Μια
συζήτηση για την αγορά τέχνης από το '50 ως σήμερα «Η αγραμματοσύνη
είναι ολοφάνερη σήμερα. Θα δεις Παρθένη δίπλα σε έναν τελείως άσχετο
ζωγράφο»
Ο ζωγράφος Κώστας Παπατριανταφυλόπολυλος, γνωστός στους διαδρόμους της τέχνης του ως Κ.Π., ηγείται μιας έκθεσης Ελλήνων καλλιτεχνών στην αίθουσα τέχνης της Συλλογής Σωτήρη Φέλιου (Φωκίωνος Νέγρη 16).
Λέμε ηγείται, αν και ο δημιουργός στα 40 χρόνια διαδρομής του στα
εικαστικά μας πράγματα δεν επιδίωξε τέτοιο ρόλο - αυτή τη «συστολή»
προδίδει ίσως και η υπογραφή με τα αρχιγράμματα τόσο στο έργο όσο και στο δημόσιο λόγο του.
Η πορεία του ζωγράφου με τον συλλέκτη πηγαίνει πίσω στο χρόνο και
σίγουρα σφραγίζεται με το ξεκίνημα της αίθουσας στην Κυψέλη το 2010,
στην αφιερωματική έκθεση που επιμελήθηκε ο ΚΠ για τον πρόωρα χαμένο
ομότεχνο φίλο του, τον Πάνο Φειδάκη.
Οχτώ χρόνια μετά, η γνωστή πια στο φιλότεχνο κοινό αίθουσα «Αρκαδία» της Φωκίωνος Νέγρη,
καλεί τον ζωγράφο να παρουσιάσει το έργο του. Αντ’ αυτού όμως, ο ΚΠ
επιλέγει να το κάνει δίπλα σε εννέα σύγχρονους καλλιτέχνες.
- Γιατί αυτό; Γιατί όχι μια ατομική σας έκθεση;
Σ’ ένα χώρο που λειτουργεί ως πινακοθήκη, ένα ίδρυμα με ρόλο πνευματικό
[Η Άλλη Αρκαδία], το βρίσκω εγωιστικό να κάνω μόνος μια έκθεση που έχει
να κάνει με εμπορικό στόχο κι αφορά προβολή δική μου. Πιστεύω ότι η ζωγραφική δεν είναι θέμα ενός. Είναι μόρφωση, είναι παιδεία κι έχει να κάνει με πολλούς μαζί.
- Τιτλοφορείτε την έκθεση ως «άλλη ζωγραφική». Για ποια ζωγραφική μιλάτε;
Ως «άλλη» ορίζω τη ζωγραφική που έχει ως ζητούμενο την ποίηση. Αυτήν που
εκφράζει αισθήματα, που προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον κόσμο και δεν
πουλά στυλ. Δεν είναι, δηλαδή, θύμα της αισθητικής.
Μιλώ για την «αισθητική» που είναι σαν να βρίσκεις έναν τρόπο να
φτιάξεις ένα έργο, χωρίς καμία λογική, ορμώμενος ετσιθελικά. Κατά τη
γνώμη μου δεν είναι έτσι η ζωγραφική.
- Πως θα έπρεπε να είναι;
Ζωγραφική είναι αυτή που έχει τελικά, νόημα. Ξεκινάς από μια ανάγκη
έκφρασης και, προσπαθώντας να επικοινωνήσεις με τον κόσμο, επιχειρείς να
βρεις μια γλώσσα, να δημιουργήσεις «ζωγραφικούς χώρους». Αυτό είναι το ζητούμενο του ζωγράφου κι ο πραγματικός άθλος στην τέχνη.
Δεν είναι το θέμα, αλλά το πώς θα δημιουργήσεις μια φόρμα στις δυο
διαστάσεις του τελάρου, που σημαίνει κάτι για εσένα που θέλεις να γίνει
κατανοητό από τον κόσμο. Κι αυτό προσπαθεί να δείξει η έκθεση με όλους
αυτούς τους ζωγράφους, που οι περισσότεροι δεν έχουν σχέση με το
εμπορικό κομμάτι της ζωγραφικής - δεν έπαιξαν ποτέ στο χρηματιστήριο της
τέχνης.
- Τι συνιστά αυτόν το «χώρο», ποια είναι η κοινή πρόθεση των καλλιτεχνών στην έκθεση;
Για να εκφράζουν αισθήματα τα έργα τέχνης και να γίνεται αυτό φανερό με
τρόπο εύληπτο, θα πρέπει ο δημιουργός να αρθρώνει μία γλώσσα ικανή να
εκφράσει αυτά τα αισθήματα. Ο ζωγραφικός χώρος είναι κάτι αφηρημένο,
αλλά αυτό είναι που τον κάνει αληθινό - ξαναλέω όχι το τι παριστάνει.
Άλλωστε, όσα αισθήματα κι αν έχω, αν δε βρω κοινή γλώσσα με τον άλλο,
δεν μπορώ να τα περάσω απέναντι με τίποτα. Δεν χρειάζεται να πουλάμε
πρωτοτυπίες, όλα αυτά που νομίζουμε ότι κάνουν ένα έργο να «πουλάει». Κι
όλο αυτό βέβαια, ξεκινά από την καθαρή πρόθεση: πρώτα να γίνεται το
έργο στο μυαλό σου και μετά να προσπαθείς να το βάλεις επάνω στο τελάρο. Όμως, δεν πρέπει να ξεκινά κανείς από το έργο για να γεμίσει απλά το τελάρο. Τότε, αναγκαστικά, θα πέσει σε αισθητικούρες… Αυτό
είναι που βασανίζει μεγάλο μέρος της ελληνικής ζωγραφικής. Εκτός από
ορισμένες περιπτώσεις που τις ξέρουμε - τους αληθινούς φάρους μέσα στην
ελληνική τέχνη – όλοι οι άλλοι μιμούνται τρόπους, αδιαφορώντας για το αν
σημαίνει τίποτα ή αν έχει λογική αυτός ο τρόπος. Η ζωγραφική, όμως,
είναι σαν τα μαθηματικά. Αναγκαστικά πρέπει να πατά σε ρυθμούς.
- Τι εννοείτε λέγοντας ότι οι συμμετέχοντες ζωγράφοι δεν ανήκουν στο χρηματιστήριο της τέχνης.
Δεν έχουν καμία σχέση με αυτό το όργιο που είχαμε όλα αυτά τα χρόνια με τα ακριβά έργα. Μερικοί μάλιστα από αυτούς, ενώ έχουν τρομερές οικονομικές ανάγκες, δεν πουλάνε τα έργα τους.
Αυτό εμένα κάτι μου λέει. Και η σχέση του δημιουργού με το εμπόριο της
τέχνης καθορίζει εν τέλει αυτό που θα βγει στη ζωγραφική του.
-
Στον κατάλογο της έκθεσης δημοσιεύετε μια συνέντευξη του Τσαρούχη στη
Γιολάντα Τερέντσιο, το 1955. Αναφέρει εκεί: «η έκθεση στην Ελλάδα είναι
ένα σαχλό κοινωνικό φαινόμενο, μιας κοινωνίας αρκετά σαχλής. Λείπει το
καθαρώς πνευματικό ενδιαφέρον, η μοιραία του κοινωνική συνέπεια, που
είναι οι σοβαρές αγορές… Υπάρχουν βέβαια και οι ζωγράφοι που πουλάνε,
αυτοί είναι ανάπηροι τύποι, οι οποίοι κάνουν μια αδύνατη ζωγραφική,
ευκολονόητη από κάτι αγράμματους νεόπλουτους…». Τι έχει αλλάξει;
Αν δεν είχαν αλλάξει τα πράγματα, δε θα κάναμε τώρα έκθεση στο χώρο ενός συλλέκτη. Τότε, οι συλλέκτες ήταν μετρημένοι. Ο
Τσαρούχης τους αποκαλεί αγράμματους κι αμόρφωτους, ενώ τα βάζει και με
τους ανταγωνιστές του. Έτσι, αλαφρώνει απ’ αυτό το κομμάτι που όπως είπα
είναι καθοριστικό για την πορεία του ζωγράφου. Η σχέση μας με τον γκαλερίστα και με το εμπόριο είναι η επανάσταση που θα έπρεπε οι ζωγράφοι να έχουμε κάνει. Παραμένει όμως ίδια κι απαράλλαχτη.
Όταν βγήκα από τη Σχολή το ’80, συνηθίζαμε να κάνουμε τεράστιους καταλόγους με τα έργα μας… (γέλια) για να δείξουμε τί; Βρίσκαμε κι έναν διευθυντή ή έναν πάτρονα και νομίζαμε ότι κάτι κάναμε. Πιστεύαμε
έτσι ότι πουλάγαμε μούρη στο κοινό! Πληρώναμε μάλιστα λεφτά που δεν
είχαμε βγάλει. Είναι σα να είσαι ποιητής και να συστήνεσαι στο κοινό με
μια πανάκριβη έκδοση. Έχει αυτό σχέση με την ποίηση; Από το ’80 έως το
2008 αυτό γινόταν! Ακόμη κι αν έχεις ταλέντο, αυτό δε σημαίνει τίποτα
στη ζωγραφική. Η ζωγραφική είναι γνώση. Με το ταλέντο κάνεις πράγματα χωρίς να καταλαβαίνεις πως τα κάνεις, πατώντας σε ένα ρυθμό ενστικτωδώς. Άλλο
αυτό κι άλλο η γνώση. Γνώση είναι να φιξάρεις το ταλέντο σου, δηλαδή να
καταλάβεις ότι πολλά πράγματα πρέπει να έχουν ρυθμό και συνειδητά να
επιλέγεις ποιο ρυθμό πρέπει να έχουν για να συνεννοείσαι με τον κόσμο.
Το να φτάσεις να πουλάς δημιουργώντας ανάγκες στους θεατές της
ζωγραφικής είναι άλλο πράγμα. Το να σε αναζητούν δηλαδή γιατί τα έργα
σου συγκινούν είναι μέσα στο σωστό παιχνίδι. Αλλά το να ξεκινάς με ένα κινητό δείχνοντας τα έργα στα καφενεία για
να βρεις έναν αγοραστή ή να προσπαθείς να πλασάρεις τον εαυτό σου με
κάθε τρόπο και να μη χάνεις ευκαιρία γι’ αυτό το πράγμα, νομίζω ότι
είναι λάθος κι αυτό φαίνεται. Καίγεται η ζωγραφική κι αρχίζεις να
υπηρετείς ένα εμπορικό σύστημα.
- Θα μπορούσε να λεχθεί ότι η κρίση έχει φέρει μια «κανονικότητα» στην αγορά της τέχνης;
Καθόλου, οι γκαλερίστες συνεχίζουν να μην ενδιαφέρονται για τη
ζωγραφική, αλλά αποκλειστικά για το κέρδος που μπορεί να προέλθει από
ένα κακόγουστο έργο. Δεν τους ενδιαφέρει τι εκθέτουν. Μπορεί κάποιος να
πει ότι είναι επιχειρηματίες. Βεβαίως, κανείς δε λέει το αντίθετο.
Κάποτε, όμως, η γκαλερί ενδιαφερόταν για το τι εκθέτει, διότι αποκτούσε ταυτότητα, έκανε προτάσεις, είχε λόγο στην κοινωνία. Η αγραμματοσύνη σήμερα στον τόπο είναι ολοφάνερη στη ζωγραφική. Για παράδειγμα, μπορεί να δεις Παρθένη δίπλα σε έναν τελείως άσχετο ζωγράφο. Στη μουσική τα πράγματα είναι ευδιάκριτα, αλλά στη ζωγραφική το συναντάς κατά κόρον.
- Η ευθύνη του κοινού; Δεν υπάρχει;
Το κοινό είναι εξίσου αμόρφωτο! Που να μορφωθεί; Μακάρι να υπήρχαν κι
άλλοι χώροι όπως αυτός του Φέλιου και του Κουβουτσάκη στην Κηφισιά. Υπάρχει
ζήτημα παιδείας και το χειρότερο σήμερα είναι ότι δεν έχουμε οι
ζωγράφοι μία φόρμα κοινή επάνω στην οποία θα λάβουμε μία μόρφωση. Θα ’πρεπε να υπάρχει, κι από κει και πέρα ο καθένας ας κάνει τα δικά του.
Η γενιά του ’30 πρόσεξε αυτό που ονομάζουμε σχηματικά «λαϊκή» ζωγραφική,
τα βυζαντινά και τη μεταβυζαντινή τέχνη, με πρόθεση να έχει λόγο. Έδωσε
ζωγράφους με συγκεκριμένο στόχο, ταλέντα που αποφασίσανε να
υπηρετήσουν, ο καθένας στο δικό του μέτρο, κάτι. Υπήρχε η προσπάθεια να
δούμε τα δικά μας πράγματα, ένας τρόπος, ταπεινός έστω, να πλησιάσουμε
την πραγματικότητα. Στο παράδειγμα του Τσαρούχη, λοιπόν, βλέπουμε να ζωγραφίζει ως να είναι χορευτής. Είχε πάει στη Δόρα Στράτου, είχε μάθει σωστά τα βήματα κι εκφράστηκε μέσα από αυτόν τον χορό, καθώς ήταν γεννημένος χορευτής.
Στο παράδειγμα του Πάνου Φειδάκη, για να αναφερθώ στην εποχή μας,
βλέπουμε έναν χορευτή που του βάζεις ένα μουσικό θέμα και, χωρίς να
ξέρει τα βήματα, βρίσκει καινούργια που δε σε ξαφνιάζουν. Ο Φειδάκης βρήκε από ένστικτο ρυθμούς που σε παραπέμπουν στην παράδοση,
χωρίς να το κάνει από πρόθεση, χωρίς να το προπαγανδίζει. Αυτός είναι ο
ζωγραφικός χώρος για τον οποίο σας μιλούσα, με μία ζωντανή, οργανική
σχέση με την παράδοση.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου