Μιλούσαμε πολλή ώρα για θέματα που απασχολούν τους νέους μέχρι που αναφέραμε τη λέξη κλειδί, για εκείνη… τη λέξη Γερμανία και η γιαγιά Βάσω ξαφνικά άρχισε να θυμάται.
” Έζησα εκεί”, μας είπε. “Αρκετά χρόνια, 10 περίπου. Μέχρι που αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα για λόγους υγείας”.
Δεν χρειάστηκε να τη ρωτήσουμε πολλά πράγματα. Το ταξίδι πίσω στο χρόνο είχε ήδη ξεκινήσει κι εμείς την ακούγαμε προσηλωμένοι.
Έφυγε το 1968, 30 χρονών τότε. Ξεκίνησε με το βραδινό τρένο από τη Θεσσαλονίκη για Μόναχο,
ενώ μαζί της πήρε το τριών χρόνων κοριτσάκι που είχε γεννήσει η αδελφή
της στην Ελλάδα πριν φύγει για Γερμανία. 3 μέρες μέσα σε ένα άθλιο
τρένο, αργό και πολύ βρώμικο χωρίς φαγητό. Είχε τόσο πολύ κόσμο, από
κάθε πόλη που έκανε στάση το τρένο, που κάποιοι χρειάστηκε να ταξιδέψουν
τρία 24ωρα όρθιοι. Δεν μπορούσαν να σηκωθούν ούτε για την τουαλέτα. Δεν
υπήρχε χώρος να περπατήσουν. Το μωρό έκλαιγε όλη νύχτα, φοβόταν.
“ Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου” ξεστόμισε λυπημένη η γιαγιά Βάσω.
Άλλωστε
δεν είχανε και πολλές επιλογές τότε. Η κατάσταση της Ελλάδας
ήταν χάλια, δεν είχανε να φάνε. Μια οικογένεια 5 ανθρώπων έτρωγε ένα
σπιτικό ψωμί που έφτιαχνε η μητέρα κάθε πρωί με αλεύρι και νερό. Ψωμί
και ρύζι. Αυτό ήταν το πιο πλούσιο γεύμα εκείνη την εποχή. Η χώρα που
τους κατέστρεφε μέρα με τη μέρα τους έπαιρνε και κοντά της. Έπρεπε να
επιβιώσουν και η Γερμανία ήταν η καλύτερη επιλογή.
Στο
Μόναχο τις περίμεναν η αδερφή και ο γαμπρός της για να τις πάρουν με το
αυτοκίνητο και να πάνε σπίτι τους. Η στιγμή που συνάντησαν την κόρη
τους ήταν πολύ συγκινητική. Όλα για το παιδί τους τα έκαναν. Άντεχαν τη
ξενιτιά για να ζήσει καλύτερα το παιδί τους. Δεν ήθελαν να μεγαλώσει στη
φτώχεια και να πεινάει, όπως εκείνοι. “Δεν μπορείτε να φανταστείτε πως
ένιωσαν όταν κράτησαν, μετά από 3 χρόνια, το παιδάκι τους στην αγκαλιά
τους. Το κρατούσαν κι έκλαιγαν και οι τρεις από ευτυχία”. Η μικρή τους
έδινε δύναμη για να αντέξουν τις δυσκολίες της Γερμανίας.
Λίγες
ώρες αργότερα είχαν φτάσει στον προορισμό τους, ένα “χωριό” 20′ έξω από
τη Στουτγάρδη. Για 3 μήνες έψαχνε για δουλειά. Χτυπούσε πόρτες και
ρωτούσε παντού αν μπορούν να την πάρουν στη δούλεψή τους. Τότε, όμως, τα
πράγματα ήταν αλλιώς.
Της
είχαν πει ότι αν θέλει να πάρει παραμονή θα πρέπει να δουλέψει σε ένα
νοσοκομείο για ένα χρόνο αλλιώς έπρεπε να επιστρέψει στη χώρα της, κι
έτσι έγινε. Έμενε μέσα στο νοσοκομείο, σε ένα μικρό κοινόχρηστο δωμάτιο
για καθαρίστριες και μαγείρισσες. Η δική της δουλειά ήταν να καθαρίζει.
Καθάριζε τους χώρους του νοσοκομείου αλλά πολλές φορές την ανάγκαζαν να
καθαρίζει πάπιες και πολλές φορές “Με βάζανε να ξεσκατώνω τους άρρωστους
γέρους, αλλά ήμουν από τις τυχερές γιατί οι καλόγριες που ήταν στη
διοίκηση του νοσοκομείου με αγαπούσαν πολύ, με βοηθούσαν με ό,τι
χρειαζόμουν και μου μάθαιναν τη γλώσσα” μας είπε και χαμογέλασε. Η
κατάσταση για πολλές γυναίκες εκεί μέσα ήταν πολύ χειρότερη. Τους
συμπεριφέρονταν απαίσια.
Έμενε
μέσα στο νοσοκομείο, αυτό τους υποχρέωνε ο νόμος και όταν είχε ρεπό
πήγαινε στην αδερφή της. Ένιωθε ασφάλεια όταν ήταν μαζί της. Ήταν ο
δικός της άνθρωπος μέσα σε μια ξένη χώρα. Όσο και να την αγαπούσαν οι
καλόγριες δεν ήταν η οικογένειά της.
10
μήνες αργότερα γνώρισε τον κύριο Στέργιο. Μόλις τελείωσε ο ένας χρόνος
εργασίας στο νοσοκομείο και πήρε παραμονή παντρεύτηκαν κι έμεινε
έγκυος. Ο άντρας της εργαζόταν σε ένα εργοστάσιο με εξαρτήματα για
ρολόγια.
Στην
εγκυμοσύνη, εκείνα τα χρόνια οι γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να
παραμείνουν στο νοσοκομείο για 3 μήνες. Έκαναν εισαγωγή ένα μήνα πριν
γεννήσουν κι έβγαιναν μετά το σαραντισμό. Αφού βγήκε από το νοσοκομείο
για 2 χρόνια δεν δούλευε πουθενά καθώς το μωράκι δεν μπορούσε να το
προσέξει κάποιος άλλος.
Όσο
για το σπίτι, μας είπε, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. “Δεν μπορούσαμε
να βρούμε με τίποτα”. Η κοινότητα είχε φροντίσει και τους είχε δώσει ένα
μικρό δωματιάκι. Τότε οι Ελληνικές Κοινότητες ήταν πιο οργανωμένες
καθώς οι μετανάστες που φθάνανε στη χώρα ήταν χιλιάδες κάθε μέρα.
“Είχαν
φροντίσει να μας βάλουν όλους σε μια περιοχή, μην εξαπλωθούμε, σαν τη
Λέπρα. Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί. Όλοι μαζί αποκλεισμένοι μη τυχόν και
βρεθούμε σε μια καλύτερη γειτονιά και τους μολύνουμε”.
Μόλις
η μικρή έγινε 2 χρονών την πήρανε στο παιδικό και έτσι η γιαγιά Βάσω
μπόρεσε να δουλέψει. Ξαναπήγε στο νοσοκομείο, απ’ όπου ξεκίνησε. Τίποτα
όμως δεν ήταν το ίδιο. Οι γυναίκες που εργάζονταν εκεί ήταν καινούριες
και καθόλου πρόθυμες να βοηθήσουν.
“Πολύ αυστηρές οι Γερμανίδες”
Μία
μέρα, λοιπόν,και ενώ ήταν στη δουλειά αποφάσισε να κάνει ένα
διάλειμμα. “Άνοιξα το παράθυρο, έβγαλα το κεφάλι μου έξω να πάρω αέρα.
Μπήκε μέσα η προϊσταμένη, με κοίταξε πολύ επικριτικά και άρχισε να μου
φωνάζει. -Τί νομίζεις ότι κάνεις εδώ; Δεν σε πληρώνουμε για να κοιτάζεις
έξω από το παράθυρο. Το ότι δεν είσαι Γερμανίδα δε σημαίνει ότι μπορείς
να κάνεις ό,τι και στη χώρα σου-. Αυτό ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε
να ακούσει, μας εξομολογήθηκε. Την κοίταξε και απλά της είπε
ότι φεύγει.
Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δε θα επέτρεπε σε κανέναν να της συμπεριφερθεί υποτιμητικά επειδή ήταν αλλοδαπή.
Βρήκε
αμέσως δουλειά, σε μία φίρμα (έτσι τα έλεγε τα εργοστάσια) όπου
έφτιαχναν χοντρά ντοσιέ με ειδικά κουμπώματα για γραφεία. Όμως την
δυσκόλευε πάρα πολύ σαν δουλειά κι έτσι μετά από δύο μήνες αποφάσισε να
φύγει. Άλλωστε εκεί το μόνο που της έλεγαν ήταν: “Στην Ελλάδα είστε όλοι
τεμπέληδες! Δεν ξέρετε να δουλεύετε και τα θέλετε όλα έτοιμα. Μόνο αν
έρθετε εδώ συμμορφώνεστε” και δεν άντεχε να το ακούει.
Ευτυχώς δεν υπήρχε δυσκολία στην εύρεση εργασίας, ήθελαν μόνο γνώση βασικών γερμανικών για να μπορούν να συνεννοηθούν.
Πήγε
στο εργοστάσιο της Boss όπου έφτιαχναν μπαταρίες για ψυγεία κλπ.
Βέβαια οι βάρδιες ήταν δύσκολες. Ο άντρας της έφευγε από το σπίτι 1 ώρα
πριν σχολάσει η ίδια, στις 4 το απόγευμα. Και η μικρή τους ήταν μόνη
στο σπίτι.
Κάπου
εκεί είχε έρθει και η στιγμή ν’ αλλάξουν σπίτι αλλά αυτό στη Γερμανία
ήταν ακατόρθωτο να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη! 3 μήνες τους πήρε
να βρουν ένα διαθέσιμο δωμάτιο, χωρίς μπάνιο -παραμόνο μια μικρή
τουαλέτα-. Για να το κλείσουν χρειάστηκε να δώσουν πολλά παραπάνω
χρήματα απ ‘ όσα όριζε ο νόμος. “Αλλιώς δε θα βρείτε σπίτι, κανείς δεν
εμπιστεύεται τους Έλληνες, είναι όλοι κλέφτες” , έτσι τους έλεγαν οι
Γερμανοί.
Σε
γενικές γραμμές, η ζωή τους κυλούσε πολύ ήρεμα καθώς δεν πείραζαν
κανέναν. Κι εκεί “αν δεν πειράξεις, δεν σε πειράζουν”. Φυσικά και είχαν
γνωρίσει και Γερμανούς που τους αντιμετώπισαν ρατσιστικά λόγω
καταγωγής. Άλλα προσπαθούσαν να μην δίνουν βαρύτητα.
Η
αδερφή τους άντρα της, μας είπε, ήταν πολύ άτυχη. Δούλευε ως
καθαρίστρια σε ένα εργοστάσιο. Της φερόντουσαν πολύ άσχημα αλλά είχε
ανάγκη τη δουλειά γιατί ήταν μόνη. “Την χτύπησαν κιόλας μια φορά!”. Σ’
εκείνο το εργοστάσιο όλοι οι Έλληνες είχαν το ίδιο
πρόβλημα. Υποβιβασμός, υποτίμηση και κοροϊδία. Ελάχιστοι άντεχαν και
αυτοί μόνο μέχρι να βρουν άλλη δουλειά για να μην χάσουν τα χρήματά
τους. Σε αυτό οι Γερμανοί ήταν πάντα σωστοί. Ποτέ δεν στερούσαν τα
δεδουλευμένα.
Κάπως
έτσι έκλεισε η ιστορία της, καθώς και η ίδια εγκατέλειψε την Γερμανία
με την οικογένειά της το 1980 για λόγους υγείας και επέστρεψαν στη
Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς έπαιρναν σύνταξη από τη Γερμανία και η φίρμα θα
τους έδινε 240 (μάρκα τότε) για τα επόμενα δύο χρόνια.
Η συνάντησή μας τελείωσε με μια συμβουλή της..
“Να
αγαπάτε τον τόπο σας, σαν την Ελλάδα δε θα βρείτε πουθενά. Ακόμη και
όταν θα είστε στη Γερμανία να λέτε ότι είστε Έλληνες γεμάτοι περηφάνια.
Μην αφήσετε σε κανέναν να υποτιμήσει την καταγωγή σας”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου