Xρόνια
τώρα ο καταφερτζής, ευρηματικός, πλακατζής και κλασσικός «ελληναράς»
καραγκιοζάκος, σκαρώνει τα μύρια όσα κάτω από τη μύτη του Πασά και
στήνει αμίμητες φάρσες στον Χατζηαβάτη, τον Μπάρμπα Γιώργο, τον
Βαγγέλακα και τον Μορφονιό. Και πίσω από τα προφανή ερείσματά του στο
λαϊκό στοιχείο ροσθέτει στις περγαμηνές του την υποστήριξη διανοητών και
καλλιτεχνών όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Άγγελος
Σικελιανός, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Κάρολος Κουν, ο
Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο
Διονύσης Σαββόπουλος κι ένα σωρό άλλοι. Ίσως γιατί όπως είπε ο Τσαρούχης
«Ο Καραγκιόζης είναι ο σίφουνας της αρνήσεως των πάντων». Ή όπως πιο
γλαφυρά τον περιέγραψε η πένα του Άγγελου Σικελιανού: «βρίσκεται στη
βάση της λαϊκής ψυχής και ζωής και μακάριος όποιος αντικρίζει αυτή την
τέχνη με τη σοβαρότητα που της οφείλεται. Μέσα της δεν κατασταλάζει μόνο
η λαγαρή θυμοσοφία του λαού μας μπρος στα ανάποδα τον κόσμου, αλλά
σκεπάζεται και η πηγαία δύναμη πόχει μέσα του και με την οποία υπερνικά
αυτά τα ανάποδα με ψυχισμό ασύγκριτο, ανεβαίνοντας απ' τα σκαλιά της
θείας του εξυπνάδας ως τις κορφές τον ηρωισμού".
Ωστόσο, στη διαχρονικότητα του το Ελληνικό Θεάτρο Σκιών συντελεί όπως έλεγε ο αείμνηστος χαράκτης Τίτος Πετράκης και η «χωροχρονική αφαίρεση»: το γεγονός δηλαδή, ότι οι ιστορίες του Καραγκιόζη δεν διαδραματίζονται σε ένα στατικό περιβάλλον ή σε έναν συγκεκριμένο χρόνο. Οι «υπερβάσεις» των επεισοδίων που φέρνουν τον Μέγα Αλέξανδρο σε σύγχρονους καιρούς με τον Πασά, ή ακόμη κι η «απαγωγή της Τασούλας» που μοιάζει να εμπλέκει στα τεκταινόμενα τους γνωστούς (αλλά άσχετους με το πραγματικό συμβάν) ήρωες, αποτίναξαν στη συνείδηση του κοινού τις χωροχρονικές δεσμεύσεις. Έτσι επετεύχθη το «νυν και αεί» της Τέχνης. Επιπλέον, το παιχνίδι με τις σκιές και η δυσδιάστατη αντίληψη των πραγμάτων, επιτείνει την ανάγκη του θεατή να συμπληρώσει με τη φαντασία του όσα «τα μάτια δεν καλοθωρρούν στο μάκρεμα του τόπου». Και τότε δικαιώνεται η ρήση του Κορνάρου στον Ερωτόκριτο (δεύτερο δίστιχο της μαντινάδας) «μα πλιά καλά και πλιά μακριά, θωρρεί η καρδιά του ανθρώπου». Έτσι ο Καραγκιόζης και τα κατορθώματά του «γράφουν» αλλιώτικα μέσα μας, σημαδεύοντας ένα σχεδόν σπάνιο ονειροφαντασιακό πεδίο, που ελάχιστα ίσως θέματα αγγίζουν πια τόσο εύστοχα.
Σε μία προσεκτική προσέγγιση του σκηνικού, ο θεατής διαπιστώνει πως πάντα δεξιά τοποθετείται το «σαράι του Πασά», ο συμβολισμός της εξουσίας, με την οποία κατά βάση ο Καραγκιόζης δεν προκαλεί ρήξεις. Σκοπεύει συνήθως να την παραπλανήσει, την περιφρονεί ενδεχομένως αλλά δεν στήνει αντιπαραθέσεις μαζί της. Τα χουνέρια του απευθύνονται σε όσους περιστοιχίζουν την δική του καλύβα και βρίσκονται εγγύτερα στη δική του μοίρα. «Ο Καραγκιόζης δεν δέχεται τον συμβιβασμό της μικροαστικής τάξης, έλεγε ο Πετράκης, κι ενώ ενσαρκώνει τα ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα του αστικοποιημένου Έλληνα, ταυτόχρονα τα παρωδεί και τα στηλιτεύει, αντιδρώντας στις συνήθεις πρακτικές».
Ο κοσμαγάπητος ήρωας δεν είναι "φρέσκο φρούτο". Η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων! Κίνησε αιώνες πριν, ως Θέατρο Σκιών –κατά μία εκδοχή- από την Κίνα και πέρασε στην Ινδονησία, την Μαλαισία, την Καμπότζη, την Ταϊλάνδη και την Κεντρική Ασία. Οι τσιγγάνοι, λέγεται, ότι ταξίδεψαν την τέχνη από την Κεντρική Ασία προς την περιοχή της Μεσογείου. Υπάρχει όμως και μία άλλη θεωρία περισσότερο Ελληνοκεντρική, που θέλει το Θέατρο Σκιών να δημιουργείται στα Ελευσίνια κι τα Καβείρια μυστήρια και να το παίρνει μαζί του ο Μέγας Αλέξανδρος στην προς ανατολάς εκστρατεία του για να επιστρέψει αργότερα ξανά προς δυσμάς.
Μία πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία μας επισημαίνει την μεγάλη ομοιότητα του Καραγκιόζη με τα πρόσωπα της Αρχαίας Αριστοφανικής Κωμωδίας. Ή διαπιστώνεται ακόμη κι η «συγγένεια» του θεάτρου σκιών με τις αρχαίες λαϊκές αφηγήσεις. Ο Ησίοδος και ο Αρχίλοχος δηλώνουν πως «το νόημα τους είναι η κοινωνική κριτική, που στο όνομα των αδυνάτων και του δικαίου στρέφεται φανερά εναντίον της αυθαιρεσίας των ισχυρών και της υποταγής (συμβιβασμός) των αδυνάτων με τη μοίρα τους». Στην Ελλάδα εμφανίζεται στα 1841 στο Ναύπλιο, όπου στην εφημερίδα της εποχής, γίνεται λόγος για τον Καραγκιόζη και τον πρώτο καραγκιοζοπαίκτη μας: τον Μπάρμπα-Γιάννη Βράχαλη. Νωρίτερα έχει δημιουργηθεί ο μύθος για την καταγωγή του ήρωα. Μία εκδοχή τον θέλει αρχιμάστορα στην Προύσα να αναλαμβάνει μαζί με τον Χατζηαβάτη την οικοδόμηση του παλατιού του Πασά. Έργο που καθυστέρησε με τις παγαποντιές του και τα χωρατά που απασχολούσαν τους μαστόρους από τη δουλειά τους, ώσπου ο Πασάς θύμωσε και του πήρε το κεφάλι. Αμέσως σχεδόν όμως το μετάνιωσε. Σπρωγμένος από τύψεις κάλεσε στο σαράι τον Χατζηαβάτη και άρχισε να ρωτά για την ζωή και την Πολιτεία του Καραγκιόζη. Κι όσο άκουγε τις ιστορίες του τόσο εθιζόταν και ζητούσε κι άλλες. Ώσπου -σε μία έμπνευση της στιγμής- ο Χατζηαβάτης φτιάχνει την χάρτινη φιγούρα του Καραγκιόζη, την βάζει πίσω από έναν μπερντέ και στήνει το πρώτο θέατρο σκιών.
Η άλλη εκδοχή θέλει τον «Καραγκιόζη» έλληνα, που εγκαθίσταται στην Πόλη. Προέρχεται από την Κίνα και το θέατρο σκιών είναι ήδη η τέχνη του. Γιώργος Μαυρομάτης το όνομά του. Προσαρμόζει αυτόματα τις ιστορίες του στα τούρκικα ήθη και δίνει το όνομά του στον κεντρικό του ήρωα. Μαυρομάτης... στα τούρκικα σημαίνει Καραγκιόζης. Βοηθός του ο Γιάννης Βράχαλης, ο άνθρωπος που έφερε την τέχνη αργότερα στην Ελλάδα.
Αρκετοί στην εξ' ανατολών γείτονα επιμένουν ότι ο Καραγκιόζης είχε τούρκικη υπηκοότητα. Εν τούτοις, οι ήρωες του ήταν έλληνες. Πράγματι, ο Καραγκιόζης και η παρέα του ανδρώθηκαν σε περίοδο τουρκοκρατίας. Αλλά ακόμη και στα σκετσάκια του 18ου αιώνα ο έλληνας κατεργάρης και το ευρηματικό του πνεύμα παραμονεύει παντού. Το θέατρο σκιών μιλούσε αρχικά και τις δύο γλώσσες. Στέκι του το παζάρι, ο τόπος των βιοτεχνών, των πραματευτάδων, των εμπόρων και των νοικοκυραίων. Ο Καραγκιόζης (εύστροφος και καταφερτζής) σύντομα γίνεται ο ήρωας του εμπορίου. Στην Ελλάδα μεταπηδά λίγο πριν την απελευθέρωση. Λέγεται πως ο απόλυτος εξελληνισμός του ξεκίνησε από την Ήπειρο, με την συμβολή ενός Πατρινού ψάλτη: του Δημητρίου Σαρδούνη, που έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο Μίμαρος. Το 1924 ιδρύεται το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαικτών που αποτελείτο από 120 μέλη, μαθητές του Μίμαρου.
Ανάμεσά τους και ο Σωτήρης Σπαθάρης, πατέρας του Ευγένιου, που του μεταλαμπάδευσε την τέχνη του θεάτρου Σκιών. Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής ο Ευγένιος Σπαθάρης βάζει στόχο να κάνει τον Καραγκιόζη του διάσημο σε κάθε ελληνική γωνιά. Και τα καταφέρνει.
Ο χάρτινος ήρωας μετατρέπεται σε σημαντικό ελληνικό και παραδοσιακό θέαμα και σε εξαιρετικό είδος τέχνης και τεχνικής. Έτσι, ο Καραγκιόζης σταματά να μας παρακολουθεί και να μας διασκεδάζει μόνο από τον μπερντέ του: εμψυχώνεται, εκσυγχρονίζεται, εμφανίζεται παντού, γίνεται τραγούδι και στο τέλος, αποκτά "ένα κεραμίδι" για να ξαποσταίνει που και που.
Το ‘62 ο Ευγένιος Σπαθάρης ηχογραφεί όλες τις κλασσικές παραστάσεις του Καραγκιόζη στην Κολούμπια, και έτσι κυκλοφορούν οι πρώτοι δίσκοι του. Τον Ιούνιο του 1995 ο Δήμος Αμαρουσίου στεγάζει την ιστορία του Καραγκιόζη και του Σπαθάρη συνάμα, σε ένα Μουσείο που ονομάζεται "Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου".
Χρόνια πριν τύχη αγαθή βάζει στην ίδια συντροφιά τον Ευγένιο Σπαθάρη και τον αείμνηστο χαράκτη Τίτο Πετράκη. Ο γνωστός συνθέτης Σταύρος Κουγιουμτζής μάλιστα (μέλος επίσης της παρέας) πειράζει τον Ευγένιο που σε κάθε επίσκεψη στο σπίτι του χαράκτη στην Αθήνα κουβαλάει μπακλαβάδες:
- Μη φέρνεις μπακλαβάδες. Φέρε του μια φιγούρα του Καραγκιόζη.
Κι ως συνήθως η επιθυμία γεννά την ανάγκη. Και κάποιες φορές γίνεται ακόμη και το έναυσμα μίας νέας δημιουργικής τεχνικής, που υπηρέτησε το Θέατρο Σκιών από ένα απρόβλεπτο μετερίζι. Τα έργα του Τίτου Πετράκη έκαναν για χρόνια αυτό ακριβώς: διέσχιζαν το νησί κι όπου εκτίθεντο ξυπνούσαν μνήμες στους παλιότερους και μυούσαν τους πιο νέους στη μαγεία του Καραγκιόζη.
Σκηνή πρώτη: Χώρος το καφενείο ή η πλατεία. Ο μπερντές στηνόταν κι η πιτσιρικαρία παρακολουθούσε μαγεμένη τις προετοιμασίες. Οι φιγούρες στοιβάζονταν ευλαβικά κι ετοιμάζονταν για την παράσταση. Το κασετόφωνο ήταν πρόθυμο να αναλάβει την μουσική επένδυση. Κι ο πολυτάλαντος δημιουργός έπαιρνε θέση .. πίσω από τη σκηνή, έτοιμος να σκηνοθετήσει ένα ακόμη επεισόδιο με τα θρυλικά κατορθώματα του ήρωά του.
Σε λίγο η πλατεία θα αντηχούσε γέλια, χειροκροτήματα και κείνη την μουσική που σε ξεσήκωνε στο τέλος του έργου με την απαράλλακτη ατάκα «ε, ρε γλέντια». Θέαμα Λαϊκού Πολιτισμού!!!
Σκηνή δεύτερη: Ο Μάνος Χατζιδάκις δείχνει σχεδόν θυμωμένος με το
Όσκαρ που του απένειμαν το 1961 για τα «παιδιά του Πειραιά». Βρίσκεται
στο Παρίσι με την Μαρία Κάλλας κι όταν εκείνη σε κεντρικό ρεστωράν
αρχίζει να του τραγουδά το βραβευμένο του τραγούδι, εισπράττει μία
απροσδόκητη αντίδραση. Ο Μάνος σκύβει και της λέει χαμηλόφωνα: «Δεν
μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα
τραγουδούσε τόσο μέτρια αυτό το εξίσου μέτριο τραγούδι». Λίγο καιρό
αργότερα ο ίδιος πετάει το χρυσό αγαλματίδιο στα σκουπίδια του. Το σώζει
απρόσμενα την τελευταία στιγμή η αδερφή του Μιράντα. Έκτοτε, το Όσκαρ
του Χατζιδάκι φυλάσσεται σε μία προθήκη στο σπίτι του πλάι στο μόνο
αντικείμενο που ο ίδιος έλεγε πως ίσως διασκέδαζε επαρκώς τις
εντυπώσεις: Στην φιγούρα του Καραγκιόζη. Ο αναντίρρητος σεβασμός της διανόησης !!!
Mαριάννα Kορνάρου
πηγή
Ωστόσο, στη διαχρονικότητα του το Ελληνικό Θεάτρο Σκιών συντελεί όπως έλεγε ο αείμνηστος χαράκτης Τίτος Πετράκης και η «χωροχρονική αφαίρεση»: το γεγονός δηλαδή, ότι οι ιστορίες του Καραγκιόζη δεν διαδραματίζονται σε ένα στατικό περιβάλλον ή σε έναν συγκεκριμένο χρόνο. Οι «υπερβάσεις» των επεισοδίων που φέρνουν τον Μέγα Αλέξανδρο σε σύγχρονους καιρούς με τον Πασά, ή ακόμη κι η «απαγωγή της Τασούλας» που μοιάζει να εμπλέκει στα τεκταινόμενα τους γνωστούς (αλλά άσχετους με το πραγματικό συμβάν) ήρωες, αποτίναξαν στη συνείδηση του κοινού τις χωροχρονικές δεσμεύσεις. Έτσι επετεύχθη το «νυν και αεί» της Τέχνης. Επιπλέον, το παιχνίδι με τις σκιές και η δυσδιάστατη αντίληψη των πραγμάτων, επιτείνει την ανάγκη του θεατή να συμπληρώσει με τη φαντασία του όσα «τα μάτια δεν καλοθωρρούν στο μάκρεμα του τόπου». Και τότε δικαιώνεται η ρήση του Κορνάρου στον Ερωτόκριτο (δεύτερο δίστιχο της μαντινάδας) «μα πλιά καλά και πλιά μακριά, θωρρεί η καρδιά του ανθρώπου». Έτσι ο Καραγκιόζης και τα κατορθώματά του «γράφουν» αλλιώτικα μέσα μας, σημαδεύοντας ένα σχεδόν σπάνιο ονειροφαντασιακό πεδίο, που ελάχιστα ίσως θέματα αγγίζουν πια τόσο εύστοχα.
Σε μία προσεκτική προσέγγιση του σκηνικού, ο θεατής διαπιστώνει πως πάντα δεξιά τοποθετείται το «σαράι του Πασά», ο συμβολισμός της εξουσίας, με την οποία κατά βάση ο Καραγκιόζης δεν προκαλεί ρήξεις. Σκοπεύει συνήθως να την παραπλανήσει, την περιφρονεί ενδεχομένως αλλά δεν στήνει αντιπαραθέσεις μαζί της. Τα χουνέρια του απευθύνονται σε όσους περιστοιχίζουν την δική του καλύβα και βρίσκονται εγγύτερα στη δική του μοίρα. «Ο Καραγκιόζης δεν δέχεται τον συμβιβασμό της μικροαστικής τάξης, έλεγε ο Πετράκης, κι ενώ ενσαρκώνει τα ιδιοσυγκρασιακά γνωρίσματα του αστικοποιημένου Έλληνα, ταυτόχρονα τα παρωδεί και τα στηλιτεύει, αντιδρώντας στις συνήθεις πρακτικές».
Ο κοσμαγάπητος ήρωας δεν είναι "φρέσκο φρούτο". Η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων! Κίνησε αιώνες πριν, ως Θέατρο Σκιών –κατά μία εκδοχή- από την Κίνα και πέρασε στην Ινδονησία, την Μαλαισία, την Καμπότζη, την Ταϊλάνδη και την Κεντρική Ασία. Οι τσιγγάνοι, λέγεται, ότι ταξίδεψαν την τέχνη από την Κεντρική Ασία προς την περιοχή της Μεσογείου. Υπάρχει όμως και μία άλλη θεωρία περισσότερο Ελληνοκεντρική, που θέλει το Θέατρο Σκιών να δημιουργείται στα Ελευσίνια κι τα Καβείρια μυστήρια και να το παίρνει μαζί του ο Μέγας Αλέξανδρος στην προς ανατολάς εκστρατεία του για να επιστρέψει αργότερα ξανά προς δυσμάς.
Μία πιο προσεκτική ματιά στην ιστορία μας επισημαίνει την μεγάλη ομοιότητα του Καραγκιόζη με τα πρόσωπα της Αρχαίας Αριστοφανικής Κωμωδίας. Ή διαπιστώνεται ακόμη κι η «συγγένεια» του θεάτρου σκιών με τις αρχαίες λαϊκές αφηγήσεις. Ο Ησίοδος και ο Αρχίλοχος δηλώνουν πως «το νόημα τους είναι η κοινωνική κριτική, που στο όνομα των αδυνάτων και του δικαίου στρέφεται φανερά εναντίον της αυθαιρεσίας των ισχυρών και της υποταγής (συμβιβασμός) των αδυνάτων με τη μοίρα τους». Στην Ελλάδα εμφανίζεται στα 1841 στο Ναύπλιο, όπου στην εφημερίδα της εποχής, γίνεται λόγος για τον Καραγκιόζη και τον πρώτο καραγκιοζοπαίκτη μας: τον Μπάρμπα-Γιάννη Βράχαλη. Νωρίτερα έχει δημιουργηθεί ο μύθος για την καταγωγή του ήρωα. Μία εκδοχή τον θέλει αρχιμάστορα στην Προύσα να αναλαμβάνει μαζί με τον Χατζηαβάτη την οικοδόμηση του παλατιού του Πασά. Έργο που καθυστέρησε με τις παγαποντιές του και τα χωρατά που απασχολούσαν τους μαστόρους από τη δουλειά τους, ώσπου ο Πασάς θύμωσε και του πήρε το κεφάλι. Αμέσως σχεδόν όμως το μετάνιωσε. Σπρωγμένος από τύψεις κάλεσε στο σαράι τον Χατζηαβάτη και άρχισε να ρωτά για την ζωή και την Πολιτεία του Καραγκιόζη. Κι όσο άκουγε τις ιστορίες του τόσο εθιζόταν και ζητούσε κι άλλες. Ώσπου -σε μία έμπνευση της στιγμής- ο Χατζηαβάτης φτιάχνει την χάρτινη φιγούρα του Καραγκιόζη, την βάζει πίσω από έναν μπερντέ και στήνει το πρώτο θέατρο σκιών.
Η άλλη εκδοχή θέλει τον «Καραγκιόζη» έλληνα, που εγκαθίσταται στην Πόλη. Προέρχεται από την Κίνα και το θέατρο σκιών είναι ήδη η τέχνη του. Γιώργος Μαυρομάτης το όνομά του. Προσαρμόζει αυτόματα τις ιστορίες του στα τούρκικα ήθη και δίνει το όνομά του στον κεντρικό του ήρωα. Μαυρομάτης... στα τούρκικα σημαίνει Καραγκιόζης. Βοηθός του ο Γιάννης Βράχαλης, ο άνθρωπος που έφερε την τέχνη αργότερα στην Ελλάδα.
Αρκετοί στην εξ' ανατολών γείτονα επιμένουν ότι ο Καραγκιόζης είχε τούρκικη υπηκοότητα. Εν τούτοις, οι ήρωες του ήταν έλληνες. Πράγματι, ο Καραγκιόζης και η παρέα του ανδρώθηκαν σε περίοδο τουρκοκρατίας. Αλλά ακόμη και στα σκετσάκια του 18ου αιώνα ο έλληνας κατεργάρης και το ευρηματικό του πνεύμα παραμονεύει παντού. Το θέατρο σκιών μιλούσε αρχικά και τις δύο γλώσσες. Στέκι του το παζάρι, ο τόπος των βιοτεχνών, των πραματευτάδων, των εμπόρων και των νοικοκυραίων. Ο Καραγκιόζης (εύστροφος και καταφερτζής) σύντομα γίνεται ο ήρωας του εμπορίου. Στην Ελλάδα μεταπηδά λίγο πριν την απελευθέρωση. Λέγεται πως ο απόλυτος εξελληνισμός του ξεκίνησε από την Ήπειρο, με την συμβολή ενός Πατρινού ψάλτη: του Δημητρίου Σαρδούνη, που έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο Μίμαρος. Το 1924 ιδρύεται το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαικτών που αποτελείτο από 120 μέλη, μαθητές του Μίμαρου.
Ανάμεσά τους και ο Σωτήρης Σπαθάρης, πατέρας του Ευγένιου, που του μεταλαμπάδευσε την τέχνη του θεάτρου Σκιών. Στη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής ο Ευγένιος Σπαθάρης βάζει στόχο να κάνει τον Καραγκιόζη του διάσημο σε κάθε ελληνική γωνιά. Και τα καταφέρνει.
Ο χάρτινος ήρωας μετατρέπεται σε σημαντικό ελληνικό και παραδοσιακό θέαμα και σε εξαιρετικό είδος τέχνης και τεχνικής. Έτσι, ο Καραγκιόζης σταματά να μας παρακολουθεί και να μας διασκεδάζει μόνο από τον μπερντέ του: εμψυχώνεται, εκσυγχρονίζεται, εμφανίζεται παντού, γίνεται τραγούδι και στο τέλος, αποκτά "ένα κεραμίδι" για να ξαποσταίνει που και που.
Το ‘62 ο Ευγένιος Σπαθάρης ηχογραφεί όλες τις κλασσικές παραστάσεις του Καραγκιόζη στην Κολούμπια, και έτσι κυκλοφορούν οι πρώτοι δίσκοι του. Τον Ιούνιο του 1995 ο Δήμος Αμαρουσίου στεγάζει την ιστορία του Καραγκιόζη και του Σπαθάρη συνάμα, σε ένα Μουσείο που ονομάζεται "Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου".
Χρόνια πριν τύχη αγαθή βάζει στην ίδια συντροφιά τον Ευγένιο Σπαθάρη και τον αείμνηστο χαράκτη Τίτο Πετράκη. Ο γνωστός συνθέτης Σταύρος Κουγιουμτζής μάλιστα (μέλος επίσης της παρέας) πειράζει τον Ευγένιο που σε κάθε επίσκεψη στο σπίτι του χαράκτη στην Αθήνα κουβαλάει μπακλαβάδες:
- Μη φέρνεις μπακλαβάδες. Φέρε του μια φιγούρα του Καραγκιόζη.
Κι ως συνήθως η επιθυμία γεννά την ανάγκη. Και κάποιες φορές γίνεται ακόμη και το έναυσμα μίας νέας δημιουργικής τεχνικής, που υπηρέτησε το Θέατρο Σκιών από ένα απρόβλεπτο μετερίζι. Τα έργα του Τίτου Πετράκη έκαναν για χρόνια αυτό ακριβώς: διέσχιζαν το νησί κι όπου εκτίθεντο ξυπνούσαν μνήμες στους παλιότερους και μυούσαν τους πιο νέους στη μαγεία του Καραγκιόζη.
Σκηνή πρώτη: Χώρος το καφενείο ή η πλατεία. Ο μπερντές στηνόταν κι η πιτσιρικαρία παρακολουθούσε μαγεμένη τις προετοιμασίες. Οι φιγούρες στοιβάζονταν ευλαβικά κι ετοιμάζονταν για την παράσταση. Το κασετόφωνο ήταν πρόθυμο να αναλάβει την μουσική επένδυση. Κι ο πολυτάλαντος δημιουργός έπαιρνε θέση .. πίσω από τη σκηνή, έτοιμος να σκηνοθετήσει ένα ακόμη επεισόδιο με τα θρυλικά κατορθώματα του ήρωά του.
Σε λίγο η πλατεία θα αντηχούσε γέλια, χειροκροτήματα και κείνη την μουσική που σε ξεσήκωνε στο τέλος του έργου με την απαράλλακτη ατάκα «ε, ρε γλέντια». Θέαμα Λαϊκού Πολιτισμού!!!
Mαριάννα Kορνάρου
πηγή
ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ, Ή, ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ , Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ; τού Κώστα Σ. Τσίπηρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου