Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Αλέκος Σακελλάριος.

Η συγγραφή μιας βιογραφίας φαντάζει εύκολη υπόθεση. Είναι κάπως σαν παζλ με ημερομηνίες και γεγονότα. Όταν όμως η βιογραφία αφορά σε ένα πρόσωπο τόσο κοντινό και αγαπημένο, όπως ένας παππούς, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Υπάρχει το δημόσιο πρόσωπο, όπου αυτές ακριβώς οι ημερομηνίες και τα γεγονότα αρκούν, υπάρχει όμως και το ιδωτικό, όπου όλα αυτά ναι μεν υπάρχουν, αλλά φιλτράρονται μέσα από αναμνήσεις και συναισθήματα. Θα προσπαθήσω να μείνω στα γεγονότα όπως ο ίδιος ήθελε να μιλάει γι' αυτά.
Ο Αλέκος Σακελλάριος γεννήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 1913 από τον Πύρρο Σακελλάριο και την Ελένη Ζάππα, απόγονο του γνωστού εθνικού ευργέτη. Είχε δύο αδελφές, την Μίκα και την Ευγενία. Οι πρώτες του αναμνήσεις ήταν από το αρχοντικό του παππού του, του Απόστολου Ζάππα, στην Ακαδημίας. Αναμνήσεις με υπηρέτες, κήπους και άμαξες. Τα επόμενα χρόνια οι καταστάσεις άλλαξαν δραματικά αλλά το κέφι για ζωή παρέμεινε. Εξαιτίας κάποιων προβλημάτων με τα κληροδοτήματα, η οικογένεια μπήκε σε μια περίοδο φτώχειας. Οι ιστορίες του άλλαξαν, και μιλούσαν ξαφνικά για συνεχείς μετακομίσεις, πείνα, την προσπάθεια να δει δωρεάν θεατρικές παραστάσεις κρυμμένος κάτω από μάντρες και αιματηρές οικονομίες για την αγορά της πρώτης φυσαρμόνικας. Κάπου εκεί δειλά-δειλά μπαίνουν και αφηγήσεις για τους πρώτους έρωτες, τα πρώτα ραντεβού (με παπούτσια ή χωρίς), για την πρώτη χειροποίητη εφημερίδα, αλλά και για την “Διάπλαση των Παίδων” του Γρηγορίου Ξενόπουλου, όπου το παρατσούκλι του ήταν η “Μαϊμού του Κωλέττη”.
Λίγα χρόνια μετά, θα μπει στη ζωή του η γιαγιά μου, Ματούλα Ντάβαρη. Η Ματούλα είχε γεννηθεί το 1919, και οι δυο τους γνωρίστηκαν μέσω κοινών παιδικών φίλων. Παντρεύτηκαν το 1937 και απέκτησαν δύο παιδιά, την Ελένη και την Ανή. Η Ματούλα ήταν στο πλευρό του, από την αρχή της καριέρας του, σαν σύντροφος, έμπνευση, βοηθός και ο αυστηρότερος κριτής, αφού ήταν πάντα αυτή που διάβαζε και ενέκρινε τα έργα του πρώτη. Έμειναν μαζί σε δύσκολους και εύκολους καιρούς, μέχρι τον πρόωρο χαμό της, το 1969. Στην συνέχεια της ζωής του, παντρεύτηκε άλλες δύο φορές.
Όσο για αυτήν την καριέρα, από που να ξεκινήσει κανείς... Ήταν η Νομική που δεν τον κέρδισε ποτέ, στιχάκια, χρονογραφήματα και αρθράκια σε διάφορες εφημερίδες όπως η Καθημερινή, και ένα πέρασμα από το φωτορεπορτάζ, με την κάλυψη του αεροπορικού δυστυχήματος στην Μαλακάσα και τις φρικιαστικές φωτογραφίες που έμειναν κρυμμένες. Ήταν και τα πρώτα σκετς, τα πρώτα νουμεράκια σε χαρτιά και κουτιά τσιγάρων, η πρώτη ευκαιρία στην επιθεώρηση “Σβούρα” στο Θέατρο Περοκέ. Ήταν και όλοι αυτοί οι συνθέτες, όπως ο Σογιούλ ή ο Χατζιδάκις που έντυσαν μουσικά τα στιχάκια του. Ήταν και εκείνη η συνεργασία με τον Βασιλειάδη το 1935 που οδήγησε στον “Βασιλιά του Χαλβά”. Ήταν και όλοι αυτοί, συνεργάτες και δάσκαλοι μαζί, όπως ο Χρήστος Γιαννακόπουλος και ο Φιλοποίμην Φίνος, που τον άκουσαν και τον εμπιστεύτηκαν. Ήταν και εκείνη η σκηνοθετική αρχή με το “Παπούτσι από τον τόπο σου” που του άνοιξε τον δρόμο στον κινηματογράφο. Ήταν και η ευκολία με την οποία αγκάλιαζε τα νέα μέσα και η ενασχόλησή του και με την τηλεόραση. Είμαστε και όλοι εμείς, τρεις και γενεές θεατών, που ακόμα τον ακούμε, τον βλέπουμε και τον τραγουδάμε.
Η τελευταία δεκαετία της ζωής του, του γέννησε μια πικρία. Όχι ότι σταμάτησε να γράφει, το αντίθετο μάλιστα. Η Ελλάδα άλλαζε, και μαζί και η τέχνη της, και ο ίδιος ένιωθε πως πλέον δεν υπήρχε χώρος ούτε για τη δουλειά του, αλλά ούτε και για τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος εξέφραζε την ελληνική πραγματικότητα. Απορούσε ειλικρινά με την τέχνη, που όπως έλεγε, αφορούσε ελάχιστους και είχε πληγωθεί από το γενικευμένο αίσθημα απαξίωσης προς τους δημιουργούς της γενιάς του, και τον ίδιο φυσικά.
Μπορεί να μην παρακολούθησε ποτέ κάποια σχολή σκηνοθεσίας, αλλά ο Φίνος του έδωσε την ευκαιρία να εξελίξει το έμφυτο ταλέντο του, και μαζί με αυτό, την ίδια την τέχνη του ελληνικού σινεμά. Είχε λοιπόν πολλές πρωτιές στην καριέρα του, όπως την πρώτη ελληνική ταινία με παράλληλη ηχοληψία (Οι Γερμανοί ξανάρχονται – 1948), το πρώτο ελληνικό road movie (Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο – 1955) που τυγχάνει να είναι και η πρώτη ελληνική ταινία με sequel, και φυσικά την πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία (Η Αλίκη στο Ναυτικό – 1961).
*...... Ο Αλέκος με τη Ματούλα διακοπές στη λίμνη Ιωαννίνων.
Κάπου εδώ ένας άλλος συγγραφέας βιογραφιών θα έκλεινε το κείμενο. Εγώ δυσκολεύομαι να το κλείσω, γιατί ούτε συγγραφέας είμαι, ούτε με καλύπτει μια ημερομηνία θανάτου.. Βλέπετε, μιλάμε για έναν άνθρωπο, που ενώ έχει φύγει εδώ και δεκαετίες, είναι ακόμα παρών. Είναι στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, σε ατάκες που λέγονται ακόμα από παρέες, σε τραγούδια που όλοι σιγοψυθιρίζουν, σε ασπρόμαυρες σκηνές που συνοδεύουν κυριακάτικα μεσημέρια, σε εικόνες μιας νοσταλγικής αθωώτητας. Ίσως να είναι ο ίδιος εκείνο το βότσαλο που έπεσε στη λίμνη και τάραξε τα νερά τόσο, που τα κύματα του ακόμα να φτάνουν στην όχθη μας.  
~Τίνυ Λεονάρδου, εγγονή Αλέκου Σακελλάριου
Βερολίνο 2017







...Όταν ήμασταν παιδιά κάναμε μακροβούτια στη θάλασσα, για να αποδείξουμε στους άλλους ότι φτάσαμε έως κάτω στο βυθό, πιάναμε με τα χέρια μας, ότι βρίσκαμε, άμμο - φύκια - βότσαλα, καί τα δείχναμε θριαμβευτικά όταν ανεβαίναμε επάνω.
Τώρα πια.., δεν κάνουμε μακροβούτια στη θάλασσα, κάνω όμως μακροβούτια στο χρόνο, κλείνω τα μάτια μου, όπως τότε.., και βουτάω στο παρελθόν. Κι' όταν ανεβαίνω απάνω στο σήμερα, κρατάω στα χέρια μου τις αποδείξεις για το πόσο βαθιά βούτηξα στο χρόνο, και βγαίνουνε έτσι στην επιφάνεια, ολοζώντανες οι  αναμνήσεις απ'τα παιδικά μου χρόνια. 
Κομματάκια - κομματάκια - λαμπερά, που προσπαθώ να τα βάλω σε μια σειρά σαν τα ψηφιδωτά, και να ξαναζωντανέψω μια εικόνα χαμένη, στη παγερή σκιά του βυθού. 
Ηλιόλουστα πρωινά, και φεγγαρόλουστα βράδια, χαμόγελα κοριτσίστικα, και βάσανα μαθητικά, στιγμές ασήμαντες, που διατηρήσανε όμως πεντακάθαρα, το χρόνο τους, και τη λάμψη τους... 
Και τώρα..., που τις ξαναβγάζω στην επιφάνεια τις ξαναζώ.., κατά κάποιο τρόπο, που με κάνει.., να μελαγχολώ χαμογελαστά...(Αλέκος Σακελλάριος.)




Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Μάνα Νυν και Αεί

 ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΓΓΟΥΡΙΔΑΚΗ - ΚΟΥΦΟΓΑΖΟΥ  Ποιήματα για την Μάνα



Μάνα μου...(σονέτο 1.)

Aρχαίος γόνος Μάνα μου, είσαι κι απαντοχή
κυοφορείς εκεί εννιά, μήνες της πανσελήνου
σοδειά η αγάπη σου, Μήτρα του επωδύνου
του Πόνου σου Κυβέλεια, είναι η απαρχή
***
Πως θεϊκό το γένος σου, αρχαϊκή μητέρα
δυαδική η ταύτιση, μάνα εσύ, Ζωής
αιώνια απέθαντη της χρονικής ροής
δοξαστική των ύμνων, αχολογεί η μέρα
***
Ορφάνεψες σε πέτρινα, χρόνια καθημαγμένα
ο θάνατος σημάδευε με δυο του σαϊτιές
χαράκωνε το σώμα σου μεσ'στη φτωχολογιά
***
μια δύναμη ασίγαστη χέρια μου δουλεμένα
για την ελπίδα έστεργες 'κείνες τις κολιγιές
μια μινιατούρα απέμεινες, τώρα στα γηρατειά
***
2η επιλογή
«μου γιγαντώνεις τα μπορώ με μια σου αγκαλιά
στα μάτια είσαι της ψυχής, δική μου ηλιαχτίδα
ω Μάνα καλομάνα μου, βράχος μου κι Ομορφιά»



σονέτο2. 

Παράπεφτε μές τους καιρούς της Μάνας η ευχή
περίσσευε η έγνοια της σε πλάνα καταιγίδα
ξύλινη γλώσσα άφωνη, φάνταζε η Ελπίδα
ψευδαίσθηση την είπανε, του λάθους ανοχή
***
Παράταιροι υπάρχουμε, χωρίς τη συνοχή
ανθίζουνε οι 'μυγδαλιές, τ'ουρανού ασπίδα
μ'έναν Φλεβάρη βρόχινο επισφαλής δικλείδα
κλειστές στροφές προέκυψαν, ως άλλη εκδοχή
***
Σε μια στροφή μας ρίγησε αγέρι δροσερό
έφερνε τόσες ευωδιές, ρίμες αγαπημένες
αύρα π'απλώθηκε σιμά σκορπίστηκε μεμιάς
***
φίλησε μια στιγμή εκεί, το χώμα καρπερό
ξανάφερε τις άνοιξες οπού'ταν ξεχασμένες
για να ποτίσουν με φωτιά, τα λάθη μιας γενιάς





για τη Μάνα του Γρηγόρη 

Ήρθες σαν όνειρο και έλαμψε η μέρα
ένα κρυφό μου δάκρυ σκούπισες γλυκά
σαν παναγιά ασπροφορούσες πέρα
όλοι σε καμαρώνανε εκεί στη δημοσιά
***
Μικρό παιδάκι ήμουνα και σ'έ πιανα απ' το χέρι
μέσα στα μάτια σου έσταζε το δάκρυ τ'ουρανού
Μαγδαληνή σε φώναζαν στα πέρα κείνα μέρη
κρυφό χαμόγελο γλυκό, μεθούσες του καιρού
***
Εσύ μου έμαθες αληθινά,  αγάπη τι σημαίνει
και στη ζωή περπάτησα, στα πόδια μου γερά
ένας σταθμός η ανάσα σου, τη φύλαξες δεμένη
γλυκιά μου μάνα μού'δωσες παντοτεινή χαρά
***
Χάδι μου εσύ αστείρευτο και άδολή μου Αγάπη
σπλάχνο σου πρωτοβύζαγμα, άξια σεβασμού
Μαγδαληνή σε φώναζαν στα πέρα κείνα μέρη
κρυφό χαμόγελο γλυκό, μεθούσες του καιρού
***
Μάνα εικόνα άγια μου! και Παναγιά δικιά μου
μ'όρκο σιωπής γονάτιζες στον πόνο τ'αλλουνού
βουβός ήσουν προσκυνητής κι εγώ με τη σειρά μου
δυο στίχους εναπόθεσα, δυο λόγια θαυμασμού
***
Μικρό παιδάκι ήμουνα σαν σ'επιανα το χέρι
μέσα στα μάτια σου έσταζε το δάκρυ τ'ουρανού
Μαγδαληνή σε φώναζαν στα πέρα κείνα μέρη
κρυφό χαμόγελο γλυκό μεθούσες του καιρού

( η ποιότητα του μητρικού ρόλου και η σχέση του με την ικανοποιητική ανάπτυξη του παιδιού έχει απασχολήσει αρκετούς ψυχαναλυτές-μελετητές του χώρου όπως τον W.R.Bion, ο οποίος ασχολήθηκε με τη γένεση της σκέψης)



 για τη Μάνα

Χάδι αστείρευτο και άδολη αγάπη
ακέρια και χαμηλοβλεπούσα
Το καντήλι πάντα αναμμένο
δε στερεύει ποτέ το λάδάκι του
εικόνα άγια μιας Παναγιάς δικής μας...
πρώτο βλέμμα...νούφαρο
πρώτο βύζαγμα
πρώτο βήμα...μόνιμη αγκαλιά
να σβήνει κάθε πόνο
κάθε λάθος
κάθε πνιγμό....
εκεί ...σε σιωπής όρκο
καρτερικότητα κι υπομονή
κομμάτι της δικό της
που ξέρει την αξία του...
αξία της Ύπαρξης....Άγνωστη Θεά
ανώνυμη μες στους ανώνυμους...
λύκαινα στις συμφορές...
ο Πόνος...πάντα να χάσκει...
μόνιμος σύντροφοςτης ζωής
επίμονος συμβιβασμός μαζί του
Βουβή στο ρόλο σου
προσκυνητής της Μοίρας χωρίς αγκομαχητά
σπλάχνο της ο σεβασμός....
Σοφία αστείρευτη
δύναμη ψυχική
σε γλυκόπνοο άρμα...
Αφιλοκερδής η προσφορά
μιας αγάπης γνήσιας
εφ'όρου ζωής
ταγμένη να ΥΠΑΡΧΕΙ!



  (η μητέρα μου διηγείται)

Θύμισες από την κατοχή



Πέτρινα χρόνια...σκοτεινά..
κι η αντοχή.....κρεμάστηκε στο ράφι!
Η πείνα έδερνε ψυχές,
ξεγύμνωνε ελπίδες
κι η χαραυγή επάλευε κάθε φορά  το γιόμα!

Μια χήρα! Τρία ορφανά
με μια ελιά στη χούφτα
στα τέσσερα να μοιραστεί
για να γευθεί τον πόνο!

Τον πόνο που έστεκε βαρύς
ξερόγλυφε τα χείλη
με της αλμύρας την πνοή
τη γεύση της λαχτάρας
και της γλυκόπικρης ζωής
που στέκονταν στην πόρτα
να καρτεράει τον καιρό
του χρόνου το μαρτύριο
με τις πληγές της ανοιχτές
το δάκρυ στην παλάμη
και την κρυφή ελπίδα μας
κεντίδι στην ποδιά της!


Μάνα Πατρίδα μου

-Πες μου ποια άφωνη κραυγή στενάζει στους αιώνες
ποιος τάχα θάνατος αργός μας γλύφει τις πληγές
παγώνουν τώρα τα κορμιά δικάζουν τους χειμώνες
κι ο Πειρασμός την Άνοιξη θύματα αναμετρά
***
Πατρίδα μου, σε σπείρανε με όρους και διχόνοια
φλέγεσαι μές τους κάμπους σου μαζεύοντας σοδειά
είναι ίδια τα χρόνια σου και στα μαλλιά σου χιόνια
να γίνεις ξένη και βορά, αλλόγλωσση, γριά
***
Εσύ τον ήλιο θ'απαντάς χειμώνες καλοκαίρια
με το τσεμπέρι στα μαλλιά σε ξέπλεκα νησιά
αυτόν τον ήλιο ξεπουλάν, γνωρίζοντας το Φως του
στα σπλάχνα σου δεν έθρεψες μπάσταρδα ορφανά...
***
Είν' η κραυγή που έρχεται απ' τις αρχαίες πέτρες
που γίνηκαν αγάλματα και κλαίνε γοερά
τα μέλη τους κινήθηκαν! μα άδειες οι φαρέτρες
η Σκέψη σου η Αθάνατη τους έδωκε φτερά!
***
Είναι της γλώσσας η λαλιά και της Πυθίας ρήση
των Μυστηρίων η σκιά που μας ακολουθεί
διάσπαρτη μικρή γενιά που φόβισε τη Δύση
η Δωδωναία πλώρη σου τη Λευτεριά μηνά
***
««κι αν σήμερα εσύ μιλάς για την Πατρίδα,
για ήρωες που έβαψαν τα χώματα αυτά
σαρώνουν οι επιτήδειοι με μιάς σαν το χιονά
την ιστορία απ'αρχής, το Είμι και το Οίδα....»»




Μάνα Πατρίδα μου 

Σε κούρσεψαν οι «άρχοντες» εν μέσω των αιώνων
λαλίστατοι εντόπι-οι ξένων επενδυτών
ακέφαλη παρίστασαι όλων των υπερμάχων
και ανεκλάλητη σκορπάς «ανέκδοτα» φιλιά....
***
Λαλίστατοι «κοσμοκριτές» της μαύρης συφοράς
που στο Μεσαίωνα γυρνούν γιατί εκεί ανήκουν
η Αναγέννηση, στιγμές και δανεικές να θάμπουν
απ'τα αρχαία σου γραπτά και τις περγαμηνές
***
Ποιές θεωρίες σ'έφτιαξαν αγαλματένια κόψη
μ'αφομοιώσεις έγινες Δημιουργός Λαλιάς
αυτοί που τώρα φτύνουνε την τωρινή σου όψη
είναι οι ίδιοι εραστές, φθήνειας και μάστιγας
***
Αυτοί που διατρανεύουνε το «δίκιο» μ'ένα πάθος
οι ίδιοι πνίγονται εσαεί μέσα στο συρφετό
κι αν  φτωχικιά η μοίρα σου, ο Πλούτος στην καρδιά σου
θε να κριθεί από Θεούς, στον έβδομο Ουρανό....
***
Παιδιά που σε βυζάξανε ,σου στράγγιξαν τα στήθη
τα ιμάτιά σου ξεπουλούν με τόση μπαμπεσιά
παζάρια κάνουν και κονέ, στ'αρχαία σου τα ήθη
μα η Ανάσταση βαστά στου Μάη την εμπασιά...



 ω! μάνα Ελλάδα μου!


Στη ράχη σου εφόρτωσε τα χρέη η Ευρώπη
αυτή η «έμορφη κυρά» π'απέδιωξεν ο Δίας
Εγνώριζε ο Αθάνατος κι η σχέση διεκόπη
σαν κραταιός στον Όλυμπο έζησε άνευ χρείας
δικαίως δεν εσήκωσε βρεγμένη μία κώπη
παρά την εγκατέλειψε μόνη άνευ προνοίας
***
Ουδέν σημαίνον γεγονός κι ο μύθος παραμύθι
τα Κάλλη της ω!συμφορά! Ρομαντική εν τέλει
το σημαινόμενο απλώς, κουκί χωρίς ρεβύθι
καρπούς απέδωσε, παιδιά, Μάνα που δεν τα θέλει
και τα παιδεύει μια ζωή τρόπο εκεί δε βρίθει
με το Μεσαίωνα αγκαλιά κοιμάται, δεν τη μέλλει
***
Μα ο τροχός είναι τροχός, π'ο Χρόνος τον κυλάει
έσεται ήμαρ και καιρός κι όλα στριφογυρίζουν
η Τύχη πάντα ευνοεί αυτόν που την πονάει
χάρες διάχυτες παντού στα μάτια του π'ορίζουν
χρυσόβολα τα δειλινά του Ήλιου που μεθάει
ω!Κλασσική μου Ομορφιά με Κάλλος σε γιομίζουν.





«Άν μεταφράζονταν αυτό το βλέμμα σου...
αν ρίζωνε αυτό το δάκρυ... η γης θ'ανάθρεβε παιδιά
κι ο ωκεανός αστέρια....»

για όλες τις ανέστιες του κόσμου μάνες
τη δική σου μάνα...
τη δική μου μάνα...
τη μεγάλη Μάνα...με ιερή σιωπή
ας προφέρουμε το Όνομά της
στο όνομα της Αγάπης ....

«Μάνα μου το κουράγιο σου, βλέπω και δυναμώνω»
Αυτές οι παλιές γυναίκες, σαν τη μάνα μου, τη μάνα σου,
οι επαρχιώτισσες, οι αγράμματες, με τα ηλιοκαμμένα  πρόσωπα,
τη σπιρτάδα και το κουράγιο στα μάτια τους, με πάνε πίσω,
στα χρόνια μου τα παιδικά.. στις μάνες εκείνες,
που στα χωράφια έκοβαν τον ήλιο φέτες  να ταϊσουν τα παιδιάτους...
λίγο ζυμωτό ψωμί, έφτανε να χορταίνει την πείνα μας
με το τσεμπέρι στα μαλλιά και την υπομονή στη ράχη
ένα ταγάρι για το δρόμο, και μ'ένα *δόξα τω θεώ* στα χείλη κρεμασμένο
 χωρίς βαρυγκώμια , γυναίκες του σήμερα , καημένες γυναίκες...
*να μη με πουν καημένη *έλεγε η σχωρεμένη η γιαγιά
πλίνθινο το σπιτάκι μας,
στο παραγώνι: ο τέντζερης, ένα τσουκάλι, ένα λεβέτι,
ένα κασόνι για το στάρι όλα κι όλα  τα υπάρχοντα μας ,
κουβαλούσαν το νερό  απ' τη ρεματιά με τα γκιούμια,
Η μάνα μου, την έβγαλε μ' ένα παλτό, όλα τα χρόνια, ....
μη μας στερήσει τίποτα, να σπουδάσουμε, να μη δυστυχήσουμε,
κατάκοιτη η γιαγιά σε μια γωνιά κι όμως..
όλα μοσχοβολούσαν αρχοντιά...
Περήφανες γυναίκες παστρικές,
τις έβλεπες κάθε Κυριακή στην εκκλησιά
με μια ευλάβεια... κι η προσευχή... στα χείλη κρεμασμένη
ό,τι κι αν έγινα στη ζωή μου, ό,τι κι αν είμαι τώρα,
το καθόρισαν εκείνα τα χρόνια στο χωριό...
Βόηθησε ο Θεός και η τύχη , μεγάλωσα, σπούδασα...άλλος κόσμος..
μεγαλώνω τα παιδιά μου, με την ίδια περηφάνεια
που αυτές μας κληρονόμησαν
«σαν το μικρό παιδί σε νοιώθω τώρα πλάϊ μου
στους δύσκολους αυτούς καιρούς η αγάπη σου προστάτης...»
Στα μάτια σου η ζωή, χαρακώνει την υπομονή και την καρτερικότητα
εντρυφώντας στα σκληρά χρόνια της προσμονής
με τη δύναμη κρεμασμένη στου χρόνου τα ρέλια
εσύ εκεί, άϋλη μορφή με την αγωνία στο βλέμμα
το φωτοστέφανο της απαντοχής....
στη γέννα, στην αγάπη, στον οδυρμό...

Τις νύχτες που ο θάνατος με θράσος μας χτυπά την πόρτα
εκείνη τη στιγμή που ο άνθρωπος ορφανεύει μεσ' στην περηφάνεια του,
ω! μητέρα μου
τα πολλαπλά σου είδωλα μεθίστανται των εποχών και των αιώνων
σεπτή μου μορφή
με τη σφραγίδα της αγιοσύνης σου βυζαίνεις τα παιδιά σου
Άγγελος μπροστάρης
με τη σπαργανωμένη τρυφερότητα των λέξεων
αγκαλιάζεις το άδολον της αγάπης
στη δϋαδική σου ταύτιση
στην ανωτερότητα του θήλυ
Κυβέλεια η διδαχή μηνά ανά τους αιώνες το ύψιστο αγαθό Ζωής....

Μάνες


χαροκαμένες μάνες,
με τα βαθουλωμένα μάτια
στερημένα από τα  δάκρυα,
γυναίκες μόνες
σαν χάθηκε το νόημα της ζωής τους νωρίς
υπεράνθρωπες
ζουν με τις αναμνήσεις στην καρδιά
όλων εκείνων που αγάπησαν με πάθος και αξία

καρτερικά υπάρχουν με τον πόνο συντροφιά
κι ένα καντήλι αναμμένο να φωτίζει τις νυχτιές τους..


bereaved mothers, with sunken eyes
deprived of tears,
single women
lost as the meaning of life early
superhuman
live with the memories of the heart
all those who loved
with passion and value

there patiently
companionship with pain
and a candle
to brighten their nights ..




Σήμερα...


Η Μάνα, είναι κάθε ώρα και στιγμή στο μυαλό μας...
σεπτή μορφή στο προσκεφάλι μας και στην καρδιά μας....


μια καθημερνή κουβέντα με τη μάνα μου....



-Βαρύς ο λόγος μάνα μου, να λές
και μάλλον, 'τούτο να πιστεύεις
πως τη ζωή βαρέθηκες, κι άλλο δε θές
να ζείς με δίχως νόημα, να κυβεύεις....
-Μα, σε πειράζω, απαντώντας γλαφυρά
πως δέ σε θέλει Εκείνος εκεί πάνω
για, δεν ασπρίσαν 'κόμα τα μαλλιά
θα πάς, όταν δοθεί η εντολή εξ'Άνω
-Πάντα περήφανη, νοιώθεις, πως: φορτική
εγίνη η ανημπόρια σου στους άλλους
και δεν μου πάει μάνα μου η ψυχή
σε ξένα χέρια να σ'αφήσω και υφάλους
-Μιά ταραχή όλο το βιός μέσα στα χρόνια
πέτρινα, εκεί μ' ορφάνεια και φτωχολογιά
κρατιέσαι ζωντανή έναν αιώνα
διδάσκεις, ιστορία σε γενιά...
-Νομίζω, κάποιος Λόγος σε κρατεί ολόρθη
νομίζω κάποιος λόγος και για 'μέ
η υπομονή εμπρός μου ορθώθη
μα στο Αμήν, λέγω: «Βόηθα Θεέ»
-Σαν αντιστράφηκαν τώρα οι πόλοι
δες: μεγαλώνω ένα παιδί από αρχής
ανήμπορο είν' θες, και οι δικοί μου ρόλοι:
της περι-ποίησης θαρρώ και της απαντοχής....

18/05/2017

Σε κείνες τις γυναίκες που συμφιλιώθηκαν με το θάνατο...
Σε κείνες τις σεπτές μορφές με τα κέρινα πρόσωπα
τα μαύρα τσεμπέρια στα μαλλιά και τα χαμηλωμένα μάτια
στα 'κονίσματα της Παναγιάς...
Σε κείνες τις αργάτριες του πόνου και της υπομονής
Στις ρυτιδιασμένες Αφροδίτες με τα σταφιδιασμένα στήθια τους
Στις ορφανές μάνες και κόρες
Στις μοναχικές του κόσμου εξαϋλωμένες υπάρξεις
Στη μάνα σου Στη μάνα μου
Σε σένα Σε μένα
Στις κόρες μας
στους γιούς μας .....
Σε όλες τις Γυναίκες....
Σε όλες τις Ψυχές .....




[{-πόσα τραβήξαμε- 
μόνιμη η φράση στα χείλη της, 
μονολογεί, επαναλαμβάνεται
την ακούω συνέχεια...-ωχ μωρέ μάνα-
-να σας φυλάει ο θεός - να μη ζήσετε όσα ζήσαμε-
η τηλεόραση παίζει τη «Μαρία Δημάδη»,
της το γυρίζω επίτηδες στην ερτ
να μη κάθεται και βλέπει όλες αυτές τις αηδίες που προβάλλουν τα μέσα ενημέρωσης

Μιλάει μόνη της, βλέποντας τις εικόνες,
σηκώνεται να διαβάσει από κοντά τις λεζάντες, δεν της ξεφεύγει τίποτα....
παρόλο που βαριακούει απ'το ένα αυτί, δε βλέπει και καλά,
ιδίως με την υγρασία και το κρύο, επιβαρύνεται η κατάσταση περισσότερο,
εκεί όμως.... δεν το βάζει κάτω...}]
ετών 94 απεβίωσε στις 29/11/2017




Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Ο Ρώσος-Αρμένιος ζωγράφος που είχε ως πηγές έμπνευσης την Αρχαία Ελλάδα και την Ελληνική Επανάσταση του 1821



Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου, 1846, Αγία Πετρούπολη, Ναυτικό Κολλέγιο 

Ο Ιβάν Κονσταντίνοβιτς Αϊβαζόφσκι (29 Ιουλίου 1817 - 2 Μαΐου 1900) ήταν Ρώσος ζωγράφος. Γεννήθηκε στη Θεοδοσία της Κριμαίας και σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Πολλά έργα του έχουν θέματα από την Αρχαία Ελλάδα και την Ελληνική επανάσταση. Ένα από τα πιο γνωστά του είναι με θέμα το Ρώσικο Ναυτικό στην Ναυμαχία του Ναβαρίνου.

Τρικυμία στο Σούνιο, 1856, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη


https://www.facebook.com/pg/maritime.museum.gr/photos/?tab=album&album_id=10152335205031051

https://www.theartstory.org/artist-aivazovsky-ivan.htm

"Το σπίτι του Βοσκού'' στην Κράνα Μυλοποτάμου


Η Βούλα Νεονάκη συναντά τον π. Ανδρέα Κόκκινο στον Μυλοπόταμο. Ο ιερέας του Ψηλορείτη, μας καλοδέχεται στο Σπίτι του Βοσκού, και μαζί με τη Βούλα τυροκομούν, βγάζουν ρακί, φροντίζουν τα ζωντανά, και ετοιμάζουν το ωραιότερο τραπέζι.




Στο κρανιώτικο Αόρι, στον ψηλορείτη, σε υψόμετρο 848μ, ένα μιτάτο - καταφύγιο της Κρητικής παράδοσης.



http://tospititouvoskou.gr/?fbclid=IwAR3PtnZ83frR20d6oVILtfYDcexN9va_aZVJpTGVrPq8A1IgTp540sdLBww

https://www.facebook.com/tospititouvoskou/

.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

"Κόψε ταχύτητα',... πόσο γρήγορα περνά ο καιρός...



 "Slow down" Στίχοι τραγουδιού: Nichole Nordeman -  ερμηνεία Nichole Nordeman  / Chris Stevens. 

Ένα πολύ όμορφο και τρυφερό τραγούδι που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Αποκριάτικη Νυχτιά


Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νυχτιά» πρωτοδημοσιεύτηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1892 στην εφημερίδα «Εφημερίς» των Αθηνών. Είναι έργο αθηναϊκό, ηθογραφικό, σατιρικό και αυτοψυχογραφικό, γιατί ο Σπύρος Βεργουδής είναι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, στα πρώτα δραματικά του χρόνια στην Αθήνα.


Αποτέλεσμα εικόνας για τα αναφιωτικα στο 18ο αι

 Εάν δεν ήτο επιμελής σπουδαστής ο Σπύρος ο Βεργουδής, και δεν είχε τυχόν πώς να περνά τας ώρας του, κατά τας πολυημέρους διακοπάς των εορτών και της Απόκρεω, ηδύνατο να εύρη δουλειά καθήμενος εις το παράθυρον και θεώμενος και ακούων τα τελούμενα. Δεν ήτο δρόμος, ήτο αυλή, παμπάλαιος, ευρεία, ακανόνιστος, με τους τοίχους υψηλούς αλλ' ανίσου ύψους, περιβάλλουσα μίαν των παλαιοτέρων οικιών παρά την ανέρπουσαν εσχατιάν της αρχαίας πόλεως, προς την Ακρόπολιν, υψηλά, παρά το Αγιοταφίτικον.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Ένας παλιός ποδοσφαιριστής θυμάται


Υπάρχει Έλληνας ποδοσφαιριστής που να έχει παίξει, με την ομάδα του, αντίπαλος της ομάδας του Πελέ και του Μπεκενμπάουερ; Υπάρχει και είναι ο παλαιός ποδοσφαιριστής του Εθνικού Πειραιώς Πέτρος Κοντόπουλος.

Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Νίκαια, στις δύσκολες εποχές του '60, τότε που η προσφυγούπολη ήταν ποδοσφαιρομάνα και λάτρευε κυρίως την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό, ο Εθνικός ήταν η ομάδα των «λίγων, αλλά εκλεκτών». Βέβαια, στη Νίκαια και στους γύρω δήμους υπήρχαν σπουδαίες μικρές ομάδες-φυτώρια, που τροφοδοτούσαν τους μεγάλους συλλόγους. Η Προοδευτική, η Α.Ε. Νικαίας, ο Άρης, οι δύο ομάδες των Ποντίων (Α.Ο. και ΑΕ.), η Δόξα Πειραιώς, ο Αργοναύτης, ο Ατρόμητος, οι Νέοι Ευγενείας, η Δραπετσώνα, ο Περαμαϊκός, ο ΑΠΟ Κερατσινίου.
Θυμάμαι στα ντέρμπι Δόξα - Πόντιοι στο κατάμεστο το γήπεδο της Νικαίας (χώμα, ξερό σαν πέτρα το τερέν), να δημιουργείται το αδιαχώρητο, με 3.000 κόσμο και φανατισμό, με μάχες εκ του συστάδην. Στη Δόξα έπαιζε ο Μιχάλης Βουτσαράς, που πήγε στον Παναθηναϊκό, στον Ατρόμητο ο Σιδερής, που πήγε στον Ολυμπιακό, στην Προοδευτική ο Φρονιμίδης και ο Χριστοφίδης, και αυτοί πήγαν στον Ολυμπιακό. Στην Α.Ο. Ποντίων έπαιζε ο Πέτρος Κοντόπουλος, κυνηγός, με χαμηλό κέντρο βάρους, «μοβόρο» τον φώναζε η εξέδρα γιατί ήταν άγριος, ενώ έμπαινε στην περιοχή με το κεφάλι κάτω και δύσκολα έπεφτε... Άσε δε που ο Πέτρος ήταν... δεξιός! Σε μια πόλη όπου έβραζε το ΚΚΕ και έβγαζε πάντα δήμαρχο, δεν ήταν εύκολο να είσαι «από την άλλη μεριά». Ο Πέτρος, όμως, όχι μόνο ήταν, αλλά και το έλεγε! 

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2019

"Το τραμ το τελευταίο"

   Το "τραμ το τελευταίο" του Μιχάλη Σουγιούλ σε στίχους του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου, το εμπνεύστηκαν οι στιχουργοί του, σύμφωνα με τον Αλέκο Σακελλάριο, ένα βράδυ που πήγαιναν αργοπορημένοι στο σπίτι του Σουγιούλ και γυρίζει και  λέει στον Γιαννακόπουλο, που καθυστερούσε "Περπάτα!! περπάτα να προλάβουμε το τραμ το τελευταίο".

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Ελίζα Μαρέλλι. Μια όαση στο ελληνικό τραγούδι.

Η Ελίζα Μαρέλλι με τη βαθιά, ζεστή και εκφραστική φωνή της δέσποσε στο χώρο του ελαφρού ελληνικού τραγουδιού στα τέλη της δεκαετίας του '50 και τη δεκαετία του '60. Ερμήνευσε αξέχαστα τραγούδια των Μιχ. Σουγιούλ, Κορίνθιου, Α. Χατζηαποστόλου κ.α. Επίσης ανέδειξε γνωστές επιτυχίες των Γιαννίδη, Χαρόπουλου και Κυπαρίσση. Απέφυγε σταθερά τις εμφανίσεις σε κέντρα, αρκούμενη σε συναυλίες για κοινωνικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς και στη δισκογραφία. Πρωτοστατεί σήμερα, μέσω του συλλόγου φίλων του ελαφρού τραγουδιού να αναβιώσει και να αναδείξει εκείνη την αξέχαστη εποχή και τους κορυφαίους πρωταγωνιστές της.
Για την Ελίζα Μαρέλλι, η Δανάη Στρατηγοπούλου αναφέρει: "Ο Χρήστος Χαιρόπουλος την είχε αποκαλέσει "θεία φωνή"καi "όαση στο ελληνικό τραγούδι". Η Μαρέλλι εμφανίζεται στα τέλη του '50, σε μια εποχή που τα μουσικά πράγματα του τόπου μας αλλάζουν. Το ελαφρό τραγούδι αρχίζει να αποσύρεται. Επιβάλλει την παρουσία της με τον πρώτο δίσκο: Μη φοβάσαι τίποτα άσχημο δεν έχεις να πεις, σε στίχους Ν. Φατσέα, μουσική Ζ. Κορινθίου. Συνεχίζοντας, η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη. "Το καινούργιο σου φουστάνι", "Ο ψαράς και η ψαροπούλα", "Στην υγεία της", "Έρωτα συ μοιραίε μου". Η φωνή της κυριαρχεί στα ραδιόφωνα. Ο τύπος μιλάει για την φωνή χωρίς πρόσωπο. Η Ελίζα υπηρετεί με ιδεαλισμό το ποιοτικό τραγούδι, φέρνει μια επανάσταση με τη στάση της και τη φωνή της. Οι εταιρίες της εμπιστεύονται παλιά τραγούδια, τραγουδισμένα από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές της εποχής, Βέμπο, Δανάη, Μενδρή, Γούναρη, Μαρούδα και άλλους. "Θα ξανάρθεις", "Ρεζέντα", "θα σε πάρω να φύγουμε","Μην μ' αφήνεις μοναχό μου", "Τα μάτια", "Δυο πράσινα μάτια" τραγούδι που το 1962 πήρε βραβείο ανάμεσα σε 13 παγκόσμιες επιτυχίες και ξαναζωντάνεψε με τη φωνή της.

Η ελληνική ύπαιθρος του Κωνσταντίνου Μάνου



Η φτώχεια, οι καθημερινές στιγμές του αγροτικού κόσμου, εικόνες από τα χωριά και τα νησιά της Ελλάδας τη δεκαετία του 1960 αποτελούν τις φωτογραφίες της φωτογραφικής σειράς του Κωνσταντίνου Μάνου, A Greek Portfolio. Μέχρι τις 25 Αυγούστου, το Μουσείο Μπενάκη παρουσιάζει μία έκθεση αφιερωμένη στον καλλιτέχνη της διασποράς.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

Τα έρημα σπίτια στην ποίηση, και ζωγραφική του Δημήτρη Λ. Αποστολίδη




Τα έρημα σπίτια
μας λεν ιστορίες
    που αυτά μόνο ξέρουν....
Τα έρημα σπίτια
πονούν κι υποφέρουν

Κουφάρια του χρόνου
που όρθια στέκουν
τον χρόνο να φεύγει
κοιτούν κι υποφέρουν

Τα έρημα σπίτια
θαρρείς πως μας βλέπουν
και κάτι από μένα
και κάτι από σένα
θαρρείς ότι έχουν!


Θεοφάνης Γραικιώτης

Η Αθήνα του 1876 όπως την είδε ένας Γάλλος περιηγητής


Ο Γάλλος δημοσιογράφος και πολιτικός  Μ. Α. Προύστ (1832-1905) που διέμεινε στην  Αθήνα πριν από ενάμισυ και αιώνα (1857—59) μας αφήκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες και ωραίες εικόνες σχετικές με τη ζωή της Ελληνικής πρωτεύουσας των τελευταίων οθωνικών χρόνων.

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

''Φουρτουνιασμένη θάλασσα'' - Μιχάλης Κονταξάκης.


...Και οι φωνές ταξιδεύουν με τον αέρα, δεν υπάρχουν κλειστά σύνορα.. Και σε άλλη γλώσσα λένε το ίδιο πράγμα..''

Το τραγούδι «Φουρτουνιασμένη θάλασσα» βρίσκεται στην δισκογραφική δουλειά ''Ξέφωτο'', που κυκλοφόρησε από την δισκογραφική εταιρία 'Σείστρον''.

Μουσική: Mιχάλης Κονταξάκης Στίχοι: Μήτσος Σταυρακάκης
Τραγούδι: Μαρία Φασουλάκη, Ίριδα Τσιγάρα

Παίζουν οι μουσικοί: Μιχάλης Κονταξάκης: μαντολίνο Αντώνης Βουμβουλάκης: κιθάρα Κωνσταντίνος Καλατζής: κρουστά

*Ο Μιχάλης Κονταξάκης είναι ένας από τους εκπροσώπους της νέας γενιάς των Ελλήνων κιθαριστών. Σπούδασε κιθάρα με τον Βασίλη Μαστοράκη, τον Κώστα Κοτσιώλη και τον Joaquin Clerch στο πανεπιστήμιο «Robert Schumman» στο Ντίσελντορφ. Βικιπαίδεια

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

45 έγχρωμες φωτογραφίες που μας μεταφέρουν πίσω στο χρόνο σε μια άλλη Ελλάδα


Μια σπάνια φωτογραφική συλλογή μιας παλιάς όμορφης Ελλάδας που μπορεί ο κόσμος να μην είχε τις σημερινές ανέσεις αλλά μπορούσε κανείς εύκολα να διακρίνει στο βλέμμα του, την γαλήνη και την ηρεμία που λείπουν σήμερα.

Ας δούμε ορισμένες όμορφες φωτογραφίες που έχει δημοσιεύσει η σελίδα Konserva – vintage culture και ας αναπολήσουμε μαζί την Ελλάδα μιας άλλης εποχής.

Κώστας Ουράνης Νοσταλγίες

Μοιάζω τοὺς γέρους ναυτικοὺς μὲ τὶς ρυτιδωμένες

         καὶ τὶς σφιγγώδεις τὶς μορφές, ποὺ εἶδα στὴν Ὁλλανδία, 

 παράμερα στῶν λιμανιῶν τοὺς φάρους καθισμένους

 νὰ βλέπουνε, ἀμίλητοι, νὰ φεύγουνε τὰ πλοῖα. 

    Τὰ μάτια τους, ποὺ εἴχανε δεῖ κυκλῶνες καὶ ναυάγια, 

λαχταριστά, νοσταλγικὰ τὰ παρακολουθοῦσαν, 

  καθὼς σηκώναν τὶς βαριὲς ποὺ τρίζαν ἄγκυρές τους

   καὶ μπρὸς στοὺς φάρους ἤρεμα, πελώρια περνοῦσαν. 

Σὲ λίγο τὴν ἀπέραντη τὴ θάλασσα ἀλαργεύαν

καὶ χάνονταν, ἀφήνοντας στὴν πορφυρὴ τὴ δύση

   ἕναν καπνό, ποὺ αὐλάκωνε τὸν οὐρανὸ πρὶν σβήσει: 

κι ὅμως οἱ γέροι ναυτικοί, ἀκίνητοι στοὺς φάρους, 

μὲ τὴ μεγάλη πίπα τους σβησμένη πιὰ στὸ στόμα,

πρὸς τὰ καράβια πού ῾φυγαν ἐκοίταζαν - ἀκόμα...



Κώστας Ουράνης

(12 Φεβρουαρίου 1890 - 12 Ιουλίου 1953) 

O Κώστας Ουράνης (πραγματικό όνομα: Κλέαρχος Νιάρχος ή Νεάρχου, όπως το άλλαξε ο ίδιος, 12 Φεβρουαρίου 1890 - 12 Ιουλίου 1953) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. 

 https://el.wikipedia.org/wiki/Κώστας_Ουράνης
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_oyranhs_poems.htm#ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ
εικόνα: Κωνσταντίνος Βολανάκης, Αραγμένα καράβια. 1895.
https://el.wikipedia.org/wiki/Κωνσταντίνος_Βολανάκης

Γιούντιτ Γιανς Λέιστερ (Judith Leyster, 28 Ιουλίου 1609 – 10 Φεβρουαρίου 1660)


Η Γιούντιτ Γιανς Λέιστερ Judith Leyster, ήταν Ολλανδή ζωγράφος. Η Λέιστερ ζωγράφισε σκηνές της καθημερινότητας, πορτρέτα και νεκρές φύσεις. Μέχρι το 1893 ολόκληρο το έργο της αποδιδόταν στον Φρανς Χαλς, οπότε ο Κορνέλις Χόφστεντε ντε Χρόο πρώτος της απέδωσε επτά πίνακες, έξι από τους οποίους είναι "υπογεγραμμένοι" με το χαρακτηριστικό μονόγραμμα "JL*"

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Η πορτοκαλιά μου

...


Χρόνια η φουντωτή πορτοκαλιά έστεκε, 

ζώντας τον παλμό της μέρας.

Των παιδικών μου χρόνων θησαυρός, 

έντυνε την άνοιξη μελιτοφόρα νύμφη.

Ανεξίτηλες μνήμες.

Με τ’ αστέρια μιλούσε.

Χρόνια αλησμόνητα.

Ανοιγόκλεινε η πόρτα του χαμόσπιτου.

Κάθε πορτοκάλι τους έστελνε μήνυμα.

Μάνα αγαπημένη.


Σοφία Αγραπίδη

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Σμύρνη

Αν μ αγαπάς κι είν’ όνειρο, 
ποτέ να μην ξυπνήσω, 
μες τη γλυκιά τη χαραυγή 
θέε μου ας ξεψυχίσω.
(Σμυρνέικο μινόρε. Μαρία Παπαγκίκα)
Παλιά γέφυρα στη Σμύρνη

Μαρίκα Φιλιππίδου, ποιήτρια που αγάπησε παράφορα ο Αττίκ


 Η ποιήτρια και εκδότρια του πε­ριοδικού - το 1931 - «Νέος Παρθενών», στην Αθήνα, Μαρίκα Φιλιππίδου, καταγόταν από Τραπεζούντιο πατέρα και Τζιώτισσα (από το νησί Κέα) μητέρα, το γένος Λάκωνα. Η πολύ όμορφη Μαρίκα γεννήθηκε το 1877 στην Κωνσταντινούπολη.
Αυτήν τη γυναίκα αγάπησε παράφο­ρα ο Αττίκ (πραγματικό όνομα Κλέων Τριανταφύλλου, Αθήνα 1885-1944), που κατά τη δεκαετία του 1930 ψυχα­γωγούσε τον κόσμο, στη «Μάντρα» του, στην Αθήνα. Ο Αττίκ ήταν γιος πλούσιων Αιγυπτιωτών γονέων.
 Όταν αποφοίτησε από τη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Αθήνας, το 1907, πήγε στο Παρίσι για ανώτερες νομικές σπουδές, όπου, αντί για νομικός έγινε μουσικός, αφού παρακολούθησε πρώ­τα τα μαθήματα του ωδείου, παίζοντας ως ηθοποιός σε διάφορα θέατρα.
Στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε το 1930, δημιούργησε δικό του μουσικό θίασο, που εμφανιζόταν σε έναν περιφραγμένο χώρο της οδού Τενέδου, που έγινε γνω­στός ως η «Μάντρα του Αττίκ».
Ο Κώστας Χατζηδουλής, στον οποίο ο Πόντιος δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς έδωσε το ψευδώνυμο «Ρακοσυλλέκτης» (λόγω του μεγάλου αρχείου παλαιών αντικειμένων που έχει) αποκάλυψε, μεταξύ άλλων, στο βιβλίο του «Αλη­θινές ιστορίες» ότι ο Αττίκ έγραψε και τραγούδησε τα δύο τραγούδια του «Είδα μάτια πολλά» και «Ζητάτε να σας πω», επηρεασμένος από τον πα­ράφορο έρωτά του για την ωραιότατη Μαρίκα Φιλιππίδου.
Όταν ο Κώστας Χατζηδουλής - όπως διηγείται ο ίδιος - παρουσίασε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 τη δουλειά του στον άλλο Πόντιο δημοσιογράφο

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Μεγάλο αφιέρωμα στην Kate Bush από την Συμφωνική Ορχήστρα Γκότενμπεργκ της Σουηδίας


Η Kate Bush είναι ένας από τους σημαντικότερους, πλέον ζωντανούς, οραματιστές και καλλιτέχνες στη ροκ μουσική.
Με τη μοναδική φωνή της και την ισχυρή της προσωπικότητα, έχει δημιουργήσει συνεχώς νέους μουσικούς κόσμους από το breakthrough με το Wuthering Heights το 1978. Η 40η επέτειος γιορτάζει σήμερα η Συμφωνική Γκότενμπεργκ και οι φιλοξενούμενοι καλλιτέχνες Jennie Abrahamson (περιοδεύοντας τον κόσμο με τον Peter Gabriel ) και Malin Dahlström 

Παρακολουθήστε το πλήρες show του Gothenburg Symphony για την Kate!

.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...