«Κλάψε φτωχέ μου μπαγλαμά
κλάψτε κι εσείς μπουζούκια
γκρεμίσαν το Βαρβάκειο
μας κλείσαν τα κουτούκια»
(Στίχοι: Σαράντης Τσιλιβερδής, Πρώτη εκτέλεση: Πρόδρομος Τσαουσάκης)
Κάπως έτσι «νιώθουν» οι «παλιοί» ρεμπέτες, όταν σουλατσάρουν πια στο
κέντρο της Αθήνας και πιο συγκεκριμένα στα πέριξ της Βαρβακείου
αγοράς.
Κουτούκια και παλιά καφενεία, ως επί τω πλείστον, έχουν πια γίνει
εμπορικά καταστήματα και εμπορικά κέντρα και τα μαγαζάκια, που κάποτε
φιλοξενούσαν τους μπαγλαμάδες και τα μπουζούκια, στην καλύτερη να έχουν
γίνει κάποια μοδάτη καφετέρια.
Είναι όμως τελικά έτσι;
«Είναι Σάββατο και νωρίς το μεσημέρι βρίσκομαι στην Βαρβάκειο αγορά
χαζολογώντας τα ψάρια, τα οστρακοειδή και τα μαλάκια που είναι
τοποθετημένα πάνω στους γυαλιστερούς γαλβανιζέ πάγκους. Οι μυρωδιές, οι
φωνές των εμπόρων αλλά και αυτή η απίστευτη κοσμοσυρροή συνεχώς με
αποσυντονίζουν από τον αρχικό μου στόχο. Ψάχνω για ένα μικρό «ορθάδικο»
που κάποιος μου είπε πως βρίσκεται στη στοά, που ενώνει την ψαραγορά με
την κρεαταγορά και αποτελεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια στέκι των
μερακλήδων της περιοχής. Δεν ήταν τελικά τόσο δύσκολο. Σ’ ένα μικρό
μαγαζάκι, 15 τετραγωνικών, κόσμος πάει και κόσμος έρχεται και κάτω από
τις παλιές αφίσες τσιγάρων και μπύρας πίνουν, έτσι στο πόδι, ένα
τσιπουράκι, ένα ουζάκι ή μία μπύρα
Lowenbrau που τα συνοδεύουν μ’ ένα ψημένο κομμάτι τυρί, μία καυτερή πιπεριά, μία ντομάτα… Και μετά φεύγουν.
Τι όμορφη αρχή… η καρδιά της Αθήνας, αυτή που νόμιζα πως δεν υπάρχει πια, τελικά «χτυπάει» πολύ δυνατά.
Συνεχίζω την περιήγηση μέσα από τις στοές ακολουθώντας πάντοτε τη
μύτη μου, προσπερνώντας καφενεία/στέκια «παπατζήδων», μέχρι να καταλήξω
μετά από ένα μικρό κύκλο στην
Ευρυπίδου, το δρόμο που
χρόνια τώρα είναι αρωματισμένος από τα μπαχάρια και τα βότανα που
βρίσκεις σε αφθονία στους πάγκους και στα ράφια των μαγαζιών της
περιοχής.
Τόσες μυρωδιές, που απλώς μου έχουν ανοίξει την όρεξη και για ταβερνάκι ψάχνω κάτι το διαφορετικό. Ψάχνω το
Δίπορτο,
ίσως το παλιότερο μαγειρείο του κέντρου. Ένα υπόγειο που μέσα σ’ αυτό
μεγάλωσαν και τράφηκαν γενιές και γενιές εργαζομένων της Βαρβακείου
αγοράς, κάτω από τα μεγάλα κρασοβάρελα, με γεύσεις απλές αλλά διόλου
καταφρονητικές. Ρεβίθια, σαρδέλες, καυτερές πιπεριές, καμία φορά κανένα
βραστό και όλα αυτά με συνοδεία χύμα, εξαιρετικής ρετσίνας και με το
άκουσμα του ακορντέον δια χειρός του Αλέξανδρου, εξαιρετικού
οργανοπαίχτη τσιγγανικης καταγωγής. Ο Μήτσος δε και ο Ανέστης -ο κατά
πολύ νεότερος- οι δύο μαγαζάτορες, είναι ανάλογα με τα κέφια τους. Ή θα
σου πάρουν παραγγελία ή, αν τους πετύχεις στις κακές τους, απλώς θα σε
ρωτήσουν αν είσαι μόνος ή με παρέα και ανάλογα θα σου φέρουν και το
φαγητό. Σ΄αρέσει δεν σ΄ αρέσει, θες ή δε θες αυτό έχει για να φας…
Το βρισκούμενο που λένε.
Η μέρα έχει προχωρήσει για τα καλά. Ο Αλέξανδρος έχει δώσει ρεσιτάλ
και σιγά-σιγά η κομπανία συμπληρώνεται μ’ ένα μπαγλαμαδάκι και ένα
μπουζουκάκι. Το μικρό γεμάτο τσίκνα και κάπνα μαγαζί, από τις σαρδέλες
και τα τσιγάρα, έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα πραγματικό κουτούκι και το μόνο
που δε θα σου έκανε εντύπωση είναι να δεις να εμφανίζεται πίσω από τα
κρασοβάρελα καμιά φιγούρα, όπως αυτή του Βαμβακάρη ή του Μπάτη. Ο
κόσμος έχει εκστασιαστεί και όλοι μαζί, φτωχοί και πλούσιοι, από το
Κολωνάκι ή από το Μεταξουργείο από τα βόρεια ή τα δυτικά προάστια
τραγουδάνε και περνάνε καλά.
Ά ρε Ανέστη με τη ρετσίνα σου.
Έχει έρθει το βραδάκι και εγώ δεν έχω καταλάβει καν πώς πέρασε τόση
ώρα, ενώ ο δρόμος με βρίσκει ν’ ανεβαίνω τη Χαριλάου Τρικούπη και να
πηγαίνω, γι’ άλλη μια φορά αργοπορημένος, στο ραντεβού με το Μάνο -τον
πατέρα μου δηλαδή- στο καφενείο του Καπεταν Μιχάλη, ιδανικό μέρος, για
ένα «καφεδάκι» και κουβέντα μέχρι να έρθει ώρα και να κατηφορίσω ξανά
για τη Βαρβάκειο…
Βλέπεις η
Στοά των Αθανάτων δεν ανοίγει το απόγευμα
και τα ρεμπέτικα ακούσματα ξεκινάνε σχετικά αργά σ’ αυτήν τη γωνιά της
Βαρβακείου αγοράς. Δεινοπαθώ μέχρι να συνεφέρω από τη ρετσίνα που μου
έβαζε ο Ανέστης, αλλά δε θέλω με τίποτα μαζί με τη ζάλη να βγάλω από το
μυαλό μου και τις εικόνες που έως τώρα έχω ζήσει και έχω δει. Ο Μάνος
ξεκινάει να μου λέει ιστορίες για παλιούς ρεμπέτες και σερέτηδες και
ονόματα όπως Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης, Κερομύτης, Τούντας «παρελαύνουν»
με χρονολογική σειρά από μπροστά μου…
Λίγο αργότερα το κρασί, η συζήτηση αλλά και ο ήχος του μπαγλαμά μ’
έχουν απορροφήσει τόσο που γι’ άλλη μία φορά δεν έχω καταλάβει πώς
πέρασε ξανά η ώρα και πως βρισκόμαστε ήδη στο τέλος της νύχτας μας.
Ήταν μία μέρα, και πόσω μάλλον μία νύχτα, που άξιζε για πολλές και που
έλπιζα να κρατήσει «κάτι τις» περισσότερο…
Μην είμαι άπληστος.
Το ταξίδι μου τελείωσε κάπου στις 4 το πρωί και εμείς, με τον Μάνο
αγκαλιά πια και μεθυσμένοι, ανηφορίζαμε προς το σπίτι σιγοτραγουδώντας
το γνωστό άσμα του Μάρκου: «
O Αντώνης ο βαρκάρης ο σερέτης, έπαψε να ζει ρεμπέτης…»
.