Μάνα μου...(
σονέτο 1.)
Aρχαίος γόνος Μάνα μου, είσαι κι απαντοχή
κυοφορείς εκεί εννιά, μήνες της πανσελήνου
σοδειά η αγάπη σου, Μήτρα του επωδύνου
του Πόνου σου Κυβέλεια, είναι η απαρχή
***
Πως θεϊκό το γένος σου, αρχαϊκή μητέρα
δυαδική η ταύτιση, μάνα εσύ, Ζωής
αιώνια απέθαντη της χρονικής ροής
δοξαστική των ύμνων, αχολογεί η μέρα
***
Ορφάνεψες σε πέτρινα, χρόνια καθημαγμένα
ο θάνατος σημάδευε με δυο του σαϊτιές
χαράκωνε το σώμα σου μεσ'στη φτωχολογιά
***
μια δύναμη ασίγαστη χέρια μου δουλεμένα
για την ελπίδα έστεργες 'κείνες τις κολιγιές
μια μινιατούρα απέμεινες, τώρα στα γηρατειά
***
2η επιλογή
«μου γιγαντώνεις τα μπορώ με μια σου αγκαλιά
στα μάτια είσαι της ψυχής, δική μου ηλιαχτίδα
ω Μάνα καλομάνα μου, βράχος μου κι Ομορφιά»
σονέτο2.
Παράπεφτε μές τους καιρούς της Μάνας η ευχή
περίσσευε η έγνοια της σε πλάνα καταιγίδα
ξύλινη γλώσσα άφωνη, φάνταζε η Ελπίδα
ψευδαίσθηση την είπανε, του λάθους ανοχή
***
Παράταιροι υπάρχουμε, χωρίς τη συνοχή
ανθίζουνε οι 'μυγδαλιές, τ'ουρανού ασπίδα
μ'έναν Φλεβάρη βρόχινο επισφαλής δικλείδα
κλειστές στροφές προέκυψαν, ως άλλη εκδοχή
***
Σε μια στροφή μας ρίγησε αγέρι δροσερό
έφερνε τόσες ευωδιές, ρίμες αγαπημένες
αύρα π'απλώθηκε σιμά σκορπίστηκε μεμιάς
***
φίλησε μια στιγμή εκεί, το χώμα καρπερό
ξανάφερε τις άνοιξες οπού'ταν ξεχασμένες
για να ποτίσουν με φωτιά, τα λάθη μιας γενιάς
για τη Μάνα του Γρηγόρη
Ήρθες σαν όνειρο και έλαμψε η μέρα
ένα κρυφό μου δάκρυ σκούπισες γλυκά
σαν παναγιά ασπροφορούσες πέρα
όλοι σε καμαρώνανε εκεί στη δημοσιά
***
Μικρό παιδάκι ήμουνα και σ'έ πιανα απ' το χέρι
μέσα στα μάτια σου έσταζε το δάκρυ τ'ουρανού
Μαγδαληνή σε φώναζαν στα πέρα κείνα μέρη
κρυφό χαμόγελο γλυκό, μεθούσες του καιρού
***
Εσύ μου έμαθες αληθινά, αγάπη τι σημαίνει
και στη ζωή περπάτησα, στα πόδια μου γερά
ένας σταθμός η ανάσα σου, τη φύλαξες δεμένη
γλυκιά μου μάνα μού'δωσες παντοτεινή χαρά
***
Χάδι μου εσύ αστείρευτο και άδολή μου Αγάπη
σπλάχνο σου πρωτοβύζαγμα, άξια σεβασμού
Μαγδαληνή σε φώναζαν στα πέρα κείνα μέρη
κρυφό χαμόγελο γλυκό, μεθούσες του καιρού
***
Μάνα εικόνα άγια μου! και Παναγιά δικιά μου
μ'όρκο σιωπής γονάτιζες στον πόνο τ'αλλουνού
βουβός ήσουν προσκυνητής κι εγώ με τη σειρά μου
δυο στίχους εναπόθεσα, δυο λόγια θαυμασμού
***
Μικρό παιδάκι ήμουνα σαν σ'επιανα το χέρι
μέσα στα μάτια σου έσταζε το δάκρυ τ'ουρανού
Μαγδαληνή σε φώναζαν στα πέρα κείνα μέρη
κρυφό χαμόγελο γλυκό μεθούσες του καιρού
( η ποιότητα του μητρικού ρόλου και η σχέση του με την ικανοποιητική ανάπτυξη του παιδιού έχει απασχολήσει αρκετούς ψυχαναλυτές-μελετητές του χώρου όπως τον W.R.Bion, ο οποίος ασχολήθηκε με τη γένεση της σκέψης
)
για τη Μάνα
Χάδι αστείρευτο και άδολη αγάπη
ακέρια και χαμηλοβλεπούσα
Το καντήλι πάντα αναμμένο
δε στερεύει ποτέ το λάδάκι του
εικόνα άγια μιας Παναγιάς δικής μας...
πρώτο βλέμμα...νούφαρο
πρώτο βύζαγμα
πρώτο βήμα...μόνιμη αγκαλιά
να σβήνει κάθε πόνο
κάθε λάθος
κάθε πνιγμό....
εκεί ...σε σιωπής όρκο
καρτερικότητα κι υπομονή
κομμάτι της δικό της
που ξέρει την αξία του...
αξία της Ύπαρξης....Άγνωστη Θεά
ανώνυμη μες στους ανώνυμους...
λύκαινα στις συμφορές...
ο Πόνος...πάντα να χάσκει...
μόνιμος σύντροφοςτης ζωής
επίμονος συμβιβασμός μαζί του
Βουβή στο ρόλο σου
προσκυνητής της Μοίρας χωρίς αγκομαχητά
σπλάχνο της ο σεβασμός....
Σοφία αστείρευτη
δύναμη ψυχική
σε γλυκόπνοο άρμα...
Αφιλοκερδής η προσφορά
μιας αγάπης γνήσιας
εφ'όρου ζωής
ταγμένη να
ΥΠΑΡΧΕΙ!
(η μητέρα μου διηγείται)
Θύμισες από την κατοχή
Πέτρινα χρόνια...σκοτεινά..
κι η αντοχή.....κρεμάστηκε στο ράφι!
Η πείνα έδερνε ψυχές,
ξεγύμνωνε ελπίδες
κι η χαραυγή επάλευε κάθε φορά το γιόμα!
Μια χήρα! Τρία ορφανά
με μια ελιά στη χούφτα
στα τέσσερα να μοιραστεί
για να γευθεί τον πόνο!
Τον πόνο που έστεκε βαρύς
ξερόγλυφε τα χείλη
με της αλμύρας την πνοή
τη γεύση της λαχτάρας
και της γλυκόπικρης ζωής
που στέκονταν στην πόρτα
να καρτεράει τον καιρό
του χρόνου το μαρτύριο
με τις πληγές της ανοιχτές
το δάκρυ στην παλάμη
και την κρυφή ελπίδα μας
κεντίδι στην ποδιά της!
Μάνα Πατρίδα μου
-Πες μου ποια άφωνη κραυγή στενάζει στους αιώνες
ποιος τάχα θάνατος αργός μας γλύφει τις πληγές
παγώνουν τώρα τα κορμιά δικάζουν τους χειμώνες
κι ο Πειρασμός την Άνοιξη θύματα αναμετρά
***
Πατρίδα μου, σε σπείρανε με όρους και διχόνοια
φλέγεσαι μές τους κάμπους σου μαζεύοντας σοδειά
είναι ίδια τα χρόνια σου και στα μαλλιά σου χιόνια
να γίνεις ξένη και βορά, αλλόγλωσση, γριά
***
Εσύ τον ήλιο θ'απαντάς χειμώνες καλοκαίρια
με το τσεμπέρι στα μαλλιά σε ξέπλεκα νησιά
αυτόν τον ήλιο ξεπουλάν, γνωρίζοντας το Φως του
στα σπλάχνα σου δεν έθρεψες μπάσταρδα ορφανά...
***
Είν' η κραυγή που έρχεται απ' τις αρχαίες πέτρες
που γίνηκαν αγάλματα και κλαίνε γοερά
τα μέλη τους κινήθηκαν! μα άδειες οι φαρέτρες
η Σκέψη σου η Αθάνατη τους έδωκε φτερά!
***
Είναι της γλώσσας η λαλιά και της Πυθίας ρήση
των Μυστηρίων η σκιά που μας ακολουθεί
διάσπαρτη μικρή γενιά που φόβισε τη Δύση
η Δωδωναία πλώρη σου τη Λευτεριά μηνά
***
««κι αν σήμερα εσύ μιλάς για την Πατρίδα,
για ήρωες που έβαψαν τα χώματα αυτά
σαρώνουν οι επιτήδειοι με μιάς σαν το χιονά
την ιστορία απ'αρχής, το Είμι και το Οίδα....»»
Μάνα Πατρίδα μου
Σε κούρσεψαν οι «άρχοντες» εν μέσω των αιώνων
λαλίστατοι εντόπι-οι ξένων επενδυτών
ακέφαλη παρίστασαι όλων των υπερμάχων
και ανεκλάλητη σκορπάς «ανέκδοτα» φιλιά....
***
Λαλίστατοι «κοσμοκριτές» της μαύρης συφοράς
που στο Μεσαίωνα γυρνούν γιατί εκεί ανήκουν
η Αναγέννηση, στιγμές και δανεικές να θάμπουν
απ'τα αρχαία σου γραπτά και τις περγαμηνές
***
Ποιές θεωρίες σ'έφτιαξαν αγαλματένια κόψη
μ'αφομοιώσεις έγινες Δημιουργός Λαλιάς
αυτοί που τώρα φτύνουνε την τωρινή σου όψη
είναι οι ίδιοι εραστές, φθήνειας και μάστιγας
***
Αυτοί που διατρανεύουνε το «δίκιο» μ'ένα πάθος
οι ίδιοι πνίγονται εσαεί μέσα στο συρφετό
κι αν φτωχικιά η μοίρα σου, ο Πλούτος στην καρδιά σου
θε να κριθεί από Θεούς, στον έβδομο Ουρανό....
***
Παιδιά που σε βυζάξανε ,σου στράγγιξαν τα στήθη
τα ιμάτιά σου ξεπουλούν με τόση μπαμπεσιά
παζάρια κάνουν και κονέ, στ'αρχαία σου τα ήθη
μα η Ανάσταση βαστά στου Μάη την εμπασιά...
ω! μάνα Ελλάδα μου!
Στη ράχη σου εφόρτωσε τα χρέη η Ευρώπη
αυτή η «έμορφη κυρά» π'απέδιωξεν ο Δίας
Εγνώριζε ο Αθάνατος κι η σχέση διεκόπη
σαν κραταιός στον Όλυμπο έζησε άνευ χρείας
δικαίως δεν εσήκωσε βρεγμένη μία κώπη
παρά την εγκατέλειψε μόνη άνευ προνοίας
***
Ουδέν σημαίνον γεγονός κι ο μύθος παραμύθι
τα Κάλλη της ω!συμφορά! Ρομαντική εν τέλει
το σημαινόμενο απλώς, κουκί χωρίς ρεβύθι
καρπούς απέδωσε, παιδιά, Μάνα που δεν τα θέλει
και τα παιδεύει μια ζωή τρόπο εκεί δε βρίθει
με το Μεσαίωνα αγκαλιά κοιμάται, δεν τη μέλλει
***
Μα ο τροχός είναι τροχός, π'ο Χρόνος τον κυλάει
έσεται ήμαρ και καιρός κι όλα στριφογυρίζουν
η Τύχη πάντα ευνοεί αυτόν που την πονάει
χάρες διάχυτες παντού στα μάτια του π'ορίζουν
χρυσόβολα τα δειλινά του Ήλιου που μεθάει
ω!Κλασσική μου Ομορφιά με Κάλλος σε γιομίζουν.
«Άν μεταφράζονταν αυτό το βλέμμα σου...
αν ρίζωνε αυτό το δάκρυ... η γης θ'ανάθρεβε παιδιά
κι ο ωκεανός αστέρια....»
για όλες τις ανέστιες του κόσμου μάνες
τη δική σου μάνα...
τη δική μου μάνα...
τη μεγάλη Μάνα...με ιερή σιωπή
ας προφέρουμε το Όνομά της
στο όνομα της Αγάπης ....
«Μάνα μου το κουράγιο σου, βλέπω και δυναμώνω»
Αυτές οι παλιές γυναίκες, σαν τη μάνα μου, τη μάνα σου,
οι επαρχιώτισσες, οι αγράμματες, με τα ηλιοκαμμένα πρόσωπα,
τη σπιρτάδα και το κουράγιο στα μάτια τους, με πάνε πίσω,
στα χρόνια μου τα παιδικά.. στις μάνες εκείνες,
που στα χωράφια έκοβαν τον ήλιο φέτες να ταϊσουν τα παιδιάτους...
λίγο ζυμωτό ψωμί, έφτανε να χορταίνει την πείνα μας
με το τσεμπέρι στα μαλλιά και την υπομονή στη ράχη
ένα ταγάρι για το δρόμο, και μ'ένα *δόξα τω θεώ* στα χείλη κρεμασμένο
χωρίς βαρυγκώμια , γυναίκες του σήμερα , καημένες γυναίκες...
*να μη με πουν καημένη *έλεγε η σχωρεμένη η γιαγιά
πλίνθινο το σπιτάκι μας,
στο παραγώνι: ο τέντζερης, ένα τσουκάλι, ένα λεβέτι,
ένα κασόνι για το στάρι όλα κι όλα τα υπάρχοντα μας ,
κουβαλούσαν το νερό απ' τη ρεματιά με τα γκιούμια,
Η μάνα μου, την έβγαλε μ' ένα παλτό, όλα τα χρόνια, ....
μη μας στερήσει τίποτα, να σπουδάσουμε, να μη δυστυχήσουμε,
κατάκοιτη η γιαγιά σε μια γωνιά κι όμως..
όλα μοσχοβολούσαν αρχοντιά...
Περήφανες γυναίκες παστρικές,
τις έβλεπες κάθε Κυριακή στην εκκλησιά
με μια ευλάβεια... κι η προσευχή... στα χείλη κρεμασμένη
ό,τι κι αν έγινα στη ζωή μου, ό,τι κι αν είμαι τώρα,
το καθόρισαν εκείνα τα χρόνια στο χωριό...
Βόηθησε ο Θεός και η τύχη , μεγάλωσα, σπούδασα...άλλος κόσμος..
μεγαλώνω τα παιδιά μου, με την ίδια περηφάνεια
που αυτές μας κληρονόμησαν
«σαν το μικρό παιδί σε νοιώθω τώρα πλάϊ μου
στους δύσκολους αυτούς καιρούς η αγάπη σου προστάτης...»
Στα μάτια σου η ζωή, χαρακώνει την υπομονή και την καρτερικότητα
εντρυφώντας στα σκληρά χρόνια της προσμονής
με τη δύναμη κρεμασμένη στου χρόνου τα ρέλια
εσύ εκεί, άϋλη μορφή με την αγωνία στο βλέμμα
το φωτοστέφανο της απαντοχής....
στη γέννα, στην αγάπη, στον οδυρμό...
Τις νύχτες που ο θάνατος με θράσος μας χτυπά την πόρτα
εκείνη τη στιγμή που ο άνθρωπος ορφανεύει μεσ' στην περηφάνεια του,
ω! μητέρα μου
τα πολλαπλά σου είδωλα μεθίστανται των εποχών και των αιώνων
σεπτή μου μορφή
με τη σφραγίδα της αγιοσύνης σου βυζαίνεις τα παιδιά σου
Άγγελος μπροστάρης
με τη σπαργανωμένη τρυφερότητα των λέξεων
αγκαλιάζεις το άδολον της αγάπης
στη δϋαδική σου ταύτιση
στην ανωτερότητα του θήλυ
Κυβέλεια η διδαχή μηνά ανά τους αιώνες το ύψιστο αγαθό Ζωής....
Μάνες
χαροκαμένες μάνες,
με τα βαθουλωμένα μάτια
στερημένα από τα δάκρυα,
γυναίκες μόνες
σαν χάθηκε το νόημα της ζωής τους νωρίς
υπεράνθρωπες
ζουν με τις αναμνήσεις στην καρδιά
όλων εκείνων που αγάπησαν με πάθος και αξία
καρτερικά υπάρχουν με τον πόνο συντροφιά
κι ένα καντήλι αναμμένο να φωτίζει τις νυχτιές τους..
bereaved mothers, with sunken eyes
deprived of tears,
single women
lost as the meaning of life early
superhuman
live with the memories of the heart
all those who loved
with passion and value
there patiently
companionship with pain
and a candle
to brighten their nights ..
Σήμερα...
Η Μάνα, είναι κάθε ώρα και στιγμή στο μυαλό μας...
σεπτή μορφή στο προσκεφάλι μας και στην καρδιά μας....
μια καθημερνή κουβέντα με τη μάνα μου....
-Βαρύς ο λόγος μάνα μου, να λές
και μάλλον, 'τούτο να πιστεύεις
πως τη ζωή βαρέθηκες, κι άλλο δε θές
να ζείς με δίχως νόημα, να κυβεύεις....
-Μα, σε πειράζω, απαντώντας γλαφυρά
πως δέ σε θέλει Εκείνος εκεί πάνω
για, δεν ασπρίσαν 'κόμα τα μαλλιά
θα πάς, όταν δοθεί η εντολή εξ'Άνω
-Πάντα περήφανη, νοιώθεις, πως: φορτική
εγίνη η ανημπόρια σου στους άλλους
και δεν μου πάει μάνα μου η ψυχή
σε ξένα χέρια να σ'αφήσω και υφάλους
-Μιά ταραχή όλο το βιός μέσα στα χρόνια
πέτρινα, εκεί μ' ορφάνεια και φτωχολογιά
κρατιέσαι ζωντανή έναν αιώνα
διδάσκεις, ιστορία σε γενιά...
-Νομίζω, κάποιος Λόγος σε κρατεί ολόρθη
νομίζω κάποιος λόγος και για 'μέ
η υπομονή εμπρός μου ορθώθη
μα στο Αμήν, λέγω: «Βόηθα Θεέ»
-Σαν αντιστράφηκαν τώρα οι πόλοι
δες: μεγαλώνω ένα παιδί από αρχής
ανήμπορο είν' θες, και οι δικοί μου ρόλοι:
της περι-ποίησης θαρρώ και της απαντοχής....
18/05/2017
Σε κείνες τις γυναίκες που συμφιλιώθηκαν με το θάνατο...
Σε κείνες τις σεπτές μορφές με τα κέρινα πρόσωπα
τα μαύρα τσεμπέρια στα μαλλιά και τα χαμηλωμένα μάτια
στα 'κονίσματα της Παναγιάς...
Σε κείνες τις αργάτριες του πόνου και της υπομονής
Στις ρυτιδιασμένες Αφροδίτες με τα σταφιδιασμένα στήθια τους
Στις ορφανές μάνες και κόρες
Στις μοναχικές του κόσμου εξαϋλωμένες υπάρξεις
Στη μάνα σου Στη μάνα μου
Σε σένα Σε μένα
Στις κόρες μας
στους γιούς μας .....
Σε όλες τις Γυναίκες....
Σε όλες τις Ψυχές .....
[{-πόσα τραβήξαμε-
μόνιμη η φράση στα χείλη της,
μονολογεί, επαναλαμβάνεται
την ακούω συνέχεια...-ωχ μωρέ μάνα-
-να σας φυλάει ο θεός - να μη ζήσετε όσα ζήσαμε-
η τηλεόραση παίζει τη «Μαρία Δημάδη»,
της το γυρίζω επίτηδες στην ερτ
να μη κάθεται και βλέπει όλες αυτές τις αηδίες που προβάλλουν τα μέσα ενημέρωσης
Μιλάει μόνη της, βλέποντας τις εικόνες,
σηκώνεται να διαβάσει από κοντά τις λεζάντες, δεν της ξεφεύγει τίποτα....
παρόλο που βαριακούει απ'το ένα αυτί, δε βλέπει και καλά,
ιδίως με την υγρασία και το κρύο, επιβαρύνεται η κατάσταση περισσότερο,
εκεί όμως.... δεν το βάζει κάτω...}]
ετών 94 απεβίωσε στις 29/11/2017