν αν το επέστρεψεν εις τον Θανάσην, ούτε ότι το έλαβεν οπίσω πάλιν, μόλις έμαθε το τέλος του Θανάση, έφερε μίαν γύραν εις την αγοράν, επέρασεν από το καπηλείον, κι’ εφώναξε τον Αντώνην του Βλάχου.
― Πάτερ Αβράμ! Ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον!
Τα μελίμηνα του ανδρογύνου επικράνθησαν από τον θάνατον του αδελφού, του προικοδότου και χορηγητού. Ο Γρηγόρης εξηκολούθει επί πολύν καιρόν ακόμη να ζητή τας χιλίας δραχμάς, και να παραπονήται κατά της συζύγου του, ότι αύτη του είχε είπει ψεύδος. Πλην η Αφέντρα ισχυρίζετο, ότι δεν του είπε ποτέ, με το στόμα, ότι είχε λάβει τα χρήματα εκείνα.
Ο Στάθης υπεσχέθη να γηροκομήση τους γονείς του, αλλ’ ουδέποτε επείσθη να δώση το «πανωπροίκι» εις τον γαμβρόν. Είχεν εύρει τώρα και άλλο επιχείρημα, ότι και ο άλλος γαμβρός, ο σύζυγος της πρεσβυτέρας αδελφής, Μαργαρώς, ήγειρεν απαίτησιν, ζητών και αυτός «πανωπροίκια», επειδή η προιξ την οποίαν είχε λάβει ούτος ήτο πολύ ευτελεστέρα.
― Και με τα πανωπροίκια, πού πάμε, και τι θα γίνουμε; είπεν ο Στάθης.
Ο γερο-Στεφανής, προσέθηκε μελαγχολικώς.
― Άλλοι σπέρνανε, κι’ άλλοι θερίζουνε.


 Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ  ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑΣχετική εικόνα
 Her Luck Came from America
By Alexandros Papadiamantis
Rendered by Vassilis C. Militsis

Poor Asimina, the wife of the village cooper, was pitied and deplored by all her kin wondering how she could manage to rear and marry off the four daughters granted by God after giving her two sons; she had brought up those six children with much hard toil and worry. Her husband’s job, indeed, yielded only two fruitful months in the entire year, the remaining time was spent in idleness, save for some odd jobs and repairs. And even those working months brought more chagrin and displeasure than income and profit.




Throughout August and September, during the period of the harvest of grapes, both early and ripe, either muscatel or black raisin, all the village winegrowers of both sexes rushed to Mastro-Stefani, the cooper, rolling form their houses their vats, barrels, casks and kegs for him to repair them. Mastro-Stefani, prone to jesting, would say:


“Oh, my good Christians, you’ve all come at once! The same happens to papa-Makarios, the priest, on Christmas Eve and in Passion Week… Can a priest alone, much as he means to, give absolution to all people’s sins at one go? But then what can the poor man do, besides ‘baptizing and myrrhing…?’
Indeed, how could Mastro-Stefani satisfy all those clients in no time? Prompt and eager as he might be to help, it was beyond his physical powers. Willing to satisfy all, he satisfied almost none. Those, on the one hand, whose vessels had been the first to mend went away disgruntled contending that “his haste has made sloppy work.” On the other hand, those whose barrels had been the last to repair felt even more bitter as their work fell behind. Each expressed their own grievances. The old widows said:
“Alas! Since we are forlorn old women, everybody is always neglecting us and none is willing to help; as if we weren’t  human, after all...”

Some men also said:
“Oh, if the rogue is given the glad eye by some pretty wench, he’s all too happy to oblige… I full well know what I’m talking about.
His neighbors added, too:
“We have to put up with your horrible noise ungrudgingly all the year round, but our barrels are left in bad repair. We seem not get a lucky break… it is others he does his favors to.”
Those again who came from a long distance had their own stories to tell:
“We’ve been in such pains rolling our barrels from the opposite neighborhood, and you leave us in the lurch, as if our money is worthless…”
In the long run the most vessels were being repaired; some, however, impatient clients retrieved them untimely and unrepaired, while others did their utmost to mend their vessels themselves. And though only one cooper had reigned supreme in the village for a long time, none was inclined to learn the trade. The only one that took any interest in the matter was uncle Dimitros Tsoumbos, a senescent sixty year-older. However, he had been so lazy and somnolent even since his youth that if he managed to learn something, he would forget before he even learned it, as the ancient comedian used to say.
Mastro-Stefani was so busy during those two autumn months that from early morning till late at night he had no spare time to be away from his workshop, nor from his so-called ‘shack,’ made of pieces of wood and branches by his own hands right in front of his workshop. The only exception he made was going to church on Sunday morning and standing hurriedly by the door of Yanni Vlachos’s small taproom would holler to the owner’s son, Antoni:


“Father Abraham, send Lazarus!...’  [And he cried and said, Father Abraham, have mercy on me, and send Lazarus, that he may dip the tip of his finger in water, and cool my tongue; for I am tormented in this flame. (Luke 16:24, King James Version (KJV)]
The biblical passage “Father Abraham, send Lazarus!...’  meant his wish to be invigorated with a cool glass of raki in the summer or rum in winter, as it was arranged. He had only a glass daily.
When Stathis, his first born son was twelve years of age, his father made him drop school so that he could learn his father’s trade. But no sooner had Stathis began to learn something than he fell in love with the sea, becoming a seaman and embarking for faraway places. Three years later, when Thanassakis, his second-born son, reached the right age, he was also forced to drop school and settle down to the trade. This son, however, did not possess the patience to learn even the elements of the trade. When he turned thirteen he would go boat-fishing daily and at the age of fourteen he embarked on a schooner and left.
The islanders were fond of none other profession but going to sea. None ever wanted to be a land trader or manufacturer or manual worker. And even if they had been taught a trade, they would soon have abandoned it for the sake of their fickle mistress, the sea.
In the meantime, Μastro-Stefani’s first son did not desist being a cooper sometimes though most of the time he was at sea. Only in July and August he would disembark and help his father for a couple of months. He came of age, married and lived as a good and sensible man.

After many long voyages, the second son made one or two visits to his native island, and reaching his eighteenth year of age, he re-embarked as a sailor for America. Thence, between long intervals he wrote two or three letters soon promising to mail his family money, which he never sent. Afterwards he stopped writing and no longer was heard of.

Ten years elapsed and he gave no sign of life. Only twice did Μastro-Stefanis learn from third parties, who allegedly had met his son, that he was in one of the Latin American states – which it was said to be rich in gold but plagued with a host of various diseases and the grossest corruption and wickedness.
In the first years of the young son’s emigration, the neighbors and friends sometimes used to taunt his father.

“Mastro-Stefani, by now your Thanassis must have grown a mustache…”

“What did you expect to grow…spinache?”
Others again would say:
“How come Thanassis hasn’t sent you any gold pounds?”
“Let them turn yellow first… they haven’t ripened yet.”
It should be noted that pounds were called late squash, which grew enormous.

In the meantime, mastro-Stefani was bearing his own cross all by himself for his son’s absence in foreign lands. Lately, as he was growing old, he began to deviate from his rule; twice or thrice a day he would stand outside Yanni Vlachos’ taproom and holler his shibboleth:


“Father Abraham, have mercy and send Lazarus!...’ 
Meanwhile, his four daughters, about whom Asimina’s female cousins were concerned, were variously treated by destiny.
Life had a sorry store for the second born, when she was still seven years old and before her brother’s emigration to America. One evening after a heavy and continuous downpour the wells, the ponds and the soil recesses were filled with water; little Rodavghi (thus she was christened) happened to be in the courtyard of a neighboring large house. She had bent over the edge of a deep well in order to make a hen’s feather float on the surface of the water. She imitated the boys she had often seen do that at the nearby brook formed in the low land in the middle of the village after rainfalls. The little girl bent further down, slipped, and fell headlong into the water. 


Her cry was muffled and no one happened to be near to hear. In vain did she try to grab the rim of the well. She tossed about, floated for a while and floundered. After some time she was drawn up dead.

Then came Helen’s and Margaro’s turn, the first and the third born respectively, at the same time. Each had her own luck, but ambiguous and singular. Helen was betrothed to Panaghis Nikoutsikos, a joiner by profession, whom her mother’s cousin had proposed as a nice and diligent young man. But when according to the local custom the destined bridegroom was ‘ushered’ to the girl’s house for the first time, besides his intended fiancée, he saw her younger sister, Margaro. Alas, the veil had been long ago abolished in our social tradition.


Like biblical Jacob, Panaghis rejected Leah, i.e. Helen, and he fell for Margaro, to wit, Rachel. The following day he did not desist from expressing his preference for Margaro to his future mother-in-law: “Either you promise Margaro to me or I take my word back”.
 For the bridegroom to go back on his word, that is, to break up the engagement was unheard of; a very bad thing! Poor Asimina and Mastro-Stefani had no other option. After much vacillation and deliberation, let alone the disputes between the old couple and after Asimina had heeded her cousins’ opinions, they yielded to the young man’s demand.

As soon as Margaro heard that the aspiring groom preferred her to her sister, she was too willing to agree. It was true that she was lustier and more graceful than her sister, being only eighteen years old. The unfortunate Helen, being thus supplanted, took it to heart. She was rather homely, pale and ill-favored by nature. Whether she was originally unwell or not, the fact is that she died of consumption after two months after Margaro’s wedding.

Thus profusely and roughly, as it were, the affectionate worry of Asimina’s female cousins was implemented.

Now the last daughter, Afentra, remained. She was her mother’s apple of the eye; therefore her mother’s cousins were not worried about her. Asimina fostered a maternal ambition, which she liked to relate it to her son’s emigration and daydreamed of his future glorious repatriation from America



“My Afentra’s luck,” she would say, “will come from America.”

The daughter grew up with this fancy. Meanwhile her luck was running the risk of coming from too far, that is, from almost the same realms as those of the ill-fated Helen’s and little Rodavghi’s.
A Mastro-Stefani’s woman cousin had been married off to a bigger social circle. She was commonly called the Prefectess, as she was the widow of an administrative civil servant, long dead. She had lived in various towns of Greece and acquired unaccustomed habits and tastes. One of her vagaries, which appeared very odd to the village, was before her demise to have her own grave built in the common cemetery with the inscription on the plate here lies the late P. Ch. widow of blessed memory prefect S. Ch.



This had also been done by some others before her. An old married couple had twin graves constructed that stood empty with the inscription of their names on them though the couple was still alive. They reached advanced old age – the husband was eighty-seven and his wife eighty-four – and their graves stood provocatively gaping to the visitors whereas the couple would not pass away. Some people said that the couple had built those twin graves purposely empty in order to hoodwink death and exorcise the Grim Reaper.
The widow P. Ch. had imitated this couple. The grave was newly built, whitewashed with its plaster still fresh. One summer, a short while after sunset, the pensioner old lady and little Afentra, her twelve-year old second niece, of whom she appeared to be fond, were coming back from the vineyard, with their baskets hanging on their elbows; as they went by the graveyard, they decided to go in so that the widow could see her grave and show it to her little niece as if it were some oddity.



“Look here, my Afentra; that’s where they’ll put me in when…!”
The girl regarded with innocent curiosity and intrepidity.
“What a cute, little grave you’ll have, auntie,” she said; “so lovely and tiny.”
“They’ve measured me first so it can fit me right. I’d like to lie down and test it, but first I have to stretch myself out flat,” said the old lady.

The little girl laughed impulsively.
“But, auntie, your small hump won’t let you lie down flat. Want to try?”

The old lady grimaced.
“Nah!” she said; “I have no hump. Where is it, really?”
And she felt her back with her hand.

“As soon as we die,” she went on in a strident and bitter voice, “we get rid of our humps and our bodies are straightened and we are all become the same and equal, as flat as this lowland around us, like this earth that’ll cover us.”


Suddenly an idea crossed the old woman’s mind.
“Would you get in for me, my Afentra,” she suggested, “and lie down nice and neat and preen so I can see how I’ll be looking when they bury me? We’re about the same height – soon you’ll grow taller. If you stretch out a bit and I unfold a little, we’ll be about the same height.”

The little girl with an unoffending smile put her hamper down and boldly stepped into the empty grave. She sat down tidying the fringe of her dress, lay down, crossed her little arms on her breast, closed her eyes and was flaunting herself cute and nice as her old aunt told her.”

“That’s enough, now!” exclaimed the Prefect’s widow. “Get up; we don’t want to be seen and create a scandal. Anyway, you played at death real pretty. Get up now and let’s be going.”
That evening Afentra related the episode to two of her peers. One of them, two years older than Afentra, uttered a cry of terror that appalled and dismayed the little girl.

“Oh, boy!” she said; “You pretended to be dead, and dare you say it?”
“Why not?”
“Because the vampires will be after you; they’ll be looking for you to turn you into one of them!”
At this Afentra was horrified. She went to bed with a headache at night. She also developed a fever. All night in her troubled sleep she had nightmares of dead people, graves and vampires. It appeared to her that her aunt herself had died, turned into a vampire and sought to suck her blood. She woke frozen and was overwhelmed by convulsions followed by rigor.
Her mother said she had been devastated by terror. In the evening of the following day the priest was summoned, who began intoning prayers and reading from the four gospels over her head. The Prefectess, the widow, was much grieved and tried to enhearten the young girl, on the one hand, and, on the other, to comfort the mother, who winced reproachfully at her cousin.
“Fancy,” she soliloquized, “the Prefectess drove the girl mad in just a short time! What made her go to the cemetery? Why should she have told the poor girl to lie down in the grave to find out if it was her size? She was just an innocent creature, still green and virgin! What was the idea to lie in the grave? To ward off the dead? So that the Grim Reaper could spare the old, vicious vixen and let her live to be absolved of her sins! So the old hag had pushed the poor girl into the grave and made her cross her hands, and hear, hear, close her eyes as if she were really dead! And who knows if she didn’t throw earth on her or made evil thoughts and now bad luck fell on my daughter? And how can I now have a mad, terrified and devastated child, my God! An innocent child that has been the apple of my eye, beautiful as the moon, who has had many suitors even now. And I’m looking forward to Thanassis coming from America, my son who’ll be bringing heaps of pounds so I can marry her off to a nice household and feel myself happy. And now the Prefectess has fixed her up nice! May God punish her!”




As soon as the priest finished reading all four gospels above Afentra’s head, the latter showed signs of recuperation. After three weeks the mournful images were gradually deleted from her mind. Her mother was also trying to cheer her up.


“My Afentra, you’re all right now. All is over and done with. And what’s best Thanassis is coming from America loaded down with goodies and lots of pounds; and I’ll deck you up and make you a pretty bride. A hundred pounds will I hang upon your bodice as a necklace. And then you’ll be wearing your wedding wreath on your head and as you stand tall, everybody will envy you!”
On those days a missive had arrived from America. Thanassis wrote he was well and he would delay his return for some time until he could bring a lot of pounds.

Then years elapsed. Thanassis had already been away in America for seventeen years; he must be now past thirty-five years old while his sister had been more than twenty. Anyway, she was still young and her mother nurtured the conviction that her daughter’s fortune was near at hand. Only when Afentra had an altercation with one of her peers did the ancient stigma remain, which attaches to everyone a sobriquet throughout their lives in insular environments where nothing is hidden and the transition from friendship to enmity is so easy and quick.


And then the ancient echo uttered by a friend of yore and enemy now would ring out:
“Mad! Moonstruck! Possessed!” and this was bandied abroad and even reached the ears of every aspiring suitor. Unless Thanassis came from America bringing as much gold as Mother was wool-gathering about, that precedent would be too slight an obstacle for the would-be suitors.

At last, one morning a letter in a large, colored envelop bearing many seals and not a few stamps arrived. Kith and kin congratulated:

“Well received, neighbor!”
“Well received, cousin!”
“Thank you, God bless you!”
Both Asimina and Afentra were overjoyed. That missive seemed to the young girl to include her luck, which had been so long expected.

“Come over, Reverent, to read us the letter!”
The priest, who was their neighbor, went up to Mastro-Stefani’s house and read the letter. The epistle was indeed from Thanassis who wrote he was coming back a month later. His health had suffered somewhat but he was convinced that the climate of his native land would contribute to his convalescence. He was also bringing along all his few savings.
“It was not only the gold pounds that turned yellow but also my son, Thanassis,” Mastro-Stefani once said. In March his son disembarked at Piraeus and went up to Athens for medical examinations where he was diagnosed consumptive. He had presented himself before the physicians bedecked with all his rings, chains and brooches. They relieved him of some pounds and administered a host of prescriptions, various vials containing colored liquids and drugstore smelling powders. They also advised him to go to his native island, where he was going anyway. 


No sooner was it rumored in the village that Thanassis was coming on the steamer with his gold pounds than five matches were at once sent to his mother for her daughter, Afentra. More women were also prepared to send matches for Thanassis himself, only that they full well knew that the young man would not marry unless he married off his sister; and those who coveted him as a bridegroom, were too eager to do any favors for him as matchmakers. Thus they all contributed to the settlement of the young woman as soon as possible.
When Thanassis arrived looking cadaverous and extremely pale, people soon realized that he was not destined to be married in this world. Thus they gave up hope.

Among the suitors present, a young man who owned a small shop was chosen. He commonly answered to the name of Gregory, Monevaso’s son. He speculated that the money brought by the consumptive young man from America might help him to increase his business, pay off his debts and open to more credits. Asimina’s female cousins thought it was good to be related to the business circle, which was influential in the village and promoted refinement due to its wealth, giving rise to mayors, councilors and other dignitaries. Finally the match was made and the engagement concluded.

Stathis, Stefani’s elder son, took the check brought by his brother from America, went to Volos and cashed it. It was about five hundred pounds sterling. On his return to the island, he brought with him eighteen or nineteen thousand drachmas in paper notes; which amounted to the whole of Thanassis’ property.
After Easter, the consumptive youth was taken to St Charalambos’ little cloister, a delightful countryside retreat. The groom, who was urbane, demanded that his fiancée get rid of the local attire and don European clothes.
Afentra was also keen on dressing differently as long as out of superstition she was averse to wearing what had been left of Helen’s, her late sister’s, bridal raiment, the greater part of which had served as burial cerements for the deceased. The other married sister, Margaro, had been quick at sewing her own bridal robes, as neither Helen would have consented to give her her own nor Margaro would have accepted to have them. The remainder of late Helen’s clothes, kept in a box, had also been their mother’s wedding gowns, somewhat altered to meet the demands of the time. On the other hand, Afentra was much younger and her luck came from America; hence she wished to keep pace with modernity.


Thanassis, the consumptive young man, who was brave and hopeful that he was going to recover from his illness now that he had already returned to his country, had told his mother:

“I’m looking forward to my convalescence, mother, and then there’ll be the wedding”.
“Don’t worry, my son,” she replied, “you’ll be well again, with God’s help, or else there won’t be any wedding. And soon, my dear son, you’ll see young women will be sending their matches for you. Several would-be mothers-in-law have already hinted to me so they could send matches, you see… They have just gone crazy about you. Oh, how happy I am! Who else is luckier than me? And they promise the moon! But don’t you fret. We can choose and get what we want. We won’t be fooled.  Take heart until you’ll be well again, my dear son!”
Gregory, Monevaso’s son, was not favorably disposed to this deadline; nor was Afentra. It happened on those days that old Monevaso, the bridegroom’s mother was taken ill. During the fiancé’s visit at Afentra’s one evening and when he was leaving the house, Afentra, standing between the staircase and the front door, whispered into her fiancé’s ear:

“You’d better tell your mother there’s the risk that Thanassis might die and then we’ll have to put off the wedding because of the mourning. At the same time I’ll tell Thanassis that there’s a chance of your mother’s dying and so we should postpone our wedding until next year.”


“Don’t mind about that!” said the groom with real admiration.
Thanassis yielded to his sister’s argument. But Monevaso would not accept the fact that she could not be present at the wedding and give the couple her blessing. Fortunately, she felt better after a few days. But while the wedding preparations were under way and they got Thanassis to come down to the village from St Charalambos retreat, both the bridegroom and Stathis disagreed on the amount of the dowry.

The bridegroom claimed that they had agreed upon five thousand drachmas apart from the house, the vineyard, the small olive grove and the trousseau. On the other hand, Stathis countered that the agreement was for four and a half thousand plus the trousseau, furniture, household utensils and other necessities. Both were right, for one had proposed a certain amount and the other had thought a different one. Since now the groom wanted the bride to wear European clothes, the whole affair was going to cost about a thousand drachmas, plus four thousand more, which Stathis would have to count in a compromising way for his sister.
Thanassis yielded to Afentra’s and their mothrer’s grumbles and consented to give a thousand drachmas more to the groom. Stathis, however, who called all the shots, could not be persuaded to such a settlement. Stathis and the groom exchanged acrimonious words.
“How come you want to have the upper hand in another man’s property? It’s not you that’s earned all that money.” Said the groom.
“And you want now to start a bigger business with my brother’s money which was made at the expense of his ruined health. Do you call that your thrift?” opposed Stathis.
At that moment, returning from the market place, where he had gone by Yannis Vlachos’s taproom, old Stefani recalled the proverb:
“Eh, now!  Calm down, both of you. You look like the two bald men [fighting over a comb…]” but he was not allowed to finish the saying; Afentra had turned to her father and knowing his adages she put her finger on her lips signaling him to desist from speaking. She was afraid lest her fiancé be insulted. Stathis, however, must have known the man and was certain of his brother-in-law’s meekness and forbearance. It was true, that the groom had received four thousand drachmas the previous day, but he insisted on a thousand more, as he had spent a large part of that amount to pay off a number of business debts.



Thanassis, though unwell, did not reside in his family house on his return to the village from the countryside, as that house was given dowry by marriage settlement. It was there that the wedding festivities were to take place. The house had a view of a small square to the east and beyond that there were other houses. One of them belonging to a poor woman was rented for the sick man to live in and his parents would join him after the wedding.
Although the consumptive young man was not able to attend the wedding, yet through the window he could watch the outdoor dancing after the wedding banquet. 
It was on the onset of summer. The young groom was of fond of being ostentatious and he wanted to invite both his kin and more others to his nuptials.

In the meantime his claim on the thousand drachmas had not been settled yet. Thanassis assigned Stathis to give this amount from the sum of money the latter had in hand as he was in charge of the expenses. Stathis grimaced, grumbled and promised to give the money, but he never gave it.

On the following day, the eve of the wedding, the groom reminded Stathis of his demand. Then Stathis said that all the money in hand was spent, and suggested the groom ask Thanassis if he insisted on it. That’s what he said to the groom. But to Thanassis he said:

“What do you say if we give him this money as additional dowry?”

Thanassis, who was gullible, consented.

“In this way,” continued Stathis, “he will prove in turn that he trusts us as we have trusted him.”


When the first born son exited the room, Afentra entered. She went over to Thanassis’ bed and began being tender and cajoling:

“You see, my dear brother, now that the old hag, my mother-in-law, who is afraid she might die, has put her foot down and wants to see her son married as soon as possible. I said I’d rather you recovered first and then we can marry. But as soon as she’s been up and about she is in a hurry to give her blessing because she’s afraid of relapsing. However, you’re better, my brother, aren’t you?”
“I feel better,” said Thanassis, who was easily being persuaded that he was indeed better when he was told so. Sometimes he was having the false impression that his condition was improving. 
“May God restore you! Will you get up, my brother? Will you be brave enough to be at the wedding and be proud of me to see me wearing the wedding wreath on my head?”
“I shall see if I can. Whatever the doctor says.”
“Unless you are present, there will be no wedding,” added Afentra. “You’re our second father. We’ll kiss your hand – Gregory and I; but won’t you give that money on your own? It’s a thousand more we’ve promised. Reach out under the pillow and give it over, will you?”

While she was talking, she cast greedy looks at the pillow as if her glance could penetrate through the pillowcase and the stuffed woolen volume of the pillow and find out what was hidden under it. She was even about to stick her hand under the pillow.

In fact, Thanassis kept the greater part of the notes that Stathis had brought from Volos – around eleven thousand – in a wallet under his pillow.

“Won’t you give it,” repeated the young woman, “in case the groom finds an excuse and breaks up the wedding? We couldn’t very well now be left in the lurch; think about what people will say. God forbid if he goes back on his word and doesn’t marry me…I’d better…”

Tears choked her voice. At the moment Stathis came in; he had seemingly been standing outside the room and either had eavesdropped or accidently heard what was said.
Stathis immediately changed the subject and started speaking about the wedding details, such as the large number of guests that the house could not seat and how conceited this brother-in-law of his was.
“Don’t say such things because you’re upsetting our sister,” said Thanassis with a smile.
“I’m her brother,” said Stathis; “Gregory is still a stranger to her.”
Afentra had looked down in silence. Asimina, who had been in the hall for a short time, heard Stathis talking and came into the room, too.

“We should be happy now… soon we’ll be having a wedding that’ll be talked about…fancy the groom has invited the mayor, the port master, the telegraphist, the judge, the customs officer, the constable – all the high circle. We’ll stage up a dance that’ll make uproar. It’ll last three weeks. He has also placed an order at our uncle’s, the butcher, so he’ll slaughter four lambs, three sheep and two baby goats – a real immolation; apart from the fact, that the best man will have two billy-goats slaughtered, and, what’s more, he’ll come loaded with pies and sweets sunk in syrup. And as for music, we’ll have different kinds of instruments. All the local fiddlers will be playing, apart from three outlander gypsies with their clarinets. And everybody will be dancing and hopping as high as the sky. Do you see what I mean, my dearest son?
And there’ll more because new matches will be coming for you from brides and their mothers, who’ll be coming with different kinds of sugared dainties and other goodies and we’ll have had another wedding till the coming winter. How can another mother compare with me? It’s a miracle that I haven’t lost my wits out of joy!”
At the moment the consumptive young man had a coughing fit accompanied by a stomach disturbance. Amid this commotion the two women did their best to comfort the ailing man while Stathis reached under the pillow unseen, took the wallet and put it quietly in his breast pocket.

After a while Thanassis quieted down. His mother shut the door and she told the other two as they came out of the room.
“Let him sleep. By God, it’s a pity to pester him. He’ll give over the thousand drachmas tomorrow. May my dear child be well. He’ll never let you down. He’s sacrificed his youth and health plodding all these long years down in the bowels of the earth, where they extract the gold and silver, mind that! Digging in the mines like a mole. Give him a break, let him take a breath; don’t you see he’s wasted away, my dear one smoldering like a burning candle? Let him have a peaceful night.” 

In the evening as her fiancé was leaving wishing them all a good night, Afentra whispered in his ear:
“I’ll be given those thousand drachmas. After all, my brother has promised my mother.”
The following day all the wedding preparations had been completed.

When the musicians accompanied the best man in front of the groom’s house, Gregory, in absence of anyone else to ask, in private asked Stathis, who dressed up accompanied the best man and a number of the guests having come to lead the groom to the church.

“What about the thousand drachmas?”
“I think Thanassis has given the money to Afentra,” replied Stathis hastily.


The procession of the guests, with fiddle and lute music, leading both groom and best man walked down to the house of the bride. The groom, the best man and the relatives went up into the house; the majority was waiting in front of the house. After a few minutes, all came down leading the bride dressed in the latest fashion, wearing a hat adorned with artificial orange blossoms. Her mother, Asimina, accompanied her, wearing a fur frilled silk dress, and a black velvet vest. All the bride’s aunts were also present dressed for the occasion.
Old Stefani was wearing baize breeches, which he had kept for three decades and had not worn more than five times in his hitherto life. His head was adorned by a blood red fez with a blue tassel, gift from Tunisia brought at the time of the Crimean War by his best man, a merchantman captain, long dead now. A long, red, flowery silk kerchief hung from his jacket pocket as far down as his knee.






Before descending from the house, the groom approached the bride and asked her sotto voce so that they could not be heard by the best man and the rest of the kin near them:
“Has Thanassis given you the money?”
Not being able to utter a word, Afentra nodded vaguely lowering her head and blushing.

“What’s the matter?” asked Gregory again.
The young woman nodded more faintly this time.
It was Sunday morning at ten o’clock after the church service. The procession headed to the church where a most formal wedding took place. After the banquet, all the guests, catalogued by Asimina, including the mayor, the port master, the judge, the customs officer and the other dignitaries along with their spouses, participated in the dancing – some as mere bystanders – which had been staged on the small square, way off from the house.
Many danced, almost everyone enjoyed themselves, and none felt sad. The ill-fated consumptive young man, who had barely stood up from his bed and had been made to sit on a settle by the window, watched the dance and felt a moral contentment.

“Had I not come from America,” he mused, “and had I not brought all this money, all this would not happen. Indeed there would be a wedding, but it would be a humble one and so such dancing would be staged.”
And at that moment he felt the need to fondle his wallet, which he kept under his pillow. He had not searched for it since three or four days before.


Thanassis was already at the last stage of his illness and he could hardly stand on his feet. He stood up, walked three paces to his bed. He lifted the pillow and to his dismay he saw the wallet was not in its place.

He also lifted the second pillow underneath; he looked into the bed covers, in vain; the wallet had vanished.

Cold sweat drenched him and  a coughing fit of agony choked him:

“Mother, oh Mother!” he screamed.
Little Anthoussa, a poor girl, kin to the family, who had been hired to attend on the sick man during those days, was standing at the door of the house watching ecstatically the big dance that resembled a huge colorful and restless string of people. Despite all that hubbub outside, he heard Thanassis’s footfalls and his scream, and she quickly climbed up the stairs.

“What is it, Thanassis?” she asked.
“Ah, Athousso, Athousso! Hurry up outside and call in my mother.”
“But she is dancing.” Replied the girl.
“She’d better stop and come over right away!” insisted Thanassis.
After a short while, indeed Asimina came running.
“Oh, that was good of Athousso to make me leave the dance and stretch my legs for a while. I’ve been fed up with the young women of nowadays, especially the dignitaries’ wives. I am good at dancing, but that’s enough. May the newlyweds have a long, lucky life! Why have you called me, Athoussa? Do you need something, Thanassis?” inquired Asimina.
“Mother, who’s taken my wallet?”
“What? What did you say?”
“The wallet I kept all the money in.”
“Eh?”
“Disappeared… it has been stolen, mother.”
“What are talking about, my son?”
At that moment they heard Stathis calling outside the door.
“Mother…Mother!”
“Who’s calling? Is that you, Stathis?” Asimina leaned out of the window.
“Tell Thanassis I have the wallet so he can calm down.” Stathis said and walked away.
Thanassis was partly comforted
“But why didn’t he come in?” he wondered.
“He’s busy, my son,” Asimina replied; “he’s responsible for the dance and the treats. He has to attend on the guests…” 

Then she went down to the square and passing by Stathis she cast a questioning look at him.

“Go and tell Thanassis,” he said, “I have the wallet and I’ll give it to him. Tell him I had to take it because I was afraid your daughter might take it at the moment he was having that coughing fit. She was doing her best to get him to give her the thousand drachmas, the additional dowry her fiancé demanded. Now the door is closed. No way for more dowry.”


All day long and till late into the night, the merriment and gaiety lasted while the dancing was being interrupted to be taken on again. Then the guests gradually dispersed. The last to remain with the musicians were the best man and the nearest of kin. Past midnight they had another eating and drinking feast. At break of day, going around with the fiddles, the best man and the closest relatives headed back to the house to signal the end of the festivities.

All the previous evening until late into the night and even till the morning of the following day, Stathis had not gone up to the house to see his sick brother. The latter had slept soundly and for many hours on the eve of the wedding and looked rested; however, during the night after the wedding and after the disappearance of his wallet, he was kept sleepless by vehement coughing fits.

At the after midnight meal, while the best man and the closest of kin were enjoying themselves, the groom remembered to ask the bride:

“Where have you got the thousand drachmas? On you?”
Afentra nodded her head vaguely again.

“Hey, say,” asked the groom, “why hasn’t your mother put on your bodice the necklace with the pounds, as she’d promised?”

Afentra waxed impertinent now and began to talk freely, after she had been told by her seamstress that the brides wearing modern clothes need not be silent or demure as the previous ones who used to wear embroidered jackets and gold hemmed petticoats looking thus more like turtles than women.
“There are no more gold pounds,” she replied; “Stathis had cashed them in Volos and brought back only paper notes.
”And besides, mother’s gold-pound necklace goes rather with the traditional bridal costume than with this. It doesn’t suit now.”

As Stathis returned home in the morning and all the other guests had gone finally to bed, he was met by his old father, who told him:
“You’d better go and see your brother. He wants you.”

Stathis, however, went to bed, slept soundly and thus he failed to visit his brother as he was told to.
After a while Asimina hurried to her daughter-in-law, Stathis’s wife.
“Gerakina!” she called, “where’s Stathis. Is he sleeping? Thanassis is not well. Tell him to be quick!”
Margaro, the other married sister came forthwith and hollered:
“Stathis, come at once! Thanassis is dying!”
In the meantime, Stathis had got up, but he took his time to wash and comb his hair; thus he was being late again.
Following suit an aunt came, too.
“Stathis! Thanassis is breathing his last and is asking for you. Run along quickly!”
Old Stefani was the last to come.
“Hurry up! Your brother’s receiving his last communion.” He said.
At last Stathis got moving; on reaching his brother’s house he saw the priest coming down from the sick man’s house, bareheaded with the communion chalice in his hand.
Stathis uncovered his head, bowed devoutly and finally climbed up the stairs of the small house.
Thanassis was already at his death throes.
Stathis drew near with a lump in his throat and handed him the wallet. Thanassis took it with a wan smile.
“Forgive me, brother!” he said, “I did it so they couldn’t fleece you. You need the money to get well… to live much, much longer!”
The consumptive man thanked him, clasped the wallet in his palm and gave up his ghost.
As soon as Thanassis breathed his last breath, Stathis retrieved the wallet and put it in his breast pocket.
Asimina let out a cry, and then after the rigor mortis, she forbade funeral threnodies. The family was supposed to be joyful as the newlyweds’ house was a stone away. It was not proper that her daughter’s first wedding day be darkened by weeping and lamenting.

Mastro-Stefani did not know that the wallet had changed hands twice returning finally to Stathis’s hands. On learning of Thanassis death, he went around to the taproom and called out to Antonis Vlachos:
“Father Abraham, have mercy and send Lazarus!...”



The couple’s honeymoon was shadowed by the demise of the benefactor brother. Gregory had still continued to demand the thousand drachmas for a long time thereafter and grumble to his wife accusing her for lying to him. On the other hand, Afentra contented that she had never told him verbally that he had received that money.


Stathis promised to take care of his parents in their old age, but he was never persuaded to give additional dowry to his brother-in-law. For now he argued that his elder sister Margaro’s brother-in-law had also demanded additional dowry, because he claimed that the one he had received was of far less value.

“And where will we end up with those demands for additional dowries?” wondered Stathis. Thereto, old Stefani added sadly:
“Some people sow, but others reap.”


 Ο Παπαδιαμάντης στη Μεγάλη Οθόνη!
  Ο ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ: μια ταινία που είχε ως βασικό πυρήνα της και το διήγημα "Τύχη Από Την Αμερική"

Κοινωνική ηθογραφία του 1965 .. Η σκηνοθεσία και το σενάριο είναι του Νέστορα Μάτσα και η μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. Πρωταγωνιστούν ο Αλέκος Αλεξανδράκης , η Αντιγόνη Βαλάκου , η Τασσώ Καββαδία , η Ελένη Ζαφειρίου , η Μαρίκα Κρεββατά , ο Χριστόφορος Νέζερ κ.α. Η ταινία έκοψε 140.218 εισιτήρια και ήρθε 44η ανάμεσα στις 101 ταινίες της χρονιάς.

Υπόθεση : Ο Θανασος Ρηγας λειπει πολλα χρονια στην Αμερικη και κανεις στον νησι, που μεγαλωσε, δεν γνωριζει τιποτα γι` αυτον παρα μονο οτι στελνει τακτικα εμβασμα στη μητερα του και την ανυπαντρη αδερφη του Αφεντρα. Ξαφνικα γινεται γνωστο οτι ο Θανασος επιστρεφει και ολο το νησι αναστατωνεται καθως οι κοπελες στολιζονται για να τον υποδεχτουν και οι νεαροι προσπαθουν να κατακτησουν την Αφεντρα. Οταν ο Θανασος φτανει ολοι ανακαλυπτουν πως ειναι πολυ αρρωστος και το μονο που θελει ειναι να ξεκουραστει. Η αδερφη του, ομως, ανυπομονει να παντρευτει
Η ταινία είναι κινηματογραφική διασκευή των διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη "Ο Αμερικάνος" και "Τύχη Από Την Αμερική".

Ο μετανάστης - Βικιπαίδεια

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...