Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

H Ιστορία ενός Ρωμιού Κωνσταντινουπολίτη που σε ταξιδεύει πίσω στο χρόνο.

Γράφει ο αγαπητός μας αναγνώστης κ.Ευθυμιάδης Θεόδωρος.
/

1945, Αρχίζω να εμπορεύομαι.

Αμέσως μετά την αποστράτευση μου, πήγα πάλι υπάλληλος στο γνωστό μου κατάστημα νεοτερισμών, Πλημηρίδης & Μολοκότος στην εμπορική οδό του Πέραν, ο δεύτερος των συνεταίρων είχε αποχωρίσει, και τώρα την επιχείρηση την διαχειριζόταν ο υιός του Πλημηρήδη ο Ιάκωβος (Τζάκος). Εργάζομαι περίπου τρεις μήνες, και ένα αναπάντεχο γεγονός με αναγκάζει να παραιτηθώ. Μ’ αυτό το επεισόδιο, αλλάζει η μετέπειτα πορεία της ζωής μου.
Ας έλθουμε στο γεγονός, όπου αυτή η περίεργη ιστορία, γίνεται αιτία να αρχίσω το εμπόριο. Μία μέρα καθάριζα ένα φωτιστικό του καταστήματος και με απροσεξία μου, ακουμπώντας το στον νεροχύτη το έσπασα. Ο εργοδότης μου, Ιάκωβος (Τζάκος) Πλυμμιρίδης έκρινε σωστό ότι έπρεπε να παρακρατήσει από τον μισθό μου την αξία του φωτιστικού, όπου και το έκανε, αυτή ήταν η αιτία που πλήρωσα το φωτιστικό και έδωσα την παραίτησή μου.
Η αλήθεια είναι ότι βρέθηκα σε ένα καινό και μη θέλοντας πλέον να εργαστώ ως υπάλληλος, έπρεπε να αποφασίσω την δουλειά που μπορούσα να κάνω, δίχως να διαθέτω κεφάλαια. Εργάστηκα για λίγους μήνες ως πλασιέ ενός εργοστασίου που παρήγαγε ριζάλευρα {Çapa marka} αλλά όταν είδα ότι δεν έβγαζα αρκετά χρήματα, τα παράτησα. Ο πατέρας μου είχε ένα τριγωνικό μικρό κατάστημα ψιλικατζίδικο, περίπου 15Μ2, το οποίο βρισκόταν σε μια καλή περιοχή της Κωνσταντινούπολης, στην διεύθυνση Osmanbey, Halaskâr Gazi Caddesi, 209
Συνεννοούμαι λοιπόν με τον πατέρα μου, αναλαμβάνοντας την διαχείριση. Μόλις πέρασαν περίπου δύο μήνες στο ψιλικατζίδικο, άρχισα να ψάχνομαι τι εμπορεύματα μπορώ να προσθέσω αλλάζοντας την εικόνα και το είδος του καταστήματος.
Πριν φύγω φαντάρος, είχα τελειώσει στο Berlitz School, την τάξη Aberdeen η οποία ήταν εφάμιλλη της First Certificate. Όταν αποστρατεύτηκα 3/1944, θέλοντας να βελτιώσω τα αγγλικά μου, γράφηκα πάλι στο ίδιο φροντιστήριο, το οποίο ήταν στο Πέρα, κοντά στο κατάστημα Πλημμηρίδης που εργαζόμουν, δίπλα στον κινηματόγραφο Alambra. Μετά την λήξη του Β Π. πολέμου, η αγγλική γλώσσα ήταν στην επικαιρότητα, όπως δε είχα αρχίσει να διαβάζω αγγλικά, πήγαινα στο Tünel, στα βιβλιοπωλεία Librairie Hachette, Μαζαράκης, Cohen Soeurs, Libreria Italiana, καθώς και στο βιβλιοπωλείο Σαμούχος, στο Olivo Passage, αγοράζοντας διάφορα πάμφθηνα (αμερικανικής προπαγάνδας) περιοδικά, όπως το Victory.
Με αυτόν τον τρόπο, είχα μια τακτική επαφή με τα βιβλιοπωλεία και ομολογώ πως όταν έμπαινα σ’ αυτά, ξεχνούσα να βγω. Αυτό ήταν το έναυσμα, και ύστερα από πολύ σκέψη και επαφή μου με τα διάφορα βιβλιοπωλεία, αποφάσισα να μετατρέψω το ψιλικατζίδικο του πατέρα μου, σε κατάστημα ξένου τύπου.
Η απόφαση μου ήταν εύστοχη, στην περιοχή δεν υπήρχε άλλο κατάστημα ξένου τύπου, έτσι πολύ γρήγορα το κατάστημα γίνεται γνωστό, αποκτώντας πελατεία από την ευρύτερη περιοχή, είχα πελάτες από το Şişli, και κυρίως από το Nısantaş, όπου ήταν και ως σήμερα είναι μια περιοχή με πολύ πλούσιο και μορφωμένο πληθυσμό, οι κυριότεροι πελάτες μου ήταν, πρώτοι οι Ισραηλίτες της περιοχής, μετά οι μορφωμένοι Τούρκοι, και τελευτάει οι Ρωμιοί της Πόλης, οι οποίοι αγόραζαν μόνο «Θησαυρό και Ρομάντζο» τα οποία προμηθευόμουν από το Ελληνικό πρακτορείο περιοδικών και εφημερίδων «Γιαννακόπουλος».
.

1946 – Ανακαινίζω το κατάστημα

Μετά από έξι μήνες, αποφασίζω να διαθέσω τις λιγοστές μου οικονομίες, για την ανακαίνιση του παλαιού μικρού καταστήματος, συνεννοούμαι με κάποιον εργολάβο ονόματι Alfonsο, ο οποίος ξηλώνει το εσωτερικό του καταστήματος, αφήνοντας μόνο τοίχους. Εδώ έφτιαξε ένα πολύ ωραίο μικρό κατάστημα, που στην εποχή του, ήταν πρωτοποριακό.
.

1946 – 1947 Αρχίζω το σύστημα αποστολή περιοδικών στους πελάτες.

Ο καιρός περνούσε και άρχισα να αποκτώ μόνιμη πελατεία για ημερήσιες εφημερίδες, καθώς και για εβδομαδιαία και μηνιαία περιοδικά. Αποφασίζω λοιπόν να αποστέλλω στην διεύθυνση του κάθε πελάτη, τα περιοδικά, τις εφημερίδες και στο τέλος κάθε μήνα, έστελνα τον αναλυτικό λογαριασμό του μηνός προς είσπραξη. Αυτό έγινε γνωστό στην ευρύτερη περιοχή, όπου οι συνδρομητές αυξήθηκαν ραγδαία και ο νεαρός που είχα για την διανομή των περιοδικών, δεν προλάβαινε. Αναγκάστηκα λοιπόν να αγοράσω ένα μηχανάκι (scooter), πρωτοποριακή κίνηση για την εποχή, όπου έλυσα το πρόβλημα, οι δε, πελάτες είχαν στην ώρα τους τα περιοδικά.
Πρέπει να ομολογήσω, πως για πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα χρήματα στην τσέπη μου, στο σπίτι μου δεν υπήρχε γρίνια από την μητέρα μου για τα καθημερινά έξοδα, δειλά – δειλά, άρχισα να ξοδεύω για τον εαυτό μου, μια μέρα θυμάμαι, βγήκα για shopping, έως τότε άγνωστο για μένα και ας ήμουν περίπου 24 χρονών, αγόρασα δύο πουκάμισα, ένα πουλόβερ, παπούτσια και ένα παντελόνι, για να είμαι καλοντυμένος στο νέο μου κατάστημα.
Στο νέο μου ωραίο μικρό κατάστημα, η δουλειά μεγάλωσε και όταν είδα πως πουλώ αρκετά περιοδικά, αναζήτησα τρόπο να τα εισάγω κατ’ ευθείαν από τους εκδοτικούς οίκους. Άρχισα να αλληλογραφώ και οι απαντήσεις που έπαιρνα ήταν αρνητικές, δεδομένου ότι όλα τα ξένα περιοδικά είχαν τους αντιπροσώπους των, στην αρχή δυσκολεύτηκα, αλλά ηύρα τον τρόπο να τα εισάγω με την μέθοδο ετήσιας συνδρομής, μόνο σε αυτή την περίπτωση, αναγκαζόμουν να καταβάλλω μετρητοίς, την ετήσια συνδρομή κάθε περιοδικού, οι εκδοτικοί οίκοι το απεδέχθησαν και βαθμίδων εισήγαγα το 80% των περιοδικών που πουλούσα, από τα οποία είχα διπλό κέρδος. Το 1946 η Τουρκική λίρα υποτιμάται, και το $ από 1.28 ΛΤ., υποτιμάται σε 2.80 ΛΤ., εδώ είχα αρκετή ζημία, γιατί είχα αρκετά απλήρωτα τιμολόγια εξωτερικού, τα οποία πλήρωσα σε ακριβή τιμή.
.

 1948 – 1949 Αποκτώ αυτοκίνητο και μηχανή εκτύπωσης διευθύνσεων

Τα περιοδικά, ερχόταν και διανεμόταν στην ώρα τους, σε αυτή την φάση, αναγκάστηκα να προσλάβω και δεύτερο υπάλληλο, ο οποίος πεζός διένειμε τα περιοδικά στους πελάτες που βρισκόταν κοντά στο κατάστημα, ο δε πρώτος με το μηχανάκι, μοίραζε τα υπόλοιπα που βρισκόταν σε κάποια απόσταση. Ένας πελάτης παραπονέθηκε, πως τα περιοδικά φθάνουν στο χέρι του κάπως ταλαιπωρημένα, αυτό με ανάγκασε να παραγγείλω σε μια φακελοποιεία ειδικά φάκελα, στα οποία αφού κολλούσα την ετικέτα με την διεύθυνση, τοποθετούσα τα περιοδικά των πελατών και με αυτόν τον τρόπο έφθανε στον πελάτη άψογο.
Με την αύξηση των συνδρομών, δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα προετοιμασίας των φακέλων των συνδρομών, πριν παραλάβω τα εβδομαδιαία περιοδικά, έπρεπε να ετοιμάσω τα φάκελα με τις διευθύνσεις, ούτως ώστε να τοποθετηθούν στους φακέλους και να διανεμηθούν, κάθε εβδομάδα έγραφα περίπου 200 διευθύνσεις, αυτό με υποχρέωνε μία με δύο φορές την εβδομάδα σε υποχρεωτικό ξενύχτη. Αναζητώντας λύση, κατέληξα στην φημισμένη εταιρία Burla Biraderler στην περιοχή Karaköy, όπου είχε ένα τμήμα διοργάνωσης γραφείων και εκεί ηύρα μια ημιαυτόματη μηχανή εγράφης διευθύνσεων με όνομα (addresograph) .
Η μηχανή αυτή λειτουργούσε με μεταλλικές πλακέτες, τις οποίες η εταιρία αναλάμβανε την εγγραφή επ’ αυτής την διεύθυνση εκάστου πελάτη, αυτή αρχειοθετούταν σε ειδικά ερμάρια και ανά πάσα στιγμή τοποθετώντας τις πλακέτες του συγκεκριμένου περιοδικού στη μηχανή, σε δύο λεπτά τυπωνόταν όλοι οι ζητούμενοι φάκελοι, άλλη μια πρωτοποριακή απόφαση, η οποία έθεσε τέρμα στα ξενύχτια μου. Την ίδια χρονιά, αγοράζω το πρώτο μου αυτοκίνητο, (Citroen) ο λεγόμενος βάτραχος.
c
Το 1949 αρχίζω το σύστημα ανάγνωσης και επιστροφής περιοδικών, ως εξής, θεσπίζω πέντε Γαλλικά και πέντε Αγγλικά (Αμερικάνικα) περιοδικά, το κάθε ένα από αυτά το έστελνα κατά την κυκλοφορία του στον πρώτο πελάτη, ο οποίος είχε δικαίωμα να το κρατήσει 6 μέρες, την εβδόμη μέρα το έπαιρνα, δίδοντας το στον δεύτερο πελάτη, ο οποίος γνώριζε ότι θα παραλάβει το περιοδικό, μετά 6 μέρες από την έκδοση του, αφού το κρατούσε και αυτός άλλες 6 μέρες, το έστελνα στον τρίτο και τελευταίο πελάτη, όπου αυτός κρατούσε το περιοδικό. Όσο για την πληρωμή, ο πρώτος κατέβαλλε ένα συγκεκριμένο ποσό, ο δεύτερος μείων 40% και ο τρίτος, άλλα μείον 40% από τον δεύτερο. Με αυτό τον τρόπο εισέπραττα, περισσότερο από δύο φορές την λιανική τιμή του περιοδικού.
Ο χώρος του καταστήματος ήταν πολύ μικρός που δεν μου επέτρεπε να βάλω βιβλία, αποφασίζω λοιπόν να κατασκευάσω μια ειδική θέση, αρχίζοντας την εισαγωγή επιλεγμένων βιβλίων τσέπης (pocket books) όσον αφορά τα γαλλικά βιβλία τσέπης, συνεννοούμαι και παίρνω την πρώτη μου αντιπροσωπία για την Τουρκία, τα Βελγικά βιβλία τσέπης, τα Edition Marabout. Για να ετοιμάζω άνετα τις συνδρομές των περιοδικών, νοικιάζω μία αποθήκη δίπλα στο κατάστημα μου σε μια δίοδο (passage) όπου μεταφέρω όλη την δουλειά των συνδρομών εκεί.
.

1950 – 1951 Αρχή χονδρικής πώλησης.

Η αλληλογραφία με την Ευρώπη και Αμερική συνεχίζεται, το 1950 παίρνω για την Τουρκία, την αντιπροσωπεία του διάσημου γαλλικού περιοδικού μόδας, το L’ Officiel, καθώς και το Ελβετικό L’ Elegance. Οι αντιπροσωπείες που πήρα, με υποχρέωσαν να αναζητήσω μεγάλα βιβλιοπωλεία στις βασικές πόλεις της Τουρκίας, αρχίζοντας την τροφοδότηση των περιοδικών και βιβλίων τσέπης, όπου εδώ για μένα αρχίζει μια νέα μορφή δουλειάς, η χονδρική πώληση. Παράλληλα, αναζητούσα πελάτες για να διαθέσω τα δύο περιοδικά μόδας που πήρα την αντιπροσωπία και επειδή τότε δεν υπήρχε πώληση ετοίμων ενδυμάτων, όπως σήμερα, στην Κωνσταντινούπολη και ιδίως στην μεγάλη οδό του Πέραν, υπήρχαν πάρα πολλοί οίκοι μόδας, οι οποίοι έραβαν τα ρούχα επί παραγγελία.
Μολονότι δούλευα πολύ σκληρά, άρχισα να μην τα προλαβαίνω και αποφασίζω να προσλάβω ένα βοηθό. Για να αποκτήσω λοιπόν διευθύνσεις των οίκων μόδας, στέλνω τον νέο μου βοηθό με τον ένα υπάλληλο, επί τρεις μέρες, να περιφερθούν σε όλο το Πέραν και στους παράδρομους, να επισκεφτούν όλους τους οίκους μόδας που είχαν διαφημιστική πινακίδα στην είσοδο της πολυκατοικίας, δίδοντας ένα ενημερωτικό γράμμα, με το οποίο δήλωνα πως αρχίζω μια νέα εξυπηρέτηση, να τους παρουσιάζω ένα περιοδικό μόδας, να το κρατούν μία μέρα, και την επομένη θα επισκεπτόμασταν να ρωτήσουμε, εάν το θέλουν ή όχι, σε περίπτωση που δεν το ήθελαν, θα μας το επέστρεφαν. Το πείραμα πέτυχε, μου έφεραν πάρα πολλές διευθύνσεις οίκων μόδας, οι οποίοι εξέφρασαν την ικανοποίηση τους, για μια τέτοια εξυπηρέτηση. Αρχίζω με την διανομή των δύο περιοδικών που είχα αντιπροσωπία, όταν κατάλαβα πως υπήρχε περιθώριο παραπέρα ανάπτυξης, τότε άρχισα να εμπλουτίζω την συλλογή μου.
Αυτή η δουλειά εξελίχτηκε σε σοβαρό κλάδο του βιβλιοπωλείου μου, επειδή τα περιοδικά μόδας ήταν βαριά και οι δύο νεαροί πηγαινορχόντουσαν παίρνοντας μαζί τους λίγα περιοδικά, πολλές φορές φόρτωνα στο αυτοκίνητο τα περιοδικά που θα μοιραζόταν και με τους δύο νεαρούς στο αυτοκίνητο, να τα μοιράζουμε πολύ γρήγορα, αυτό διαδόθηκε στους οίκους μόδας, ότι «κάποια επιχείρηση έχει μια τέτοια εξυπηρέτηση με το αυτοκίνητο» και άρχισαν να έρχονται τηλεφωνήματα από πολύ σοβαρούς οίκους μόδας, όπου υποχρεωτικά άρχισα να γίνουμε επιλεκτικός, διαγράφοντας από τον κατάλογο μου όσους με ταλαιπωρούσαν για την πληρωμή. Κατόπιν αιτήσεως των πελατών του καταστήματος, συνεννοούμαι με ένα αμερικανικό οίκο που διέθετε –Patron- (φόρεμα έτοιμο κομμένο σε χαρτί, το οποίο το έβαζαν επάνω στο ύφασμα, το έκοβαν βάση του χαρτιού, και το φόρεμα ήταν έτοιμο για ράψιμο).
.

 1952 – 1953 Αρχίζω την χονδρική πώληση παιδικών βιβλίων

Μια μέρα, παίρνω ταχυδρομικώς, ένα κατάλογο του γερμανικού εργοστασίου Pestalozzi Verlag, αγνοώ που ηύραν την διεύθυνση μου, πάντως αυτός ο κατάλογος θα ήταν η αιτία, στο να δώσω έμφαση στην χονδρική πώληση παιδικών και βιβλίων. Μόλις παρέλαβα τον κατάλογο, διάλεξα μερικά βιβλία που άρεσα, ζητώντας δείγματα, τα δείγματα ήλθαν, και σε μια επίσκεψη που έκανα σε μεγάλα βιβλιοπωλεία της Κωνσταντινούπολης, τα μηνύματα ήταν θετικά, κατόπιν τούτου, αρκετά προσπάθησα να πάρω την αντιπροσωπία του εργοστασίου για την Τουρκία, αλλά αυτό κατέστη αδύνατο.
Τότε διάλεξα δέκα είδη, και ζήτησα την αντιπροσωπία μόνο γι’ αυτά που διάλεξα, αμέσως με έθεσαν όρο να δηλώσω προβλεπόμενο ύψος συναλλαγής για ένα χρόνο, εγώ μολονότι δεν είχα εμπειρία από παιδικά βιβλία, πρότεινα ένα ποσό τζίρου, το παρεδόθησαν και αρχίζουμε δουλειά.
Εδώ αρχίζω την τακτική λήψη παραγγελιών και παρακολούθηση των πελατών μου στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας, τους επισκεπτόμουν κάθε μήνα, εισέπραττα τα προηγούμενα τιμολόγια και έπαιρνα νέες παραγγελίες. Με τα πολλά είδη βιβλίων που εισήγαγα, χρειαζόμουν αποθήκη, με μια ευκαιρία νοίκιασα το διαμέρισμα του υπογείου στην πολυκατοικία που έμενα και αυτό με εξυπηρετούσε, όταν γύριζα στο σπίτι, να ασχολούμαι μερικές ώρες, ετοιμάζοντας τις παραγγελίες. Το αυτοκίνητο Citroen που είχα, άρχισε να μη με εξυπηρετεί για την δουλειά μου και το αντικαταστώ με ένα Opel Station Vagen, με το οποία μετέφερα άνετα εμπορεύματα.
οπ

/

1954 – 1955 Μεγαλώνω το μικρό μου κατάστημα.

Ακριβώς πίσω από το μικρό μου κατάστημα υπήρχε ένα μεγάλο δωμάτιο, περίπου πενήντα m/2 και καθώς ανήκε στον ίδιο ιδιοκτήτη, συμφώνησα μαζί του και ανοίγοντας μία πόρτα στο βάθος του παλαιού μικρού καταστήματος, ηύρα πρόσβαση στον νέο χώρο. Το παλαιό κατάστημα το διαμόρφωσα αριστερά και δεξιά σε δύο μεγάλες προθήκες, με την είσοδο του κυρίως καταστήματος στην μέση, επίπλωσα κατάλληλα το δωμάτιο και τώρα έχω ένα ωραίο βιβλιοπωλείο, με ευρύ χώρο, εδώ διαχώρισα τμήμα για περιοδικά και εφημερίδες (Ξένος Τύπος) και διαμόρφωσα μια γωνία του νέου καταστήματος για περιοδικά μόδας, όπου ερχόταν η πελάτισσα, πολλές φορές με την μοδίστρα της, διαλέγοντας φορέματα.
Δίχως να το επιδιώξω, άρχισα να ζωγραφίζω φορέματα, παίρνοντας ιδέες από τα διάφορα περιοδικά μόδας, εισέπραττα μεν καλή αμοιβή για τον σχεδιασμό του φορέματος, αλλά αυτό με απασχολούσε αρκετή ώρα, αυτή ήταν η αιτία που μετά περίπου ένα χρόνο, σταμάτησα να ζωγραφίζω φορέματα. Οι συνδρομές, οι ενοικιάσεις περιοδικών, προετοιμαζόταν στην διπλανή αποθήκη που είχα νοικιάσει, μάλιστα είχα εγκαταστήσει και ένα εσωτερικό μεγάφωνο και επικοινωνούσα με το κατάστημα, δίδοντας οδηγίες.
Το 1954, στην Τουρκία, ίσχυε το εμπορικό σύστημα TAKAS, η κάθε χώρα που αγόραζε συγκεκριμένα Τουρκικά προϊόντα, δεν πλήρωνε το αντίτιμο στον έμπορο, αλλά το ποσό καταχωρούταν σε ένα λογαριασμό και οι τούρκοι έμποροι, αγόραζαν συγκεκριμένα εμπορεύματα τα οποία ήταν στον κατάλογο ανταλλαγής, από το συγκεκριμένο κράτος. Σε αυτή την περίπτωση, η Τουρκική εισαγωγική εταιρία, έδιδε αίτηση στην Εθνική Τράπεζα της Τουρκίας και περίμενε το επόμενο τρίμηνο να της χορηγηθεί το αιτούμενο ποσό. Όταν καταχωρείτο στον έμπορο ένα ποσό συναλλάγματος, αυτός, κατέθετε το αντίτιμο στην Εθνική τράπεζα της Τουρκίας, αποκτώντας το δικαίωμα της εισαγωγής του εμπορεύματος. Βέβαια, οι αιτήσεις των εμπόρων ήταν πολλές και πάντοτε η τράπεζα χορηγούσε μέρος του αιτούμενου ποσού.
Το πρώτο τρίμηνο του 1954, δίδω μια αίτηση για κάποιο ποσό, με την ένδειξη εισαγωγής παιδικών παιχνιδιών από το Γερμανικό εργοστάσιο Gama, κατά καλή μου τύχη, τον Ιούλιο του 1954 η αρμόδια υπηρεσία με χορηγεί συνάλλαγμα ίσο με το ήμισυ του αιτούμενου ποσού. Όμως, για να μη μπλέξω τα βιβλία και περιοδικά με τα παιχνίδια, αναγκάστηκα να ανοίξω ένα γραφείο στην περιοχή Tünel, στην διεύθυνση Gönül Sokak Nil Han, η παραγγελία δίδεται στο εργοστάσιο, αλλά λόγω φόρτου εργασίας, παρέλαβα τα παιχνίδια τον Οκτώβριο του 1954, επειδή όμως παντρευόμουν τον Δεκέμβριο του 1954, αναγκάστηκα να πουλήσω το εμπόρευμα σε ένα χονδρέμπορο, το γραφείο όμως παρέμεινε έως ότου αναχώρησα από την Κωνσταντινούπολη.
1955, παντρεμένος, συνεχίζω την δουλειά μου δίχως κανένα πρόβλημα, έχω ένα καλό υπάλληλο που με βοηθάει σε όλα, καθώς και δύο νεαρούς για την λιανική πώληση του καταστήματος, καθώς και για εξωτερικές δουλειές, η Τουρκία συνάπτει μια συμφωνία με την Αμερική, το (international media guaranty program –IMG-), όπου, μολονότι η Τουρκία τότε δεν διέθετε συνάλλαγμα, τα βιβλιοπωλεία βάση αυτού του προγράμματος, η αγορά γέμισε με αμερικάνικα βιβλία, εγώ δε, γέμισα το νέο μου κατάστημα, με εκλεκτά και πολλά βιβλία.
Μόνο που η γενική ατμόσφαιρα στην Πόλη, ήταν ανησυχητική, η επιτροπή Kıbrıs Türktür Cemiyeti, κάθε λίγο με επισκεπτόταν για να ενισχύσω τους τουρκοκύπριους αδελφούς, μια μέρα που ήλθε μια τριμελής επιτροπή στο κατάστημά μου, με έκανε μεγάλη φασαρία, γιατί έχω μόνο ξενόγλωσσα βιβλία και περιοδικά, από τότε με υποχρέωσαν να έχω και τουρκικά μυθιστορήματα, η ίδια επιτροπή στα τουρκικά καταστήματα στην γειτονιά μου, μοίραζε αφίσες με την ένδειξη «bu dükkândan alışveriş yapabılirsiniz» μια Κυριακή πρωί που πήγαινα με τις δύο μου κόρες (3 & 5 ετών) στην Αγία Τριάδα με το τραμ Şişli Tünel, αναγκαστήκαμε να κατεβούμε στο Altınbakkal, γιατί όλοι οι επιβάτες του τραμ, μου επιτέθηκαν φραστικά, φωνάζοντας γιατί δεν έμαθα στα παιδιά μου Τουρκικά.
/

1955 – Σεπτεμβριανά γεγονότα

Με συνεχή μικρά ή μεγάλα επεισόδια, φθάνουμε στα Σεπτεμβριανά, με ένα λόγο, εύχομαι κανένας να μη ζήσει την δική μου εμπειρία, στεκόμουν σε μια άκρη του απέναντι πεζοδρομίου και παρατηρούσα τον όχλο που μπαινοέβγαινε στο κατάστημα μου, μεταφέροντας από μια αγκαλιά βιβλία, τα οποία τα μετέφεραν στον διπλανό δρόμο, από εκεί που βρισκόμουν, ήταν αδύνατο να δω που τα πήγαιναν, ούτε ρίσκαρα να πλησιάσω, μήπως κάποιος με αναγνωρίσει, όπου διακινδύνευα την ζωή μου. Άλλοι που έβγαιναν από το κατάστημα, κουβαλούσαν περιοδικά και εφημερίδες, τις οποίες πετούσαν στην φωτιά που είχαν ανάψει μπρός το κατάστημα και εγώ να τα βλέπω, δίχως να μπορώ να επέμβω!!!.
Ερχόμαστε λοιπόν στην επομένη το πρωί, με τον στρατιωτικό νόμο που επεβλήθη, υπήρχε μια σχετική μουδιασμένη ηρεμία, μπαίνοντας στο κατάστημα μου, αρχίζω να βλέπω τα τζάμια των προθηκών διαλυμένα και ένα ξύλινο κοντάρι πεταμένο μέσα στην προθήκη, μπαίνω στο κυρίως κατάστημα, που τα φώτα ήσαν ακόμη αναμμένα, διαπιστώνοντας την όλη κατάσταση, με δύο λέξεις, «Ολοκληρωτική καταστροφή» η ίδια εικόνα και στην διπλανή αποθήκη, δεν βρήκα κανένα κατεστραμμένο βιβλίο, περιοδικό, ή μηχάνημα, όλα είχαν κλαπεί. Δεν θέλω να συνεχίσω. Αφήνω το κατεστραμμένο κατάστημα μου, γυρίζω στο σπίτι και αποφασίζουμε με την σύζυγο μου να μεταναστεύσουμε άμεσα.
Περίπου μια εβδομάδα, δεν πήγα στο ερειπωμένο κατάστημα και επικρατούσε η απόφαση να εγκαταλείψουμε άμεσα την Κωνσταντινούπολη, όταν όμως πέρασαν μερικές μέρες, αρχίσαμε να σκεπτόμαστε ποιο ήρεμα, όπου εδώ αποφασίζουμε να ξαναστήσουμε την επιχείρηση και πουλώντας την, να μεταναστέψουμε με επί πλέον κεφάλαιο, όπου άρχισα από την αρχή, επίπλωση του καταστήματος, καθώς από την αρχή εμπόρευμα και μηχανήματα.
Εκτός της ολικής καταστροφής, αντιμετώπιζα και δεύτερο μεγάλο κακό, στην αποθήκη που διέρρηξαν, εξαφάνισαν την μηχανή διευθηνσιογράφο με τις πλακέτες, και όλα τα λογιστικά βιβλία, όπου δεν γνώριζα ποιος με χρωστάει και τα προπληρωμένα περιοδικά που συνέχιζαν να έρχονται, δεν γνώριζα το όνομα και την διεύθυνση του κάθε πελάτη, με αυτό τον τρόπο διαλύθηκε το τμήμα αποστολής συνδρομών.
Ξαναρχίζω λοιπόν την δουλειά μου, κρατώ πολύ λίγους συνδρομητές, δεν παραγγέλνω patron για φορέματα, κρατάω τους κυριότερους οίκους ραπτικής, παραγγέλλω και γεμίζω το κατάστημα με επιλεγμένα νέα βιβλία και περιορίζουμε στην λιανική πώληση βιβλίων, τον ξένο τύπο και τα περιοδικά μόδας, για την καταγραφή διευθύνσεων δεν άξιζε να αγοράσω πάλι νέο πανάκριβη (addressograph) με τις πλακέτες. Ευτυχώς, το σπίτι μου, το υπόγειο διαμέρισμα/αποθήκη, και το αυτοκίνητο μου, έμειναν άθικτα και με το απόθεμα παιδικών βιβλίων που παρέμειναν, επιδίδομαι δυναμικά στην χονδρική πώληση παιδικών βιβλίων.
Κατόπιν μεγάλης προσπάθειας, παίρνω μια νέα Ολλανδική αντιπροσωπία παιδικών βιβλίων, του εργοστασίου Mulder und Zoon Holland bv. και με αυτό τον τρόπο έχω να προσφέρω στους πελάτες, μια αρκετά μεγάλη συλλογή από παιδικά βιβλία.
Ο νεαρός μου βοηθός με εγκαταλείπει και προσλαμβάνω ως υπάλληλο μια κοπέλα, έχοντας και τον (Τούρκο) νεαρό με το μηχανάκι, ο δεύτερος Τούρκος νεαρός που είχα, εξαφανίστηκε μετά τα γεγονότα και δεν τον ξαναείδα.
/

1955 – 1958 Διαπλάτυνση της λεωφόρου Halaskârgazi Caddesi.

Μετά τα Σεπτεμβριανά, πάρα πολλοί Ρωμιοί, Αρμένιοι και Εβραίοι, που αυτοί κυρίως μετανάστευαν σωρηδόν στο Ισραήλ, άδειασε η Κωνσταντινούπολη, οι εναπομείναντες όπως εγώ, επιδιορθώσαμε τα καταστήματά μας, τα γεμίσαμε με εμπορεύματα και μετά ένα χρόνο περίπου οι τουρκικές εφημερίδες ξέχασαν τους Ρωμιούς και το Κυπριακό πρόβλημα και όλες τους έγραφαν για την τραγική κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, η Τουρκική λίρα κάθε μέρα ήταν σε υποτίμηση, αλλά ο κλάδος των βιβλιοπωλείων, με δυσκολίες πληρωμών μεν, είχε μεγάλη άνθηση. Η απόφαση μου να επιδοθώ στην χονδρική πώληση παιδικών βιβλίων, ήταν επιτυχής, προσλαμβάνω και τρίτο υπάλληλο για την προετοιμασία των παραγγελιών χονδρικής, και θεσπίζω ένα αντιπρόσωπο μου σε κάθε μεγάλη πόλη της Τουρκίας, ο οποίος μοίραζε υπ ευθύνη του βιβλία στα καταστήματα της πόλης του.
Εξαίρεση έκανε η Άγκυρα, όπου συνεργαζόμουν με έξι μεγάλα βιβλιοπωλεία. Προγραμματίζω και επισκέπτομαι αεροπορικώς περίπου κάθε 45 μέρες όλους τους πελάτες της επαρχίας, όσο δε για την Κωνσταντινούπολη, είχα δύο πωλητές, οι οποίοι πουλούσαν τα βιβλία μου με δική τους ευθύνη. Με αυτό τον τρόπο, η χονδρική πώληση βιβλίων, αλλά και η λιανική πώληση πήγαιναν πολύ καλά, ομολογώ πως είχαμε εντελώς ξεχάσει την απόφαση μας να μεταναστεύσουμε. Έτσι, φθάνουμε επί πρωθυπουργίας Adnan Menderes στο έτος 1958, όπου μια ωραία πρωία, λαμβάνουμε ένα ειδοποιητήριο από τον δήμο της Κωνσταντινούπολης, ανακοινώνοντας μας πως λόγω διαπλάτυνσης της λεωφόρου, ο δήμος θα αφαιρέσει εννέα μέτρα από την πρόσοψη των καταστημάτων και πολυκατοικιών. Σε αυτή την περίπτωση το κατάστημα μου που είχε βάθος δεκόμισι μέτρα, θα παρέμενε μόνο με ενάμισι μέτρο βάθος.
magazi
Βέβαια, η απόφαση αφορούσε και τις δύο πλευρές όλης της λεωφόρου Halaskârgazi Caddesi, περίπου δέκα χιλιόμετρα, αλλά ο καθένας υπολογίζει την δικιά του ζημιά, από την μια μέρα στην άλλη, βρίσκομαι δίχως κατάστημα. Η απόφαση ήταν τελεσίδικη. Μια συγκεκριμένη μέρα, τα συνεργία του δήμου θα έπιαναν δουλειά. Αδειάζω το κατάστημα, μεταφέροντας όλα τα εμπορεύματα και έπιπλα του καταστήματος, προς αποθήκευση, σε μια νοικιασμένη αποθήκη. Σταματάει τελείως η λιανική πώληση και περιορίζομαι στις λιγοστές συνδρομές περιοδικών, οι οποίες εκτελούνται από την διπλανή μου αποθήκη, καθώς και η χονδρική πώληση παιδικών βιβλίων, που εξυπηρετείτο από το υπόγειο διαμέρισμα/αποθήκη.
Τα εννέα μέτρα από το κατάστημά μου αφαιρούνται, στην γειτονιά μου άλλα καταστήματα που δεν είχαν βάθος εξαφανίζονται και η δική μου λωρίδα που απέμεινε, ποζάρει στην γωνία του δρόμου Halaskârgazi Caddesi 209. Δίπλα μου ακριβώς, είχα τον Αρμένιο Onnik Akseel, κατάστημα με γυναικεία υφάσματα, του οποίου το κατάστημα είχε διαμορφωθεί όπως το δικό μου, έχοντας λοιπόν τον ίδιο ιδιοκτήτη, αποτεινόμαστε σ’ αυτόν να μας βοηθήσει για να κτίσουμε νέο κατάστημα, παίρνοντας χώρο από τον μεγάλο κήπο που βρίσκονταν πίσω από τα καταστήματα. Η επίσκεψή μας ήταν θετική, ως προς το να κτίσουμε νέο κατάστημα, αλλά δίχως καμία οικονομική βοήθεια εκ μέρους του.
Αποφασίζουμε λοιπόν, με τον Αρμένιο γείτονα μου, με δικά μας έξοδα να κτίσουμε εκ νέου τα καταστήματά μας, συνεννοούμαστε με ένα εργολάβο, ο οποίος μας ζήτησε ένα αρκετά μεγάλο ποσό, επειδή το οικόπεδο που υπήρχε πίσω από τα μισογκρεμισμένα καταστήματα, ήταν υπερυψωμένο περίπου κατά ενάμισι μέτρο, η δε κατασκευή, δεν ήταν (επισκευή πρόσοψης) όπως όριζε ο νόμος και επιτρεπόταν, αλλά κτίσιμο καταστήματος (εξ αρχής) που στην προκειμένη περίπτωση απαιτείτο πολεοδομική άδεια και αρχιτέκτονας.
Τελικά συμφωνούμε στο ποσό και οι οικοδομές αρχίζουν, αφού με την επέμβαση του εργολάβου, προσπερνούμε μερικά εμπόδια και καταγγελίες γειτόνων και αφαιρώντας 21 φορτηγά μπάζα και χώμα, περίπου σε τρεις μήνες είχαμε τα καταστήματά μας. Αυτή την φορά δεν πλήρωσα όπως στα Σεπτεμβριανά, επίπλωση και εμπόρευμα, αλλά μου κόστισε περισσότερο για να κτίσω το νέο κατάστημα. Το κατάστημα είναι έτοιμο, τα ράφια προσαρμόζονται, το εμπόρευμα συμπληρώνεται και μετά από τρεις μήνες απραξίας, επαναλειτουργεί το κατάστημα.
/

1960 – Πραξικόπημα του στρατού

Το 1960, η οικονομική κατάσταση της Τουρκίας, πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, στην εξουσία ήταν το κόμμα Demokrat Partı με πρωθυπουργό τον Adnan Menderes, σε αυτή την έκρυθμη κατάσταση, μία Παρασκευή πρωί ώρα 5.25, της 27ης Μαΐου του 1960, από το κρατικό ραδιόφωνο (ιδιωτικά δεν υπήρχαν), ο Albay Alparslan Türkeş Bayrak, ανακοινώνει το πραξικόπημα του στρατού καταλύσει την δημοκρατία. Αμέσως γίνεται μεγάλη εκκαθάριση στο στράτευμα, κυρίως σε υψηλόβαθμους αξιωματικούς, οι οποίοι αποστρατεύονται, συλλαμβάνονται όλα τα στελέχη της κυβέρνησης, φυλακίζονται στις φυλακές, Yasıada, και με μια δίκη παροδί, στέλνουν στη αγχόνη τρία άτομα.
/

 1961 – 1964 Αγοράζω το κατάστημα.

Οι χρονιές 1959 έως 1964, ήταν οι πλέον παραγωγικές χρονιές της δουλειάς μου, μετά τις δύο ολικές καταστροφές που πέρασα, τώρα διαθέτω ένα τετράγωνο πολύ ωραίο κατάστημα, με πρόσοψη τριάμισι μέτρων, και η δουλειά πηγαίνει πολύ καλά. Επίσης η χονδρική πώληση παιδικών βιβλίων, καλπάζει, και έτσι φθάνουμε στην χρονιά 1964 όπου τον Ιανουάριο μας προσκαλεί (τον Αρμένιο του διπλανού καταστήματος και εμένα) ο ιδιοκτήτης των καταστημάτων μας και μας ανακοινώνει πως έχει πωλήσει τα δύο καταστήματα μας με το επιπλέον οικόπεδο στο πίσω μέρος, σε κάποια κατασκευαστική εταιρία και πρόκειται σύντομα να αρχίσει η οικοδομή.
Αμέσως συνεννοούμαστε οι δύο μας, και αποφασίζουμε να επισκεφτούμε την εν λόγω κατασκευαστική εταιρία, προτείνοντας την να κατασκευάσει στο ισόγειο δύο καταστήματα, τα οποία θα αγοράζαμε. Τα σχέδια γίνονται, συμφωνούμε στην τιμή και το εμβαδόν των καταστημάτων, ορίζουμε την ημερομηνία παράδοσης η οποία ήταν τον Ιανουάριο του 1966, δίδουμε προκαταβολή και επιστρέφω στο σπίτι μου με χαρά, παρουσιάζοντας τα συμβόλαια στην σύζυγο μου. Βέβαια, η ιδέα της μετανάστευσης είχε ξεχαστεί. Κατόπιν τούτου, τον Φεβρουάριο του 1944 εκκενώνουμε τα καταστήματα μας και είναι έτοιμα προς κατεδάφιση.
/

1963 – 1964 Τα μαύρα Χριστούγεννα των Κυπρίων Μουσουλμάνων

Υπογράφω μεν τον Ιανουάριο του 1964 την αγορά του καταστήματος, αλλά, τον Δεκέμβριο του 1993 στην Κύπρο γίνονται σοβαρά επικήδεια, στην περιφέρεια της Λευκωσίας, την 21η Δεκεμβρίου του 1963 στην συμπλοκή που έγινε μεταξύ Κυπριακής εθνοφρουράς και Μουσουλμάνων Κυπρίων, σκοτώθηκαν δύο Μουσουλμάνοι. Την επομένη, 22α Δεκεμβρίου έγινε δεύτερη μεγαλύτερη συμπλοκή, με αποτέλεσμα αμφότερες πλευρές, να έχουν πολλά θύματα. Για τα επεισόδια έχω μελετήσει τις απόψεις της Ελληνικής, της Κυπριακής, καθώς και της Τουρκικής πλευράς, ο καθένας τα εξηγεί διαφορετικά, όμως, η αλήθεια είναι πως εκείνο το διάστημα, τα παράλια της Τουρκίας, απέναντι από το λιμάνι της Κερένιας, γέμισαν με Κύπριους Μουσουλμάνους πρόσφυγες.
Αμέσως ο τουρκικός τύπος δεν έχασε την ευκαιρία, στέλνοντας δημοσιογράφους επί τόπου, έπαιρναν συνεντεύξεις από τους πρόσφυγες που κατάκλειναν τα Τουρκικά παράλια. Οι Τουρκικές εφημερίδες προσθέτοντας τις δικές τους τραγικές απόψεις, είχαμε καθημερινώς κάποια νέα αφήγηση κάποιου μετανάστη. Όσο για το συμπέρασμα που είχα βγάλει από όλες τις αφηγήσεις των μεταναστών, ήταν ότι, η Κυπριακή κυβέρνηση, είχε εξουσιοδοτήσει τον στρατηγό Γρίβα και την ΕΟΚΑ, εφαρμόζοντας το σχέδιο «Ακρίτα» να εκδιώξουν με την βία όλους τους Κύπριους Μουσουλμάνους από την Κύπρο. Όμως, η ουσία είναι μία, πάλι ο τουρκικός τύπος ξεσηκώθηκε, πάλι άρχισαν τα εμπρηστικά άρθρα, αποκαλώντας τα επεισόδια «γεγονότα του μαύρου Δεκέμβρη»
Ο μαύρος Δεκέμβρης και οι μετανάστες, ήταν το θέμα της ημέρας, μάλιστα υπήρχαν και πιέσεις προς την κυβέρνηση, να πραγματοποιήσει στρατιωτική απόβαση, και να γλυτώσει τους εναπομείναντες εγκλωβισμένους αδελφούς Μουσουλμάνους Κυπρίους. Η ατμόσφαιρα στην Κωνσταντινούπολη, ήταν τεταμένη, σε όλη αυτή την κατάσταση, έρχεται να προστεθεί ένα νέο slogan κατά των Ρωμιών, δεν γνωρίζω από πού κυκλοφόρησε μια είδηση, ότι οι Ρωμιοί κερδίζουν χρήματα στην Τουρκία, από τα οποία αποστέλλουν βοήθεια στην ΕΟΚΑ για να σκοτώνει τους Μουσουλμάνους Κυπρίους αδελφούς. Τότε ο Τουρκικός τύπος άρχισε να συγκρίνει την διαβίωση των Ρωμιών και Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, δεν παρέλειψαν να αναφερθούν και στις βίλλες της Πριγκήπου, με τους πρόσφυγες Μουσουλμάνους Κυπρίους.
Με όλα αυτά τα γεγονότα, η επιχείρηση μου βρισκόταν στην αφάνεια, περιμένοντας τον Ιανουάριο του 1956 να με παραδώσουν το νέο μου κατάστημα, η επίπλωση και όλα τα εμπορεύματα βρισκόταν στοιβαγμένα σε μια αποθήκη, επιχείρηση μου δρούσε εν μέρει στην διπλανή αποθήκη μόνο με τα περιοδικά και εφημερίδες, η δε χονδρική πώληση παιδικών βιβλίων, στο διαμέρισμα/αποθήκη που είχα νοικιάσει στην πολυκατοικία που έμενα, με αυτό τον τρόπο, οι ανεπιθύμητες τακτικές επισκέψεις της οργάνωσης φοιτητών για να ενισχύω τους Τούρκους αδελφούς στην Κύπρο, με είχε χάσει από πελάτη.
Τότε, καθημερινώς αγόραζα την τουρκική εφημερίδα Milliyet, κάθε βράδυ έριχνα μια ματιά για κάποιο άρθρο που με ενδιέφερε, όμως η ξεκούραση μου ήταν, μετά την βαβούρα της ημέρας, να λύνω το σταυρόλεξο της εφημερίδας, με αυτό τον τρόπο, καθημερινώς η εφημερίδα κυκλοφορούσε στο σπίτι, και η σύζυγός μου ήταν ενήμερη για τα πάντα.
/

1964 Βγαίνει από το συρτάρι η ιδέα της μετανάστευσης.

Μ’ όλα αυτά που συμβαίνουν αυτό το διάστημα, ορχήσαμε με την σύζυγό μου να συζητάμε εκ νέου την σκέψη της μετανάστευσης μας, η ατμόσφαιρα στην Κωνσταντινούπολη ήταν εκρηκτική, εγώ που είχα βιώσει την άμεση εποχή πριν τα Σεπτεμβριανά, έβλεπα να έρχεται καταιγίδα, αλλά επειδή η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, και όπως η δουλειά μου ανθούσε και για πρώτη φορά στην ζωή μου θα είχα το δικό μου κατάστημα σε μια καλή περιοχή της Κωνσταντινούπολης, ήθελα να εξαντλήσω τα περιθώρια για την τελική απόφαση μας.
Είχα πλήρη συναίσθηση τι με περίμενε τι θα με κόστιζε η μετανάστευση μας με πέντε άτομα, στην Ελλάδα, αν και από την φύση μου, είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, όλα τα εμπόδια μου φαινόταν βουνό και έλεγα να το παλέψω μέχρι τέλους. Εδώ όμως, η Τουρκική κυβέρνηση, προλαβαίνει να βάλει το κερασάκι στην τούρτα.
/

1964 Ο διωγμός των Ελλήνων υπηκόων από την Τουρκία.

Η Τουρκική κυβέρνηση του İsmet İnönü, την 16η Μαρτίου του 1964 επωφελούμενη από το άρθρο 36 της Έλληνα-Τουρκικής συμφωνίας του 1930, ανακοινώνει την μονομερή κατάργηση της, κατόπιν τούτου, όλοι οι Έλληνες υπήκοοι, δη’ οιονδήποτε λόγο βρίσκονται στην Τουρκία, οφείλουν να εγκαταλείψουν άμεσα την χώρα, επιπλέον, δημεύονται οι κινητές και ακίνητες περιουσίες των και κατά την αναχώρηση των, έχουν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους αποσκευές βάρους μόνο 20 κιλών, καθώς και 20$ σε μετρητά. Η απόφαση ενεργοποιείται άμεσα και αρχίζουν οι απελάσεις.
Οι Ρωμιοί της Πόλης, αν και δεν τους αφορούσε άμεσα η εν λόγω απόφαση, μένουν συγκλονισμένοι, οι Έλληνες και οι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης, είχαν μία ενωμένη οντότητα, κατά καιρούς, είχαν δημιουργηθεί οικογένειες, και από την οικογένεια εάν ο ένας ήταν Έλληνας, εθελοντικά ακολουθούσαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Οι δε, Ρωμιοί, βλέποντας να αδειάζει η Κωνσταντινούπολη από Ελληνικό στοιχείο, (πάνω από 13.000 απελαθέντες), η ανασφάλεια που δημιουργήθηκε με την πρόχειρη και εκδικητική απόφαση της Τουρκικής κυβέρνησης, ξεσήκωσε τους Ρωμιούς να αρχίσουν να μεταναστεύουν.
Ερχόμαστε στην δική μου οικογένεια και την απόφαση μας να μεταναστεύσουμε. Νύκτες ολόκληρες συζητούσαμε με την σύζυγο μου, πριν πάρουμε την τελική μας απόφαση, η οποία βασιζόταν κυρίως στην ακόλουθη σκέψη «για να εξοφλήσω το κατάστημα που έδωσα προκαταβολή, υποχρεωτικά θα μεταχειριζόμουν όλες τις οικονομίες μας, που βρισκόταν εκτός Τουρκίας, είχα είδη περάσει δύο ολοκληρωτικές καταστροφές και διένυα το 43ο έτος της ηλικίας μου, επομένως μια πιθανή επόμενη καταστροφή, θα εύρισκε, μια πενταμελή οικογένεια, με ένα κατάστημα αμφίβολης αξίας της συγκεκριμένης στιγμής και δίχως οικονομίες» αυτή η σκέψη και μόνο, ήταν η αιτία να μεταναστεύσουμε, επενδύοντας στην Ελλάδα.
Κατόπιν τούτου, διοργανώνουμε την διάλυση του σπιτιού μας, καθώς και της επιχείρησης μας, το διπλανό κατάστημα του Onnik Aksel με τα υφάσματα, αγοράζει και το δικό μου κατάστημα και με δυσκολία εισπράττω την προκαταβολή που είχα δώσει, τα εμπορεύματα εκποιούνται όσα-όσα, καθώς και το αυτοκίνητο μας και την 3η Μαρτίου του 1955 με την μητέρα μου, εγκαταλείπω την γενέτειρα μου και τέλος Απριλίου του 1955, μεταναστεύουν η σύζυγος μου με τις δύο μας κόρες, συναντόμαστε στο Μόναχο/Γερμανίας και τελικά την 27 Ιουλίου 1955 (της Αγίας Παρασκευής) καταφθάνουμε στην Αθήνα.
Έχω να κάνω μια ευχή, ο Πανάγαθος, να μην υποχρεώσει κανένα άνθρωπο, να εγκαταλείψει παρά την θέληση του, τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, αυτήν την πίκρα, μόνο κάποιος που την έχει υποστεί μπορεί να την καταλάβει, εγκαταλείπει μεν τον τόπο του, αλλά το είναι του παραμένει στην πατρίδα του»
Θόδωρος Ευθυμιάδης,
Ένας Ρωμιός Κωνσταντινουπολίτης
πηγή.
constantinoupoli.com    agiotokos-kappadokia.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...