Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Αλέκος Λειβαδίτης - Ρένα Ντορ

Ξεκίνησαν από διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο μεν από την Αθήνα ως τροβαδούρος, η δε από την Πάτρα μέσω Αιγύπτου ως χορεύτρια. Ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς της γενιάς τους που έκαναν κινηματογράφο. Όμως η θητεία τους σ’ αυτόν δεν ήτανε μεγάλη. Δέκα με δεκαπέντε ταινίες έκανε εκείνος, ενώ εκείνης μετά βίας μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Χρόνια αργότερα, το 1951, συναντήθηκαν στο σανίδι της επιθεώρησης κι έγιναν ντουέτο. 
«Η Ρένα Ντορ ήταν το άλλο μισό κομμάτι του Αλέκου Λειβαδίτη», μου λέει εύστοχα ο θεατρικός συγγραφέας Βύρων Μακρίδης που τους έζησε.
« Όποιος έπαιρνε στο θέατρό του τη Ρένα, ήταν σίγουρο ότι θα πάρει και τον Αλέκο, κι ότι έτσι θα έχει εξασφαλίσει μια καλή παράσταση...»
Έγιναν ζευγάρι και στη ζωή. Ο Αλέκος είχε γεννηθεί το 1914, στην Αθήνα. Αδελφός του ήταν ο σπουδαίος ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Γιαννάτου ήταν το πραγματικό επίθετο της Ρένας, που γεννήθηκε το 1917, στην Πάτρα. Ντορ τη βάφτισε ο Αχιλλεας Μαμάκης ένα μεσημέρι στο Μουσείο. Ο Αχιλλέας Μαμάκης ήταν δημοσιογράφος. Η εκπομπή του «Το θέατρο στο ραδιόφωνο» εκείνη την εποχή και για πολλά χρόνια έκανε θραύση. Το εμπνεύστηκε από το περίεργο άρωμα της κολόνιας ενός χορευτή: «Ρεβ ντ’ ορ».
«...Σαν τη Ρένα Ντορ δεύτερο ταλέντο δεν υπήρξε».
Με αυτή τη φράση ξεκινά την αναφορά σε κείνη ο Γιώργος Μουζάκης στο αυτοβιογραφικό του λεύκωμα «Βίρα τις άγκυρες» και φτιάχνει με αδρές γραμμές το πορτρέτο της:
«Μεγάλο ταλέντο.
»Πιο σωστή απ’ όλες σαν τραγουδίστρια.
»[...] Πίστευε στον εαυτό της.
»[...] Ήταν αγαπητή. Την αγαπούσες αυθόρμητα, ήταν ένας άνθρωπος που έκανε γκελ. »'Ενα περίεργο πράγμα. Ανοιγε το χαμόγελό της κι έλεγες Παναγιά μου, αδελφή σου είναι αυτή;
«Καλοσύνη και αξιοσύνη...»
Η Ρένα Ντορ έκανε για πρώτη φορά τριφωνία με τις Καλουτά, στο «Νιάου-νιάου, ψιτ-ψιτ» στου Σαμαρτζή το θέατρο. Ακριβώς πριν από τον πόλεμο».
«Ταιριάζανε οι φωνές μας...» επιβεβαιώνει η Άννα Καλουτά.
«Μας αποκαλούσαν οι τριφωνατζούδες... Η Μαρίκα, η αδελφή μου έκανε το πρίμο, εγώ έκανα το σιγόντο και η Ρένα το μπάσο.
»Είχε μια ιδιόρρυθμη φωνή, μεταξύ αντρικής και γυναικείας.
»Ήταν ένα καλό, απλοϊκό κορίτσι.
»Ξεκίνησε σιγά σιγά.
»Ξεκίνησε από μπαλαρίνα. Μετά την πήρανε από το μπαλέτο και της δώσανε το πρώτο νούμερο, το λεγόμενο... θύμα.
»Το λέγαν θύμα γιατί όταν ξεκινούσε, ο κόσμος, ως συνήθως καθυστερημένος, δεν είχε ακόμη προλάβει να καθίσει στις θέσεις του. Οπότε κανένας δεν το παρακολουθούσε...
»Μετά έγραψε ιστορία στην επιθεώρηση και μόνη και με τον Αλέκο.
«Παρέμεινε πάντα ένα καλό παιδί. Ποτέ της δεν τσακώθηκε. Ποτέ της δεν ακούστηκε να λέει κακή κουβέντα για κανέναν...«
Οι φίλοι της παλιάς επιθεώρησης θα τη θυμούνται στον τύπο της χαζής ή της υπηρέτριας που πετάει ελληνικούρες ή της χαριτωμένης μπέμπας. Αυτούς τους τύπους ενσάρκωσε και σε κάποιες από τις ελάχιστες ταινίες που έπαιξε. Έκανε και με επιτυχία τον ρόλο της μάγκισσας. Καθιερώθηκε με το νούμερο «Κατερίνα».
«Ήταν πριν από τον πόλεμο», είχε πει η ίδια στην Σπεράντζα Βρανά. «Το έργο λεγότανε “Κορίτσια της παντρειάς”. Μουσική κωμωδία στο θέατρο Ιντεάλ με μεγάλο θίασο: Κόκκινης, Μαυρέας, Κυριάκός, Καλουτά και Γεωργία Βασιλειάδου. Θυμάμαι το τραγούδι που έλεγα κι είχε γίνει μεγάλο σουξέ:
Αχ, Κατερίνα, μωρή Κατερίνα, / Με τέτοια νιάτα γιατί πλένεις πιάτα. / Παράτα όλες σου, τις κατσαρόλες σου, κι άντε παντρέψου κάνα νιο, Κατερινιώ...
«Λοιπόν εγώ, αυτή την Κατερίνα την είχα ξεσηκώσει από μια υπηρέτρια που έμενε δίπλα στο σπίτι μας κι έλεγε:
»Καλέ, κερία. Α, έχταχτα.
«...Κι είχα τόση επιτυχία, που μου λέει ο Γιώργος Γαβριηλίδης, ο καλύτερος κομπέρ της εποχής τότε που ήταν στο θίασο:
»Ε, τώρα δεν έχεις ανάγκη. Πέντε χρόνια θα βρίσκεις δουλειά συνέχεια. Καθιερώθηκες πια...»
«Είχε μια μεγάλη φωνή, την οποία έπλαθε», αναπολεί με θαυμασμό ο Βύρων Μακρίδης. «Πώς την έπλαθε, πώς την χρησιμοποιούσε έτσι την φωνή της. Την έκανε ό,τι ήθελε...»
« Ήτανε πρώτο όνομα. Σπουδαία. Όμως δεν είχε καμία σχέση με το βεντετιλίκι που υπήρχε στο θέατρο, ειδικά παλιά...» βεβαιώνει η Μάρθα Καραγιάννη.
« Ήταν τόσο απλή όσο και οι ρόλοι που έκανε.
«Στη σκηνή προσπαθούσε να σου προσφέρει και να βρει τρόπο να σε βοηθήσει...»
Η Ροζίτα Σώκου τη θυμάται από τη θέση του θεατή...
«Πιστεύω ότι είμαι από τους λίγους θεατές, που μπορούν σήμερα να μιλάνε από πρώτο χέρι για τη Ρένα Ντορ. Πηγαίνω στην επιθεώρηση από δυο χρονών μωρό, με κουβαλάνε οι δικοί μου, και τη γνώρισα πολύ καλά. Αλλά μόνο ως θεατής.
» Ήμουνα πολύ μικρή τότε για να συνάψουμε κοινωνικές σχέσεις.
»Λοιπόν έπαιζε συχνά την μπέμπα η Ρένα Ντορ και ήταν καταπληκτική. Δεν μπορώ να σας περιγράψω.
» Έβγαινε η Ρένα. Έκανε έτσι με εκείνο το μεγάλο της στόμα ως μπέμπα με τα φουστανάκια και τα φιογκάκια της. Κι έλεγε απλώς γεια σας. Κι έβλεπες μια πλατεία και μια γαλαρία να ξεραίνονται στα γέλια. Να κυλιούνται κάτω.
»Αυτό είναι ένα πάρα πολύ σπάνιο δώρο. Ήταν πολύ μεγάλη.
»Έζησε καλά. Είχε έναν άντρα που την αγαπούσε».
Ήταν τόσο δημοφιλής η Ρένα Ντορ που σε σχετικό δημοψήφισμα περιοδικού, εκεί γύρω στο ’50, κατετάγη δέκατη στις προτιμήσεις του κοινού ανάμεσα σε όλες τις ελληνίδες ηθοποιούς, με 2.940 ψήφους, μόλις 190 λιγότερες από τη Μελίνα Μερκούρη.
Δημοφιλέστερη είχε ψηφιστεί η Άννα Καλουτά με 7.290 ψήφους και ακολούθησαν: Καίτη Ντιριντάουα (6280), Κατερίνα Ανδρεάδη (6130), Ρένα Βλαχοπούλου (5910), Νανά Σκιαδά (5720), Έλλη Λαμπέτη (5610), Ρίτα Μυράτ (4330), Λίντα Αλμα (3711). Από τους άντρες πρώτος -με βραχεία κεφαλή από τον δεύτερο- Κώστα Μανιατάκη (5010) ήταν ο Δημήτρης Χορν (5170). Ακολουθούσε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με 4220 και τη δεκάδα συμπλήρωναν οι: Κώστας Μουσούρης (4140), Γιώργος Παππάς (3750), Γιώργος Οικονομίδης (3560), Δημήτρης Μυράτ (2280), Γιάννης Γκιωνάκης (2110), Τάκης Γαλανός (2050), Θάνος Κωτσόπουλος (2010). Και για όσους αρέσκονται στους αριθμούς, από τους ξένους σταρ δημοφιλέστερη αναδείχθηκε η Μπέττυ Ντέιβις με 8740 ψήφους, δεύτερος (και καταίδρωμένος) ο Έρολ Φλιν με 2670 λιγότερες προτιμήσεις... Με τον Αλέκο Λειβαδίτη γνωρίστηκαν το 1951. Εκείνον αναλαμβάνει να μας τον συστήσει -μέσα από το βιβλίο του «Λες και ήταν χθες»...- ο αξέχαστος Αλέκος Σακελλάριος:
«Τι χαριτωμένος άνθρωπος που ήταν! Τι πλακατζής”, όπως θα λέγαμε και σήμερα στη μοντέρνα αργκό”. Αλλά συγχρόνως τι ευγενικός, τι αξιοπρεπής, τι χιουμορίστας!
»Ηρθε στη μνήμη ολοζώντανος και κάναμε όλη τη νύχτα μαζί αναδρομικούς περιπάτους στου «Μαλάμου» της οδού Πατησίων, στο Νορόκ, στα στούντιο του Φίνου, μέχρι που άρχισε να ροδίζει η ανατολή, όπως τότε.
«Ακριβώς όπως τότε που δεν πηγαίναμε για ύπνο αν δεν φώτιζε ο καλός Θεός την καινούργια μέρα.
«Επιτρέψτε μου, όμως, να σας διηγηθώ μερικές χαριτωμένες ιστορίες του Λειβαδίτη, που μ’ αυτόν τον τρόπο ελπίζω να σας αποσπάσει ακόμα ένα χαμόγελο. Είναι νομίζω η καλύτερη προσφορά στη μνήμη του.
«Στα ρουμάνικα η λέξη «νορόκ» σημαίνει χαρά, ευτυχία και όλα τα παρεμφερή.
«Εκεί λοιπόν στην οδό Κρήτης, στον Αγιο Παύλο, ένας Ελληνορουμάνος έκανε μια πολύ συμπαθητική ταβερνίτσα με τον τίτλο «Νορόκ». Επειδή δεν καταφέρναμε να συγκρατήσουμε το όνομά του, τον λέγαμε όλοι Νορόκ.
- Έχεις τραπεζάκι, κύριε Νορόκ;
- Βεβαίως, περάστε παρακαλώ!
Ευγενικός και πρόθυμος πάντα ο κ. Νορόκ, που δεν μιλούσε και πολύ καλά τα ελληνικά, μας περιποιότανε, ενώ στον πάγκο καθότανε η στρουμπουλή κ. Νορόκ, έχοντας στα πόδια της το σκυλάκι της, τον Νορόκ! Γρήγορα κι επιδέξια ο Βασίλης (το «σ» πολύ παχύ), το μοναδικό γκαρσόνι, σερβίριζε τα πιπεράτα «μιντιτέι», τα πικάντικα «γκούλας» κι όλες τις άλλες ρουμανικές νοστιμιές.
»Στο «Νορόκ», λοιπόν, πηγαίναμε συχνά μια μεγάλη παρέα, που την αποτελούσαν κυρίως η Καίτη Βερώνη κι Αγγελος Μαυρόπουλος, η Σοφία Βερώνη κι ο Μενέλαος Θεοφανίδης, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Αλέκος Λειβαδίτης κι εγώ.
»Και κάθε καινούργιος που έπεφτε σ’ αυτή την παρέα δουλευότανε αγρίως. Με τον Λειβαδίτη είχαμε «μοντάρει» ένα νούμερο δήθεν πνευματισμού και υπνωτισμού.
»Εγώ έκανα τον υπνωτιστή κι ο Λειβαδίτης το μέντιουμ, έτσι χλωμός όπως ήτανε κι όπως υποκρινότανε τέλεια ότι κοιμότανε, σύμφωνα με τις εντολές μου.
- Θέλω να κοιμηθείς... Να κοιμηθείς βαθιά και να μην ξυπνήσεις, αν δεν σου πω εγώ...
»Τα μάτια του Αλέκου γλαρώνανε σιγά σιγά και σε λίγο έπειθε όλους ότι κοιμόταν του καλού καιρού. Τότε άρχιζε το «πείραμα».
»Εγώ ρωτούσα κι ο Λειβαδίτης απαντούσε. Και τις απαντήσεις του, φυσικά, τις υπαγορεύαμε εμείς με διάφορους τρόπους, κατόπιν προσυνεννοήσεως.
- Πόσω χρονών είναι από δω ο κυρ Σωτηράκης;
»Με μια βαθιά σπηλαιώδη φωνή απαντούσε ο δήθεν υπνωτισμένος Αειβαδίτης.
- Σαράντα τεσσάρων...
- Πόσα παιδιά έχει;
- Τρία.
- Πώς τα λένε;
- Βαγγέλη, Νίκο και Ελενίτσα.
«Κατάπληκτο τον άκουγε το θύμα.
- Αυτή τη στιγμή τι έχει στη δεξιά τσέπη του σακακιού του ο κυρ Σωτήρης;
- Ενα κουτί τσιγάρα, ένα εικοσάρικο και τα κλειδιά του...
- Ξύπνα...
»Κι ο Λειβαδίτης -τι τέλεια υποκριτική- ξυπνούσε σιγά σιγά, μας κοίταζε όλους απορημένους και ρωτούσε:
- Μα τι έγινε;
»Και, φυσικά, το θύμα έφευγε συγκλονισμένο από το υπερφυσικό πείραμα που είχε παρακολουθήσει.
»Ενα, λοιπόν, από τα πολλά βράδια είχαμε μείνει μοναχοί μας στο «Νορόκ» και δουλευόμαστε μεταξύ μας. Ο ίδιος ο Νορόκ, μια και το μαγαζί ήταν άδειο και δεν ήξερε τι να κάνει, άρχισε να μας παρακολουθεί. Ο Λειβαδίτης, που τον πήρε χαμπάρι, μου ψιθύρισε να αρχίσω να τον υπνωτίζω. Κι εγώ φυσικά άρχισα.
- Κοιμήσου... Κοιμήσου βαθιά... Κοιμήσου και μην ξυπνήσεις αν δεν σου πω εγώ να ξυπνήσεις...
»Ο Νορόκ πλησίαζε σιγά σιγά, δήθεν αδιάφορος, για να παρακολουθήσει το πείραμα. Οπως τον είδε, όμως, χλωμό, με κλειστά τα μάτια, τρόμαξε... με διπλάρωσε, και σιγά για να μην τον ξυπνήσει, μου ψιθύρισε:
- Τον υπνωτίσατε, κύριος Σακελάριος;
- Ναι
- Και τώρα τι θα γίνει;
- Τώρα μπορούμε να τον στείλουμε όπου θέλουμε και να μας λέει ό,τι βλέπει.
»Ας σημειωθεί ότι όλα αυτά συμβαίνουνε λίγο μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς.
- Κοιμάσαι, Αλέκο;
- Κοιμάμαι...
- Γύρισε δυο-τρία χρόνια πίσω...
- Γύρισα.
»Ο Νορόκ, που φλεγόταν από την περιέργεια, είχε σκύψει από πάνω του και παρακολουθούσε τις εκφράσεις που έπαιρνε, ανάλογα κάθε φορά, ο Λειβαδίτης...
- Πήγαινε στην οδό Μέρλιν...
»Η φυσιογνωμία του Αλέκου αγρίεψε...
- Μπες μέσα... Μπες εκεί που βασανίζουν τα Ες Ες...
- Ο Λειβαδίτης αγρίεψε
- Ελα, μη φοβάσαι... η κατοχή πέρασε κι αυτό το κάθαρμα που σε βασάνιζε είναι εδώ δίπλα μου και τώρα μπορείς να του κάνεις ό,τι θες.
»Ο Λειβαδίτης άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια του και με έκφραση φοβερού μίσους κοίταξε τον Νορόκ, που στεκόταν δίπλα μου.
»Ο Νορόκ ψευτοχαμογέλασε, έκανε ένα βήμα πίσω και μου είπε.
- Ξυπνήστε τον, κύριος Σακελλάριος.
»Εν τω μεταξύ ο Λειβαδίτης άρπαξε ένα μαχαίρι από το τραπέζι και σιγά σιγά άρχισε να σηκώνεται.
- Ξυπνήστε τον, κύριος Σακελλάριος, δεν βλέπετε που υποφέρει;
»Ο Λειβαδίτης, σαν να ζούσε σε άλλο κόσμο, προχωρούσε απειλητικός προς τον έντρομο Νορόκ, που πήγαινε όλο και πιο πίσω.
»Σιγά σιγά φτάσανε στην πόρτα.
»Εκεί στην πόρτα ο Νορόκ δεν άντεξε άλλο. Έδωσε μία και το ‘βάλε στα πόδια.
»Από πίσω ο Λειβαδίτης, με το μαχαίρι στο χέρι. Πίσω ο Βασίλης, το γκαρσόνι, που δεν ήξερε τι συμβαίνει, πιο πίσω η κυρία Νορόκ, που άφησε τον πάγκο της και από πίσω της το στραβοπόδαρο σκυλάκι της, που έτρεχε και γάβγιζε σπαρακτικά.
»Πιο πίσω τρέχαμε όλοι οι άλλοι σκασμένοι στα γέλια, ενώ ο καημένος ο Νορόκ έτρεχε γύρω γύρω στον Άγιο Παύλο, φωνάζοντας:
- Ξυπνήστε τον, κύριος Σακελάριος... Δεν είναι αστεία αυτά...»
Η Άννα Καλουτά βάζει μια άλλη πινελιά στο πορτρέτο του:
«Του άρεσε η τελειότητα. Δεν είχε ούτε κοιλιά, ούτε άντερα που λέμε, στη δουλειά του.
«Θυμάμαι σ’ έναν θίασο ήμαστε συνέταιροι. Εκείνος, όμως, ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής, ο συντονιστής της παράστασης και της παραγωγής, ας πούμε. Κι εγώ καθυστερώ να πάω στο θέατρο, γιατί δεν έβρισκα να παρκάρω.
»Μου έκανε παρατήρηση μπροστά σε όλους, γιατί άργησα, ενώ θα μπορούσε να με πάρει ιδιαιτέρως να μου πει ό,τι είχε. Συνέταιροι ήμασταν...
»Θέλω να πω ότι ήταν πολύ αυστηρός. Δεν κοίταζε τίποτα, προκειμένου να γίνει το καλύτερο. Ήτανε πάντα πίσω από μια κουίντα. Τα ’βλεπε και τ’ άκουγε όλα...
»Αλλά δεν κρατούσε κακία. Ύστερα από κάθε παρεξήγησή μας, μου ’λεγε για να εκτονώσει την κατάσταση:
»Α, ρε μπούρδα...
»Εγώ είμαι μπούρδα ή εσύ είσαι δυο φορές μπούρδα;»
Παρόμοια εικόνα του περιγράφει και η Μάρθα Καραγιάννη.
Το καλοκαίρι του 1969 είχαν σχηματίσει κοινό θίασο -μαζί φυσικά και η Ρένα Ντορ- στο θέατρο Κήπου. Ανέβασαν τις επιθεωρήσεις της τριάδος (Ασημακόπουλος-Σπυρόπουλος-Παπαδούκας) «Τριαντάφυλλα για σας» και «Μια βόλτα στο φεγγάρι».
«Ο Αλέκος ήταν, τότε, και σκηνοθέτης μας.
«Ήθελε να ξεκινάμε πρόβα από πολύ πρωί. Αλλά εγώ, από μικρό παιδί, στο σχολείο είχα την κακή συνήθεια να μην μπορώ να ξυπνήσω νωρίς. Κι αργούσα...
»Αν ξαναργήσεις, θα σε διώξω. Κι ας είσαι συνθιασάρχης, με προειδοποίησε από την πρώτη φορά ο Λειβαδίτης.
»Μη νομίζεις πως επειδή έγινες πρωταγωνίστρια, θα μπορείς να έρχεσαι ό,τι ώρα θέλεις. Θα φύγεις απ’ τον θίασο...
»Περίεργος άνθρωπος. Δεν έδινε πολλά θάρρητα.
»Πολύ αυστηρός. Στην παρέα όμως ήταν γλυκύτατος.
»Διάβαζε και πολύ.
»Την εποχή εκείνη οι περισσότεροι άνθρωποι του θεάτρου ήταν ταλαιπωρημένοι, όχι καλλιεργημένοι.
»Ο Λειβαδίτης ήταν από τους λίγους...»
Η άποψη του Γιώργου Λαζαρίδη:
«Είχαμε συνεργαστεί πολλές φορές μαζί. Μία από αυτές στο σινεμά, στην περίφημη ταινία “Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλίκαρα” του Ιάκωβου Καμπανέλη. Η παραγωγή ήταν της εταιρείας μας Αφοί Ρουσόπουλοι Γ. Λαζαρίδης, Δ. Σαρρής, Κ. Ψαρράς. Είχαμε ρίξει πολλά λεφτά. Γι’ αυτό καλέσαμε να πρωταγωνιστήσουν αυτούς που θεωρούσαμε κορυφαίους κωμικούς.
»Αυτός ήταν ο ένας, κι έκανε τον ντροπαλό.
»Οι άλλοι ήταν ο Ορέστης Μακρής (στρατιωτικός), ο Χρήστος Ευθυμίου (γιατρός), ο Βασίλης Αυλωνίτης (νοικοκύρης), ο Μίμης Φωτόπουλος (τεμπελχανάς), ο Νίκος Σταυρίδης (ωραίος) και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (τζαναμπέτης).
»Γενικά ήταν δύσκολος στη συνεργασία, ιδιόρρυθμος. Δίκαιος, όμως, και με πλούσιο συνδικαλιστικό έργο. Στον Αλέκο Λειβαδίτη οφείλει το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών το Ταμείο Αλληλοβοήθειάς του, τότε που από το ΙΚΑ δε σου έδιναν ούτε ασπιρίνη...»
Μια ανάλογη πλευρά του χαρακτήρα του αναδεικνύει και ο θεατρικός συγγραφέας Λάκης Μιχαηλίδης:
«Δε συνεργάστηκα πολλές φορές μαζί του.
»Από την πρώτη φορά κατάλαβα, όμως, ότι είχα να κάνω μ' έναν ταλαντούχο άνθρωπο που υποστήριζε τους νέους ανθρώπους.
»Θυμάμαι του παρέδωσα ένα ντουέτο το οποίο είχα αναλάβει να γράψω.
»Το διαβάζει και μου λέει:
»Νεαρέ μου, το νούμερό σου είναι λίγο αδύνατο, αλλά μην ανησυχείς. Εγώ με τη Ρένα θα το ντύσουμε, και θα γίνει πολύ καλό.
»Έτσι κι έγινε...»
Ο Αλέκος Σακελλάριος είχε καταγράψει το παρακάτω χαρακτηριστικό περιστατικό με πρωταγωνιστή τον Αλέκο Λειβαδίτη:
«...Ξενύχτης κι αυτός από τους πιο φανατικούς, ήταν τακτικό μέλος στη μεγάλη συντροφιά, που το χειμώνα ξενυχτούσε στα περί την Ομόνοια διανυκτερεύοντα καφενεία -όλα λίγο ως πολύ διανυκτερεύανε- και τα καλοκαίρια στον κήπο του Μουσείου, που ήταν πάντα γεμάτος ως τα ξημερώματα.
»Ένα βράδυ, λοιπόν, ο Λειβαδίτης με έναν άλλο φίλο της μεταμεσονύκτιας παρέας, τον Κώστα Καρανάσο, αποφασίσανε να αναστατώσουνε το σύμπαν με έναν σκηνοθετημένο καβγά.
»Σύμφωνα με το σχέδιο, θα καθόντουσαν σε κοντινά τραπεζάκια, θα αρχίζανε την παρεξήγηση με τα λόγια κι ύστερα θα ερχόντουσαν -δήθεν- στα χέρια. Έτσι κι έγινε.
»Γιατί με κοιτάτε, κύριε;
»Εσείς με κοιτάτε... Γιατί βέβαια, για να λέτε πως σας κοιτάω πάει να πει ότι με κοιτάτε που σας κοιτώ...
»Βρε, δεν τα αφήνεις αυτά τα έξυπνα...
»“Βρε” να πεις τους ανθρώπους της παρέας σου...
»Τέλος πάντων κουβέντα στην κουβέντα, ήρθανε στα χέρια βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου.
»Οι πελάτες του Μουσείου αναστατωθήκανε, κι εμείς κρυφογελούσαμε με την επιτυχία τηςφάρσας. Σε μια στιγμή, όμως, είδαμε να πέφτουνε γροθιές ψωμωμένες.
»Τι είχε γίνει; Ποιος ξέρει... Το βέβαιο είναι ότι ο ψεύτικος καβγάς, εξελίχθηκε σε αληθινό. Μύτες ανοίξανε, μάτια μελανιάσανε, πουκάμισα ξεσκίστηκαν...
»Είδαμε και πάθαμε να τους χωρίσουμε.
»Ακόμα κι όταν τους χωρίσαμε και καθίσαμε όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι, αυτοί εξακολουθούσαν να αγριοκοιτάζονται.
—Μα τι έγινε, βρε παιδιά;
»Στην αρχή κανείς δε μιλούσε. Ύστερα όμως από λίγο, όταν συνήλθανε, ο Λειβαδίτης χαμογελώντας έδωσε την εξήγηση:
—Φυσική εξέλιξη λόγω ευσυνειδησίας!»
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στη Ρένα Ντορ... Η Ρένα μεγάλωσε χωρίς μητέρα. Είχε δυο μεγαλύτερες αδελφές, την Ευγενία και την Τασούλα. Η Ευγενία ήταν από χρόνια παντρεμένη και ως μεγαλύτερη είχε αναλάβει την ανατροφή της. Ήθελε να την κάνει οδοντίατρο. Όμως εκείνη από μικρή ήθελε να γίνει ηθοποιός. Είχε δει μια ομιλούσα ταινία, «Ο δρόμος του Παραδείσου» με την Λίλιαν Χάρβεΐ και ήθελε από τότε να γίνει Λίλιαν Χάρβεϊ. Ήδη πήγαινε κρυφά και παρακολουθούσε με άλλα κοριτσόπουλα της γειτονιάς τις απογευματινές του Μοντιάλ. Ιδού πώς περιγράφει τη συνέχεια της ιστορίας ο Σώτος Πετράς στο βιβλίο του «Το άγνωστο θέατρο»:
« Ένα μεσημέρι, λοιπόν, που κάθισαν στο τραπέζι να φάνε με την αδελφή της, και που η κουβέντα το ’φερε για την επιστήμη που θα ακολουθούσε η μικρή... η Ρένα προέβη στην πρώτη θαρραλέα αποκάλυψη:
»Εγώ δόντια και μασέλες δε γουστάρω. Εγώ θα γίνω θεατρίνα...
»Όπως ήτανε όρθια η αδελφή της και σερβίριζε με την κουτάλα τη ζεστή σούπα, την αγριοκοίταξε στην αρχή, γιατί εξεπλάγη με το θάρρος της.
»Τι κοιτάς; της είπε. Στο λέω. Οδοντογιατρίνα δε γίνομαι εγώ. Θέλω θέατρο, και μην τολμήσει κανένας να μ ’ εμποδίσει, γιατί τον καιρό του θα χάσει...
»Και με αστραπιαία ταχύτητα αμέσως... δέχτηκε την κουτάλα γεμάτη σούπα στο κεφάλι!
»(...) Αυτό ήτανε. Έφυγε από το σπίτι της αδελφής της και μετακόμισε στο σπίτι της άλλης αδελφής της, στους Αμπελοκήπους...
»(...) Σε δυο τρεις μήνες έφευγε και πήγαινε τουρνέ στην Αίγυπτο και στο εξωτερικό μαζί με τον θίασο της Ζωζώς Νταλμάς.
»Καλά καλά ακόμα δεν είχε βγει στο θεατρικό στίβο, και άρχιζαν οι περιπέτειες.
»Ήταν πολύ μικρή στην ηλικία και δεν μπορούσε να ταξιδέψει με θίασο, μόνη.
»Άδεια για να φύγει από εδώ, αλλά και να αποβιβαστεί στην Αλεξάνδρεια δεν μπορούσε να πάρει.
»Ο Βίλυ Μπαρκουϊλέρο, ο δάσκαλός της, που την είχε γυμνάσει καλά μέσα σε δύο μήνες και που την είχε κάνει απαραίτητη για το μπαλέτο των οχτώ γυναικών, ήταν αδύνατο να την αφήσει στην Αθήνα και να φύγει.
»Πού θα έβρισκε άλλη να της μοντάρει τόσους χορούς, που είχε ετοιμάσει για την τουρνέ;
—Θα παντρευτείς! Της είπε. Και θα φύγουμε!
—Θα παντρευτώ; Με ποιον;
—Με όποιον βρούμε, συμπλήρωνε απαθέστατα και γελώντας ο αξέχαστος Μπαρκούίλέρο...
»Αν δεν ήμουνα παντρεμένος ή αν η Αλίκη, η γυναίκα μου, δε ζήλευε, θα σ’ έπαιρνα εγώ! Θα πάρεις ένα όποιον κι όποιον...
»Μα πώς θα παντρευτώ έναν χωρίς να τον αγαπώ; Τι να τον κάνω;
»Και ο Βίλυ της εξηγούσε πως έπρεπε για νομικούς λόγους να παντρευτεί εικονικά... να κάνει όχι μόνο έναν λευκό γάμο, αλλά κατάλευκο!
»Και ο κατάλευκος γάμος γινότανε με τον γαμπρό που βρίσκανε πιο βολικό.
»Η Ρένα Γιαννάτου παντρευόταν (στα χαρτιά μόνο) με τον άνθρωπο που, φυσικά, καμιά απαίτηση συζυγική δεν είχε, αφού έκανε ό,τι έκανε για να διευκολύνει την αναχώρηση της δήθεν συζύγου του! Ήταν ο Μπουκάκης, ο φροντιστής, ένας καλόβολος άνθρωπος. Άλλωστε ήταν και πατέρας της στα χρόνια!
» Έτσι η Ρένα ενεγράφετο στην κατάσταση του ταξιδιού ως Ειρήνη Μπουκάκη, φορούσε και μια βέρα, που της προμήθευσε η Ζωζώ... και ο γάμος ήταν έτοιμος».
Στην Αίγυπτο, στα στούντιο του Κάιρου, η Ρένα Ντορ γύρισε δύο ταινίες με συμπρωταγωνιστές τον Παρασκευά Οικονόμου, το «Αρραβών μετ’ εμποδίων» του Αλεβίζε Ορφανέλλι και το «Καπετάν Σκορπιός» του Τόγκο Μιζράκι. Στη δεύτερη πρωταγωνιστούσαν επίσης οι αδελφές Καλουτά. Εκείνη την πρώτη φορά είχε δεσμό με τον μαέστρο Κυπαρίσση που είχε γνωρίσει στοΜοντιάλ. Μετά και για καμιά δεκαετία τα είχε με τον Γιώργο Οικονομίδη. Ώσπου βρέθηκε στη ζωή της ο ψηλός, ο Αλέκος Λειβαδίτης... Το πρώτο νούμερο στο οποίο έπαιξαν μαζί ήταν «Τα Ναυτάκια», ύστερα το «30 χρόνια πίσω», όπου η Ρένα Ντορ έκανε μια βαμπ του βωβού κινηματογράφου.
« Όταν έβλεπες το ντουέτο τους ήταν ολόκληρη σπουδή», λέει ο Γιώργος Λαζαρίδης.
«Στον χορό, στο τραγούδι, στον τρόπο που θα πλασάρουν το αστείο... Κατάφερναν να περάσουν εκείνο το αστείο ακόμη και στον ηλίθιο θεατή.
»Αυτό είναι μεγάλη νίκη, γιατί οι θεατές δεν είναι πάντοτε έξυπνοι. Μερικοί δεν είναι καθόλου έξυπνοι.
»Αυτούς κατάφερναν και τους κέρδιζαν πάντα...»
«Δούλεψα μαζί τους στο θέατρο», θυμάται ο σκηνογράφος Τάσος Ζωγράφος.
«Μάλιστα, σε μια επιθεώρηση επί χούντας έκαναν ένα ντουέτο, όπου υποδύονταν τα παιδιά.
»Ο Λειβαδίτης έπαιζε με ένα τρενάκι, και του έλεγε η Ντορ:
» Έλα, βρε, όλο με αυτό το τρενάκι.
»Δεν είναι τρενάκι, της έλεγε... Τανκς είναι.
»Τανκς;... Με τανκς παίζεις;... Δεν ντρέπεσαι;
»Τι λες, μωρέ... Μ’ αυτό μπορείς να γίνεις μέχρι και πρωθυπουργός.
»Το τελευταίο ήταν δική του προσθήκη. Κι όλοι οι συντελεστές της παράστασης πιστεύαμε ότι θα μας πάνε στη Γυάρο. Κι ότι θα γίνουμε... ήρωες.
»Στην ουσία, όμως, υπήρχε η ανοχή της χούντας για να εκτονώνεται ο κόσμος...»
«Ο Αλέκος ήταν πολύ ετοιμόλογος στη σκηνή επάνω», λέει η Αννα Καλουτά...
«Κάποτε -το 1963 νομίζω- παίζαμε την επιθεώρηση “Ντόλτσε βίτα” των Γιώργου Γιαννακόπουλου-Κώστα Νικολάΐδη.
»Στο φινάλε όλος ο θίασος κάναμε τους μπέμπηδες και τις μπεμπούλες.
»Ο Χρήστος Νέγκας ήταν ο κονφερασιέ.
»Εγώ, πήγαινα και τον ενοχλούσα...
—Χίο Χίτο... Κούτσου-κούτσου νινί... Πούλιου, πούλιου, πουλιού, του έλεγα. Εννοούσα δηλαδή θείε Χρήστο, να σου βγάλουμε το μάτι, να γελάσουμε...
Και ρωτούσε ο Νέγκας τον Λειβαδίτη:
—Τι είπε;
Α, τίποτα... Κάτι για τη μικρασιατική καταστροφή.
»Έλεγε δικά του ο Λειβαδίτης, πετυχημένα και μη...
»Όλοι οι ηθοποιοί το είχαμε αυτό το ελάττωμα, να βάζουμε δικά μας. Τα δοκιμάζαμε, όμως, την πρώτη μέρα της παράστασης κι όταν δεν ήταν καλά τα βγάζαμε...»
Ο Λειβαδίτης, όπως ήδη έχετε καταλάβει ήταν και στη ζωή του χιουμορίστας και μέγας φαρσέρ.
Αλλη μια εύθυμη ιστορία διά χειρός Σακελλάριου:
« Ένα καλοκαίρι ήρθε από την Αμερική στην Αθήνα ο αδελφός του κορυφαίου γελοιογράφου του Φωκίωνα Δημητριάδη που είχε εκεί στη Νέα Υόρκη, μια μικρή εταιρεία δίσκων. Ο αδελφός Δημητριάδης είχε έρθει, για να πάρει μερικά ελληνικά τραγούδια, να ανατυπώσει τους δίσκους στην Αμερική και να τα πουλήσει στους ομογενείς. Ο Δημητριάδης, όπως μάθαμε, έδινε μεγάλα ποσά για την εποχή εκείνη, προκειμένου να εξασφαλίσει τα δικαιώματα από τους συνθέτες. Τα τραγούδια, όμως, που διάλεγε ο Δημητριάδης ήτανε όλα λαϊκά και ρεμπέτικα. Αυτό όπως είναι φυσικό, είχε αγανακτήσει τον Χαιρόπουλο.
—Μα δεν ντρέπεται; Τούρκικους αμανέδες θα εμφανίσουμε στους ομογενείς της Αμερικής για ελληνικά τραγούδια; Χάθηκε το καλόγουστο ελαφρό μας τραγούδι;
»Αυτή την ιστορία με τα τραγούδια του Δημητριάδη και την αγανάκτηση του Χαιρόπουλου σχολιάζαμε εύθυμα στο γραφείο του Φίνου -που ήτανε τότε στην οδό Στουρνάρα 27- ο Λειβαδίτης, ο Φίνος κι εγώ. Δε θυμάμαι ποιανού ήτανε η έμπνευση, πάντως ο Λειβαδίτης έπιασε το τηλέφωνο και ζήτησε τον Χαιρόπουλο.
—Ο κύριος Χαφόπουλος, πλιζ;
»Ο Λειβαδίτης είχε φροντίσει να έχει μια άψογη προφορά Ελληνοαμερικάνου. Από την άλλη άκρη του σύρματος ο Χαιρόπουλος ρώτησε:
—Ποιος είναι, παρακαλώ;
—Ντεν με ξέρετε, κύριος Χαφόπουλος... Λέγομαι Ντιμιτριάντης και θέλω μερικά από τα τόσα ωραία τραγούδια σας, για να τα λανσάρω στην Αμερική. Οκέι;
»Είπανε κι άλλα διάφορα και καταλήξανε ο μίστερ Ντιμιτριάντηςνα πάει την άλλη μέρα στο σπίτι του Χαιρόπουλου και να τα πούνε από κοντά.
—Σας πάει στις εφτά το απόγευμα;
Οκέι.
—Θα έρθετε στην οδό Κύμης 7.
—Και που είναι αυτό, γιατί εγκώ ντεν ξέρεις την Ατήνα.
—Στο τέρμα Αχαρνών... Ένας δρόμος πριν από την οδό Αγίου Μελετίου.
»Γιατί τότε το τέρμα της οδού Αχαρνών, ως εκεί δηλαδή που έφτανε το τραμ το 6, ήταν η οδός Αγίου Μελετίου.
»Όταν, σκασμένοι από τα γέλια, κλείσαμε το τηλέφωνο, αποφασίσαμε να τη συνεχίσουμε τη φάρσα την άλλη μέρα στις εφτά.
»Το μεσημέρι πέρασα από τον Χαιρόπουλο, έμαθα τα σχετικά με τον Δημητριάδη κι ακόμα έμαθα ότι εκεί, στο ζαχαροπλαστείο του τέρματος, στου Καλόθετου, είχε παραγγείλει ο Λαλάκης γλυκά και παγωτά, για να περιποιηθεί τον ξένο του.
»Στις εφτά την άλλη μέρα είμαστε και πάλι στο γραφείο του Φίνου, που τον διασκέδαζε να μετέχει, έστω κι έτσι, από μακριά, σε αυτή τη φάρσα.
Έλα, πάρ ’ τόνε...
»Αλλά ο Λειβαδίτης κοιτούσε το ρολόι του.
Άσε να περάσουνε πέντε δέκα λεπτά ακόμα...
»Όταν πήγε, τέλος πάντων, η ώρα εφτά και δέκα, πήρε το τηλέφωνο.
Αλό, μίστερ Χαιρόπουλος, εντώ Ντιμιτριάντης.
—Σας περιμένω, κύριε Δημητριάδη...
—Το ξέρω, αλλά, πώς το λέτε, μπερδεύτηκα. Δεν τη βρίσκω την οδό Κύμης...
—Πού είστε τώρα;
»Ο Λειβαδίτης έκανε πως ρώτησε κάποιον περαστικό, υποτίθεται...
—Είμαι στον “Φάρο"...
Α, πήγατε πολύ κάτω.
—Και τι να κάνω δηλαδή;
—Να γυρίσετε πίσω. Κι άμα περάσετε την οδό Αγίου Μελετίου, το πρώτο στενό δεξιά είναι η Κύμης.
Οκέι...
»Κλείνει το τηλέφωνο ο Λειβαδίτης κι αφήνει τον Χαιρόπουλο να σιγοψήνεται άλλα δέκα λεπτά. Σεδέκα λεπτά τον ξαναπαίρνει:
—Μίστερ Χαιρόπουλος...
—Μα πού είσαστε, κύριε Δημητριάδη;
-Ψάχνω να βρω την οδό Κύμης...
—Μας σας είπα... να γυρίσετε πίσω...
Γύρισα. Στον Άγιο Παντελεήμονα...
Α, πήγατε πολύ κάτω... Γυρίστε πίσω και πριν από την οδό Αγίου Μελετίου στρίψτε αριστερά... Είναι η οδός Κύμης.
»Έγιναν κι άλλα τηλεφωνήματα παρόμοια, και είχαμε λυθεί στα γέλια. Πρώτη φορά είδα τον αγέλαστο συνήθως Φίνο να γελάει τόσο πολύ. Κι ο Χαιρόπουλος απ’ την άλλη μεριά, καθώς έβλεπε τα παγωτά του Καλόθετου να λιώνουνε -δεν υπήρχε κατάψυξη τότε- είχε αρχίσει να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
»Εν τω μεταξύ, βέβαια, κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά κι όταν τον ξαναπήρε ο Λειβαδίτης στο τηλέφωνο, τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις και κάθισε κι έφαγε μόνος του τα παγωτά και τα γλυκά».
Ο Αλέκος Λειβαδίτης και η Ρένα Ντορ συνεργάστηκαν ως συνθιασάρχες με όλα σχεδόν τα μεγάλα ονόματα του μουσικού θεάτρου και της επιθεώρησης. Έγραψαν γι’ αυτούς νούμερα όλοι οι συγγραφείς του είδους της εποχής. Ο Λειβαδίτης υπήρξε επίσης από τους σκαπανείς του παλιού σινεμά, οκτώ χρόνια προτού βγει στο θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε το 1940 στην ταινία «Το τραγούδι του χωρισμού» με σκηνοθέτη τον Φιλοποίμενα Φίνο, τον μετέπειτα ιδρυτή της περίφημης Φίνος Φιλμ. Συμπρωταγωνιστής του στην ταινία ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, στην πρώτη για κείνον κινηματογραφική παρουσία. Το 1946 ήταν πρωταγωνιστής στην πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Σακελλάριος, το «Παπούτσι από τον τόπο σου», μία ταινία, της οποίας η κόπια έχει μάλλον χαθεί... Δυο χρόνια αργότερα σκηνοθετεί ο ίδιος το «Εκατό χιλιάδες λίρες» σε σενάριο του Νίκου Τσιφόρου, με τον Ντίνο Ηλιόπουλο στην πρώτη του εμφάνιση. Το φιλμ αυτό έχει παιχτεί και με τον τίτλο «Γαμπροί με δόσεις». Μια από τις αξιόλογες κινηματογραφικές εμφανίσεις του είναι επίσης στην ταινία του Στέφανου Φωτιάδη «Το τεμπελόσκυλο» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τη Μαίρη Χρονοπούλου, τον Νίκο Βασταρδή και την Ταύγέτη να τον παρενοχλεί... σεξουαλικώς.
«Ο Λειβαδίτης ήταν για όλα ικανός», διαβεβαιώνει ο Γιώργος Λαζαρίδης. «Μπορούσε να παίξει, να τραγουδήσει, να κάνει τα ντεκόρ, να βοηθήσει στο σενάριο, να πάει στο μοντάζ.
»Ήταν άνθρωπος γεννημένος για το σινεμά...»
«Οι περισσότεροι ίσως δεν ξέρουν ότι ο Λειβαδίτης την καριέρα του δεν την άρχισε με το “Τραγούδι του χωρισμού”, όπως γράφτηκε, αλλά σαν τραγουδιστής», ανέφερε ο Σακελλάριος.
«Τον θυμάμαι με την κιθάρα του σ’ ένα μεγάλο κοσμικό κέντρο, που υπήρχε τότε, προπολεμικά, στην οδό Φωκίωνος Νέγρη, εκεί που είναι σήμερα το Σελέκτ.
»Κι ίσως ακόμα δεν είναι γνωστό στους πολλούς, ότι η προσφορά του Λειβαδίτη στον ελληνικό κινηματογράφο δεν ήταν μόνο η χαριτωμένη παρουσία του σε πρωταγωνιστικούς ρόλους.
»Ο Λειβαδίτης ήταν, εκτός των άλλων, και ο πρώτος Έλληνας μακιγιέρ του κινηματογράφου.
»Το ταλέντο του, η παρατηρητικότητά του, οι τεχνικές του γνώσεις και η αισθητική του, τον είχανε κάνει μοναδικό.
»Για ένα μεγάλο διάστημα -πριν εμφανιστεί ο αξέχαστος Σταύρος Κελεσίδης, που είχε μαθητεύσει στον ρωσικό κινηματογράφο- ο Αλέκος Λειβαδίτης ήταν ο επίσημος και μοναδικός μακιγιέρ της Φίνος Φίλμ.
»Αλλά ένα καβγαδάκι δι ’ ασήμαντον αφορμήν, ψύχρανε τον καλλιτέχνη και τον παραγωγό.
»Κι αυτή η ψυχρότητα -πεισματάρηδες κι οι δύο- κράτησε πολλά χρόνια...»
Η επιδεξιότητα και η εμμονή του στο μακιγιάζ ήταν εντυπωσιακές...
«Καθόταν στον καθρέφτη και κοίταζε μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Πού θα βάλει την ελιά, πού θα κάνει την πιτσιλάδα...» θυμάται η Σπεράντζα Βρανά.
«Οι μεταμφιέσεις του ήταν ιστορικές...» λέει ο Βύρων Μακρίδης.
« Έβγαινε πειστικότατος. Πότε σαν μάγκας, πότε σαν κόμης, πότε σαν καροτσέρης, πότε σαν μπόμπος και πότε σαν Γεώργιος Παπανδρέου.
»Ήταν μαέστρος στο αντικείμενο. Αλλαζε φάτσα σε χρόνο μηδέν.
«Μπορεί στην ίδια παράσταση να τον έβλεπες με τέσσερα πέντε διαφορετικά πρόσωπα...»
Η Ρένα Ντορ εγκατέλειψε πρώτη το σανίδι, την περίοδο 1978, με την επιθεώρηση του Ναπολέοντα Ελευθερίου «Τι Κωστάκης, τι Αντρίκος. Τα πληρώνει ο λαουτζίκος».
Ο Αλέκος Λειβαδίτης εγκατέλειψε πρώτος τη ζωή. Πραγματοποίησε την τελευταία του εμφάνιση με το «Μιούζικ χολ αλά Ελληνικά» των Σταμάτη Φιλιππούλη-Γιάννη Ξανθούλη στο Βέμπο. Πέθανε προτού τελειώσουν οι παραστάσεις, το 1980.
«Κατάλαβα πότε έπρεπε να φύγω από το θέατρο.
«Ήθελα να μείνει ο κόσμος με τη γλυκιά ανάμνηση που άφησα» είχε πει η Ρένα Ντορ.
«Η Ρένα Ντορ δε γέρασε ποτέ...» έχει γράψει η Σπεράντζα Βρανά. « Ήταν πάντα τόσο ζωντανή, τόσο γεμάτη αισιοδοξία, τόσο χαριτωμένη με το πλούσιο και αυθόρμητο γέλιο της, με τους παιδικούς της φόβους.
»Οχ, μαμά, έλεγε ακόμα και μεγάλη, όταν έβλεπε μια κατσαρίδα, ας πούμε.
«Χαιρόταν τη ζωή, τη θάλασσα, τη γυμναστική... Τα πάντα, τα πάντα...»
Δεν πρόλαβε -για λίγο- να δει το ξημέρωμα του νέου αιώνα.

Ο κόσμος σκοτείνιασε γι’ αυτήν, το 1999.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...