Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Αλέκος Σακελλάριος.

Η συγγραφή μιας βιογραφίας φαντάζει εύκολη υπόθεση. Είναι κάπως σαν παζλ με ημερομηνίες και γεγονότα. Όταν όμως η βιογραφία αφορά σε ένα πρόσωπο τόσο κοντινό και αγαπημένο, όπως ένας παππούς, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Υπάρχει το δημόσιο πρόσωπο, όπου αυτές ακριβώς οι ημερομηνίες και τα γεγονότα αρκούν, υπάρχει όμως και το ιδωτικό, όπου όλα αυτά ναι μεν υπάρχουν, αλλά φιλτράρονται μέσα από αναμνήσεις και συναισθήματα. Θα προσπαθήσω να μείνω στα γεγονότα όπως ο ίδιος ήθελε να μιλάει γι' αυτά.
Ο Αλέκος Σακελλάριος γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1913 από τον Πύρρο Σακελλάριο και την Ελένη Ζάππα, απόγονο του γνωστού εθνικού ευργέτη. Είχε δύο αδελφές, την Μίκα και την Ευγενία. Οι πρώτες του αναμνήσεις ήταν από το αρχοντικό του παππού του, του Απόστολου Ζάππα, στην Ακαδημίας. Αναμνήσεις με υπηρέτες, κήπους και άμαξες. Τα επόμενα χρόνια οι καταστάσεις άλλαξαν δραματικά αλλά το κέφι για ζωή παρέμεινε. Εξαιτίας κάποιων προβλημάτων με τα κληροδοτήματα, η οικογένεια μπήκε σε μια περίοδο φτώχειας. Οι ιστορίες του άλλαξαν, και μιλούσαν ξαφνικά για συνεχείς μετακομίσεις, πείνα, την προσπάθεια να δει δωρεάν θεατρικές παραστάσεις κρυμμένος κάτω από μάντρες και αιματηρές οικονομίες για την αγορά της πρώτης φυσαρμόνικας. Κάπου εκεί δειλά-δειλά μπαίνουν και αφηγήσεις για τους πρώτους έρωτες, τα πρώτα ραντεβού (με παπούτσια ή χωρίς), για την πρώτη χειροποίητη εφημερίδα, αλλά και για την “Διάπλαση των Παίδων” του Γρηγορίου Ξενόπουλου, όπου το παρατσούκλι του ήταν η “Μαϊμού του Κωλέττη”.
Λίγα χρόνια μετά, θα μπει στη ζωή του η γιαγιά μου, Ματούλα Ντάβαρη. Η Ματούλα είχε γεννηθεί το 1919, και οι δυο τους γνωρίστηκαν μέσω κοινών παιδικών φίλων. Παντρεύτηκαν το 1937 και απέκτησαν δύο παιδιά, την Ελένη και την Ανή. Η Ματούλα ήταν στο πλευρό του, από την αρχή της καριέρας του, σαν σύντροφος, έμπνευση, βοηθός και ο αυστηρότερος κριτής, αφού ήταν πάντα αυτή που διάβαζε και ενέκρινε τα έργα του πρώτη. Έμειναν μαζί σε δύσκολους και εύκολους καιρούς, μέχρι τον πρόωρο χαμό της, το 1969. Στην συνέχεια της ζωής του, παντρεύτηκε άλλες δύο φορές.
Όσο για αυτήν την καριέρα, από που να ξεκινήσει κανείς... Ήταν η Νομική που δεν τον κέρδισε ποτέ, στιχάκια, χρονογραφήματα και αρθράκια σε διάφορες εφημερίδες όπως η Καθημερινή, και ένα πέρασμα από το φωτορεπορτάζ, με την κάλυψη του αεροπορικού δυστυχήματος στην Μαλακάσα και τις φρικιαστικές φωτογραφίες που έμειναν κρυμμένες. Ήταν και τα πρώτα σκετς, τα πρώτα νουμεράκια σε χαρτιά και κουτιά τσιγάρων, η πρώτη ευκαιρία στην επιθεώρηση “Σβούρα” στο Θέατρο Περοκέ. Ήταν και όλοι αυτοί οι συνθέτες, όπως ο Σογιούλ ή ο Χατζιδάκις που έντυσαν μουσικά τα στιχάκια του. Ήταν και εκείνη η συνεργασία με τον Βασιλειάδη το 1935 που οδήγησε στον “Βασιλιά του Χαλβά”. Ήταν και όλοι αυτοί, συνεργάτες και δάσκαλοι μαζί, όπως ο Χρήστος Γιαννακόπουλος και ο Φιλοποίμην Φίνος, που τον άκουσαν και τον εμπιστεύτηκαν. Ήταν και εκείνη η σκηνοθετική αρχή με το “Παπούτσι από τον τόπο σου” που του άνοιξε τον δρόμο στον κινηματογράφο. Ήταν και η ευκολία με την οποία αγκάλιαζε τα νέα μέσα και η ενασχόλησή του και με την τηλεόραση. Είμαστε και όλοι εμείς, τρεις και γενεές θεατών, που ακόμα τον ακούμε, τον βλέπουμε και τον τραγουδάμε.
Η τελευταία δεκαετία της ζωής του, του γέννησε μια πικρία. Όχι ότι σταμάτησε να γράφει, το αντίθετο μάλιστα. Η Ελλάδα άλλαζε, και μαζί και η τέχνη της, και ο ίδιος ένιωθε πως πλέον δεν υπήρχε χώρος ούτε για τη δουλειά του, αλλά ούτε και για τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος εξέφραζε την ελληνική πραγματικότητα. Απορούσε ειλικρινά με την τέχνη, που όπως έλεγε, αφορούσε ελάχιστους και είχε πληγωθεί από το γενικευμένο αίσθημα απαξίωσης προς τους δημιουργούς της γενιάς του, και τον ίδιο φυσικά.
Μπορεί να μην παρακολούθησε ποτέ κάποια σχολή σκηνοθεσίας, αλλά ο Φίνος του έδωσε την ευκαιρία να εξελίξει το έμφυτο ταλέντο του, και μαζί με αυτό, την ίδια την τέχνη του ελληνικού σινεμά. Είχε λοιπόν πολλές πρωτιές στην καριέρα του, όπως την πρώτη ελληνική ταινία με παράλληλη ηχοληψία (Οι Γερμανοί ξανάρχονται – 1948), το πρώτο ελληνικό road movie (Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο – 1955) που τυγχάνει να είναι και η πρώτη ελληνική ταινία με sequel, και φυσικά την πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία (Η Αλίκη στο Ναυτικό – 1961).
*...... Ο Αλέκος με τη Ματούλα διακοπές στη λίμνη Ιωαννίνων.
Κάπου εδώ ένας άλλος συγγραφέας βιογραφιών θα έκλεινε το κείμενο. Εγώ δυσκολεύομαι να το κλείσω, γιατί ούτε συγγραφέας είμαι, ούτε με καλύπτει μια ημερομηνία θανάτου.. Βλέπετε, μιλάμε για έναν άνθρωπο, που ενώ έχει φύγει εδώ και δεκαετίες, είναι ακόμα παρών. Είναι στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, σε ατάκες που λέγονται ακόμα από παρέες, σε τραγούδια που όλοι σιγοψυθιρίζουν, σε ασπρόμαυρες σκηνές που συνοδεύουν κυριακάτικα μεσημέρια, σε εικόνες μιας νοσταλγικής αθωώτητας. Ίσως να είναι ο ίδιος εκείνο το βότσαλο που έπεσε στη λίμνη και τάραξε τα νερά τόσο, που τα κύματα του ακόμα να φτάνουν στην όχθη μας.  
~Τίνυ Λεονάρδου, εγγονή Αλέκου Σακελλάριου
Βερολίνο 2017







...Όταν ήμασταν παιδιά κάναμε μακροβούτια στη θάλασσα, για να αποδείξουμε στους άλλους ότι φτάσαμε έως κάτω στο βυθό, πιάναμε με τα χέρια μας, ότι βρίσκαμε, άμμο - φύκια - βότσαλα, καί τα δείχναμε θριαμβευτικά όταν ανεβαίναμε επάνω.
Τώρα πια.., δεν κάνουμε μακροβούτια στη θάλασσα, κάνω όμως μακροβούτια στο χρόνο, κλείνω τα μάτια μου, όπως τότε.., και βουτάω στο παρελθόν. Κι' όταν ανεβαίνω απάνω στο σήμερα, κρατάω στα χέρια μου τις αποδείξεις για το πόσο βαθιά βούτηξα στο χρόνο, και βγαίνουνε έτσι στην επιφάνεια, ολοζώντανες οι  αναμνήσεις απ'τα παιδικά μου χρόνια. 
Κομματάκια - κομματάκια - λαμπερά, που προσπαθώ να τα βάλω σε μια σειρά σαν τα ψηφιδωτά, και να ξαναζωντανέψω μια εικόνα χαμένη, στη παγερή σκιά του βυθού. 
Ηλιόλουστα πρωινά, και φεγγαρόλουστα βράδια, χαμόγελα κοριτσίστικα, και βάσανα μαθητικά, στιγμές ασήμαντες, που διατηρήσανε όμως πεντακάθαρα, το χρόνο τους, και τη λάμψη τους... 
Και τώρα..., που τις ξαναβγάζω στην επιφάνεια τις ξαναζώ.., κατά κάποιο τρόπο, που με κάνει.., να μελαγχολώ χαμογελαστά...(Αλέκος Σακελλάριος.)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...