Έφαγε τα μπουλούκια με το κουτάλι και ήταν υπερήφανος γι’ αυτό.
Ψηλός, γεροδεμένος, με ένα βαθύ λακκάκι στο πιγούνι και με μια φωνή βροντώδη κι άγρια.
Η παρουσία του αποτυπώθηκε όσο λίγες τόσο έντονα στο πανί της μεγάλης
μας οθόνης και των αναμνήσεών μας, τις περισσότερες φορές πλάι στον
Βέγγο.
Έτσι τον βάφτισε ο Αττίκ. Το πώς και γιατί, σε λίγο.
Το θέμα είναι πως του άρεσε και το διατήρησε διά βίου, δίκην οικογενειακού επιθέτου.
Ως Ζαννίνο σταδιοδρόμησε, ο ίδιος.
Ως Ζαννίνου σταδιοδρόμησε δίπλα του, η σύζυγός του Τζένη.
Και ως Ζαννίνου εξακολουθεί να διαπρέπει ακόμη στις πίστες, τις οθόνες και τα θέατρα η κόρη του Σόφη.
Μόνο η τρίτη αγαπημένη του γυναίκα, η εγγονή του Φιόνα, κάνει καριέρα με άλλο επίθετο. Τζαβάρα εκείνη.
Φυσικό ήταν να πάρει το επίθετο του γνωστού τραγουδιστή και συνθέτη πατέρα της, του Νίκου Τζαβάρα.
Η αυλαία της ζωής του έκλεισε το 1995, έπειτα από εξήντα δύο χρόνια συναρπαστικής περιπέτειας.
Στο σπίτι, όμως, η ύπαρξή του είναι ακόμη ολοζώντανη, και η παρουσία του
καθημερινή μέσα από τις συζητήσεις και την αγάπη των δικών του
ανθρώπων.
Η Τζένη, η γυναίκα του, διακριτικά δίνει τον λόγο στην κόρη τους Σοφία, τη Σόφη:
«Ο πατέρας μου ήταν αρχιστράτηγος. Ό,τι έκανε, το έκανε πάντα με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη αυτοπεποίθηση.
»Τον θαύμαζα γι’ αυτό».
Ο Νίκος συμπληρώνει: «Αγαπούσε με πάθος τη ζωή. Κι αυτό μας το μετέδιδε. Μας λείπει φοβερά...»
Η Φιόνα δε βρίσκει λόγια να πει για τον παππού της. Γι’ αυτήν ήταν «ένας
μαγικός άνθρωπος, με μια ψυχή σαν πρίσμα, σαν ένα παλιό φωτεινό
κρύσταλλο».
Στα χέρια τα δικά του και της γιαγιάς της μεγάλωσε...
«Από τη στιγμή που γεννήθηκε η Φιόνα», έγραφε ο Ζαννίνο, «εμείς την
πήραμε και τη μεγαλώσαμε, για ν’ αφοσιωθούν απερίσπαστοι στη δουλειά
τους, που τόσο αγαπάνε, η Σοφία και ο Νίκος. Γι’ αυτό και μας
ακολουθούσε παντού. Όταν ήταν περίπου τεσσάρων χρόνων, την πήραμε μαζί
μας σε μια παράσταση στην Κοκκινιά. Την έχουμε αφήσει στα παρασκήνια κι
εγώ με την Τζένη παίζουμε το σκετς. Όμως, καθώς είμαστε στη σκηνή,
ακούμε από τα παρασκήνια να χαλάει ο κόσμος από χτυπήματα άτσαλα στην
τζαζ που την είχε μαζέψει ο μουσικός, μια και το μουσικό μέρος είχε
τελειώσει. Τέλος πάντων, όταν τελειώσαμε, μπήκαμε στο καμαρίνι.
»Εκεί, βλέπουμε τη Φιόνα να ’χει στα χεράκια της τα τυμπανόξυλα και να
χαλάει τον κόσμο χτυπώντας την τζαζ και τα πιατίνια. Αμέσως τη μαλώνω.
»Τι κάνεις εκεί, Φιόνα, γιατί δεν κάθεσαι φρόνιμα;
»Και τι γυρίζει και μου λέει:
»Αρκετά πια... Εσύ παίζεις, η γιαγιά παίζει, η μαμά παίζει, ο μπαμπάς παίζει... Ε, αφήστε με να παίξω κι εγώ λίγο!»
«Ο παππούς μου ήταν σαν παιδί. Ήτανε τελείως διαφορετικός απ’ ό,τι φαινότανε.
»Και ήταν φοβερός επαγγελματίας. Δεν αγαπούσε απλώς τη δουλειά του.
»Το θέατρο ήταν η ζωή του. Έζησε γι’ αυτό και πέθανε μ’ αυτό».
Ας αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι της ζωής του κρατώντας στο χέρι
το βιβλίο του Αλέκου Χρυσοστομίδη «Ζαννίνο, η ιστορία ενός θεατρίνου».
Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Μιλάει ο ίδιος ο πρωταγωνιστής:
«[...] Γεννήθηκα στις 21 Αυγούστου του 1923 στο Κουμπαρατζί Γιοκουσού, στον Γαλατά της Πόλης.
»Εκεί κατοικούσαμε. [...] Τρία πατώματα κι ηλεκτρικό που δε διέθεταν τα
άλλα σπίτια. Σ’ αυτό το σπίτι έμεινα μονάχα ένα χρόνο. Οι τουρκικές
αρχές ειδοποίησαν τον πατέρα μου, Θεόφιλο Παπαδόπουλο, να εγκαταλείψει
σε πέντε ώρες το τουρκικό έδαφος γιατί αλλιώς...
»Η κυρα - Σοφία, κόρη παπά - ένα από τα έξι παιδιά του - παντρεύτηκε τον
πατέρα. Έναν ψηλό άντρα με κάτι θεόρατες μουστάκες, ιδιοκτήτη μιας
μπιραρίας που... εκτός από μπίρες, με το αζημίωτο, βέβαια, έκανε
διευκολύνσεις στους πελάτες... Οι πελάτες έκαναν λαθρεμπόριο καπνού και
πολύτιμων λίθων που πηγαινοέρχονταν απ’ την Προύσα, καθώς και μεταξωτά. Ο
Θεόφιλος εκτός απ’ όλα αυτά ήταν και τουλουμπατζής, δηλαδή πυροσβέστης
άμισθος.
»Όλοι οι ασίκηδες του Γαλατά, οι αρχοντόμαγκες, ο αφρός της Πόλης έπρεπε
να είναι και τουλουμπατζήδες. Μ’ αυτόν τον τρόπο έδειχναν άφοβοι και
ριψοκίνδυνοι. Πάντα μ’ ένα εξάσφαιρο κι ένα μπριλάντι, σαν φουντούκι,
στο δάχτυλο...»
Ερχόμενοι στην Ελλάδα, όπως οι περισσότεροι πρόσφυγες, βρήκαν καταφύγιο
σε δυο πλινθόκτιστα δωματιάκια στη Δραπετσώνα. Όλοι ζούσαν σε μια
πρωτόγονη κατάσταση.
«Ο μπαρμπα - Θεόφιλος δεν μπορούσε να ζήσει έτσι.
»Αλλιώς είχε μάθει. Είδε και απόειδε κι άνοιξε το κεμέρι του. Σε λίγες
μέρες ήρθε μια άμαξα με ένα καινούργιο νοικοκυριό για το σπίτι. Στη
γειτονιά είμαστε δαχτυλοδειχτούμενοι. [...] Τρώμε άσπρο ψωμί και μετά το
φαγητό φρούτο.
»Μια φορά τον μήνα ο μπαρμπα - Θεόφιλος με παίρνει και κατεβαίνουμε στο
τελωνείο του Πειραιά κι ανεβοκατεβαίνουμε σ' ένα βαπόρι. Ο καπετάνιος
είναι φίλος του πατέρα μου. [...] Φοράω ωραία ρούχα κι ένα παλτουδάκι,
που η μητέρα μου τού είχε ράψει από μέσα κάτι θεόρατες τσέπες.
»Όταν έρχεται η ώρα να φύγουμε, ο καπετάνιος δίνει κάτι δεματάκια στον
πατέρα μου, κι εκείνος τα βάζει στις μεγάλες τσέπες του παλτού μου.
»Ύστερα κατεβαίνουμε, παίρνουμε το τραμ της παραλίας και φτάνουμε στον
Άγιο Διονύση κι από κει με τα πόδια γυρίζουμε στην Κρεμμυδαρού, στο
σπίτι μας.
»Όταν μεγάλωσα, τότε συνειδητοποίησα ότι ήμουν βαποράκι για τα λαθραία - ποιος ξέρει τι - του Θεόφιλου!
»[...] Το χειμώνα του 1937 πέθανε ο πατέρας μου. Τώρα έπρεπε να φροντίζω
τη μητέρα μου και τον εαυτό μου. Ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Η σωματική
μου διάπλαση, όμως, το ύψος μου - ήμουν 1,78 - και τ’ αδρά
χαρακτηριστικά μου μ' έδειχναν μεγάλο άντρα. Δούλευα εδώ κι εκεί και
βοηθούσα το σπίτι...»
Εκείνη τη χρονιά μπαίνει και στο «όνειρο του θεάματος», όπως λέει η Σόφη.
Προσλαμβάνεται αρχικώς ως χορευτής στα μπαλέτα Ραμασόφ. Το πρώτο του μεροκάματο είναι είκοσι δραχμές.
Είναι ακόμα ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ώσπου ένα βράδυ συναντά τον... νονό του:
«Παίζω σ’ έναν θίασο και χορεύω στο μπαλέτο Ραμασόφ. Έχουμε μοντάρει τον
“Ρώσικο γάμο”, μια χορευτική σύνθεση κι είχε μεγάλη επιτυχία.
» Ένα βράδυ μου λέει η Σοφία Ραμασόφ:
»Νίνο, αύριο το βράδυ έχει την τιμητική του ένας συνάδελφος στη Μάντρα του Αττίκ και θα πάμε να χορέψουμε.
»Έτσι γινόταν τότε. Διάφοροι ηθοποιοί βοηθούσαν συναδέλφους τους στις τιμητικές τους.
»Να πάμε, κυρία Σοφία.
»Όλοι τη φώναζαν Σοφίτσα, εγώ κυρία Σοφία. Το επόμενο βράδυ ήρθαν δύο
τρία αυτοκίνητα και πήραν όλο το μπαλέτο, έτοιμο, ντυμένο για να
εμφανιστεί στη Μάντρα του Αττίκ που είχε την τιμητική του ο
ανεπανάληπτος Ζαζάς. Εκεί ήταν κι ο Γριμάνης, κι όταν με κοίταξε ο Ζαζάς
πονηρά, του λέει:
»Μη δικέλεις νάκα το τέκνο.
»Άργησα πολύ για να καταλάβω τη διάλεκτο αυτή του τρίτου φύλου. Ο Ζαζάς
ήτανε ένας Νιαγάρας γέλιου, κεφιού κι ετοιμολογίας. Νομίζω ότι δε
βρέθηκε ακόμα αντικαταστάτης του.
»Την ώρα που είναι να χορέψουμε, ο Αττίκ, που θα μας παρουσίαζε ο ίδιος προς τιμήν του Ραμασόφ, ρώτησε τα ονόματά μας.
»Εσάς πώς σας λένε;
» Γιάννη.
»Τι διάολο! Όλοι οι Γιάννηδες μαζευτήκατε απόψε;
»Εκείνη τη στιγμή, η Σοφία, που φρεσκάριζε το μακιγιάζ της, μου είπε:
»Νίνο, φόρα τις άσπρες μπότες.
»Νίνο; Τι Νίνο; ρωτάει ο Αττίκ.
»Ε, Νίνο είναι το παρατσούκλι μου, τολμώ να πω, αντί Γιάννης...
»Τότε τι Γιάννης και κουραφέξαλα; Γιάννης δηλαδή Ζαν. Ζαν και Νίνο ίσον Ζαννίνο.
» Έτσι θα σε αναγγείλω. Ζαννίνο».
Την αμέσως επόμενη περίοδο σπουδάζει και συνεργάζεται με τον Άγγελο
Γριμάνη, διάσημο τότε χορογράφο της Λυρικής. Ως χορευτής δουλεύει και σε
διάφορα κέντρα διασκέδασης, όπου σύντομα αναλαμβάνει ρόλο κονφερασιέ
και σιγά σιγά κάνει νούμερα ως ηθοποιός.
Το 1942, στην Κατοχή, στήνει το πρώτο του μπουλούκι. Είναι ο
πρωταγωνιστής, ο χορευτής, ο ταχυδακτυλουργός και ό,τι άλλο χρειαστεί.
Ο Θίασος Ζαννίνου - έτσι λεγότανε - βρίσκεται στα χωριά του Βόλου.
Η τεράστια ταμπέλα στην πόρτα του - ας πούμε - θεάτρου κάτω από τα ονόματα γράφει:
Γενική είσοδος:
1 ποτήρι λάδι ή 2 ποτήρια σιτάρι ή 3 αυγά ή 3 ποτήρια καλαμπόκι ή 5 πορτοκάλια.
Αυτή ήταν η τιμή του εισιτηρίου...
Έκτοτε το μπουλούκι γίνεται δεύτερο (ή μήπως πρώτο;) σπίτι του. Πότε συνεργαζόμενος με άλλους, πότε ως θιασάρχης...
Σύντομα τα μόνιμα μέλη του δικού του θιάσου γίνονται τρία.
Η ταμπέλα γράφει: Ζαννίνο, Ζαννίνου, Ζαννινάκι...
Ας δούμε, όμως, πώς έγινε η στρατολόγηση των δύο άλλων.
Πρώτα η γνωριμία με την Τζένη. Εκείνος τότε υπηρετεί τη θητεία του στον στρατό.
«Σ' ένα στενό της Ομόνοιας είναι ένα υπόγειο μ’ ένα πιάνο και μια γριά πιανίστα που τη λένε Λουκία.
»Εκεί μαζεύονται κάθε μέρα διάφοροι καλλιτέχνες και κάνουνε πρόβα.
»Έρχεται και ο Μέμφης με τον Νίκο και τη Σοφία, μεγάλο ακροβατικό νούμερο εκείνη την εποχή.
» Έχουνε και μια μικρή μαζί τους.
«Κάθομαι δίπλα της και της πιάνω την κουβέντα. Δε μοιάζει με αρτίστα, είναι πολύ συνεσταλμένη.
»Είστε του συγκροτήματος, τη ρωτώ.
»Δεν είμαι, αλλά θα γίνω, μου απαντά. Είμαι η ανιψιά του κυρίου Μαμουνά
και μου είπε να 'ρθω εδώ. Είμαι δευτεροετής μιας θεατρικής σχολής και
θέλω να εργαστώ. Με σύστησαν στον κύριο Μέμφη.
»Λέω μέσα μου και πού να 'ξερες πού θα πέσεις.
»Καπνίζετε; τη ρωτάω και της δίνω τσιγάρο. Κατάλαβα πως για πρώτη φορά έβαζε τσιγάρο στο στόμα της...
»Η κουβέντα μας εξακολουθεί:
»Πού μένετε;
»Στο Φάληρο. Με φιλοξενεί ο κύριος Νίκος κι η γυναίκα του.
»Πού να ήξερα εκείνη τη στιγμή ότι μιλούσα με τον πρώτο αριθμό του λαχείου της ζωής μου...
»Την άλλη μέρα ξαναπήγα και ξεμονάχιασα τον Νίκο για να μάθω τι ακριβώς συμβαίνει.
»Δε μου λες, ρε Νίκο, για πες μου, μεταξύ μας τώρα, αυτή η μικρή που ήτανε χθες μαζί μας, τι πράγμα είναι; Είναι αρτίστα;
»Ζαννίνο, μας την έφερε κάποιος για κονσομασιόν.
»Και δεν τη λυπάται, ο παλιάνθρωπος;
»Δεν ξέρω αλλά κάτι μέσα μου αναστατώθηκε.
»Παρότι ήμουν ζυμωμένος στην πουτανιά, τα αισθήματά μου για κάθε τι αγνό, για κάθε τι τίμιο, είχαν μείνει αμόλυντα.
«Όταν τελείωσε την πρόβα, κι αφού της μίλησε κι ο Νίκος, την παίρνω και
την πάω στο σπίτι δύο φίλων μου ηθοποιών, του Νάσου και της Σύλβιας που
ήταν περισσότερο από αδέλφια μου.
«Την κράτησαν, την περιποιήθηκαν και την αγκάλιασαν. Από τότε έγινε μέλος της οικογένειας. Κι εγώ αχώριστος φίλος της.
«Ερχότανε από νωρίς στη Βουλιαγμένη, στον λόχο που υπηρετούσα, και με περίμενε να τακτοποιήσω τις υπηρεσίες και να φύγουμε.
«Μια Κυριακή, κοντά μεσημέρι, μιλούσαμε στην πύλη.
»Από το υπασπιστήριο μάς πήρε το μάτι του διοικητή, του μπαρμπα - Λευτέρη.
»Σε λίγο έρχεται ένας αλφαμίτης και μου λέει: σε θέλει ο διοικητής.
»Ήμουνα από τ’ αγαπημένα παιδιά του διοικητή. [...]
»Διατάξτε, κύριε διοικητά.
»Ποια είναι αυτή;
»Η αρραβωνιαστικιά μου.
»Και γιατί δεν την πας στην καντίνα να την κεράσεις κάτι μέχρι να
τελειώσεις την υπηρεσία σου, παρά την έχεις όρθια στην πύλη; Άντε να
χαθείς, είσαι και καλλιτέχνης. Γιατί την έχουμε την καντίνα, ρε;
»Ξέρετε, κύριε διοικητά, φοβάμαι μην τη δούνε, γιατί την έχω κλέψει.
»Με κοίταξε με εκείνα τα υπέροχα γαλανά μάτια για λίγα δευτερόλεπτα και με ρώτησε:
»Πόσο χρονών είναι;
» Είκοσι...
»Και η Τζένη δεν ήταν ούτε δεκαοχτώ.
»Και το χειρότερο, κύριε διοικητά, συνεχίζω, δεν ξέρω πού να την πάω...
«Σκέφτεται λίγο και μου λέει:
»Να πάρεις μια σκηνή και να τη στήσεις δίπλα από τη σκηνή της γυναίκας μου... Να ’χει και παρέα...
«Εκείνη τη στιγμή κι ένα κιλό χρυσάφι να μου ’διναν, θα ’ταν λιγότερο.
«Η σκηνή στήθηκε στην έρημη Ταϊτή, γιατί εκείνη την εποχή η Βουλιαγμένη ήτανε πράγματι σαν... μακρινή, έρημη Ταϊτή.
»0 Συρίγος, ο μπαρμπα - Λευτέρης, στο μεταξύ έχει γίνει ταγματάρχης και είναι λοχαγός διοικήσεως.
«Λοχαγός είναι πια ο Γιώργος Παπαγεωργίου.
«Τους τη γνωρίζω.
«Ταγματάρχης και λοχαγός είναι γοητευμένοι με τη συμπεριφορά της Τζένης.
«Όμως τ’ όνομά της δεν ήταν έτσι. Τζένη τη βάφτισαν καλλιτεχνικά.
«Κι όμως, παρότι δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει αυτό το όνομα, το κράτησε
γιατί μου άρεσε γιατί μ’ αυτό μου πρωτοσυστήθηκε. [...] Τα στοιχεία της
ταυτότητάς της ήτανε Ζαφειρία Σφουντούρη του Γεωργίου και της Βιολέτας,
ετών δεκαοχτώ, από την Αράχωβα.
«Ένα μεσημέρι, που περνάω από το καφενείο και πίνω καφέ, με πλησιάζουν δύο με ρεμπούμπλικες:
»0 κύριος Ζαννίνο;
»Μάλιστα. Τι συμβαίνει;
»Ελάτε μέχρι το τμήμα.
»Ευχαρίστως, αλλά όχι μαζί σας. Θα ρθω μόνος μου. Σε ποιο τμήμα;
» Έλα τώρα, ρε Παπαδόπουλε, πλάκα μας κάνεις; λέει ο ένας.
«Γυρίζω και αναγνωρίζω έναν παλιό μου συνάδελφο στην αστυνομία, τον Φώτη.
»Εσύ είσαι, ρε Φώτη; Τι συμβαίνει;
»Να. Έχει έρθει μια γριά και ζητάει την κόρη της. Λέει ότι την έχεις κλέψει.
»Εντάξει, παιδιά. Πηγαίνετε και σε ένα τέταρτο θα ’μαι εκεί.
«[...] Φύγανε. Αμέσως εγώ παίρνω τηλέφωνο τον διοικητή μου.
»Το και το, του λέω.
»Εντάξει, πήγαινε στο τμήμα και στο μεταξύ θα επικοινωνήσω.
»Πηγαίνω στο τμήμα.
»Βλέπω σε μια καρέκλα την Τζένη να κλαίει και δίπλα της μια γριά έξαλλη, να φωνάζει. Ήταν η θεία της.
»Παλιάνθρωπε. Μου ’κλεψες το παιδί μου. Εγώ το έχω από μικρό, και κάτι τέτοια.
»0 αξιωματικός, ο οποίος στο μεταξύ έχει ανακρίνει τη μικρή, έχει μάθει ότι έχει φύγει μόνη της [...] και λέει στη γριά:
»Μη φωνάζετε, κυρία μου, και μη στριγκλίζετε. [...] Και ρωτάει την Τζένη:
»Πόσο χρονών είστε, δεσποινίς;
»Ποια δεσποινίς, κύριε αστυνόμε, πετάγεται η γριά. Το κατέστρεψε το κορίτσι.
»Σωπάτε, κυρία μου, της λέει εκείνος. Και απευθύνεται πάλι στην Τζένη.
»Δε μου λέτε, δεσποινίς, με ποιον θέλετε να πάτε;... Με τη θεία σας ή με τον κύριο;
»Με τον άντρα μου... τους αποστόμωσε η Τζένη, όπως την είχα συμβουλέψει.
»Είναι άντρας σας;
» Μάλιστα.
»Πηγαίνετε, κυρία μου.
» Ώστε έτσι; Ας τολμήσει να κατέβει. Έχω τους δικούς μου κάτω, απειλεί η θεία.
»Του αστυνόμου ήδη του έχουν τηλεφωνήσει για μένα. Ο Λευτέρης Συρίγος ήτανε; Ο Γιώργος Παπαγεωργίου;...
»Εντάξει, της λέει ο αστυνόμος. Θα σας αφήσω να την πάρετε, αλλά πρώτα ρίξτε μια ματιά κάτω.
»Σκύβει η θεία και τι να δει;
» Ένα αυτοκίνητο γεμάτο λοκατζήδες.
»Τώρα ποιος είχε βάλει το χέρι του, ο Άγιος Λευτέρης; ο Αϊ - Γιώργης; Σας είπα, δε θυμάμαι».
Η γέννηση της Σοφίας τώρα...
«Η κοιλιά της Τζένης άρχισε να φουσκώνει.
»Αλλά δε φαίνεται σαν γυναίκα σε ενδιαφέρουσα.
»Στον θίασο τον πρώτο λόγο για τα μουσικά έργα τον είχα εγώ.
»Ένα πρωί, καθώς γράφω την ταμπέλα της βραδινής παράστασης, έρχεται ένας νεαρός και μου λέει διατακτικά:
»Κύριε Ζαννίνο...
»Τι θέλεις παιδί μου;
»Να σας γράψω εγώ το πρόγραμμα, που γράφω και ωραία;
»Και δεν το γράφεις; Αν το γράψεις ωραία, όπως μου λες, να 'ρθεις το βράδυ να σε βάλω δωρεάν στην παράσταση.
»Κάθε βράδυ πληρώνω και μπαίνω, μου λέει.
»Ε, από σήμερα, δε θα πληρώνεις.
»Θα ήθελα και κάτι άλλο, συνεχίζει.
»Σαν τι;
»Να με αφήνατε να παίξω.
»Τι να παίξεις; Αμάδες;
» Όχι. Να κάνω κάτι σαν νούμερο.
»Σαν τι νούμερο;
»Κάτι σαν μιμήσεις κι άλλα...
»[...] Θα τα καταφέρεις;
»Το βράδυ στην παράσταση όταν ήρθε η σειρά του να τον προσφωνήσω, τον ρωτάω:
»Πώς να σε αναγγείλω;
»Χάρρυ Κλυνν, μου είπε.
»Βγήκε κι έσκισε σε μια καταπληκτική μίμηση τενόρου. Πού νά ’ξερα εκείνη τη βραδιά.
»[...] Εκείνο όμως που με γεμίζει χαρά είναι ότι δε με ξέχασε.
»Όταν κάποτε δουλέψανε με την κόρη μου, τη Σόφη, σε ένα μεγάλο θέατρο, της είπε:
»Σόφη, πολλά χαιρετίσματα στον πατέρα σου.
»Και πού τον ξέρεις τον πατέρα μου; τον ρώτησε η Σόφη.
»Πες του εσύ χαιρετίσματα, κι αυτός θα σου εξηγήσει».
Αυτό σαν παρένθεση...
«Η Τζένη συνεχίζει να φουσκώνει, αλλά να μη φαίνεται καθόλου. Κανείς δεν το ’χε καταλάβει, τουλάχιστον όχι εγώ.
»Ένα βράδυ παίζαμε τα “Αρραβωνιάσματα” του Μπόγρη και η Τζένη κάνει την Τζεβή.
»Σε μια στιγμή του έργου γονατίζει.
»Όταν σηκώθηκε μου είπε: πονάω.
»Εγώ θορυβήθηκα. [...] Τη βάζουμε σ’ ένα στρατιωτικό τζιπ και γραμμή στο νοσοκομείο.
»Περιμένω στον προθάλαμο.
»Ξαφνικά τη βλέπω με την άσπρη νυχτικιά σε ένα φορείο.
»'Γι συμβαίνει, ρε παιδιά;
»Τι να συμβαίνει, κύριε, μου λέει η νοσοκόμα. Το κορίτσι θα γεννήσει...
»Αμάν! Τι λέτε;
»Μέσα στο χειρουργείο τη ρωτάει ο γιατρός:
»Εσύ τι θέλεις εδώ;
» Ήρθα να γεννήσω. Πονάω...
»Και πού είναι η κοιλιά σου;
«Βλέπεις η κοιλιά της δε φαινότανε καθόλου. Με παίρνει ο αστυνόμος και με γυρίζει στην Καλαμαριά.
»Το πρωί ξαναπάω στο νοσοκομείο. Τη φέρνουν στον θάλαμο.
»Πώς είσαι, Ζαφειράκο;
»Τι πώς είμαι; Γέννησα, έκανα κορίτσι...
»Τα 'χασα. Ήμουνα πατέρας δίχως να την έχω παντρευτεί;
«Αισθάνθηκα ντροπή μπροστά της.
»Μια νοσοκόμα έρχεται κοντά και μου λέει:
»Ελάτε, κύριε, να το δείτε.
«Πάω και βλέπω κάτι σαν γατάκι, σαν μεγάλο ποντικάκι, τυλιγμένο στις φασκιές.
«Κατά το έθιμο της δίνω, τότε, δύο εικοσάρικα. Ομολογώ ότι τα λυπήθηκα...
«Δεν έδειξα την απογοήτευσή μου στην Τζένη.
«Όταν έφευγα από το νοσοκομείο με σταματάει ένας νοσοκόμος και με στέλνει στον διευθυντή γιατρό του νοσοκομείου.
«Πάω στο γραφείο του και βλέπω τον διευθυντή γιατρό, είμαστε συστρατιώτες στο Χαΐδάρι. Με κέρασε καφέ.
»Πώς από δω;
»Η γυναίκα μου γέννησε ένα γατάκι.
«Όταν το είδε με ενθάρρυνε...
»Αυτό που βλέπεις, Ζαννίνο, σε τρεις μήνες δε θα το αναγνωρίζεις... [...]
«Η Τζένη - ο Ζαφειράκος όπως την έλεγα - δεν πρόλαβε να σαραντήσει. [...] Δεν υπήρχε ενζενί για τον θίασο».
«Πολύ σύντομα μπαίνει στο χώρο του κινηματογράφου. Στην αρχή ως
κομπάρσος», θυμάται η Σόφη. «Είχαμε πάει όλοι μαζί να δούμε την ταινία.
«Βέβαια προλάβαμε στο τσακ να τον δούμε. Ίσα ίσα, που περνούσε μπροστά από τον φακό. Αργότερα ήρθαν οι ρόλοι.
«Μεγάλο ρόλο για πρώτη φορά πήρε στην ταινία “Μήτρος και Μητρούσης” με τον Θανάση Βέγγο και τον Φραγκίσκο Μανέλη το 1960.
»Η τελευταία του ταινία ήταν “Ο Καβάφης” του Γιάννη Σμαραγδή. Ο Γιάννης ο
Σμαραγδής ήταν από τους ανθρώπους που λάτρευε, τον είχε σαν παιδί του.
Καμάρωνε για εκείνον. Ξέρω ότι είναι ιδιαίτερα ευτυχής που η τελευταία
του ταινία ήταν με εκείνον, με τον Γιάννη τον Σμαραγδή. Ξέρω ότι έφυγε
ευτυχισμένος...»
Ο Γιάννης Σαμαραγδής δε θα ξεχάσει ένα περιστατικό από τα γυρίσματα του «Χατζημανουήλ» στην Καβάλα, το φθινόπωρο του 1984.
«Είχε μαζευτεί σχεδόν όλη η πόλη για να μας δει. Χιλιάδες άνθρωποι
κρεμασμένοι στα μπαλκόνια. Τα πεζοδρόμια γεμάτα. Τόσο που δεν μπορούσαμε
να περάσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας.
»Σε λίγο αρχίζουν να καταφθάνουν οι ηθοποιοί. Προχωρούν μέσα στο πλήθος σαν σε παρέλαση.
»Τα μάτια στραμμένα όλα επάνω τους.
»Διαμαντόπουλος, Δανδουλάκη, Κατρανίδης, Μιχαλακόπουλος... Το πέρασμα
του καθενός συνοδεύεται από ένα πνιχτό ψίθυρο και μετά... σιωπή.
»Κάποια στιγμή περνά κι ο Ζαννίνο. Μόλις το πλήθος τον αντιλαμβάνεται, ξεσπά σε ένα αυθόρμητο παρατεταμένο χειροκρότημα.
»0 Ζαννίνο έκανε ένα σκύψιμο του κεφαλιού προς το πλήθος, κάτι σαν χαιρετισμό... Αυτός ήταν φαίνεται ο μυστικός τους κώδικας».
«Την πρώτη φορά που πήγα στον κινηματογράφο «Αστήρ», έγραφε ο Ζαννίνο,
«που ήταν στην συνοικία μας, έπαθα σοκ. Μαγεύτηκα. Κατάλαβα ότι ένας
καινούργιος κόσμος γεννήθηκε μέσα μου. Δεν είχε προφητέψει τότε ότι θα
'ρχότανε κάποτε ο καιρός να παίξω σε εκατόν πενήντα δύο ταινίες...»
Σημειώνω μερικές από αυτές:
«Μικρές Αφροδίτες» του Νίκου Κούνδουρου, «Θου - Βου, φαλακρός πράκτωρ»
του Θανάση Βέγγου, «Οι γενναίοι του Βορρά» του Κώστα Καραγιάννη, «Τζακ ο
καβαλάρης» του Ντίμη Δαδήρα.
Πολλές ήταν και οι συμμετοχές του σε ξένα φιλμ όπως: «Ο Λέων της Σπάρτης», «Δρόμος προς την Κόρινθο» κ. ά.
Εμφανίστηκε και σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές: «Χαίρε, Τάσο Καρατάσο»,
«Χατζημανουήλ» και «Σιγά, η πατρίδα κοιμάται» του Γιάννη Σμαραγδή, «Ο
καρχαρίας», «Τα επτά κακά της μοίρας», «Ο φόβος» κ. ά.
Όταν γύριζε το «Εξπρές του μεσονυκτίου», παθαίνει την πρώτη του καρδιακή προσβολή.
Του έκανε εντύπωση και τον είχε συγκινήσει η άμεση κινητοποίηση των
Αμερικανών παραγωγών. Σε χρόνο ρεκόρ έστειλαν ελικόπτερο να τον
μεταφέρει στο νοσοκομείο.
Αντί τέλους η Φιόνα διαβάζει ένα κείμενο του Ζαννίνο:
«Δίχως κανένα εφόδιο, δίχως θεατρικές ρίζες, με μοναδικό μου όπλο το
ένστικτο, βάδισα σαν ένας Δον Κιχώτης. Ξιφούλκησα τους ανεμόμυλους,
πάλεψα με το ιερό τέρας που λέγεται θέατρο, λύγισα, αλλά δεν έπεσα.
[...]
»Τώρα πόσο πέτυχα, πόσο απέτυχα, αυτό ας το κρίνουν οι άλλοι.
»Γεγονός είναι ότι δεν κατέθεσα τα όπλα, παρ’ όλες τις Συμπληγάδες, που πέρασα.
»Πήρα σύνταξη σαν ηθοποιός και όχι από άλλο επάγγελμα.
»Με το θέατρο ξεκίνησα και με το θέατρο τελείωσα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου