Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Ραδιοφωνικές αναμνήσεις

1. Θα ήμουνα γύρω στα δέκα. Άκουγα με πάθος το θέατρο στο ραδιόφωνο.
Γκρίνιαζε η μάνα μου γιατί ήθελε να κοιμηθώ νωρίς. Ερχόταν νευριασμένη στο δωμάτιό μου, έβλεπε ότι δε κοιμόμουν έβαζε τις φωνές, «Κλείστο αυτό το πράγμα, έχεις σχολείο αύριο!» Είχα το τρανζίστορ στο αυτί. Δεν είχα ακουστικά. Μια Κυριακή άκουγα ένα ωραίο έργο, της αρεσκείας μου, το τρένο του μυστηρίου, ακόμη το θυμάμαι.

   Το πρόβλημα με το θέατρο της Κυριακής ήταν ότι παρεμβάλλονταν ειδήσεις. Εκεί με τσάκωσε η μάνα μου ξύπνιο. «Μα τι κάνεις ειδήσεις ακούς!» «Το τρένο του μυστηρίου» απάντησα. «Μα τι λες τώρα το θέατρο τέλειωσε» «Δεν τέλειωσε» αντέδρασα. Τέλειωσε δεν τέλειωσε. Πέρασε το δικό της. Κι έτσι έχασα το δεύτερο μέρος του έργου.

   Την είχα ξεχάσει αυτήν την ιστορία αυτό το παιδικό τραύμα, όταν ψάχνοντας για ραδιοφωνικά θέατρα στο ίντερνετ έπεσα πάνω στο Τρένο του μυστηρίου. Μετά από μισό αιώνα το άκουσα ολόκληρο. Αν κι εδώ που τα λέμε η γοητεία ήταν διαφορετική. Αλλά όπως και να το κάνουμε μισός αιώνας είναι μισός αιώνας.

2. Μια άλλη ανάμνηση. Γύρω στα δέκα ας πούμε, δεν καλοθυμάμαι. Ένας συγγενής ναυτικός είχε φέρει ένα τρανζίστορ κι ένας άλλος συγγενής μας έδωσε κάτι τεράστιες μπαταρίες δεμένες με χοντρά λάστιχα. Μιλάμε για μεγάλες μπαταρίες σαν μπουκάλια μπίρας. Είχα το τρανζίστορ δίπλα στο μαξιλάρι μου και τις μπαταρίες. Ένα καλωδιάκι τα ένωνε αυτά τα δύο, λίγο να κουνιόμουνα δεν έχανε επαφή και σταματούσε η μετάδοση. Εύρισκα γρήγορα την επαφή και συνεχιζόταν η μετάδοση.

   Μέχρι εκεί καλά. Ήταν όμως και μια εκπομπή που την παρακολουθούσε με συνέπεια όλη η οικογένεια. Ήταν οι αστυνομικές ιστορίες του Νίκου Φώσκολου. Κάθε Πέμπτη νομίζω. Πώς και πώς περιμέναμε την Πέμπτη. Μια Πέμπτη λοιπόν λίγο πριν την εκπομπή, μου λέει ο πατέρας μου, "Άσε το τρανζίστορ στο τραπέζι, για να ακούσουμε τις αστυνομικές ιστορίες, γιατί το ράδιο δεν παίζει", εννοούσε το ράδιο το κανονικό με το ρεύμα και τις λυχνίες. "Δε χρειάζεται να το βάλετε στο τραπέζι, θα το έχω εδώ δίπλα μου κι απλώς δε θα κουνιέμαι". "Καλά, αλλά ακίνητος".

   Έπαιζε το σήμα όταν ξαφνικά σταμάτησε το τρανζίστορ. Και με κοιτούσα όλοι αγριεμένοι. "Δεν κουνήθηκα καθόλου", φώναξα. Κανείς δε με πίστεψε κι άρχισαν όλοι μαζί να φωνάζουν που έχαναν το έργο. Δεν κουνήθηκα καθόλου, έλεγα εγώ. Μου αρπάξαν το τρανζίστορ και προσπαθούσαν να ενώσουν τα συρματάκια. Τίποτα, το τρανζίστορ κλειστό. «Το χάλασες!» θρήνησε η μάνα μου.

   Ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα από την αδικία και διότι διόλου δεν είχα κουνηθεί, όταν ξαφνικά μίλησε το τρανζιστοράκι ή μάλλον ακούστηκε η φωνή ενός σοβαρού εκφωνητή, «Μας συγχωρείτε για την διακοπή, οφείλεται σε τεχνικούς λόγους…».

3. Στην παραπάνω διήγηση υπάρχει και μια παράλληλη ιστορία. Διότι πώς χάλασε το ραδιόφωνο, αφού μια χαρά δούλευε πριν μια ώρα. Ξαφνικά χάλασε και μεταδίδει παράσιτα! Δεν είχε χαλάσει. Ο φίλος μου ο Νίκος είχε γυρίσει το κουμπί στα βραχέα. Και θα με ρωτήσετε, δεν το κατάλαβαν οι μεγάλοι. Λοιπόν όχι. Γιατί το κουμπί, ή μάλλον ένας μικρός μοχλός είχε τρεις θέσεις, αλλά κάπου μάγκωνε κι έτσι είχε τέσσερις θέσεις. Οι μεγάλοι νόμιζαν ότι είχε μόνο δύο θέσεις. Το μετακινούσαν σ’ αυτές τις δύο θέσεις και το ράδιο φυσικά δεν έπαιζε. Το έφτιαξε ο Νίκος την άλλη μέρα.

4. Υπήρχε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο που λεγόταν ραδιοφωνική βιβλιοθήκη. Κάποιος ηθοποιός διάβαζε αργά και καθαρά με την ωραία του φωνή ένα λογοτεχνικό έργο. Είχα παρακολουθήσει μερικά , θυμάμαι αξέχαστα το «Τα αδέρφια μου οι άνθρωποι» του Μαγκλή με το Φέρτη νομίζω. Δυστυχώς ήταν σε συνέχειες, και ποτέ δεν καυχήθηκα ότι ήμουν υπόδειγμα της συνέπειας στη συνέχεια.

5. Το Τρίτο πρόγραμμα το ανακάλυψα όταν ήμουν δέκα οκτώ. Ένας γνωστός είχε δύο δίσκους, τα δύο πρώτα κονσέρτα για πιάνο του Ραχμάνινοφ. Ήταν τα πρώτα κομμάτια κλασικής μουσικής που άκουγα συνειδητά, προσεκτικά. «Και πρέπει να είναι κανείς πάμπλουτος για να αγοράζει δίσκους κλασικής μουσικής;» παραπονέθηκα. «Μπορείς να ακούσεις κλασική μουσική και στο ράδιο». «Στο ράδιο;»,  «Ναι, στο Τρίτο πρόγραμμα». Έκτοτε έγινα ο καλοκαιρινός εφιάλτης των γειτόνων μας, μια μάντρα μάς χώριζε.

6. Τα πρωινά γέμιζαν οι δρόμοι από τους ήχους των πρωινών εκπομπών. "Πικρή μικρή μου αγάπη". Το πρώτο. Αλλά και τα άλλα, "Σπίτι των Ανέμων", "Μαρίνα, ένα κορίτσι αλλιώτικο από τα άλλα" και τα λοιπά. Ήταν απίστευτο τι ακροαματικότητα είχαν. Έμοιαζε κάπως με τελετουργικό, οι νοικοκυρές στην κουζίνα ακούγοντας τις εκπομπές αυτές κι οι φωνές των ηθοποιών να ταξιδεύουν το βίο της φτωχολογιάς στα τοπία μιας όμορφης, ελεύθερης και πλούσιας ζωής.

7.  Κι άλλη μια ανάμνηση. Δευτέρα Λυκείου. Δίναμε διαγωνισμούς. Μάιος μήνας. Εκείνη την Κυριακή είχε κάτι μονόπρακτα της Λούλας Αναγνωστάκη. Δυσνόητα έτσι κι αλλιώς πόσο μάλλον για μας εκείνη την εποχή. Τα άκουσα δεν κατάλαβα τίποτα.

  Την άλλη μέρα πάω σχολείο να δω τι γνώμη σχημάτισαν κι οι άλλοι. Ήμασταν αρκετοί που ακούγαμε μετά μανίας το θέατρο. Συνάντησα δύο, ήταν απόλυτοι κι οι δύο, Τρίχες μας πήρε ο ύπνος, εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Κι άμα δεν καταλαβαίνεις ένα έργο πάει να πει ότι δεν έχει μέσα του τίποτα για να καταλάβεις. Κι ο Παρασκευάς είπε, και δηλαδή ρε εσύ τον Μαθηματικό τον καταλαβαίνεις; Όχι!! Άρα λοιπόν τα μαθηματικά δεν έχουν τίποτα να καταλάβεις. Έτσι είναι και το θέατρο, αυτό το θέατρο.

  Μέχρι εκεί ήταν οι εξυπνάδες μας γιατί ανεβήκαμε μετά να γράψουμε διαγώνισμα στα μαθηματικά και δείξαμε τι ξουράφια μυαλά ήμασταν, έτσι σαν παράδειγμα, ο Παρασκευάς απάντησε με ένα ορθογώνιο τρίγωνο σε ερώτηση άλγεβρας. Και δεν το έκανε από διάθεση σουρεαλιστική. Είχε κάνει λάθος στην ανάγνωση του προβλήματος και νόμιζε ότι ήταν γεωμετρικό το ζήτημα.
Η "Παρέλαση" μας είχε απασχολήσει περισσότερο, τώρα το θυμήθηκα.

8. Κι ένα τελευταίο υπερβολικά εξομολογητικού τύπου. Χειμώνας, νύχτα με καταρρακτώδη βροχή. Δεκαετία του εξήντα. Μέσα του εξήντα. Κουκουλωμένος κι ακίνητος για να μην χαλάσω την διατήρηση της ζέστας που είχα πετύχει, άκουγα το τρανζίστορ. Και ξαφνικά άκουσα το Μια θάλασσα μικρή. Τι συγκίνηση ήταν αυτή που με έπιασε! Το πιάνο κεντούσε πάνω στην ψυχή μου και τα λόγια σκαρφάλωναν σαν σκαλιά στο μυαλό μου. Με κομμένη την ανάσα το άκουσα. Ήταν η πρώτη φορά που το άκουγα. Μια θάλασσα μικρή. Κι έξω μαινόταν η καταιγίδα. Κι εγώ για δύο λεπτά είχα μια θάλασσα κάτω από τα σκεπάσματα.

9. Και φυσικά ήταν κι οι εκλογές, τα αποτελέσματα των εκλογών δηλαδή. Κυριακή βράδυ, όταν έκλειναν οι κάλπες άρχιζε κι η αναμετάδοση των αποτελεσμάτων. Κι όλοι παρακολουθούσαν το ράδιο και κάποιος έγραφε σε στοίβες από την πίσω μεριά των ψηφοδελτίων τα αποτελέσματα ανάμεσα στα σχόλια των άλλων. Κάτω Παναγιά, έλαβον… Κι εκείνος ο κάποιος έγραφε πυρετωδώς κι όταν τέλειωνε το ψηφοδέλτιο έκανε την πρόσθεση, προσπαθούσε να μαντέψει πού πάει το πράγμα.

   Το θυμάμαι καλά εκείνο το βράδυ της Κυριακής των εκλογών, αρχές της δεκαετίας του ’60, εκείνο το βράδυ λοιπόν εγώ είχα αναλάβει το βαρύ καθήκον να γράφω ατέλειωτα νούμερα σε στήλες. Όλες οι ελπίδες τους ήταν εκείνες οι εκλογές.

10. Παιδικές εκπομπές και παραμύθια δεν είχα ακούσει ως παιδί από το ραδιόφωνο. Δεν ξέρω γιατί. Χάρηκα ωστόσο πολύ αργότερα την Λιλιπούπολη. Όσο για τα τραγούδια δεν το συζητάμε. Ήταν την εποχή που ο Χατζιδάκις είχε αναλάβει διευθυντής στο Τρίτο.

11. Δύο εικόνες ακόμη αναφορικά με το ραδιόφωνο της εθνικής ραδιοφωνίας. Πρωινά Κυριακής, η γερόντισσα μισοξαπλώνει στην πολυθρόνα, παρακολουθεί με κατάνυξη τη θεία λειτουργία. Ακούει με τέτοια που προσήλωση που είσαι σίγουρος ότι σε λίγο θα εμφανιστούν εκεί μπροστά σου η εκκλησία, ο παπάς, ο ψάλτης, το ποίμνιο, ακόμη και τη μυρωδιά από λιβάνι μπορείς να μυρίσεις.

   Κι η άλλη εικόνα, όταν είδα κάποιον να κάνει την πρωινή του γυμναστική ακολουθώντας της οδηγίες της ομώνυμης εκπομπής. Νωρίς το πρωί, χαράματα κι αυτός ο κάποιος παρακολουθούσε πειθαρχημένα και με προσοχή τα παραγγέλματα της γυμναστικής.

12.  Παραλίγο να το ξεχάσω. Το ποδόσφαιρό. Κυριακάτικα απογεύματα. Καφενεία πήχτρα κι όλοι να παρακολουθούν το σπήκερ με τη γρήγορη φωνή του να περιγράφει ζωντανά τον αγώνα. Με λεπτομέρειες. Για να μεταφέρει με λέξεις σωστά το κλίμα του γηπέδου και των ομάδων. Κι οι ακροατές κρέμονταν από τη φωνή του κι έφτιαχναν τις εικόνες και συμμετείχαν τόσο πολύ και έντονα που είχαν την εντύπωση ότι βρίσκονταν στο γήπεδο.

  Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και σήμερα τις Κυριακές απόγευμα στα καφενεία, μόνο που η τηλεόραση χρησιμοποιεί την εικόνα κυρίως κι επικουρικά το λόγο. Τώρα όλοι βλέπουν τον αγώνα όπως ακριβώς είναι. Ετοιματζίδικο πράγμα, πρόχειρο. Ενώ με το ραδιόφωνο έπρεπε να αναστήσεις μόνος σου τις εικόνες, να τις ξαναχτίσεις μέσα από τις λέξεις του εκφωνητή. Έχει διαφορά, νομίζω.

13. Ένα από τα πράγματα του σπιτιού που κράτησα ήταν και το ραδιόφωνο. Εκείνο το παλιό, του ρεύματος, με τις λυχνίες. Φυσικά δεν παίζει πια. Το κράτησα για συναισθηματικούς λόγους. Δεν είναι κανένα σπουδαίο ραδιόφωνο, αλλά ήταν και θα είναι το δικό μας ραδιόφωνο.

ελληνική ιστοσελίδα με θέμα το παλιό ραδιόφωνο.
Γιάννης Ρεμούνδος  






1 σχόλιο:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...