ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
…την ζωντανή Ιστορία της Εθνεγερσίας του 1821, δεν αρκεί να την αναζητούμε μόνο στις γραπτές πηγές της. Υπάρχει ευτυχώς ακόμα, έντονα δροσερή ή λαϊκή τοπική Παράδοση, πού συντηρεί την ασύγκριτη δόξα της. Ζουν, ξεχωριστά στην ύπαιθρο, στα βουνά και στους κάμπους, πού βάφτηκαν με αίμα, ζουν οι θρύλοι του Εικοσιένα.
…Οί μακροχρόνιοι και αιωνόβιοι γέροντες της Ελληνικής Υπαίθρου, είναι μια αστείρευτη πηγή της Ιστοριογραφίας του Εικοσιένα. θ1 αρκεστούμε σε μια χαρακτηριστική περίπτωση: Πριν από μερικά χρόνια, σα Μέλος μιας Επιτροπής της Νομαρχίας Κορινθίας σκεπτόμουν και μελετούσα τα ξενικά τοπωνύμια, πού από πρώτη ματιά, μας παρουσιάζονται σαν κακόηχα η ανεξήγητα για την εποχή μας κι’ έπρεπε ν’ αλλάξουν όνομα. Ερευνώντας έξαφνα για το τοπωνύμιο των Γερανείων «Βαρδαλί», μιας τοποθεσίας ανάμεσα Περαχώρα-Ηραίο, αφού τίποτα δεν μπορούσαν να με φωτίσουν οί σχετικές γραπτές πηγές, άποτάνθηκα στον μακαρίτη συνετό γέροντα-πάνω από 90 χρονώ-Νικολάκη Βαρελά.
Χαμογέλασε εκείνος για την απορία μου και βγαίνοντας έξω από το σπίτι του στάθηκε (στο πλαϊνό ύψωμα) όρθωσε την κορμοστασιά του και με το χέρι του μου έδειξε σταθερά τη θέση του «Βαρδαλί».
«»Όταν ανέβαιναν οί Τούρκοι από το Ηραίο-άρχισε να λέη-να καταλάβουν την Περαχώρα -κούνια, πού τους έκούναγε!-στην Περαχώρα δεν πάτησε Τούρκος-έστησαν το μεγάλο τσαντήρι του ‘Αλη, του πασά τους, εκεί από κάτω. Βρόντησαν τα μπαρουτόβολα των δικώνε μας, χτύπησαν τα τούμπανα και τα κανόνια έκεινώνε, έγινε μεγάλος πόλεμος, να σου φτάνει και ό Καπετάν Νικηταράς, τους πετσοκόψανε. Μανιασμένος ό Πασάς δεν έλεγε να φυγή. Συνάχτηκε το ασκέρι του, κάνανε συμβούλιο οί πασάδες και οί μπέηδες, να μείνουν, να μη μείνουν.
Πάνου στο συμβούλιο οί Περαχωρίτες γερόντοι σαν εμένα, μαζί με τα γυναικόπαιδα, άρχισαν να κατρακυλάνε τα λιθάρια πού είχαν συνάξει από βραδίς. Πετώντας τα λιθάρια, φωνάζανε άγρια, όλοι μαζί, στον Πασά των Τουρκώνε:-Βάρδα Άλη!.. Βάρδα Άλη! Βάρδα Άληηή!…
Σμπαράλια γένηκε ή σκηνή του Πασά, λάκισαν οι Τούρκοι φωνάζοντας «Άλάχ!-Άλάχ!» τους πήραν στο κυνήγι οι δικοί μας, τους ρίξανε στη θάλασσα. Από τότε Τούρκοι δεν ματαφάνηκαν!..».
Σταμάτησε για λίγο ό Πολυχρονίτης γέροντας. Τον έπνιγε ή συγκίνηση. Σκούπισε ένα του δάκρυο και πρόστεσε:
» Από τότε, παιδί μου, οί παππούδες μας, πού έκαναν τον πόλεμο -πού ν΄ άγιάσουνε τα κόκκαλά τους !— βγάλανε τον τόπο «Βαρδαλί». «Ετσι κι’ έμεινε…» Και θα μείνει πάντα!
Πάνω στο γραφικό ύψωμα, πού άνιστοράει μια άγνωστη, όσο και σημαντική πτυχή της Ιστορίας μας, από τή Μάχη της Περαχώρας στις 9-11 του Σεπτέμβρη του 1822, ή Ιστορία έβαλε τη σφραγίδα της, πού ευλαβικά τη διαιώνισε- όχι καμιά μνημειακή γραπτή πηγή – ή αψεγάδιαστη λαϊκή Παράδοση, παραδίνοντας τη στο θρύλο.
Ό θρύλος, πολλές φορές, καθώς διατηριέται με τη προφορική παράδοση από γενιά σε γενιά, ξεφανερώνει άγνωστα Ιστορικά στοιχεία, συμπληρώνει και ξαναζωντανεύει το ανεπανάληπτο Εικοσιένα…
ΛΑΜΠΗΣ Δ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ
Ή Ιστορική μάχη της Περαχώρας, πού δόθηκε στις 9 μέχρι και στις 11 του Σεπτέμβρη 1822, αποτελεί μια χρυσή σελίδα, στην Ιστορία της Εθνεγερσίας του 1821. Δυστυχώς, πολλοί νεώτεροι ιστορικοί από αγνοία γ) από λαθεμένη κρίση, είτε την αγνόησαν, είτε δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη μάχη αυτή, πού ολοκλήρωσε το θαυμαστό Έπος της Μάχης στα Δερβενάκια (26-28 Ιούλη 1822). Το ίδιο έγινε και με την ναυμαχία στις Σπέτσες καί στον Αργολικό κόλπο, πού δόθηκε την αύτη χρονολογία (8, 9—11)9) 1822) και πού μαζί με τη Μάχη της Περαχώρας ήσαν απόλυτα συνδυασμένες και Έγιναν με βάση ένα καλά μελετημένο πολεμικό σχέδιο των Οθωμανών, για την εξουδετέρωση των θλιβερών συνεπειών της καταστροφής της διαβόητης «Στρατιάς του Δράμαλη».
θα είναι, ωστόσο,, σκόπιμο ν’ αναφερθούμε σ’ αύτη την κρίσιμη περίοδο της Ιστορίας μας, όταν ή Οθωμανική αυτή Στρατιά, πού απειλούσε να πνίξει στο αίμα την Επανάσταση του 21, αποδεκατισμένη από τη μάχη των Δερβενακίων, ξαναγύριζε άδοξα στην Κόρινθο σε αθλία κατάσταση.
Ό αριθμός των Τούρκων πού, υστέρα από έπονείδιστη φυγή διασώθηκε τότε, μαζί με τους Τουρκαλβανούς, υπολογιζόταν γύρω στις 17.000. Από αυτούς πολλοί ήσαν τραυματίες καί άρρωστοι καί είχαν τόσο ξεπεσμένο ηθικό, πού δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αξιόμαχοι. Άλλα ή συγκέντρωση όλων αυτών στα περιορισμένα όρια της Παληάς Κορίνθου, πού κατά τους σύγχρονους ιστορικούς διακρινόταν για «το νοσώδες κλίμα» της, δημιούργησε για τον Δράμαλη καί το επίσημο επιτελείο του, σοβαρά προβλήματα. Τα τρόφιμα καί οι ζωοτροφές είχαν περιοριστή σε απίστευτο βαθμό, ή πείνα, οί στερήσεις καί οί επιδημίες μάστιζαν την πολιορκημένη πόλη. Ό ίδιος, ό αλαζόνας Σερασκέρης Δράμαλης (Μαχμούτ—Πασάς της Δράμας) ήταν άρρωστος από ελονοσία καί παράτυφο, καί είχε περιπέσει σε βαριά κατάθλιψη.
«Έτσι, ή πρωτοβουλία για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης» περιήλθε στο Επιτελείο του αξιοθρήνητου Σερασκέρη, πού το άποτελούσαν «πρώην» μεγάλοι Βεζύρηδες, πασάδες, επίσημοι, πού είχαν κάνει καί Υπουργοί και διάφοροι μπέηδες και αγάδες από τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Μαγνησία. Ανάμεσα τους ξεχώριζαν ό Ζίχναλη— Χασάν Πασάς, ό Τοπάλ-Άλή Πασάς, ό Έρσιπ Αχμέτ Πασάς, ό Μόραλη Άλή Πασάς, καί ό Δελήμπασης Δελή-Άχμέτ, περίφημος Τουρκαλβανός Αρχηγός του Ιππικού, ο Μεχμέτ-Μπέης, ο Γιακούπ- Πασάς Καραοσμάνογλους καί πολλοί άλλοι σωματάρχες.
‘Όλοι αυτοί, σε μακριές συσκέψεις τους, πήραν ορισμένες αποφάσεις καί ετοίμασαν ένα μεθοδικό στρατιωτικό σχέδιο, πού απέβλεπε! να αντιμετωπισθούν oλα τα Θλιβερά επακόλουθα της καταστροφής της Στρατιάς στα Δερβενάκια-(της «νίλας του Δράμαλη» κατά την εύστοχη λαϊκή έκφραση της εποχής) και παράλληλα να δοθούν συντριπτικά πλήγματα στους επαναστάτες «Γκιαούρηδες», πού τόλμησαν «να σηκώσουν κεφάλι στην πανίσχυρη Όθωμανική Αυτοκρατορία.
«Ένα από τα πρώτα μέτρα, πού πάρθηκαν, ήταν ή σταδιακή αποσυμφόρηση των υπολειμμάτων της Δραμαλικής Στρατιάς, με την φυγή από τον παραλιακό δρόμο Βόχας-Άκράτας προς την Πάτρα και από εκεί στη Ρούμελη μερικών χιλιάδων Όθωμανών, για να εξοικονομηθούν οί υπόλοιποι από τροφοδοσία. «Όμως το μέτρο, με oλες τις σχετικές απόπειρες, πού έγιναν, σημείωσε οικτρά αποτυχία. «Όλα τα περάσματα και οί έξοδοι διαφυγής των πολιορκημένων Τούρκων, είχαν πιαστεί από τις στρατιωτικές δυνάμεις του θρυλικού πολέμαρχου θεοδ. Κολοκοτρώνη.
Δεν έμενε πια, παρά να αντιμετωπισθεί από το Επιτελείο του Δράμαλη, ή αιφνιδιαστική κατάληψη των Μεγάλων Δερβενιών των Γερανείων και συγκεκριμένα της Περαχώρας, πού θα χρησιμοποιούταν για τους πολιορκημένους σαν προγεφύρωμα για την διαφυγή των πολιορκημένων της Κορίνθου καί για την επικοινωνία με τα ‘Οθωμανικά στρατεύματα της Ρούμελης καί τον άνετο εφοδιασμό τους σε άνδρες, σε τρόφιμα καί ζωοτροφές.
Μ’ αυτό τον τρόπο Θα λυνόταν αποφασιστικά το επισιτιστικό πρόβλημα των πολιορκημένων Τούρκων της Κορίνθου και θα πραγματοποιούταν άνετα ή αποσυμφόρηση της Δραμαλικής Στρατιάς από τα μη αξιόμαχα στοιχεία της αρρώστους, τραυματίες και πανικόβλητους— και ή ενίσχυση της με κάθε λογής στρατιωτική βοήθεια από την Τουρκοκρατούμενη Ρούμελη.
Για αντιπερισπασμό, πού θα αποδυνάμωνε την μαχητική αντίδραση των Επαναστατών στην περιοχή του Ισθμού, ό νεoκατασκευασμένος Τουρκικός Στόλος θα απέπλεε από το λιμάνι της Πάτρας με αντικειμενικό σκοπό να καταλάβει την στρατηγική περιοχή του Αργολικού κόλσιου, να επιτελή κατά των ναυτικών νησιών, Σπέτσες καί Ύδρας και να επιτυχή την τροφοδοσία των πολιορκημένων Τούρκων του Ναυπλίου, πού λιμοκτονούσαν και ήσαν έτοιμοι να παραδοθούν στους «Ελληνες πολιορκητές.
Τό τρίτο δεκαήμερο του Αύγουστου 1822 άρχισε ή πραγματοποίηση του πολεμικού ‘Οθωμανικού σχεδίου, με την αναχώρηση από το λιμάνι της Πάτρας του μεγάλου «νεότευκτου» Τουρκικού στόλου, πού τον αποτελούσαν 114 πολεμικά μεγάλα και μικρά πλοία , οπλισμένα με 2.000 ορειχάλκινα βαριά πυροβόλα. Τις κινήσεις της Οθωμανικής αυτής αρμάδας παρακολουθούσε διακριτικά, από απόσταση ή Τούρκικη ναυτική Μοίρα του .κορινθιακού, που έσπευσε να ειδοποιήσει έγκαιρα τα ναυτικά νησιά της «Ύδρας και των Σπετσών, να πάρουν τα μέτρα τους.
Στις 6 του Σεπτέμβρη ο «αήττητος Στόλος» των Οθωμανών με Άρχιναυαρχο τον Καρά Μεχμετ Πασά κατέπλευσε έξω από τον Αργολικό Κόλπο, στο στενά ανάμεσα στην Ερμιόνησα και τις Σπέτσες, τον αντιμετώπισε νικηφόρα ο ελληνικός μακρός στόλος, με 46 βρικιά και γαλέτες και 16 πυρπολικά. άλλα 25 πυρπολικά Υδροσπετσιώτικα καί Ψαριανά, και καιροφυλακτούσαν πίσω από τη νησίδα του Μπούρτζη, με σκοπό να καύσουν όλο τον τουρκικό στόλο, σε περίπτωση και επιχειρούσε να αποπλεύση στο Λιμάνι του Ναυπλίου. Στις 9 τού Σεπτέμβρη συγκροτήθηκε ναυμαχία στό στενό Ερμίονισας και Σπετσών και ο Τουρκικός στόλος αναγκάστηκε με μεγάλες του ζημιές να τραπεί σε φυγή. Άρχιναυαρχος του Ελληνικού στόλου ήταν ο θρυλικός Αντρέας Μιαούλης.
Δύο ακόμη απόπειρες του Τουρκικού στόλου, στις 10 και στις 11 του Σεπτέμβρη, να πραγματοποίηση τους αντικειμενικούς του σκοπούς, απέτυχαν με συνέπειες να πάθει κι άλλες καταστροφές από την ορμητική επίδεση των Ελληνικών Πλοίων και των πυρπολικών, και να εξαναγκαστεί να καταφυγή στη Σούσα της Κρήτης και τελικά να επιστρέψει άδοξα στη Βάση του στον Ελλήσποντο)
Στο μεταξύ, είχε αρχίσει ή εφαρμογή του Οθωμανικού πολεμικού σχεδίου, πού προέβλεπε την κατάληψη της Περαχώρας. «Ενα τμήμα της ‘Οθωμανικής ναυτικής Μοίρας του Κορινθιακού με Κυβερνήτη τον: Γιουσούφ Πασά, με 4 μεγάλα πολεμικά πλοία , οπλισμένα με πολλά
(*) Ναυλοχούσε στο στενό της Τενέδου ό «Αήττητους Στόλος όταν έφτασε εκεί ό θρυλικός Κωνστ. Κανάρης καί κατέκαυσε με πυρπολικό του την ύποναυαρχίδα μαζί με το πλήρωμα της (1.600 Τούρκους).
Ή Ιστορική μάχη της Περαχώρας, πού δόθηκε στις 9 μέχρι και στις 11 του Σεπτέμβρη 1822, αποτελεί μια χρυσή σελίδα, στην Ιστορία της Εθνεγερσίας του 1821. Δυστυχώς, πολλοί νεώτεροι ιστορικοί από αγνοία γ) από λαθεμένη κρίση, είτε την αγνόησαν, είτε δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη μάχη αυτή, πού ολοκλήρωσε το θαυμαστό Έπος της Μάχης στα Δερβενάκια (26-28 Ιούλη 1822). Το ίδιο έγινε και με την ναυμαχία στις Σπέτσες καί στον Αργολικό κόλπο, πού δόθηκε την αύτη χρονολογία (8, 9—11)9) 1822) και πού μαζί με τη Μάχη της Περαχώρας ήσαν απόλυτα συνδυασμένες και Έγιναν με βάση ένα καλά μελετημένο πολεμικό σχέδιο των Οθωμανών, για την εξουδετέρωση των θλιβερών συνεπειών της καταστροφής της διαβόητης «Στρατιάς του Δράμαλη».
θα είναι, ωστόσο,, σκόπιμο ν’ αναφερθούμε σ’ αύτη την κρίσιμη περίοδο της Ιστορίας μας, όταν ή Οθωμανική αυτή Στρατιά, πού απειλούσε να πνίξει στο αίμα την Επανάσταση του 21, αποδεκατισμένη από τη μάχη των Δερβενακίων, ξαναγύριζε άδοξα στην Κόρινθο σε αθλία κατάσταση.
Ό αριθμός των Τούρκων πού, υστέρα από έπονείδιστη φυγή διασώθηκε τότε, μαζί με τους Τουρκαλβανούς, υπολογιζόταν γύρω στις 17.000. Από αυτούς πολλοί ήσαν τραυματίες καί άρρωστοι καί είχαν τόσο ξεπεσμένο ηθικό, πού δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αξιόμαχοι. Άλλα ή συγκέντρωση όλων αυτών στα περιορισμένα όρια της Παληάς Κορίνθου, πού κατά τους σύγχρονους ιστορικούς διακρινόταν για «το νοσώδες κλίμα» της, δημιούργησε για τον Δράμαλη καί το επίσημο επιτελείο του, σοβαρά προβλήματα. Τα τρόφιμα καί οι ζωοτροφές είχαν περιοριστή σε απίστευτο βαθμό, ή πείνα, οί στερήσεις καί οί επιδημίες μάστιζαν την πολιορκημένη πόλη. Ό ίδιος, ό αλαζόνας Σερασκέρης Δράμαλης (Μαχμούτ—Πασάς της Δράμας) ήταν άρρωστος από ελονοσία καί παράτυφο, καί είχε περιπέσει σε βαριά κατάθλιψη.
«Έτσι, ή πρωτοβουλία για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης» περιήλθε στο Επιτελείο του αξιοθρήνητου Σερασκέρη, πού το άποτελούσαν «πρώην» μεγάλοι Βεζύρηδες, πασάδες, επίσημοι, πού είχαν κάνει καί Υπουργοί και διάφοροι μπέηδες και αγάδες από τη Μακεδονία, τη Θράκη και τη Μαγνησία. Ανάμεσα τους ξεχώριζαν ό Ζίχναλη— Χασάν Πασάς, ό Τοπάλ-Άλή Πασάς, ό Έρσιπ Αχμέτ Πασάς, ό Μόραλη Άλή Πασάς, καί ό Δελήμπασης Δελή-Άχμέτ, περίφημος Τουρκαλβανός Αρχηγός του Ιππικού, ο Μεχμέτ-Μπέης, ο Γιακούπ- Πασάς Καραοσμάνογλους καί πολλοί άλλοι σωματάρχες.
‘Όλοι αυτοί, σε μακριές συσκέψεις τους, πήραν ορισμένες αποφάσεις καί ετοίμασαν ένα μεθοδικό στρατιωτικό σχέδιο, πού απέβλεπε! να αντιμετωπισθούν oλα τα Θλιβερά επακόλουθα της καταστροφής της Στρατιάς στα Δερβενάκια-(της «νίλας του Δράμαλη» κατά την εύστοχη λαϊκή έκφραση της εποχής) και παράλληλα να δοθούν συντριπτικά πλήγματα στους επαναστάτες «Γκιαούρηδες», πού τόλμησαν «να σηκώσουν κεφάλι στην πανίσχυρη Όθωμανική Αυτοκρατορία.
«Ένα από τα πρώτα μέτρα, πού πάρθηκαν, ήταν ή σταδιακή αποσυμφόρηση των υπολειμμάτων της Δραμαλικής Στρατιάς, με την φυγή από τον παραλιακό δρόμο Βόχας-Άκράτας προς την Πάτρα και από εκεί στη Ρούμελη μερικών χιλιάδων Όθωμανών, για να εξοικονομηθούν οί υπόλοιποι από τροφοδοσία. «Όμως το μέτρο, με oλες τις σχετικές απόπειρες, πού έγιναν, σημείωσε οικτρά αποτυχία. «Όλα τα περάσματα και οί έξοδοι διαφυγής των πολιορκημένων Τούρκων, είχαν πιαστεί από τις στρατιωτικές δυνάμεις του θρυλικού πολέμαρχου θεοδ. Κολοκοτρώνη.
Δεν έμενε πια, παρά να αντιμετωπισθεί από το Επιτελείο του Δράμαλη, ή αιφνιδιαστική κατάληψη των Μεγάλων Δερβενιών των Γερανείων και συγκεκριμένα της Περαχώρας, πού θα χρησιμοποιούταν για τους πολιορκημένους σαν προγεφύρωμα για την διαφυγή των πολιορκημένων της Κορίνθου καί για την επικοινωνία με τα ‘Οθωμανικά στρατεύματα της Ρούμελης καί τον άνετο εφοδιασμό τους σε άνδρες, σε τρόφιμα καί ζωοτροφές.
Μ’ αυτό τον τρόπο Θα λυνόταν αποφασιστικά το επισιτιστικό πρόβλημα των πολιορκημένων Τούρκων της Κορίνθου και θα πραγματοποιούταν άνετα ή αποσυμφόρηση της Δραμαλικής Στρατιάς από τα μη αξιόμαχα στοιχεία της αρρώστους, τραυματίες και πανικόβλητους— και ή ενίσχυση της με κάθε λογής στρατιωτική βοήθεια από την Τουρκοκρατούμενη Ρούμελη.
Για αντιπερισπασμό, πού θα αποδυνάμωνε την μαχητική αντίδραση των Επαναστατών στην περιοχή του Ισθμού, ό νεoκατασκευασμένος Τουρκικός Στόλος θα απέπλεε από το λιμάνι της Πάτρας με αντικειμενικό σκοπό να καταλάβει την στρατηγική περιοχή του Αργολικού κόλσιου, να επιτελή κατά των ναυτικών νησιών, Σπέτσες καί Ύδρας και να επιτυχή την τροφοδοσία των πολιορκημένων Τούρκων του Ναυπλίου, πού λιμοκτονούσαν και ήσαν έτοιμοι να παραδοθούν στους «Ελληνες πολιορκητές.
Τό τρίτο δεκαήμερο του Αύγουστου 1822 άρχισε ή πραγματοποίηση του πολεμικού ‘Οθωμανικού σχεδίου, με την αναχώρηση από το λιμάνι της Πάτρας του μεγάλου «νεότευκτου» Τουρκικού στόλου, πού τον αποτελούσαν 114 πολεμικά μεγάλα και μικρά πλοία , οπλισμένα με 2.000 ορειχάλκινα βαριά πυροβόλα. Τις κινήσεις της Οθωμανικής αυτής αρμάδας παρακολουθούσε διακριτικά, από απόσταση ή Τούρκικη ναυτική Μοίρα του .κορινθιακού, που έσπευσε να ειδοποιήσει έγκαιρα τα ναυτικά νησιά της «Ύδρας και των Σπετσών, να πάρουν τα μέτρα τους.
Στις 6 του Σεπτέμβρη ο «αήττητος Στόλος» των Οθωμανών με Άρχιναυαρχο τον Καρά Μεχμετ Πασά κατέπλευσε έξω από τον Αργολικό Κόλπο, στο στενά ανάμεσα στην Ερμιόνησα και τις Σπέτσες, τον αντιμετώπισε νικηφόρα ο ελληνικός μακρός στόλος, με 46 βρικιά και γαλέτες και 16 πυρπολικά. άλλα 25 πυρπολικά Υδροσπετσιώτικα καί Ψαριανά, και καιροφυλακτούσαν πίσω από τη νησίδα του Μπούρτζη, με σκοπό να καύσουν όλο τον τουρκικό στόλο, σε περίπτωση και επιχειρούσε να αποπλεύση στο Λιμάνι του Ναυπλίου. Στις 9 τού Σεπτέμβρη συγκροτήθηκε ναυμαχία στό στενό Ερμίονισας και Σπετσών και ο Τουρκικός στόλος αναγκάστηκε με μεγάλες του ζημιές να τραπεί σε φυγή. Άρχιναυαρχος του Ελληνικού στόλου ήταν ο θρυλικός Αντρέας Μιαούλης.
Δύο ακόμη απόπειρες του Τουρκικού στόλου, στις 10 και στις 11 του Σεπτέμβρη, να πραγματοποίηση τους αντικειμενικούς του σκοπούς, απέτυχαν με συνέπειες να πάθει κι άλλες καταστροφές από την ορμητική επίδεση των Ελληνικών Πλοίων και των πυρπολικών, και να εξαναγκαστεί να καταφυγή στη Σούσα της Κρήτης και τελικά να επιστρέψει άδοξα στη Βάση του στον Ελλήσποντο)
Στο μεταξύ, είχε αρχίσει ή εφαρμογή του Οθωμανικού πολεμικού σχεδίου, πού προέβλεπε την κατάληψη της Περαχώρας. «Ενα τμήμα της ‘Οθωμανικής ναυτικής Μοίρας του Κορινθιακού με Κυβερνήτη τον: Γιουσούφ Πασά, με 4 μεγάλα πολεμικά πλοία , οπλισμένα με πολλά
(*) Ναυλοχούσε στο στενό της Τενέδου ό «Αήττητους Στόλος όταν έφτασε εκεί ό θρυλικός Κωνστ. Κανάρης καί κατέκαυσε με πυρπολικό του την ύποναυαρχίδα μαζί με το πλήρωμα της (1.600 Τούρκους).
ορειχάλκινα πυροβόλα με συνοδεία 10 μεταγωγικών απέπλευσε από το λιμάνι της Πάτρας και τη νύχτα στις 7 του Σεπτέμβρη έριξε άγκυρα στα παράλια του Λεχαίου, κοντά στο αρχαίο του λιμάνι. Εκεί, πέτυχε να τροφοδότηση τους πολιορκημένους Τούρκους της Κορίνθου. Ταυτόχρονα, μέχρι τη νύχτα στις 8 του Σεπτέμβρη, επιβιβάζονταν στα μεταγωγικά 8.000 Όθωμανοί στρατιώτες με επικεφαλής τον Άλη Πασά από το «Αργός και 1.000 ντελήδες Τουρκαλβανοι με Δελήμπαση (Αρχηγό του ιππικού) τον Δελλή-Άχμέτ πασά και ξημερώνοντας στις 9 του Σεπτέμβρη κατέπλευσαν στον όρμο του Άγριληού, στον αρχαίο λιμενίσκο του Ηραίου και στα «Στραβά». Από τα τρία αυτά σημεία άρχισε ή αποβίβαση του Τούρκικου πεζικού και του ιππικού, πού συνοδευόταν από σφοδρό κανονιοβολισμό από τα Τουρκικά πολεμικά.
Πριν αρχίσει ή επίθεση των Τουρκαλβανών, απεσταλμένοι του Άλη Πασά, ζήτησαν από τον Αρχηγό των Δερβενοχωριτών Περαχωρίτη «να τους επιτρέψουν να περάσουν—το πεζικό και το ιππικό για τη Λειβαδιά και το Ζητούνι (Λαμία) και ό Άλής γνωστός στον Δασκαλόπουλο πού ήταν έμπιστος ιδιαίτερος γραμματέας του Καμιηλ-Μπεη, άλλα τον παράτησε για να πάρει μέρος από τους πρώτους στην Επανάσταση του 1821—του υποσχόταν να μη πειραχτεί καθόλου ή Περαχώρα και επιπρόσθετα να του προσφέρουν όσες χιλιάδες γρόσια θα ζητούσε»!
Άλλα ό Δασκαλόπουλος τους έδιωξε και τους βροντοφώναξε καθώς έφευγαν «πέστε στον Άλη εμείς είμαστε «Ελληνες και δεν πολεμάμε για γρόσια, μα για την πίστη μας και για την λευτεριά της. Πατρίδας»!
Αμέσως, χωρίς να χάνουν καιρό κινητοποιήθηκαν οι Περαχωρίτες με τους άλλους Δερβενοχωρίτες και άρχισαν την επίθεση από τα υψώματα του ‘Άη-Δημήτρη, του Ηραίου και του Άσπρόκαμπου. Όχυρώθηκαν πρόχειρα και υποδέχτηκαν με ομαδικές μπαταρίες τους Τουρκαλβανούς, πεζούς και καβαλαραίους, πού εξακολουθούσαν να αποβιβάζονται από τα φορτηγά πλοία.
Ξαφνιασμένοι εκείνοι από την αναπάντεχη υποδοχή, μ’ όλα, πού τους προστάτευαν τα ομαδικά πυρά των Τουρκικών πολεμικών, πανικοβλήθηκαν, καθώς είδαν να ξαπλώνονται ανάμεσα τους πολλοί νεκροί.
Στις 9, 10 καϊ 11 του Σεπτέμβρη, έγιναν πολλές επιθέσεις του Τουρκικού στρατού και του ιππικού, με σκοπό να πλευροκοπήσουν τους Περαχωρίτες και Δερβενοχωρίτες και να καταλάβουν ή και να κάψουν την Περαχώρα, αλλά όλες πνίγηκαν στο αίμα. Την τρίτη μέρα της Μάχης, εμφανίστηκαν και οί Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί Νικηταράς,
Πριν αρχίσει ή επίθεση των Τουρκαλβανών, απεσταλμένοι του Άλη Πασά, ζήτησαν από τον Αρχηγό των Δερβενοχωριτών Περαχωρίτη «να τους επιτρέψουν να περάσουν—το πεζικό και το ιππικό για τη Λειβαδιά και το Ζητούνι (Λαμία) και ό Άλής γνωστός στον Δασκαλόπουλο πού ήταν έμπιστος ιδιαίτερος γραμματέας του Καμιηλ-Μπεη, άλλα τον παράτησε για να πάρει μέρος από τους πρώτους στην Επανάσταση του 1821—του υποσχόταν να μη πειραχτεί καθόλου ή Περαχώρα και επιπρόσθετα να του προσφέρουν όσες χιλιάδες γρόσια θα ζητούσε»!
Άλλα ό Δασκαλόπουλος τους έδιωξε και τους βροντοφώναξε καθώς έφευγαν «πέστε στον Άλη εμείς είμαστε «Ελληνες και δεν πολεμάμε για γρόσια, μα για την πίστη μας και για την λευτεριά της. Πατρίδας»!
Αμέσως, χωρίς να χάνουν καιρό κινητοποιήθηκαν οι Περαχωρίτες με τους άλλους Δερβενοχωρίτες και άρχισαν την επίθεση από τα υψώματα του ‘Άη-Δημήτρη, του Ηραίου και του Άσπρόκαμπου. Όχυρώθηκαν πρόχειρα και υποδέχτηκαν με ομαδικές μπαταρίες τους Τουρκαλβανούς, πεζούς και καβαλαραίους, πού εξακολουθούσαν να αποβιβάζονται από τα φορτηγά πλοία.
Ξαφνιασμένοι εκείνοι από την αναπάντεχη υποδοχή, μ’ όλα, πού τους προστάτευαν τα ομαδικά πυρά των Τουρκικών πολεμικών, πανικοβλήθηκαν, καθώς είδαν να ξαπλώνονται ανάμεσα τους πολλοί νεκροί.
Στις 9, 10 καϊ 11 του Σεπτέμβρη, έγιναν πολλές επιθέσεις του Τουρκικού στρατού και του ιππικού, με σκοπό να πλευροκοπήσουν τους Περαχωρίτες και Δερβενοχωρίτες και να καταλάβουν ή και να κάψουν την Περαχώρα, αλλά όλες πνίγηκαν στο αίμα. Την τρίτη μέρα της Μάχης, εμφανίστηκαν και οί Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί Νικηταράς,
Άντ. Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσας, Κεφάλας, Αλέξης Νικολάου—Λεβιδιώτης, Παπανίκας, κ.α.—και ό αιματηρός αγώνας γενικεύτηκε.
Το απομεσήμερο Τούρκοι πεζοί καί καβαλαραϊοι νομίζοντας δτι οί Περαχωρίτες είχαν εγκαταλείψει έρημα τα σπίτια τους, χωρίς να δείχνουν κανένα σημείο ζωής, επιχείρησαν με ομαδικές μπαταρίες καί. αγρία ουρλιάσματα να ανέβουν στο χωριό. Άλλα λίγο πιο κάτω από χωριό, (εκεί πού είναι σήμερα το Αθλητικό γήπεδο) τους περίμενε μια: φοβερή έκπληξη, .πού τους πανικόβαλε και τους προξένησε αφάνταστη φθορά.
Δεξιά κι’ αριστερά, πλάι στον καρόδρομο—σημερινό δρόμο Περαχώρας – Ηραίου — είχαν υπονόμευση οι Περαχωρίτες μερικά λοτσάρια (υπόγειες αποθήκες ρετσινιού) με γέμισμα μπαρούτι καί ρετσίνι κι είχαν αναθέσει σε μια δεκάδα νεαρούς Περαχωρίτες με επικεφαλής τον Δημητράκη Ζερβό καί Γιώργη Μπολέτη να βάλουν φωτιά, μόλις τους δοθεί το σύνθημα με τις καμπάνες του ιστορικού Ναού των Μεγάλων Ταξιαρχών.
«Ετσι κι έγινε. Στην κατάλληλη στιγμή τα λοτσάρια» ανατινάχτηκαν με πάταγο, μέσα σ’ ένα πελώριο σύγνεφο από καπνούς καί πύρινες γλώσσες. Τούρκικα κεφάλια, πόδια χέρια και άλογα ακρωτηριασμένα, ξεπετάγονται ολόγυρα και δίνουν μια φοβερή εικόνα της αναπάντεχης ομαδικής καταστροφής. Ταυτόχρονα Δερβενοχωρίτες με τ’ αδέλφια Γιωργάκη καί Βασίλη Διδασκαλόπουλο, ξεπετάγονται από μέσα από τα σχοίνα, ορμούνε με τα γιαταγάνια τους πάνω στους πανικόβλητους Τουρκαρβανίτες και σκορπίζουν τον τρόμο και το θάνατο.
Τρομοκρατημένη και ή εμπροσθοφυλακή των ντελήδων (καβαλαραίων) πού από τη «Φούσια» είχε φτάσει στη κάτω άκρη της Περαχώρας, κοντά στο σημερινό κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου, εγκατέλειψε τα μεταγωγικά καί τα φορτωμένα με πολεμικό υλικό άλογο μούλαρα καί το έβαλε στα πόδια κραυγάζοντας «άλάχ—άλάχ!». Δεν πρόλαβε ούτε φωτιά να βάλη στον κάτω μαχαλά της Περαχώρας, δπως είχε διαταχτή από τον Δελήμπαση, Αχμέτ Πασά. Ένας μονάχα Τούρκος: έβαλε φωτιά σ’ ένα φράχτη καί σ ένα αχυρώνα. Άλλα κι’ αυτός δεν γλύτωσε. Του πήρε το κεφάλι ό Μπολέτης.
Κοντά στο σούρουπο, το πεδίο της μάχης, είχε μεταβληθή σ’ αληθινή κόλαση. Ολόκληρο το οροπέδιο της «Φούσιας» από τον «Αη Δημήτρη μέχρι τον «Αγιο Κωνσταντίνο είχε γίνει μια απέραντη λίμνη, από τούρκικο – αίμα. Πολλά αλόγα είχαν κολλήσει πάνω στο τέλμα του λασπωμένου από πρόσφατη νεροποντή Περαχωρίτικου βάλτου, καί ένας μακρόσυρτος σωρός από πτώματα Τούρκων πεζών καί Τουρκαλβανών καβαλαραίων.
Σύμφωνα με τοπική παράδοση αυτή την απίθανη ώρα του χαλασμού, πού οί Τουρκαλβανοί έτρεχαν μέσα από τις χαράδρες και ούρλιαζαν άπ6 την τρομάρα τους και από τις πληγές τους, μερικοί «φωνακλάδες» Περαχωρίτες από το δυτικό μεσημβρινό ύψωμα του Βαρελά, κραύγαζαν αρβανίτικα, για να τρομοκρατήσουν ακόμα περισσότερο τους Τουρκαλβανούς:
—»Έρδε καπετάν Νικηταρά!
—»Ερδε Ανδρούτσο Δυσσέα!
—»Ερδε καπετάν Φλέσσα!
—Ερδε καπετάν Κεφάλα!
—»Ερδε καπετάν Κολοκοτρώνη!
—Μπιέρι—μπιέρι καπεταναίοι!
—Μπίνε τ’ κερατάδετ!
(Ήρθε ό καπετάν Νικηταράς! Ηρθε ό Άντροϋτσος ό Δυσσέας! Ήρθε ό καπετάν Φλέσσας! Ηρθε δ καπετάν Κεφάλας! Ήρθε και ό Κολοκοτρώνης! Χτυπάτε, χτυπάτε καπεταναίοι! Πνιχτέ τους, τους άτιμους!…)
«Αλλοι Περαχωρίτες—γέροντες πολυχρονΐτες και γυναικόπαιδα-— είχαν φτάσει σε ύψωμα, -πάνω από Στρατηγείο του Τούρκου Αρχηγού Άλή και καθώς κατρακυλούσαν τεράστιους ογκόλιθους προς την μεγάλη τέντα του, κραύγαζαν αγρία:
—Βάρδα Άλη!
—Βάρδα ‘Αλή!
Πάνω από 1.000 πτώματα Τούρκων έκάλυψαν την περιοχή ανάμεσα από την Περαχώρα, «Αη Δημήτρη, Φούσια, Άσπρόκαμπο και Λίμνη Βουλιαγμένη, ενώ οί απώλειες των Ελλήνων ήσαν ελάχιστες (12 νεκροί). Σκοτώθηκαν και πολλά αλόγα της καβαλαρίας των Τουρκαλβανών, και ενα πλήθος από φορτωμένα άλογομούλαρα, με στρατιωτικά εφόδια εγκαταλείφτηκαν κι’ έπεσαν στα χέρια των Περαχωριτών.
Ό Άλής, βλέποντας πώς ήταν αδύνατο να καταλάβει την Περαχώρα, ή να πέραση στη κεντρική Ρούμελη, κι’ έχοντας και πολλούς σοβαρά τραυματισμένους, πού έσκουζαν από τους πόνους, από την έλλειψη κάθε περίθαλψης, αναγκάσθηκε υστέρα από διήμερη παραμονή στο Ηραίο, να μπαρκάρει τον στραπατσαρισμένο στρατό του στα Τούρκικα μεταγωγικά καράβια και να ξαναγυρίσει άδοξα και με μεγάλες απώλειες στη Κόρινθο. Οι απώλειες αυτές θα ήσαν πολύ μεγαλύτερες, αν οι συχνές κανονιές από τα βαριά πυροβόλα των Τουρκικών πλοίων
δεν εμπόδιζαν τους Περαχωρίτες να πλησιάσουν στό Τουρκικό στρατόπεδο του Ηραίου.
Κι’ ακόμα, θα ολοκληρωνόταν ή καταστροφή του Όθωμανικοΰ πεζικού καί ιππικού, αν έπαιρναν μέρος στη μάχη της Περαχώρας και όλες οί μάχιμες δυνάμεις των Πελοποννησίων οπλαρχηγών, πού είχαν πάρει εντολή από τον θ. Κολοκοτρώνη, να φυλάξουν τα Μεγάλα Δερβένια. Πήραν μέρος στη μάχη μόνο οί οπλαρχηγοί —κι’ αυτοί την τρίτη μέρα της μάχης (στις 11 του Σεπτέμβρη)—με την ολιγάριθμη προσωπική τους φρουρά. Κι’ αυτό, γιατί οί περισσότεροι στρατιώτες τoυς, επειδή μεσολαβούσε ή γιορτή της Παναγίας (8 Σεπτέμβρη), είχαν φύγει για τα χωριά τους στην Πελοπόννησο, για να γιορτάσουν μαζί με τις οικογένειες τους καί για «ν’ αλλάξουν ρούχα»… Επιπρόσθετα, όπως τονίζει στο γράμμα του «προς τους Υδραίους Πρόκριτους», ό καπεταν Νικηταράς.— καθώς θα ιδούμε παρακάτω, αν υπήρχαν έστω «και τρία μόνον πλοία Ελληνικά» θα είχαν άφανισθή — όλοι οί Τούρκοι, πεζοί καί καβαλαραϊοι, άλλα και ό στόλος τους θα αιχμαλωτιζόταν από τους Έλληνες!
Άλλα καί μ’ αυτές τις φθορές, σε έμψυχο καί άψυχο υλικό, πού έπαθαν οί Τούρκοι στην ιστορική αυτή μάχη, τόσο πανικοβλήθηκαν, πού δεν ξανατόλμησαν άλλη φορά να επιτεθούν στην ηρωική Περαχώρα.
Σχετικά για την επιτυχία των Ελληνικών οπλών στη Μάχη της Περαχώρας έγραφε ό Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος προς τους Υδραίους Πρόκριτους;
«Φιλογενέστατοι πρόκριτοι της Νήσου «Υδρας.
Εν καιρώ έλαβον το φιλογενέστατόν σας δάτας 23 πλέοντος.
Οί έν Περαχώρα Τούρκοι προ της χθες επέστρεψαν μετά των καραβιών τους αύθις είς Κόρινθον.
Τον σκοπόν τους αγνοούμε. «Ολοι αί άναγκαίαι θέσεις είναι καλώς προφυλαγμένοι.
Είς Περαχώραν όμως τους έδωσαν καλόν τράκον οί δικοί μας.
Εν Μύλοις Ναυπλίου τη 24)9)1822. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ.»
Το απομεσήμερο Τούρκοι πεζοί καί καβαλαραϊοι νομίζοντας δτι οί Περαχωρίτες είχαν εγκαταλείψει έρημα τα σπίτια τους, χωρίς να δείχνουν κανένα σημείο ζωής, επιχείρησαν με ομαδικές μπαταρίες καί. αγρία ουρλιάσματα να ανέβουν στο χωριό. Άλλα λίγο πιο κάτω από χωριό, (εκεί πού είναι σήμερα το Αθλητικό γήπεδο) τους περίμενε μια: φοβερή έκπληξη, .πού τους πανικόβαλε και τους προξένησε αφάνταστη φθορά.
Δεξιά κι’ αριστερά, πλάι στον καρόδρομο—σημερινό δρόμο Περαχώρας – Ηραίου — είχαν υπονόμευση οι Περαχωρίτες μερικά λοτσάρια (υπόγειες αποθήκες ρετσινιού) με γέμισμα μπαρούτι καί ρετσίνι κι είχαν αναθέσει σε μια δεκάδα νεαρούς Περαχωρίτες με επικεφαλής τον Δημητράκη Ζερβό καί Γιώργη Μπολέτη να βάλουν φωτιά, μόλις τους δοθεί το σύνθημα με τις καμπάνες του ιστορικού Ναού των Μεγάλων Ταξιαρχών.
«Ετσι κι έγινε. Στην κατάλληλη στιγμή τα λοτσάρια» ανατινάχτηκαν με πάταγο, μέσα σ’ ένα πελώριο σύγνεφο από καπνούς καί πύρινες γλώσσες. Τούρκικα κεφάλια, πόδια χέρια και άλογα ακρωτηριασμένα, ξεπετάγονται ολόγυρα και δίνουν μια φοβερή εικόνα της αναπάντεχης ομαδικής καταστροφής. Ταυτόχρονα Δερβενοχωρίτες με τ’ αδέλφια Γιωργάκη καί Βασίλη Διδασκαλόπουλο, ξεπετάγονται από μέσα από τα σχοίνα, ορμούνε με τα γιαταγάνια τους πάνω στους πανικόβλητους Τουρκαρβανίτες και σκορπίζουν τον τρόμο και το θάνατο.
Τρομοκρατημένη και ή εμπροσθοφυλακή των ντελήδων (καβαλαραίων) πού από τη «Φούσια» είχε φτάσει στη κάτω άκρη της Περαχώρας, κοντά στο σημερινό κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου, εγκατέλειψε τα μεταγωγικά καί τα φορτωμένα με πολεμικό υλικό άλογο μούλαρα καί το έβαλε στα πόδια κραυγάζοντας «άλάχ—άλάχ!». Δεν πρόλαβε ούτε φωτιά να βάλη στον κάτω μαχαλά της Περαχώρας, δπως είχε διαταχτή από τον Δελήμπαση, Αχμέτ Πασά. Ένας μονάχα Τούρκος: έβαλε φωτιά σ’ ένα φράχτη καί σ ένα αχυρώνα. Άλλα κι’ αυτός δεν γλύτωσε. Του πήρε το κεφάλι ό Μπολέτης.
Κοντά στο σούρουπο, το πεδίο της μάχης, είχε μεταβληθή σ’ αληθινή κόλαση. Ολόκληρο το οροπέδιο της «Φούσιας» από τον «Αη Δημήτρη μέχρι τον «Αγιο Κωνσταντίνο είχε γίνει μια απέραντη λίμνη, από τούρκικο – αίμα. Πολλά αλόγα είχαν κολλήσει πάνω στο τέλμα του λασπωμένου από πρόσφατη νεροποντή Περαχωρίτικου βάλτου, καί ένας μακρόσυρτος σωρός από πτώματα Τούρκων πεζών καί Τουρκαλβανών καβαλαραίων.
Σύμφωνα με τοπική παράδοση αυτή την απίθανη ώρα του χαλασμού, πού οί Τουρκαλβανοί έτρεχαν μέσα από τις χαράδρες και ούρλιαζαν άπ6 την τρομάρα τους και από τις πληγές τους, μερικοί «φωνακλάδες» Περαχωρίτες από το δυτικό μεσημβρινό ύψωμα του Βαρελά, κραύγαζαν αρβανίτικα, για να τρομοκρατήσουν ακόμα περισσότερο τους Τουρκαλβανούς:
—»Έρδε καπετάν Νικηταρά!
—»Ερδε Ανδρούτσο Δυσσέα!
—»Ερδε καπετάν Φλέσσα!
—Ερδε καπετάν Κεφάλα!
—»Ερδε καπετάν Κολοκοτρώνη!
—Μπιέρι—μπιέρι καπεταναίοι!
—Μπίνε τ’ κερατάδετ!
(Ήρθε ό καπετάν Νικηταράς! Ηρθε ό Άντροϋτσος ό Δυσσέας! Ήρθε ό καπετάν Φλέσσας! Ηρθε δ καπετάν Κεφάλας! Ήρθε και ό Κολοκοτρώνης! Χτυπάτε, χτυπάτε καπεταναίοι! Πνιχτέ τους, τους άτιμους!…)
«Αλλοι Περαχωρίτες—γέροντες πολυχρονΐτες και γυναικόπαιδα-— είχαν φτάσει σε ύψωμα, -πάνω από Στρατηγείο του Τούρκου Αρχηγού Άλή και καθώς κατρακυλούσαν τεράστιους ογκόλιθους προς την μεγάλη τέντα του, κραύγαζαν αγρία:
—Βάρδα Άλη!
—Βάρδα ‘Αλή!
Πάνω από 1.000 πτώματα Τούρκων έκάλυψαν την περιοχή ανάμεσα από την Περαχώρα, «Αη Δημήτρη, Φούσια, Άσπρόκαμπο και Λίμνη Βουλιαγμένη, ενώ οί απώλειες των Ελλήνων ήσαν ελάχιστες (12 νεκροί). Σκοτώθηκαν και πολλά αλόγα της καβαλαρίας των Τουρκαλβανών, και ενα πλήθος από φορτωμένα άλογομούλαρα, με στρατιωτικά εφόδια εγκαταλείφτηκαν κι’ έπεσαν στα χέρια των Περαχωριτών.
Ό Άλής, βλέποντας πώς ήταν αδύνατο να καταλάβει την Περαχώρα, ή να πέραση στη κεντρική Ρούμελη, κι’ έχοντας και πολλούς σοβαρά τραυματισμένους, πού έσκουζαν από τους πόνους, από την έλλειψη κάθε περίθαλψης, αναγκάσθηκε υστέρα από διήμερη παραμονή στο Ηραίο, να μπαρκάρει τον στραπατσαρισμένο στρατό του στα Τούρκικα μεταγωγικά καράβια και να ξαναγυρίσει άδοξα και με μεγάλες απώλειες στη Κόρινθο. Οι απώλειες αυτές θα ήσαν πολύ μεγαλύτερες, αν οι συχνές κανονιές από τα βαριά πυροβόλα των Τουρκικών πλοίων
δεν εμπόδιζαν τους Περαχωρίτες να πλησιάσουν στό Τουρκικό στρατόπεδο του Ηραίου.
Κι’ ακόμα, θα ολοκληρωνόταν ή καταστροφή του Όθωμανικοΰ πεζικού καί ιππικού, αν έπαιρναν μέρος στη μάχη της Περαχώρας και όλες οί μάχιμες δυνάμεις των Πελοποννησίων οπλαρχηγών, πού είχαν πάρει εντολή από τον θ. Κολοκοτρώνη, να φυλάξουν τα Μεγάλα Δερβένια. Πήραν μέρος στη μάχη μόνο οί οπλαρχηγοί —κι’ αυτοί την τρίτη μέρα της μάχης (στις 11 του Σεπτέμβρη)—με την ολιγάριθμη προσωπική τους φρουρά. Κι’ αυτό, γιατί οί περισσότεροι στρατιώτες τoυς, επειδή μεσολαβούσε ή γιορτή της Παναγίας (8 Σεπτέμβρη), είχαν φύγει για τα χωριά τους στην Πελοπόννησο, για να γιορτάσουν μαζί με τις οικογένειες τους καί για «ν’ αλλάξουν ρούχα»… Επιπρόσθετα, όπως τονίζει στο γράμμα του «προς τους Υδραίους Πρόκριτους», ό καπεταν Νικηταράς.— καθώς θα ιδούμε παρακάτω, αν υπήρχαν έστω «και τρία μόνον πλοία Ελληνικά» θα είχαν άφανισθή — όλοι οί Τούρκοι, πεζοί καί καβαλαραϊοι, άλλα και ό στόλος τους θα αιχμαλωτιζόταν από τους Έλληνες!
Άλλα καί μ’ αυτές τις φθορές, σε έμψυχο καί άψυχο υλικό, πού έπαθαν οί Τούρκοι στην ιστορική αυτή μάχη, τόσο πανικοβλήθηκαν, πού δεν ξανατόλμησαν άλλη φορά να επιτεθούν στην ηρωική Περαχώρα.
Σχετικά για την επιτυχία των Ελληνικών οπλών στη Μάχη της Περαχώρας έγραφε ό Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος προς τους Υδραίους Πρόκριτους;
«Φιλογενέστατοι πρόκριτοι της Νήσου «Υδρας.
Εν καιρώ έλαβον το φιλογενέστατόν σας δάτας 23 πλέοντος.
Οί έν Περαχώρα Τούρκοι προ της χθες επέστρεψαν μετά των καραβιών τους αύθις είς Κόρινθον.
Τον σκοπόν τους αγνοούμε. «Ολοι αί άναγκαίαι θέσεις είναι καλώς προφυλαγμένοι.
Είς Περαχώραν όμως τους έδωσαν καλόν τράκον οί δικοί μας.
Εν Μύλοις Ναυπλίου τη 24)9)1822. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ.»
Προς τους ίδιους Πρόκριτους έγραφε λίγο αργότερα και o Νικηταράς :
«Φιλογενέστα τοι πρόκριτοι της Νήσου «Υδρας,
Δεν σας είναι άγνωστος, στοχάζομαι, o ερχομός των έχθρων είς Περαχώραν δια τε θαλάσσης και ξηράς, τους οποίους και κτυπήσαντες οί «Ελληνες τους μεν δια ξηράς επέστρεψαν, εκείνους δε δια θαλάσσης, μη δυνηθέντες προχώρησαν εισερχόμενοι είς (τo) χωρίον και ενώ είχαν αρχίσει λεηλατοΰντες και καίοντες, φθάνον το σταλέν παρά Δερβενίων ίμντάτι, έφεραν αυτούς με φθοράν των είς την άκροθαλασσίαν, οπού έμειναν δύο ημέρας, μη δυνηθέντες να τους κάμωσι περισσότερον. ..
Ερχόμενος δε εγώ την τρίτην με μερικούς άλλους ακόμη και κτυ-πώντες τους, άρχισαν και με όλίγην φθοράν των ίμβαρκαρίσθησαν επιστρεφόμενοι είς Κόρινθον.
Ήθέλαμε βέβαια αδελφοί τους θυσιάσει όλους, αν τα των εχθρικών πλοίων τα μισδράλια δεν μας έβλαπταν τα όποια και μέχρι της γης έστέκοντο.
Ευχής έργον ήθελεν είσθε είς εκείνην την έποχήν ευρίσκοντο τρία μόνον πλοία Ελληνικά, επειδή υστεραν άφ’ ου ήθέλαμεν αφανίσει δλσυς τους εϊς ξηράν και ζώντα ήθέλαμεν λάβει τα εχθρικά πλοία, οντά όλα δέκα και αυτά του καμπανιοϋ, έκτος ενός κορβέτου και δύο ίμπρικίων, κατά τι μεγαλύτερα των άλλων, πλην αδύνατα και πεφοβισμένα δι’ δλου, ως από τέσσαρους Ρόδιους είχαν έβγει από τα ‘ίδια έπληροφορήθημεν, οϊτινες καϊ από Σαιλαμΐνα έρχονται είς τα αύτοϋσθε. Εγώ δε πληροφορηθείς δτι από το θέρος Ζητουνίου κατά το παρόν δεν είναι τόσον μέγας φόβος καΐ άφήσας είς Δερβένια τον γενναιότατον άιδελφόν χιλίαρχον κύριον Παναγ. Κεφάλαν με αρκετούς Πελοποννησίους, άπερνώ είς Τριπολιτσάν δια πολλάς άνάγκας της Πατρίδος και περισσότερον δια να κάμωμεν τίποτε είς τους εν Κορίνθω εχθρούς, το όποιον και να γίνει συγχρόνως με τον έρχομόν των Ελληνικών πλοίων σας, ώστε να έμπορέσωμεν να έλευθερωθώμεν και από αυτήν την πληγήν και ό Κύριος να γίνη βοηθός, Μη με υστερήσετε παρακαλώ το ο,τι νέον έχετε, περισσότερον δε περί του εχθρικού στόλου, πού ευρίσκεται και τί κάμνει. Ευρισκόμενος δε χωρίς τι νεώτερον μέ την έπιθυμίαν ανταποκρίσεως σας, σας ασπάζομαι και μένω.
Εκ του Πόρου τη 2 «Οκτωβρίου 1822
Ό αδελφός σας ΝΙΚΗΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ»
«Φιλογενέστα τοι πρόκριτοι της Νήσου «Υδρας,
Δεν σας είναι άγνωστος, στοχάζομαι, o ερχομός των έχθρων είς Περαχώραν δια τε θαλάσσης και ξηράς, τους οποίους και κτυπήσαντες οί «Ελληνες τους μεν δια ξηράς επέστρεψαν, εκείνους δε δια θαλάσσης, μη δυνηθέντες προχώρησαν εισερχόμενοι είς (τo) χωρίον και ενώ είχαν αρχίσει λεηλατοΰντες και καίοντες, φθάνον το σταλέν παρά Δερβενίων ίμντάτι, έφεραν αυτούς με φθοράν των είς την άκροθαλασσίαν, οπού έμειναν δύο ημέρας, μη δυνηθέντες να τους κάμωσι περισσότερον. ..
Ερχόμενος δε εγώ την τρίτην με μερικούς άλλους ακόμη και κτυ-πώντες τους, άρχισαν και με όλίγην φθοράν των ίμβαρκαρίσθησαν επιστρεφόμενοι είς Κόρινθον.
Ήθέλαμε βέβαια αδελφοί τους θυσιάσει όλους, αν τα των εχθρικών πλοίων τα μισδράλια δεν μας έβλαπταν τα όποια και μέχρι της γης έστέκοντο.
Ευχής έργον ήθελεν είσθε είς εκείνην την έποχήν ευρίσκοντο τρία μόνον πλοία Ελληνικά, επειδή υστεραν άφ’ ου ήθέλαμεν αφανίσει δλσυς τους εϊς ξηράν και ζώντα ήθέλαμεν λάβει τα εχθρικά πλοία, οντά όλα δέκα και αυτά του καμπανιοϋ, έκτος ενός κορβέτου και δύο ίμπρικίων, κατά τι μεγαλύτερα των άλλων, πλην αδύνατα και πεφοβισμένα δι’ δλου, ως από τέσσαρους Ρόδιους είχαν έβγει από τα ‘ίδια έπληροφορήθημεν, οϊτινες καϊ από Σαιλαμΐνα έρχονται είς τα αύτοϋσθε. Εγώ δε πληροφορηθείς δτι από το θέρος Ζητουνίου κατά το παρόν δεν είναι τόσον μέγας φόβος καΐ άφήσας είς Δερβένια τον γενναιότατον άιδελφόν χιλίαρχον κύριον Παναγ. Κεφάλαν με αρκετούς Πελοποννησίους, άπερνώ είς Τριπολιτσάν δια πολλάς άνάγκας της Πατρίδος και περισσότερον δια να κάμωμεν τίποτε είς τους εν Κορίνθω εχθρούς, το όποιον και να γίνει συγχρόνως με τον έρχομόν των Ελληνικών πλοίων σας, ώστε να έμπορέσωμεν να έλευθερωθώμεν και από αυτήν την πληγήν και ό Κύριος να γίνη βοηθός, Μη με υστερήσετε παρακαλώ το ο,τι νέον έχετε, περισσότερον δε περί του εχθρικού στόλου, πού ευρίσκεται και τί κάμνει. Ευρισκόμενος δε χωρίς τι νεώτερον μέ την έπιθυμίαν ανταποκρίσεως σας, σας ασπάζομαι και μένω.
Εκ του Πόρου τη 2 «Οκτωβρίου 1822
Ό αδελφός σας ΝΙΚΗΤΑΣ ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ»
Στό γράμμα αυτό του Νικηταρά οί Υδραίοι Πρόκριτοι απάντησαν με το παρακάτω έγγραφο τους:
«Γενναιότατε Αρχηγέ Νικήτα Σταματελόπουλε,
Γνωστή μας έγινε ή απόπειρα των εν Κορίνδω Τούρκων κατά της Περαχώρας και δτι γενναίως άνπσταντες είς αυτούς οί «Ελληνες τους άπεδίωιξαν με φθοράν των και τους κατήσχυναν κυνηγώντας τους έως το παράλιον εις το όποιον φθάσας ή γενναιότης σας, τους έβιάσατε τέλος πάντων να άμβωσι πάλιν είς τα πλοία των καί να έπιστρέφωσιν είς την Κόρινθον. Γνωρίζομεν κατώτατα δτι, εί μεν εύρίσκοντο εκεί Ελληνικά πλοία και τα εχθρικά ήθελον κυριεύσωσι και τους εν αυτοίς Τούρκους ήθελον αιχμαλωτίσει.. .
Από «Υδρας τη 3 Σεπτέμβριου 1822
Οι Πρόκριτοι της Νήσου «Υδρας».
Στή Μάχη της Περαχώρας αναφέρονται στα απομνημονεύματα τους πολλοί άπο τους «Αγωνιστές της Εθνεγερσίας, όπως ό Παλαιών Πατρών Γερμανός., ό ‘Ίω. θ. Κολοκοτρώνης (Γενναίος), ό Υπασπιστής του θ. Κολοκοτρώνη Φωτακος Χρυσανθακόπουλος, σ Γραμματικός του «Γέρου του Μοριά» Μιχ. Οικονόμου (από τη Δημητσάνα) κ.α.
Ό πρώτος αναφέρει σχετικά:
«Στενοχωρημένοι λοιπόν εκεί (στή Κόρινθο) οί εχθροί, έβρήκαν είς τα φορτηγά πλοία του στόλου, οκτώ περίπου χιλιάδες, και απέβησαν είς Περαχώραν, είτε δια να άρπάσουν τροφός, είτε δια να προχωρήσουν προς το «μέρος του Ζητουνίου (Λαμίας) αν δυνηθώσιν, (επειδή, άφ’ ης ώρας διέδησαν τον ‘Ισθμόν, μήτε αυτοί έμαθαν περί του Χουρσιτ Πασά, όστις τους ύπεσχέθη, ότι θέλει προφτάσει κατόπιν με αλλάς δυνάμεις, μήτε ό Χουρσιτ-Πασάς περί αυτών) είτε δια να έφελκύσουν εκεί την προσοχή ν των Ελλήνων, και να ευ ρουν και οί λοιποί τάς θέσεις; του Ίσθμοΰ ελευθέρας, δια να έξέλθουν εκείθεν, Τούτο μαθών ό Κ. Νικήτας έτρεξε προς εκείνο τό μέρος ομοίως καί τίνες άλλοι της Ανατολικής Ελλάδος καί έ κ τ υ π η σ α ν τους έ χ θ ρ ο ύ ς γενναίως καί αφού έφόνευσαν ικανούς, τους λοιπούς έβίασαν να έμδουν είς τα ίδια πλοία καί να έπιστρέψουν είς την Κόρινθον άπρακ τ ο ι. Ό δε Υψηλάντης είς ταύτην την περίσταση μετέβη εκ των Αθηνών είς τον Ίσθμον δια να ενδυναμώσουν οί στρατιώται έκείνας τάς θέσεις άλλ’ αφού είδεν, ότι οί εχθροί επανήλθε είς την Κόρινθον, επανήλθε καί αυτός είς την Τριπολιτζάν…».
Τα ίδια σχεδόν αναφέρει και ό Μιχ. Οικονόμου, πού επιβεβαιώνει και συμπληρώνει:
«…το κίνημα τούτο των Τούρκων είδοποιηθέντες καί οί της Ανατ. Ελλάδος οπλαρχηγοί, σπεύσαντες μετά του Νικήτα και των λοιπών κατά την Περαχώραν, έπιπεσόντες και καταπολεμήοαντες αυτούς και πολλούς εξ αυτών φονεύσαντες, τους ήνάγκασαν να έπιβώσιν αύθις είς τα πλοία καί να έπανέλθωσιν είς την Κόρινθον εντελώς άπρακτοι.»
θα πρέπει εδώ να προστεθή ότι στη Μάχη της Περαχώρας, στάθηκε αξιόλογος καί ή συμβολή των Φιλελλήνων του Τακτικού Στρατού και του Αρχηγού του Αντισυνταγματάρχη Κουβερνάτι, πού υπεράσπισε γενναία τις ακτές του Λουτρακίου και δεν επέτρεψε στους Τούρκους να αποβιβαστούν σ’ αυτές και από εκεί να πλευροκοπήσουν τους μαχητές; της Περαχώρας, πού κρατούσαν το οχυρό ύψωμα του «Αη-Δημήτρη. Το ηρωικό αυτό Στρατιωτικό Σώμα είχε αρκετούς τραυματίες κι’ ανάμεσα τους τον Γερμανό Φιλέλληνα Αξιωματικό Λεονάρδο Βοάχ, πού υπέκυψε τελικά στα τραύματα του και τάφηκε στο Λουτράκι.
Ή νίκη των Ελλήνων στην Περαχώρα είχε διπλό όσο και σημαντικό αποτέλεσμα Έκαμε ακόμα περισσότερο απελπιστική την κατάσταση των πολιορκημένων Τούρκων της Κορίνθου, πού διεπίστωσαν οτι τα Μεγάλα Δερβένια των Γερανείων ήσαν απόρθητα και δεν έπρεπε να ελπίζουν, οτι μπορούσαν να διαφύγουν από εκεί, ή να περιμένουν βοήθεια από τα στρατεύματα του Χουρσίτι Πασά, και του ‘Ομέρ Βρυώνη από τη Ρούμελη. Χωρίς καμμιά ελπίδα σωτηρίας περιορίστηκαν μέσα στη Κόρινθο, για ν’ αφανισθούν οί περισσότεροι από την κείνα καί τις λοιμικές αρρώστιες.
Από όλη την Δραμαλική Στρατιά, μόλις 2.500 Τούρκοι ξέφυγαν προς την Πάτρα, αφού πλήρωσαν σημαντικό φόρο αίματος στη γνωστή μάχη της Άκράτας.
Κι’ αυτός ό φοβερός Σερασκιέρης Δράμαλης από την απελπισία του και από τήν αρρώστια, άφησε τα κόκκαλά του στην Κόρινθο.
Παράλληλα, από την νίκη της Περαχώρας, πήραν περισσότερο θάρρος κι’ ενισχύθηκε το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων αγωνιστών καί Ιδιαίτερα εκείνων, πού με πολλές κακουχίες και στερήσεις πολιορκούσαν την Κόρινθο και τ’ Άνάπλι. Από τότε έκαναν πιο στενή την πολιορκία τους, πού προδιέγραψε οριστικά την παράδοση ή τον αφανισμό των πολιορκημένων Τούρκων.
«Γενναιότατε Αρχηγέ Νικήτα Σταματελόπουλε,
Γνωστή μας έγινε ή απόπειρα των εν Κορίνδω Τούρκων κατά της Περαχώρας και δτι γενναίως άνπσταντες είς αυτούς οί «Ελληνες τους άπεδίωιξαν με φθοράν των και τους κατήσχυναν κυνηγώντας τους έως το παράλιον εις το όποιον φθάσας ή γενναιότης σας, τους έβιάσατε τέλος πάντων να άμβωσι πάλιν είς τα πλοία των καί να έπιστρέφωσιν είς την Κόρινθον. Γνωρίζομεν κατώτατα δτι, εί μεν εύρίσκοντο εκεί Ελληνικά πλοία και τα εχθρικά ήθελον κυριεύσωσι και τους εν αυτοίς Τούρκους ήθελον αιχμαλωτίσει.. .
Από «Υδρας τη 3 Σεπτέμβριου 1822
Οι Πρόκριτοι της Νήσου «Υδρας».
Στή Μάχη της Περαχώρας αναφέρονται στα απομνημονεύματα τους πολλοί άπο τους «Αγωνιστές της Εθνεγερσίας, όπως ό Παλαιών Πατρών Γερμανός., ό ‘Ίω. θ. Κολοκοτρώνης (Γενναίος), ό Υπασπιστής του θ. Κολοκοτρώνη Φωτακος Χρυσανθακόπουλος, σ Γραμματικός του «Γέρου του Μοριά» Μιχ. Οικονόμου (από τη Δημητσάνα) κ.α.
Ό πρώτος αναφέρει σχετικά:
«Στενοχωρημένοι λοιπόν εκεί (στή Κόρινθο) οί εχθροί, έβρήκαν είς τα φορτηγά πλοία του στόλου, οκτώ περίπου χιλιάδες, και απέβησαν είς Περαχώραν, είτε δια να άρπάσουν τροφός, είτε δια να προχωρήσουν προς το «μέρος του Ζητουνίου (Λαμίας) αν δυνηθώσιν, (επειδή, άφ’ ης ώρας διέδησαν τον ‘Ισθμόν, μήτε αυτοί έμαθαν περί του Χουρσιτ Πασά, όστις τους ύπεσχέθη, ότι θέλει προφτάσει κατόπιν με αλλάς δυνάμεις, μήτε ό Χουρσιτ-Πασάς περί αυτών) είτε δια να έφελκύσουν εκεί την προσοχή ν των Ελλήνων, και να ευ ρουν και οί λοιποί τάς θέσεις; του Ίσθμοΰ ελευθέρας, δια να έξέλθουν εκείθεν, Τούτο μαθών ό Κ. Νικήτας έτρεξε προς εκείνο τό μέρος ομοίως καί τίνες άλλοι της Ανατολικής Ελλάδος καί έ κ τ υ π η σ α ν τους έ χ θ ρ ο ύ ς γενναίως καί αφού έφόνευσαν ικανούς, τους λοιπούς έβίασαν να έμδουν είς τα ίδια πλοία καί να έπιστρέψουν είς την Κόρινθον άπρακ τ ο ι. Ό δε Υψηλάντης είς ταύτην την περίσταση μετέβη εκ των Αθηνών είς τον Ίσθμον δια να ενδυναμώσουν οί στρατιώται έκείνας τάς θέσεις άλλ’ αφού είδεν, ότι οί εχθροί επανήλθε είς την Κόρινθον, επανήλθε καί αυτός είς την Τριπολιτζάν…».
Τα ίδια σχεδόν αναφέρει και ό Μιχ. Οικονόμου, πού επιβεβαιώνει και συμπληρώνει:
«…το κίνημα τούτο των Τούρκων είδοποιηθέντες καί οί της Ανατ. Ελλάδος οπλαρχηγοί, σπεύσαντες μετά του Νικήτα και των λοιπών κατά την Περαχώραν, έπιπεσόντες και καταπολεμήοαντες αυτούς και πολλούς εξ αυτών φονεύσαντες, τους ήνάγκασαν να έπιβώσιν αύθις είς τα πλοία καί να έπανέλθωσιν είς την Κόρινθον εντελώς άπρακτοι.»
θα πρέπει εδώ να προστεθή ότι στη Μάχη της Περαχώρας, στάθηκε αξιόλογος καί ή συμβολή των Φιλελλήνων του Τακτικού Στρατού και του Αρχηγού του Αντισυνταγματάρχη Κουβερνάτι, πού υπεράσπισε γενναία τις ακτές του Λουτρακίου και δεν επέτρεψε στους Τούρκους να αποβιβαστούν σ’ αυτές και από εκεί να πλευροκοπήσουν τους μαχητές; της Περαχώρας, πού κρατούσαν το οχυρό ύψωμα του «Αη-Δημήτρη. Το ηρωικό αυτό Στρατιωτικό Σώμα είχε αρκετούς τραυματίες κι’ ανάμεσα τους τον Γερμανό Φιλέλληνα Αξιωματικό Λεονάρδο Βοάχ, πού υπέκυψε τελικά στα τραύματα του και τάφηκε στο Λουτράκι.
Ή νίκη των Ελλήνων στην Περαχώρα είχε διπλό όσο και σημαντικό αποτέλεσμα Έκαμε ακόμα περισσότερο απελπιστική την κατάσταση των πολιορκημένων Τούρκων της Κορίνθου, πού διεπίστωσαν οτι τα Μεγάλα Δερβένια των Γερανείων ήσαν απόρθητα και δεν έπρεπε να ελπίζουν, οτι μπορούσαν να διαφύγουν από εκεί, ή να περιμένουν βοήθεια από τα στρατεύματα του Χουρσίτι Πασά, και του ‘Ομέρ Βρυώνη από τη Ρούμελη. Χωρίς καμμιά ελπίδα σωτηρίας περιορίστηκαν μέσα στη Κόρινθο, για ν’ αφανισθούν οί περισσότεροι από την κείνα καί τις λοιμικές αρρώστιες.
Από όλη την Δραμαλική Στρατιά, μόλις 2.500 Τούρκοι ξέφυγαν προς την Πάτρα, αφού πλήρωσαν σημαντικό φόρο αίματος στη γνωστή μάχη της Άκράτας.
Κι’ αυτός ό φοβερός Σερασκιέρης Δράμαλης από την απελπισία του και από τήν αρρώστια, άφησε τα κόκκαλά του στην Κόρινθο.
Παράλληλα, από την νίκη της Περαχώρας, πήραν περισσότερο θάρρος κι’ ενισχύθηκε το μαχητικό πνεύμα των Ελλήνων αγωνιστών καί Ιδιαίτερα εκείνων, πού με πολλές κακουχίες και στερήσεις πολιορκούσαν την Κόρινθο και τ’ Άνάπλι. Από τότε έκαναν πιο στενή την πολιορκία τους, πού προδιέγραψε οριστικά την παράδοση ή τον αφανισμό των πολιορκημένων Τούρκων.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
«Ενας από τους κύριους συντελεστές της νίκης, στην ιστορική Μάχη της Περαχωρας, ήταν κατά γενική αναγνώριση ό Περαχωριτης Καπετάν Γιωργάκης Δασκαλόπουλος, ουσιαστικός Πολιτικός και Στρατιωτικός Αρχηγός των Δερβενοχωριτών.
Ό Δασκαλόπουλος προερχόταν από αρχοντική οικογένεια, πού αρχικά είχε εγκατασταθεί στο Χρυσό και στους Πενταγυιούς της Δωρίδας. Από την οικογένεια αύτη προήλθε και το τοπωνύμιο «Πενταγυιοί» καί αναδείχτηκαν διδάσκαλοι, αρχιερείς και πρόκριτοι.
Ή εγκατάσταση των Διδασκαλοπουλαίων στην Περαχώρα χρονολογείται γύρω στα 1770 -1772 υστέρα από την αποτυχημένη επανάσταση «των προυχόντων» και τις καταστροφικές επιδρομές των Τουρκαλβανών στη Ρούμελη.
Ό Γ. Διδαοκαλόπουλος, όπως και ο «ομογάλακτος» του Κιαμήλ-Μτιέη θεοχαράκης Χρ. Ρέντης, από την αξιοσύνη του και την πλατιά μόρφωση του, έγινε έμπιστος ιδιαίτερος Γραμματέας του πανίσχυρου Τούρκου Δυνάστη της Κορινθίας Κιαμήλ «του μεγαλοενδοξοπρεπέοτατου» 0πως ονομαζόταν από τους Όθωμανούς περίφημου αύτοϋ Μπέη, πού διατηρούσε 40 πύργους στην Κορινθία καί στη Μεγαρίδα, καθώς και δύο μεγαλοπρεπή Σεράγια στην Αρχαία Κόρινθο και στο Σοφικό.
Από τον υπηρεσιακό δεσμό τους με τον Κιαμήλ, τόσο σ Γ. Διδασκαλόπουλος, όσα καί ό θ. Ρέντης, προσέφεραν ανεκτίμητες ευεργεσίες στους ομοθρήσκους τους «Ελληνες του Μοριά και της Ρούμελης. Χάρη στο Διδασκαλόπουλο, όπως αναφέρεται από συγχρόνους του Ιστορικούς του Ίεροΰ Αγώνα, διασώθηκε από βεβαία σύλληψη και εκτέλεση του ό Απόστολος της Φιλικής Εταιρίας Άναγνώσιης Παπαγεωργίου- Αναγνωσταράς (Στρατηγός κατά την Επανάσταση), πού το κρυσφήγετό του είχε προδοθεί στον Κιαμήλ-Μπέη, από κάποιον εξωμότη Τζάνε. (Τότε ό Αναγνωσταράς από ανθρώπους του Διδασκαλόπουλου φυγαδεύτηκε έγκαιρα και ά προδότης έχτελέστηκε),
Κατά τον Ίω. Φιλήμονα, ό Γ. Διδασκαλόπουλος κατηχήθηκε στο μυστήριο της Φιλικής Εταιρίας από τον Καλαβρυτινό Ελληνοδιδάσκαλο της Ύδρας Νικηφόρο Παμπούκη, με εντολή της Ηγεσίας της Φ.Ε. από τους τιρώτους, «ως έχοντα τα πιστά είς τα μυστικά του Κιαμήλ Πεή,
Δεφτέρ Κεχαγιά, Άρναούτογλου και λοιπών σημαντικών Τούρκων». Από τον Γ. Διδασκαλόπουλο κατηχήθηκαν στη Φ.Ε. ό Περαχωρίτης Σταύρος Νικολάου, υποπρόξενος της Ρωσοίας στην Κόρινθο, ό Αναγνώστης Οίκονομόπουλος, Δημόσιος Ταμίας, Αρχηγός ιστορικής οικογένειας, πού κυριαρχούσε στη Λαύκα, στη Γκούρα καϊ στον «Αη Γιώργη, της Νεμέας, τον Σοφικίτη έμπορο στα Μέγαρα «Αθανάσιο Μαρτζελο, τον Χατζηαναγνώστιη Ράφτη, Προεστό της Κορίνθου, τον Χατζημελέτη Ράτη—Μπισιώτη, τους Άθανάση Δημόπουλο, Γιωργάκη Λογοθέτη, Δημ. Ζερβό, κ.ά. Με σύσταση του ίδιου έγιναν Φιλικοί και σί αδελφοί του, Στάμος Διδασκαλόπουλος, Γιατρός και Βασίλειος Διδασκαλάπουλος, έμπορος και ό Παπά-Σταμάτης Πρωτοπαπάς-Περαχωρίτης.
Από τις αρχές του Μάρτη 1821, ό Διδασκαλόπουλος προφασίζεται αρρώστια και εγκαταλείποντας τον Κιαμηλ Μπέη έρχεται στην Περαχώρα και από ‘κει αρχίζει δραστήρια τις προετοιμασίες για την Επανάσταση.
Μέχρι τις 15 του Μάρτη τα Δερδενοχώρια είναι «επί ποδός πολέμου», όπως διαβεβαιώνουν οι πρόκριτοι προς τον «Εφορο της Φ.Ε., καί Πρόξενο της Ρωοσίας Ιωάννη Κλάδο με γράμμα τους στην «Υδρα (δια χειρός Γεωργίου Διδασκαλοπούλου»). Σ’ αυτό τονίζεται οτι «έμείναμε άπαντες ευχάριστοι και πρόθυμοι είς κάθε δυνατήν έκδούλεσιν του κοινού σκοπού της Πατρίδος. Δι’ ο και παρακαλούμε τη Υμετέρα ‘Εκλαμπρότητι ν΄ αποφασίσετε το διπλόν από τόν σκοπόν σας, δπου έχετε απόφαοιν και να είσθε βέβαιοι, δτι είμεθα έτοιμοι είς κάθε περίστασιν. μέχρι αίματος. Προς τούτοις ερεθίζετε και τους έντιμωτάτους αδελφούς μέχρι αίματος. Προς τούτοις ερεθίζετε και τους έντιμωτάτους αδελφούς Κύρ-Λάζαρον Τσαμαδόν και αδέλφια Τομπάζη και τους άλλους γνωρίζετε, δπου παρά των ανωτέρω φίλων έπληροφορήθημεν τα υποκείμενα, των, δια να δείξωσιν τον πατριωτισμόν των και την φιλογένειαν είς την παροΰσαν περίστασιν. Και μ’ δλον το προσήκον σέβας μένομεν πρόθυμοι των επιταγών σας ως δούλοι και αδελφοί.
ΟΙ ΕΚΚΟΥΝΤΟΥΡΩΝ, ΟΙ ΕΚ ΜΕΓΑΡΩΝ, ΟΙ ΕΚ ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ, ΟΙ ΕΚ ΒΙΛΛΙΑΣ, ΟΙ ΕΚ ΜΠΙΣΣΙΑΣ».
Πιστοί στην υπόσχεση τους οι Δερβενοχωρίτες αρχίζουν ταυτόχρονα τα επαναστατικά τους κινήματα, με πρωτοστάτη πάντα τον Γ. Διδασκαλόπουλο. Καταλαμβάνουν πρώτα το Δερβένι-Χάνι της Κακίας Σκάλας, σκοτώνουν τους Τούρκους φρουρούς και στις 24-27 του Μάρτη, αρχίζουν την πολιορκία της Κορίνθου με 2.000 ένοπλους και συνιστούν, στις Κεγχριές την Α’ Εφορεία Πολέμου με εκπροσώπους τους Σταΰ-
ρο Νικολάου και Αθανάσιο Δημόπουλο, Περαχωρίτες, πού προμηθεύουν πυρομαχικά, ψωμιά και τρόφιμα.
Μετά τη μάχη της Περαχώρας, ό Γ. Διδασκαλόπουλος πρωτοστατεί στην απόσπαση των Δερβενοχωρίων από την Επαρχία Κορίνθου και στη σύσταση ίδιαίτίερη επαρχίας Δερβενοχωρίων. Πράγμα, πού, μ’ όλες τις αντιδράσεις των Νοταράδων καϊ των φίλων τους ολιγαρχικών το επιτυγχάνουν τελικά, με σχετικές αποφάσεις του Εκτελεστικού και του1 Βουλευτικού. Στίς εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπου-παραστάτη (Βουλευτή) της νέας Επαρχίας εκλέγεται παμψηφεί ό Γ. Διδασκαλάπουλος πού την πανηγυρική προσέλευση του διαιωνίζει επιγραμματικά καϊ λακωνικά, όπως συνηθιζόταν την ηρωική αυτή εποχή, από έλλειψη χαρτιού και χρόνου, το πρακτικό του Βουλευτικού:
«Τη 9 Όκτωβρίου (1823).
Εν τη σημερινή συνελεύσει του Βουλευτικού, έπιτροπεύοντος του κ. Πανούΐσου Νοταρά…
… Σήμερον είσήλθέν είς το Βουλευτικόν και ό Παραστάτης των Δερβενοχωρίων κ. (Γ.) Διδασκαλόπουλος.
α’ Γραμματεύς ΙΩ. ΣΚΑΝΔΑΛΑΚΗΣ»
Σ’ δλο το χρονικό διάστημα του Ίεροΰ Αγώνα της Εθνεγερσίας ό Γ. Διδασκαλόπουλος μετέχει στις Εθνοσυνελεύσεις ως Παραστάτης Δερβενοχωρίων καϊ στις διάφορες μάχες ως στρατιωτικός και διακρίνεται για την άφιλοχρηματία του, τον άφθαστον ήρωϊσμό και την αρετή του.
«Ενας από τους κύριους συντελεστές της νίκης, στην ιστορική Μάχη της Περαχωρας, ήταν κατά γενική αναγνώριση ό Περαχωριτης Καπετάν Γιωργάκης Δασκαλόπουλος, ουσιαστικός Πολιτικός και Στρατιωτικός Αρχηγός των Δερβενοχωριτών.
Ό Δασκαλόπουλος προερχόταν από αρχοντική οικογένεια, πού αρχικά είχε εγκατασταθεί στο Χρυσό και στους Πενταγυιούς της Δωρίδας. Από την οικογένεια αύτη προήλθε και το τοπωνύμιο «Πενταγυιοί» καί αναδείχτηκαν διδάσκαλοι, αρχιερείς και πρόκριτοι.
Ή εγκατάσταση των Διδασκαλοπουλαίων στην Περαχώρα χρονολογείται γύρω στα 1770 -1772 υστέρα από την αποτυχημένη επανάσταση «των προυχόντων» και τις καταστροφικές επιδρομές των Τουρκαλβανών στη Ρούμελη.
Ό Γ. Διδαοκαλόπουλος, όπως και ο «ομογάλακτος» του Κιαμήλ-Μτιέη θεοχαράκης Χρ. Ρέντης, από την αξιοσύνη του και την πλατιά μόρφωση του, έγινε έμπιστος ιδιαίτερος Γραμματέας του πανίσχυρου Τούρκου Δυνάστη της Κορινθίας Κιαμήλ «του μεγαλοενδοξοπρεπέοτατου» 0πως ονομαζόταν από τους Όθωμανούς περίφημου αύτοϋ Μπέη, πού διατηρούσε 40 πύργους στην Κορινθία καί στη Μεγαρίδα, καθώς και δύο μεγαλοπρεπή Σεράγια στην Αρχαία Κόρινθο και στο Σοφικό.
Από τον υπηρεσιακό δεσμό τους με τον Κιαμήλ, τόσο σ Γ. Διδασκαλόπουλος, όσα καί ό θ. Ρέντης, προσέφεραν ανεκτίμητες ευεργεσίες στους ομοθρήσκους τους «Ελληνες του Μοριά και της Ρούμελης. Χάρη στο Διδασκαλόπουλο, όπως αναφέρεται από συγχρόνους του Ιστορικούς του Ίεροΰ Αγώνα, διασώθηκε από βεβαία σύλληψη και εκτέλεση του ό Απόστολος της Φιλικής Εταιρίας Άναγνώσιης Παπαγεωργίου- Αναγνωσταράς (Στρατηγός κατά την Επανάσταση), πού το κρυσφήγετό του είχε προδοθεί στον Κιαμήλ-Μπέη, από κάποιον εξωμότη Τζάνε. (Τότε ό Αναγνωσταράς από ανθρώπους του Διδασκαλόπουλου φυγαδεύτηκε έγκαιρα και ά προδότης έχτελέστηκε),
Κατά τον Ίω. Φιλήμονα, ό Γ. Διδασκαλόπουλος κατηχήθηκε στο μυστήριο της Φιλικής Εταιρίας από τον Καλαβρυτινό Ελληνοδιδάσκαλο της Ύδρας Νικηφόρο Παμπούκη, με εντολή της Ηγεσίας της Φ.Ε. από τους τιρώτους, «ως έχοντα τα πιστά είς τα μυστικά του Κιαμήλ Πεή,
Δεφτέρ Κεχαγιά, Άρναούτογλου και λοιπών σημαντικών Τούρκων». Από τον Γ. Διδασκαλόπουλο κατηχήθηκαν στη Φ.Ε. ό Περαχωρίτης Σταύρος Νικολάου, υποπρόξενος της Ρωσοίας στην Κόρινθο, ό Αναγνώστης Οίκονομόπουλος, Δημόσιος Ταμίας, Αρχηγός ιστορικής οικογένειας, πού κυριαρχούσε στη Λαύκα, στη Γκούρα καϊ στον «Αη Γιώργη, της Νεμέας, τον Σοφικίτη έμπορο στα Μέγαρα «Αθανάσιο Μαρτζελο, τον Χατζηαναγνώστιη Ράφτη, Προεστό της Κορίνθου, τον Χατζημελέτη Ράτη—Μπισιώτη, τους Άθανάση Δημόπουλο, Γιωργάκη Λογοθέτη, Δημ. Ζερβό, κ.ά. Με σύσταση του ίδιου έγιναν Φιλικοί και σί αδελφοί του, Στάμος Διδασκαλόπουλος, Γιατρός και Βασίλειος Διδασκαλάπουλος, έμπορος και ό Παπά-Σταμάτης Πρωτοπαπάς-Περαχωρίτης.
Από τις αρχές του Μάρτη 1821, ό Διδασκαλόπουλος προφασίζεται αρρώστια και εγκαταλείποντας τον Κιαμηλ Μπέη έρχεται στην Περαχώρα και από ‘κει αρχίζει δραστήρια τις προετοιμασίες για την Επανάσταση.
Μέχρι τις 15 του Μάρτη τα Δερδενοχώρια είναι «επί ποδός πολέμου», όπως διαβεβαιώνουν οι πρόκριτοι προς τον «Εφορο της Φ.Ε., καί Πρόξενο της Ρωοσίας Ιωάννη Κλάδο με γράμμα τους στην «Υδρα (δια χειρός Γεωργίου Διδασκαλοπούλου»). Σ’ αυτό τονίζεται οτι «έμείναμε άπαντες ευχάριστοι και πρόθυμοι είς κάθε δυνατήν έκδούλεσιν του κοινού σκοπού της Πατρίδος. Δι’ ο και παρακαλούμε τη Υμετέρα ‘Εκλαμπρότητι ν΄ αποφασίσετε το διπλόν από τόν σκοπόν σας, δπου έχετε απόφαοιν και να είσθε βέβαιοι, δτι είμεθα έτοιμοι είς κάθε περίστασιν. μέχρι αίματος. Προς τούτοις ερεθίζετε και τους έντιμωτάτους αδελφούς μέχρι αίματος. Προς τούτοις ερεθίζετε και τους έντιμωτάτους αδελφούς Κύρ-Λάζαρον Τσαμαδόν και αδέλφια Τομπάζη και τους άλλους γνωρίζετε, δπου παρά των ανωτέρω φίλων έπληροφορήθημεν τα υποκείμενα, των, δια να δείξωσιν τον πατριωτισμόν των και την φιλογένειαν είς την παροΰσαν περίστασιν. Και μ’ δλον το προσήκον σέβας μένομεν πρόθυμοι των επιταγών σας ως δούλοι και αδελφοί.
ΟΙ ΕΚΚΟΥΝΤΟΥΡΩΝ, ΟΙ ΕΚ ΜΕΓΑΡΩΝ, ΟΙ ΕΚ ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ, ΟΙ ΕΚ ΒΙΛΛΙΑΣ, ΟΙ ΕΚ ΜΠΙΣΣΙΑΣ».
Πιστοί στην υπόσχεση τους οι Δερβενοχωρίτες αρχίζουν ταυτόχρονα τα επαναστατικά τους κινήματα, με πρωτοστάτη πάντα τον Γ. Διδασκαλόπουλο. Καταλαμβάνουν πρώτα το Δερβένι-Χάνι της Κακίας Σκάλας, σκοτώνουν τους Τούρκους φρουρούς και στις 24-27 του Μάρτη, αρχίζουν την πολιορκία της Κορίνθου με 2.000 ένοπλους και συνιστούν, στις Κεγχριές την Α’ Εφορεία Πολέμου με εκπροσώπους τους Σταΰ-
ρο Νικολάου και Αθανάσιο Δημόπουλο, Περαχωρίτες, πού προμηθεύουν πυρομαχικά, ψωμιά και τρόφιμα.
Μετά τη μάχη της Περαχώρας, ό Γ. Διδασκαλόπουλος πρωτοστατεί στην απόσπαση των Δερβενοχωρίων από την Επαρχία Κορίνθου και στη σύσταση ίδιαίτίερη επαρχίας Δερβενοχωρίων. Πράγμα, πού, μ’ όλες τις αντιδράσεις των Νοταράδων καϊ των φίλων τους ολιγαρχικών το επιτυγχάνουν τελικά, με σχετικές αποφάσεις του Εκτελεστικού και του1 Βουλευτικού. Στίς εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπου-παραστάτη (Βουλευτή) της νέας Επαρχίας εκλέγεται παμψηφεί ό Γ. Διδασκαλάπουλος πού την πανηγυρική προσέλευση του διαιωνίζει επιγραμματικά καϊ λακωνικά, όπως συνηθιζόταν την ηρωική αυτή εποχή, από έλλειψη χαρτιού και χρόνου, το πρακτικό του Βουλευτικού:
«Τη 9 Όκτωβρίου (1823).
Εν τη σημερινή συνελεύσει του Βουλευτικού, έπιτροπεύοντος του κ. Πανούΐσου Νοταρά…
… Σήμερον είσήλθέν είς το Βουλευτικόν και ό Παραστάτης των Δερβενοχωρίων κ. (Γ.) Διδασκαλόπουλος.
α’ Γραμματεύς ΙΩ. ΣΚΑΝΔΑΛΑΚΗΣ»
Σ’ δλο το χρονικό διάστημα του Ίεροΰ Αγώνα της Εθνεγερσίας ό Γ. Διδασκαλόπουλος μετέχει στις Εθνοσυνελεύσεις ως Παραστάτης Δερβενοχωρίων καϊ στις διάφορες μάχες ως στρατιωτικός και διακρίνεται για την άφιλοχρηματία του, τον άφθαστον ήρωϊσμό και την αρετή του.
ΛΑΜΠΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ
Τι ‘ναι το κακό που γίνεται ψηλά στην Περαχώρα;
Τι σίφουνας είναι αυτός, τι κουρνιαχτός κι αντάρα;
Ρωτάει, ρωτιέται ένας Αητός απάνου απ’ τη Γκούρα
ΚΓ ένα αηδόνι γνωστικό πετιέται κι’ απαντάει: -Τούρκοι
μιλιούνια πλάκωσαν, του Δράμαλη τ’ ασκέρια,
Οκτώ χιλιάδες είν’ πεζοί κι’ άσε καβαλαρέοι
Είναι ντελήδες διαλεχτοί, σκληροί Μεχμεταλήδες
ΚΓ έχουν πασάδες αρχηγούς Αλή και Ντελή Αχμέτη
Και ο Αλής βάνει φωνή, μιαν αγριοφωνάρα:
– Ε! Εσείς, που αψηφάτε την Τουρκιά, ν’ εσείς Περαχωρίτες!
Ανοιχτέ τις στράτες του Μοριά; ανοίχτε τα Ντερβένια
Λεύτερα να περάσουμε τα Τούρκικα τ’ ασκέρια.
ΚΓ εσείς να προσκυνήσετε, αν θέτε να σωθήτε!
Να πάρτε γρόσια με ουρά, να ζήστε σα πασάδες!
– Τι λες ωρέ παληότουρκε, τι λες παληομουρτάτη;!
Του λέει με βροντερή φωνή, ο καπετάν Γεωργάκης
Του Δασκαλόπουλου ο γυιός, ο πρώτος καπετάνιος
Δεν είναι του Λάλα εδώ, δεν είναι Τουρκοχώρια
Εδώ είναι τα απροσκύνητα, τρανά Ντερβενοχώρια
Της κλεφτουριάς, της λεβεντιάς, της Λευτεριάς Ταμπούρι
Εδώ είναι Κάστρο δυνατό απ’ τα παληά τα χρόνια
Ν’ εδώ «ναι η αθάνατη, η ν’ έμορφη Περαχώρα!
Εδώ ποτέ δεν πάτησε Τούρκου οχτρού ποδάρι,
Κι όσο κι ένας ζωντανός μνήσκει Περαχωρίτης
Η Περαχώρα βρε πασά Τούρκο δεν προσκυνάει!»
Και ο Αλής σαν τ’ άκουσε πολύ του βαρυοφάνη
Αφρούς βγάζει το στόμα του, τα μάτια του αστράφτουν
Αγάδες και ντερβίσηδες στην τέντα του συνάζει
Και δίνει διάτα φοβερή: «Τ’ αντρεία τέκνα του Οσμάν
Να σφάξουν, να ρημάξουν, να σκοτώσουν, να κρεμάσουν
Κι όλη την Περαχώρα γης Μαδιάμ σ’ ερείπια να θάψουν!»
Χτυπούν τρουμπέτες, τούμπανα, τ’ άλογα χαιρετίζουν
Κι αρχίζει ένας πόλεμος, που δεν είχε ματαγίνει.
Κάνουν γιουρούσι απ’ το βουνό, ντελήδες απ’ τον κάμπο
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, οι μπόμπες σα χαλάζι
θεριά χτυπάν απ’ τη στερηά, θεριά απ’ του πελάγου
Με μπαταρίες, με κανονιές, με φοβερές χατζάρες
– Βαστά γερά, καημένη μ’ Περαχώρα, βαστά!
Να μην σου πάρουν τα κλειδιά, κι’ ανοίξουν τα Ντερβένια
Και κατέβουν από την Τουρκιά μιλιούνια οι μουρτάτες
Τι σίφουνας είναι αυτός, τι κουρνιαχτός κι αντάρα;
Ρωτάει, ρωτιέται ένας Αητός απάνου απ’ τη Γκούρα
ΚΓ ένα αηδόνι γνωστικό πετιέται κι’ απαντάει: -Τούρκοι
μιλιούνια πλάκωσαν, του Δράμαλη τ’ ασκέρια,
Οκτώ χιλιάδες είν’ πεζοί κι’ άσε καβαλαρέοι
Είναι ντελήδες διαλεχτοί, σκληροί Μεχμεταλήδες
ΚΓ έχουν πασάδες αρχηγούς Αλή και Ντελή Αχμέτη
Και ο Αλής βάνει φωνή, μιαν αγριοφωνάρα:
– Ε! Εσείς, που αψηφάτε την Τουρκιά, ν’ εσείς Περαχωρίτες!
Ανοιχτέ τις στράτες του Μοριά; ανοίχτε τα Ντερβένια
Λεύτερα να περάσουμε τα Τούρκικα τ’ ασκέρια.
ΚΓ εσείς να προσκυνήσετε, αν θέτε να σωθήτε!
Να πάρτε γρόσια με ουρά, να ζήστε σα πασάδες!
– Τι λες ωρέ παληότουρκε, τι λες παληομουρτάτη;!
Του λέει με βροντερή φωνή, ο καπετάν Γεωργάκης
Του Δασκαλόπουλου ο γυιός, ο πρώτος καπετάνιος
Δεν είναι του Λάλα εδώ, δεν είναι Τουρκοχώρια
Εδώ είναι τα απροσκύνητα, τρανά Ντερβενοχώρια
Της κλεφτουριάς, της λεβεντιάς, της Λευτεριάς Ταμπούρι
Εδώ είναι Κάστρο δυνατό απ’ τα παληά τα χρόνια
Ν’ εδώ «ναι η αθάνατη, η ν’ έμορφη Περαχώρα!
Εδώ ποτέ δεν πάτησε Τούρκου οχτρού ποδάρι,
Κι όσο κι ένας ζωντανός μνήσκει Περαχωρίτης
Η Περαχώρα βρε πασά Τούρκο δεν προσκυνάει!»
Και ο Αλής σαν τ’ άκουσε πολύ του βαρυοφάνη
Αφρούς βγάζει το στόμα του, τα μάτια του αστράφτουν
Αγάδες και ντερβίσηδες στην τέντα του συνάζει
Και δίνει διάτα φοβερή: «Τ’ αντρεία τέκνα του Οσμάν
Να σφάξουν, να ρημάξουν, να σκοτώσουν, να κρεμάσουν
Κι όλη την Περαχώρα γης Μαδιάμ σ’ ερείπια να θάψουν!»
Χτυπούν τρουμπέτες, τούμπανα, τ’ άλογα χαιρετίζουν
Κι αρχίζει ένας πόλεμος, που δεν είχε ματαγίνει.
Κάνουν γιουρούσι απ’ το βουνό, ντελήδες απ’ τον κάμπο
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, οι μπόμπες σα χαλάζι
θεριά χτυπάν απ’ τη στερηά, θεριά απ’ του πελάγου
Με μπαταρίες, με κανονιές, με φοβερές χατζάρες
– Βαστά γερά, καημένη μ’ Περαχώρα, βαστά!
Να μην σου πάρουν τα κλειδιά, κι’ ανοίξουν τα Ντερβένια
Και κατέβουν από την Τουρκιά μιλιούνια οι μουρτάτες
Με τον Χουρσίτη τον Πασά και τον Ομέρ Βρυώνη
Και πνίξουν στο αίμα τον Μοριά, Γραικούς, που πολεμάνε
Που μάχονται για Λευτεριά και για τη Ρωμιοσύνη!
Δυο νύχτες κάνουν πόλεμο, τρείς μέρες πολεμάνε
Την τρίτη σα ξημέρωνε, κάλιο μην είχε ξημερώση!
Για’ δέστε θάμα πούγινε, να τρίβετε τα μάτια
Στο να ταμπούρι πολεμά η ίδια η Παναγιά
Και στο ζερβί με το σπαθί στα χέρια, οι Άγιοι Ταξιάρχες!
– Εμπρός παιδιά, ωσάν Γραικοί, σαν Έλληνες πολεμήστε!
Για πίστη και για λευτεριά, για τα δίκια του ανθρώπου!
Να σώσετε τις εκκλησιές, τα ιερά, τα όσια
Τα σπίτια, τις φαμίλιες σας, τ’ αγαπημένο τόπο!
Ρίχτε τους οχτρούς στη θάλασσα, πνιχτέ τους στη Λίμνη!»
Πρώτος απ’ τον Ασπρόκαμπο ορμά ο καπετάν Γεωργάκης
Και σα λιοντάρια ακολουθάν γενναία παλληκάρια
Πέφτουν απάνου στο σωρό και παίρνουνε κεφάλια.
Γυναικόπαιδα πολεμάν από τα σπίτια μέσα
Παπάδες και καλόγεροι από του Μαλαγάρη
Ο Λογοθέτης πάει μπροστά κι ο καπετάν Βασίλης
Ο Κώστας ο Πρωτόπαπας κι ο Νικολής ο Λέκας
Ο Γιάννης Γκιώνης πάνου σ’ άλογο και ο Μητρός Παντελέων
Και γίνεται μια χλαγογή που πια δε ματαγίνη… Πάνου στης
Μάχης τ’ ανάμα, νάσου και ροβολάνε
Ψηλ’ απ’ τη ράχη και τη ρεματιά του Αη Βλάση.
Με το Θανάση Ράτη, πρώτο απ’ τα Μπίσια Καπετάνιο
Ο Καπετάν Μαρτζέλος με τους Ντερβενοχωρίτες.
Κι ακολουθούν από κοντά ο Αντωνάκης ο Κολοκοτρώνης
Ο Καπετάν Νικηταράς απ’ την Αγία Τριάδα Κι’ ο Παπαφλέσας
σίφουνας από τον Αη Δημήτρη.
Ανάβει τότε για καλά το Ελληνικό ντουφέκι
ΚΓ αστράφτουν και λαμποκοπάν πάλες και γιαταγάνια
Χτυπάν τους Τούρκους με σπαθιά, κουμπούρες, καρυοφίλια
Κι όλη η Φούσια φούσκωσε με Τούρκικα κεφάλια.
– Τι ‘ναι το κακό που γίνεται ψηλά στην Περαχώρα;
Κι ένα αηδόνι χαρωπό το γλυκοκελαϊδάει: Δεκ’ άγουροι λεβεντονηοί,
παιδιά της Περαχώρας
Με το Δημήτρη το Ζερβό σα κλεφτοκαπετάνιο Φράχτη
σε φράχτη σούρνοντας γοργά κρυφοδιαβαίνουν
Χυμάνε μες τη σύναξη, που είχαν οι αλτήδες
Και βάζουν φονική φωτιά στη μπαρούτη, στα λοτσάρια
Ντελήδες, άλογα – πεζοί σκορπάν χίλια κομμάτια
Στον τόπο μένουν ξαφνικά, κορμιά χωρίς κεφάλια
Όσοι γλύτωσαν σαν τρελοί «Αλάχ – Αλάχ!» φωνάζουν
Με κουτρουβάλες τρέχουνε, πηδάν στην κατηφόρα
Τους κυνηγάνε οι Γραικοί, σαν άγρια κοπάδια. Τους ρίχνουν μες την ρεματιά κατ’ απ’ τη Γκούρε Κουκι Και τους στριμώχνουν μέσα ‘κει,
σα χοίρους, σα γελάδια.
Μ’ από ψηλά, γέροι – γριές κατρακυλάν λιθάρια
Στη τέντα κάτου του Πασά και στο μπουλούκ – ασκέρι
Και όλοι τους με μια κραυγή, βροντοφωνάζουν στον Πασά
– Βάρδ’ Αλή, βαρ’ Αλή, σου!»
Πολλοί στη Λίμνη πνίγονται ωσάν παληοζαγάρια
Κι εκείνοι που γλιτώσανε, με την ψυχή στα δόντια
Μες στα καράβια μπαίνουνε, σαν άψυχα κουφάρια.
Στη Κόρθο ξαναγυρνάν, βρεγμένοι, τσακισμένοι
Και φέρνουνε στο Δράμαλη τ’ άσχημα χαμπέρι.
– Η Περαχώρα μας ετσάκισε, χαθήκαμε οι μαύροι!»
Τα γένια του ο Δράμαλης μαδά, μασάει τα μουστάκια.
Μουγγρίζει σα το κακό στοιχειό και βρίζει τους πασάδες
Πάνω στον Τουρκομαχαλά, αρχίζει μοιρολόι
Κλαίνε πατέρες για παιδιά, παιδιά για πατεράδες
Κλαίνε και οι χανούμισσες και σκούζουν και χτυπιούνται:
– Μας φάγαν οι Γκιαούρηδες, μας πνίξανε στο αίμα!
Χαθήκανε οι άντροι μας, οι μπέηδες, οι αγάδες
Της Περαχώρας τα σκυλιά μας φάγαν τα παληκάρια!
Αλή Πασά, Ντελή Αχμέτ μας πήρε στο λαιμό σας
Αλάχ – Αλάχ, Αλή – Ντελή, αλί και τρισαλί μας!»
– …Τι ν’ το κακό πού γίνηκε ψηλά στην Περαχώρα;
Στις εννιά – δέκα – κι έντεκα Σεπτέμβρη του Εικοσιδύο;»
Ρωτάει, ρωτιέται ο Αητός απάνου από την Γκούρα
Κι ένα αηδόνι χαρωπό το γλυκοκελαϊδάει:
– Η Περαχώρα νίκησε! Χαρήτε, να χαρούμε!
Ελεύτερα κι’ Ελληνικά μας μείναν τα Ντερβένια!
Χαρήτε κι’ εσείς Γραικοί, λεβέντες Περαχωρίτες
Χαρήτε κι’ όλοι ν’ εσείς, τρανοί Ντερβενοχωρίτες!»
Κι εσύ περήφανε μ’ Αητέ, στείλε τα περιστέρια
Να παν το μαντάτο το καλό στη Ρούμελη και στο Μοριά
Κι απ’ του Αιγαίου τα Νησιά, σ’ όλη τη Ρωμιοσύνη:
Είν’ του θεού το θέλημα και διάτα του σπαθιού μας
Η Λευτεριά να ξαναρθεί στην αρχαία της Πατρίδα!»
Φάτε και πιέτε νιοι και νιές, γλεντήστε παληκάρια
Τραγούδι στήστε και χορό – λάλα το αηδόνι μ’ λάλα του! –
Να ζήση το λεβέντικο, τρανό Εικοσιένα!
Και πνίξουν στο αίμα τον Μοριά, Γραικούς, που πολεμάνε
Που μάχονται για Λευτεριά και για τη Ρωμιοσύνη!
Δυο νύχτες κάνουν πόλεμο, τρείς μέρες πολεμάνε
Την τρίτη σα ξημέρωνε, κάλιο μην είχε ξημερώση!
Για’ δέστε θάμα πούγινε, να τρίβετε τα μάτια
Στο να ταμπούρι πολεμά η ίδια η Παναγιά
Και στο ζερβί με το σπαθί στα χέρια, οι Άγιοι Ταξιάρχες!
– Εμπρός παιδιά, ωσάν Γραικοί, σαν Έλληνες πολεμήστε!
Για πίστη και για λευτεριά, για τα δίκια του ανθρώπου!
Να σώσετε τις εκκλησιές, τα ιερά, τα όσια
Τα σπίτια, τις φαμίλιες σας, τ’ αγαπημένο τόπο!
Ρίχτε τους οχτρούς στη θάλασσα, πνιχτέ τους στη Λίμνη!»
Πρώτος απ’ τον Ασπρόκαμπο ορμά ο καπετάν Γεωργάκης
Και σα λιοντάρια ακολουθάν γενναία παλληκάρια
Πέφτουν απάνου στο σωρό και παίρνουνε κεφάλια.
Γυναικόπαιδα πολεμάν από τα σπίτια μέσα
Παπάδες και καλόγεροι από του Μαλαγάρη
Ο Λογοθέτης πάει μπροστά κι ο καπετάν Βασίλης
Ο Κώστας ο Πρωτόπαπας κι ο Νικολής ο Λέκας
Ο Γιάννης Γκιώνης πάνου σ’ άλογο και ο Μητρός Παντελέων
Και γίνεται μια χλαγογή που πια δε ματαγίνη… Πάνου στης
Μάχης τ’ ανάμα, νάσου και ροβολάνε
Ψηλ’ απ’ τη ράχη και τη ρεματιά του Αη Βλάση.
Με το Θανάση Ράτη, πρώτο απ’ τα Μπίσια Καπετάνιο
Ο Καπετάν Μαρτζέλος με τους Ντερβενοχωρίτες.
Κι ακολουθούν από κοντά ο Αντωνάκης ο Κολοκοτρώνης
Ο Καπετάν Νικηταράς απ’ την Αγία Τριάδα Κι’ ο Παπαφλέσας
σίφουνας από τον Αη Δημήτρη.
Ανάβει τότε για καλά το Ελληνικό ντουφέκι
ΚΓ αστράφτουν και λαμποκοπάν πάλες και γιαταγάνια
Χτυπάν τους Τούρκους με σπαθιά, κουμπούρες, καρυοφίλια
Κι όλη η Φούσια φούσκωσε με Τούρκικα κεφάλια.
– Τι ‘ναι το κακό που γίνεται ψηλά στην Περαχώρα;
Κι ένα αηδόνι χαρωπό το γλυκοκελαϊδάει: Δεκ’ άγουροι λεβεντονηοί,
παιδιά της Περαχώρας
Με το Δημήτρη το Ζερβό σα κλεφτοκαπετάνιο Φράχτη
σε φράχτη σούρνοντας γοργά κρυφοδιαβαίνουν
Χυμάνε μες τη σύναξη, που είχαν οι αλτήδες
Και βάζουν φονική φωτιά στη μπαρούτη, στα λοτσάρια
Ντελήδες, άλογα – πεζοί σκορπάν χίλια κομμάτια
Στον τόπο μένουν ξαφνικά, κορμιά χωρίς κεφάλια
Όσοι γλύτωσαν σαν τρελοί «Αλάχ – Αλάχ!» φωνάζουν
Με κουτρουβάλες τρέχουνε, πηδάν στην κατηφόρα
Τους κυνηγάνε οι Γραικοί, σαν άγρια κοπάδια. Τους ρίχνουν μες την ρεματιά κατ’ απ’ τη Γκούρε Κουκι Και τους στριμώχνουν μέσα ‘κει,
σα χοίρους, σα γελάδια.
Μ’ από ψηλά, γέροι – γριές κατρακυλάν λιθάρια
Στη τέντα κάτου του Πασά και στο μπουλούκ – ασκέρι
Και όλοι τους με μια κραυγή, βροντοφωνάζουν στον Πασά
– Βάρδ’ Αλή, βαρ’ Αλή, σου!»
Πολλοί στη Λίμνη πνίγονται ωσάν παληοζαγάρια
Κι εκείνοι που γλιτώσανε, με την ψυχή στα δόντια
Μες στα καράβια μπαίνουνε, σαν άψυχα κουφάρια.
Στη Κόρθο ξαναγυρνάν, βρεγμένοι, τσακισμένοι
Και φέρνουνε στο Δράμαλη τ’ άσχημα χαμπέρι.
– Η Περαχώρα μας ετσάκισε, χαθήκαμε οι μαύροι!»
Τα γένια του ο Δράμαλης μαδά, μασάει τα μουστάκια.
Μουγγρίζει σα το κακό στοιχειό και βρίζει τους πασάδες
Πάνω στον Τουρκομαχαλά, αρχίζει μοιρολόι
Κλαίνε πατέρες για παιδιά, παιδιά για πατεράδες
Κλαίνε και οι χανούμισσες και σκούζουν και χτυπιούνται:
– Μας φάγαν οι Γκιαούρηδες, μας πνίξανε στο αίμα!
Χαθήκανε οι άντροι μας, οι μπέηδες, οι αγάδες
Της Περαχώρας τα σκυλιά μας φάγαν τα παληκάρια!
Αλή Πασά, Ντελή Αχμέτ μας πήρε στο λαιμό σας
Αλάχ – Αλάχ, Αλή – Ντελή, αλί και τρισαλί μας!»
– …Τι ν’ το κακό πού γίνηκε ψηλά στην Περαχώρα;
Στις εννιά – δέκα – κι έντεκα Σεπτέμβρη του Εικοσιδύο;»
Ρωτάει, ρωτιέται ο Αητός απάνου από την Γκούρα
Κι ένα αηδόνι χαρωπό το γλυκοκελαϊδάει:
– Η Περαχώρα νίκησε! Χαρήτε, να χαρούμε!
Ελεύτερα κι’ Ελληνικά μας μείναν τα Ντερβένια!
Χαρήτε κι’ εσείς Γραικοί, λεβέντες Περαχωρίτες
Χαρήτε κι’ όλοι ν’ εσείς, τρανοί Ντερβενοχωρίτες!»
Κι εσύ περήφανε μ’ Αητέ, στείλε τα περιστέρια
Να παν το μαντάτο το καλό στη Ρούμελη και στο Μοριά
Κι απ’ του Αιγαίου τα Νησιά, σ’ όλη τη Ρωμιοσύνη:
Είν’ του θεού το θέλημα και διάτα του σπαθιού μας
Η Λευτεριά να ξαναρθεί στην αρχαία της Πατρίδα!»
Φάτε και πιέτε νιοι και νιές, γλεντήστε παληκάρια
Τραγούδι στήστε και χορό – λάλα το αηδόνι μ’ λάλα του! –
Να ζήση το λεβέντικο, τρανό Εικοσιένα!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εκατό πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβρη από την Ιστορική Μάχη της Περαχώρας, πού συνέβαλε σπουδαία, oπως και ή Ναυμαχία των Σπετσών,-την ίδια χρονολογία 9-11 του Σεπτέμβρη 1822 στη ματαίωση των μεγαλεπήβολων «Οθωμανικών στρατηγικών σχεδίων και στην oλη επιτυχία των ιερών σκοπών της Εθνεγερσίας του 1821,
Όμως, ή από κάθε άποψη πολυσήμαντη Μάχη της Περαχώρας- του ηρωικού αυτού Κεφαλοχωρίου, πού χρησιμοποιήθηκε oλη τη διάρκεια του Αγώνα σαν το κύριο επισιτιστικό κέντρο της φρουράς των Μεγάλων Δερβενιών-αγνοήθηκε από το επίσημο Κράτος, ενώ αντίθετα ή Ναυμαχία των Σ πέτσων τιμήθηκε Ικανοποιητικά με την καθιέρωση εθνικής Τοπικής Γιορτής, με ειδικό Διάταγμα πριν από χρόνια. Καιρός είναι να τιμηθεί ανάλογα και ή Μάχη της Περαχώρας και νό καθιερωθεί ή 9η του Σεπτέμβρη ως ετήσια Εθνική Τοπική Γιορτή της Περαχώρας και των Ιστορικών Δερβενοχωρίων της περιοχής.
Για να τιμηθεί επάξια ή Μνήμη των λεοντόκαρδων συντελεστών της Νίκης Περαχωριτών-Δερβενοχωριτών, και παράλληλα: Για να παραδειγματίζονται οι νέοι, από τη βαθιά πίστη των προγόνων τους, την ακοίμητη φιλοπατρία τους και την πρωτοφανή αυτοθυσία τους κι’ έτσι, να μπορούν να κρατούν ανόθευτα τα μεγάλα Εθνικά Ιδανικά της ήρωϊκής Γενιάς πού με ποτάμια αίμα έθρεψε το ζείδωρο δέντρο της Ελευθερίας και ύψωσε σε παγκόσμιο θαυμασμό το θαύμα της Παλιγγενεσίας.
Κι όπως πολύ σοφά κ’ επιγραμματικά τόνιζε ό αθάνατος Στρατηγός του ’21 Μακρυγιάννης:
«Πατρίς να μακαρίζης oλους τους Έλληνες oτι θυσιάστηκαν
δια σένα, να σε άναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλην μια
φορά ελεύτερη Πατρίδα, που ήσουνε χαμένη και σβησμένη
από τον κατάλογο των Εθνών…
»Νά τους θυμάσαι και να τους μακαρίζης γιατί αυτοί
σ’ έλευτέρωσαν… >.
Εκατό πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν τον περασμένο Σεπτέμβρη από την Ιστορική Μάχη της Περαχώρας, πού συνέβαλε σπουδαία, oπως και ή Ναυμαχία των Σπετσών,-την ίδια χρονολογία 9-11 του Σεπτέμβρη 1822 στη ματαίωση των μεγαλεπήβολων «Οθωμανικών στρατηγικών σχεδίων και στην oλη επιτυχία των ιερών σκοπών της Εθνεγερσίας του 1821,
Όμως, ή από κάθε άποψη πολυσήμαντη Μάχη της Περαχώρας- του ηρωικού αυτού Κεφαλοχωρίου, πού χρησιμοποιήθηκε oλη τη διάρκεια του Αγώνα σαν το κύριο επισιτιστικό κέντρο της φρουράς των Μεγάλων Δερβενιών-αγνοήθηκε από το επίσημο Κράτος, ενώ αντίθετα ή Ναυμαχία των Σ πέτσων τιμήθηκε Ικανοποιητικά με την καθιέρωση εθνικής Τοπικής Γιορτής, με ειδικό Διάταγμα πριν από χρόνια. Καιρός είναι να τιμηθεί ανάλογα και ή Μάχη της Περαχώρας και νό καθιερωθεί ή 9η του Σεπτέμβρη ως ετήσια Εθνική Τοπική Γιορτή της Περαχώρας και των Ιστορικών Δερβενοχωρίων της περιοχής.
Για να τιμηθεί επάξια ή Μνήμη των λεοντόκαρδων συντελεστών της Νίκης Περαχωριτών-Δερβενοχωριτών, και παράλληλα: Για να παραδειγματίζονται οι νέοι, από τη βαθιά πίστη των προγόνων τους, την ακοίμητη φιλοπατρία τους και την πρωτοφανή αυτοθυσία τους κι’ έτσι, να μπορούν να κρατούν ανόθευτα τα μεγάλα Εθνικά Ιδανικά της ήρωϊκής Γενιάς πού με ποτάμια αίμα έθρεψε το ζείδωρο δέντρο της Ελευθερίας και ύψωσε σε παγκόσμιο θαυμασμό το θαύμα της Παλιγγενεσίας.
Κι όπως πολύ σοφά κ’ επιγραμματικά τόνιζε ό αθάνατος Στρατηγός του ’21 Μακρυγιάννης:
«Πατρίς να μακαρίζης oλους τους Έλληνες oτι θυσιάστηκαν
δια σένα, να σε άναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλην μια
φορά ελεύτερη Πατρίδα, που ήσουνε χαμένη και σβησμένη
από τον κατάλογο των Εθνών…
»Νά τους θυμάσαι και να τους μακαρίζης γιατί αυτοί
σ’ έλευτέρωσαν… >.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου