Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020
Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020
ΓΛΥΚΕΙΑ ΜΟΥ ΠΟΛΗ Ρόζα Εσκενάζυ
Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020
Βυζαντινά Κάλαντα από τον 17ο αι.
Αλφάβητος στη γέννηση του Ιησού Χριστού Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν, ήχος α΄ & πλ. α΄. Χειρόγραφο Βιβλιοθήκης Παναγιώτου Γριτσάνη Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου και Στροφάδων αριθμ. 8, 324. Έτος 1698. Γραφέας ὁ Κυπριανὸς ἱερομόναχος Ἰβηρίτης. Εξήγηση στη Νέα Μέθοδο: καθ. Θωμάς Αποστολόπουλος . Alphabetic acrostic Christmas song Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν (Beginningless God got down), echos I & plagal I. Codex Gritsanis 8, 324, dated 1698. Scribe Kyprianos Hieromonk of Iviron. Codex Holly Metropolitan of Zakynthos and Strofades, Panagiotis Gritsanis collection 8, 324. Transcription into staff notation: prof. Thomas Apostolopoulos. Stella Kampouridou: kaval Thanasis Koulentianos: qanun Emanuela Mandrila: voice Kyriakos Kalaitzidis: oud, voice Στέλλα Καμπουρίδου: καβάλ Θανάσης Κουλεντιανός: κανονάκι Emanuela Mandrila: φωνή Κυριάκος Καλαϊτζίδης: ούτι, φωνή
Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020
Η Σταχομαζώχτρα - Χριστουγεννιάτικο διήγημα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη - διαβάζει η Σοφία Χατζή 495 προβολές•7 Μαΐ 2020
Οι περιπέτειες, η αγωνία και ο αγώνας επιβίωσης που δίνει η θεια-Αχτίτσα, η σταχομαζώχτρα του Παπαδιαµάντη, για να µεγαλώσει τα δύο ορφανά εγγόνια της είναι µεν µια πικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία µε αίσιο τέλος, γραµµένη κάπου µεταξύ 19ου και 20ού αιώνα, αλλά µε µια δεύτερη µατιά µπορεί κανείς να αναγνωρίσει κοινά στοιχεία µε την τρέχουσα δεινή θέση της Ελλάδας.
(Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια)
Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020
Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη του Άλεξανδρου Παπαδιαμάντη
Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε τα Χριστούγεννα του 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις.
Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά–Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020
Το γαλάζιο πουλί (The Blue Bird-1940)
Παίζουν Σίρλεϊ Τεμπλ, Σπρινγκ Μπάιγκτον, Γκέιλ Σόντεργκαρντ, Νάιγκελ Μπρους, Σίμπιλ Τζέισον
Η υπόθεση του έργου: Στη Γερμανία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων, η Μίτιλ, η κόρη ενός ξυλοκόπου, βρίσκει ένα μοναδικό πουλί στο Βασιλικό Δάσος και αρνείται εγωιστικά να το δώσει στην άρρωστη φίλη της Άντζελα. Η μητέρα και ο πατέρας της στεναχωριούνται από τη συμπεριφορά της Μίτιλ. Εκείνο το απόγευμα ο πατέρας καλείται να φύγει το επόμενο πρωί προκειμένου να εκτελέσει το στρατιωτικό καθήκον του. Την ίδια νύχτα, στο όνειρο της Μίτιλ εμφανίζεται μια νεράιδα που στέλνει αυτήν και τον αδερφό της Τίλτιλ, για να αναζητήσουν το Γαλάζιο Πουλί της Ευτυχίας. Η νεράιδα δίνει μαγικά ανθρώπινη μορφή στο σκυλί τους Τίλο, στη γάτα Τιλέτ και στο φανάρι τους. Τα παιδιά έχουν μια σειρά από περιπέτειες. Επισκέπτονται το παρελθόν, συναντούν τους πεθαμένους παππούδες τους, που ζωντανεύουν επειδή τους θυμούνται, έχουν μια τρομακτική περιπέτεια στο δάσος, βιώνουν τη ζωή της πολυτέλειας και βλέπουν το μέλλον, μια χώρα με παιδιά που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα. Το ονειρικό ταξίδι κάνει τη Μίτιλ να ξυπνήσει πιο γενναιόδωρη και ευγενική, έχοντας μάθει να εκτιμά όλες τις ανέσεις και τις χαρές του σπιτιού και της οικογένειάς της.
Βασισμένο στο έργο του Μορίς Μέτερλινγκ, ‘’ Το Γαλάζιο πουλί’’ υπήρξε η απάντηση της κινηματογραφικής εταιρείας Fox στη Merto-Goldwyn-Mayer και στον Μάγο του Οζ, που είχε γυριστεί την προηγούμενη χρονιά. Η Fox ξοδεύει αμύθητα ποσά για την παραγωγή της ταινίας, στην οποία χρησιμοποιήθηκαν 300 μικρά παιδιά στους συμπληρωματικούς ρόλους, 30 νοσοκόμες και 30 δάσκαλοι του στούντιο, ώστε να τα επιβλέπουν. Επιπλέον με τη σωστή χρήση του technicolor και τα μεγαλειώδη σκηνικά, καταφέρνει και δημιουργεί μια ατμοσφαιρική ταινία φαντασίας, που δυστυχώς δεν συνάντησε επιτυχία στην εποχή της, πιθανόν εξαιτίας των αρνητικών πτυχών του χαρακτήρα που υποδύονταν η Σίρλει Τεμπλ, κάτι στο οποίο δεν ήταν συνηθισμένο το κοινό της. Θα είναι η τελευταία ταινία όπου η Τεμπλ υποδύεται παιδί, στις επόμενες ταινίες της θα παίξει ως έφηβη και ως ενήλικας,
Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020
Κρήτη Κεραμεῖον
Το χώμα γίνεται αγγείο μέσα από μια διαδικασία που εξελίσσεται στα βάθη των αιώνων από έναν κεραμίστα στις Μαργαρίτες στην Κρήτη, έναν τόπο που εδώ και 3000 χρόνια οι άνθρωποί του δημιουργούν με χώμα, νερό και φωτιά.
Πρωτότυπη μουσική από τους DAULUTE.
Soil is made into vessel through a procedure that evolves over the centuries from a ceramist at Margarites in Crete, a land where the people for 3000 years create with earth, water and fire.
Original music by DAULUTE.
Keramion - Κεραμεῖον from Kostas Ioakeimidis on Vimeo.
Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020
Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020
Joaquín Salvador Lavado. "Quino"
Ο Quino (Κίνο) (17 Ιουλίου 1932, Φουενχιρόλα, Ισπανία - 30 Σεπτεμβρίου 2020, Μπουένος Άιρες, Αργεντινή) ήταν Αργεντίνος σκιτσογράφος, ο οποίος έγινε γνωστός για τη δημιουργία της Μαφάλντα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χοακίν Σαλβαδόρ Λαβάδο (Joaquín Salvador Lavado). Γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1932 στην πόλη Φουενχιρόλα της Ισπανίας. Η οικογένειά του μετανάστευσε στην Αργεντινή μετά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου. Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών της Μεντόσα της Αργεντινής. Πρωτοσχεδίασε το κόμικ Μαφάλντα σε μία αργεντίνικη εφημερίδα το 1964 και αμέσως σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Η έκδοση του κόμικ συνεχίστηκε μέχρι το 1973. Η Μαφάλντα είχε επιλεχθεί ως εκπρόσωπος για την Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού της UNICEF.Απεβίωσε στις 30 Σεπτεμβρίου 2020 στο Μπουένος Άιρες. https://el.wikipedia.org/wiki/Quino
Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2020
Τα Βουρλά η Νάξος της Ανατολής.
Με αυτό το κοτσάκι οι Αξωτοβουρλιώτες, πρόσφυγες στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, διεκτραγωδούν τον πόνο και τη δυστυχία τους.
Στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ιωνία της Μ. Ασίας ακμάζουν τα αστικά κέντρα των Βουρλών, των Αλάτσατων και του Τσεσμέ, περιστοιχισμένα από πλήθος χωριά με ελληνικής καταγωγής κατοίκους. Στην περιοχή αυτή και ιδιαίτερα σ’ εκείνη των Βουρλών οι Ναξιώτες μετανάστες αποτελούν την πλειοψηφία και είναι πολλές χιλιάδες.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα γίνουν αμπελουργοί εργάτες αρχικά μεγαλοκτηματίες στη συνέχεια. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Δημήτρης Τσάφος, που βρέθηκε στα Βουρλά γύρω στα 1880, όπου δούλεψε σκληρά τη γη, φύτεψε αμπέλια, απέκτησε μεγάλη περιουσία κι έκαμε πολυμελή οικογένεια.
Χαρακτηριστική περίπτωση επίσης επιτυχημένου Ναξιώτη είναι ο Γ. Τενεκίδης ή Τενεκές, παππούς του ποιητή Γιώργου Σεφέρη από την μητέρα του. Όπως γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης, ο Γ. Τενεκίδης ήταν πλούσιος κτηματίας που έζησε κυρίως στα Βουρλά και η Σκάλα των Βουρλών ήταν σχεδόν αποκλειστικό του δημιούργημα.
Τα Βουρλά εξελίχτηκαν σε «μια άλλη Νάξο μέσα στην Τουρκιά», τη Νάξο της Ανατολής. Οι πρώτοι χριστιανοί οικιστές των Βουρλών, σύμφωνα με ένα θρύλο, ήταν σαράντα περίπου εργάτες από τη Νάξο και τις Κλαζομενές, οι οποίοι εργάζονταν στα κτήματα του Αγά της περιοχής. Η ελληνική κοινότητα των Βρυούλλων (Βουρλών), ιδρύθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα.
Παρουσία ναξιωτών μεταναστών στα Βουρλά και στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου της Ερυθραίας έχουμε πολύ πριν από το 1821, από τον 18ο αιώνα. Αλλά ο κύριος όγκος των Ναξιωτών μετανάστευσε εκεί την περίοδο από το 1830 μέχρι το 1897, οπότε η μετανάστευση ήταν μαζική και συμπίπτει με την ανάπτυξη της αμπελουργίας στα Βουρλά.
Στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα οι Ναξιώτες των Βουρλών αποτελούσαν την πλειοψηφία των Ελλήνων κατοίκων τους και θα μπορούσε να υποστηρίξει κανένας ότι ήταν σχεδόν όσοι και οι κάτοικοι της Νάξου τότε.
Η μετανάστευση στα παράλια της Μ. Ασίας σταμάτησε ολοκληρωτικά το 1897, λόγω κυρίως της καταστροφής των αμπελώνων από τη φυλλοξήρα, αλλά και της μετανάστευσης στην Αμερική, που άρχισε τότε και πήρε τεράστιες διαστάσεις.
Αρκετοί Ναξιώτες των Βουρλών ασχολήθηκαν και με το εμπόριο της σταφίδας και δημιούργησαν μεγάλους εμπορικούς οίκους (Αφοι Κορρέ, Γ. Τζαννετής, Γ. Τενεκίδης-Τενεκές, κ.α.).
Η Φιλιώ Σιδερή-Χαϊδεμένου στο βιβλίο της «τρεις αιώνες μια ζωή» περιγράφει τη ζωή στα Βουρλά, στις αρχές του 20ου αιώνα κι ως τη Μικρασιατική καταστροφή και μιλάει με θαυμασμό για την προκοπή των Ναξιωτών μεταναστών, τη ζωή και τη δράση του πατέρα της Δημήτρη Σιδερή από την Κόρωνο Νάξου. Οι Ναξιώτες των Βουρλών ανέπτυξαν και σημαντικές κοινωνικές δραστηριότητες, ίδρυσαν εκκλησιές, σχολεία, ορφανοτροφεία κ.λπ., ενώ ανέδειξαν επιστήμονες, εμπόρους, μεγαλοκτηματίες κ.λπ.
Οι Έλληνες των Βουρλών φημίζονταν και για την παλικαριά τους, στην οποία ξεπερνούσαν και αυτούς τους Αϊβαλιώτες. Ο Γ. Καψής στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» γράφει: «…Εκείνος που γνωρίζει τι θα πει Βουρλιώτης, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει. Είχαν τα όπλα ζωσμένα στα ζωνάρια τους, γιατί λάτρευαν τον πόλεμο… Ήταν το καμάρι της Ερυθραίας και πολλοί Σμυρνιοί κατέφευγαν στα Βουρλά για να ζήσουν, έστω και λίγο, ελεύθεροι-γιατί ήταν ένα κομμάτι ελεύθερης ελληνικής γης.. …Όπως και στ’ Αϊβαλί, έτσι και στα Βουρλά, οι Τούρκοι είχαν συνθηκολογήσει με τους Χριστιανούς. Τους άφηναν ανενόχλητους να ζουν στο χωριό τους»..
Οι Βουρλιώτες, λάτρευαν σαν ήρωα τον Ελ. Βενιζέλο, περισσότερο από όλους τους άλλους Μικρασιάτες και αυτό δεν άλλαξε όταν επικράτησε στην Ελλάδα η βασιλική παράταξη (Νοέμβριος 1920). Πέρασαν μήνες μετά την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, για να κρεμάσουν την εικόνα του στην επίσημη αίθουσα της μητρόπολης στα Βουρλά.
Οι Βουρλιώτες πατριώτες έδωσαν δυναμικά το παρόν και στην πατριωτική κίνηση ίδρυσης στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις μυστικής οργάνωσης με την ονομασία «Μικρασιατική Άμυνα» περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1921. Όταν πια κατέρρευσε πλήρως ο ελληνικός στρατός, η Επιτροπή Μικρασιατικής Άμυνας Βουρλών αποφάσισαν να μείνουν και να υπερασπιστούν την πόλη τους και άρχισαν να οργανώνουν την άμυνα της πόλης.
Τα Βουρλά τελικά κατελήφθησαν κι ο τουρκικός στρατός αναζήτησε τα μέλη της Επιτροπής Μικρασιατικής Άμυνας για να τους τιμωρήσει παραδειγματικά. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο στου «Μουσελέ τα τέλια» κι ανάμεσά τους και οι Αλέξανδρος, Αναξαγόρας και Σωκράτης Κορρές, σημαντικοί παράγοντες των Βουρλών και πολλοί άλλοι Ναξιώτες, όπως ο πατέρας της Φιλιώς Χαϊδεμένου Δημήτριος Σιδερής, ο πατέρας των Μανώλη και Στέφανου Τσάφου Δημήτρης Τσάφος με τον αδελφό του και άλλοι.
Όταν μετά τις 15 Αυγούστου 1922 άρχισαν να περνούν απ’ τα Βουρλά τα διαλυμένα τμήματα της μεγάλης στρατιάς, εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι έλληνες στρατιώτες που κατευθύνονταν προς τα παράλια για να καταφύγουν στα πλοία, τα μαύρα σύννεφα της συμφοράς άρχισαν να ζώνουν και τα Βουρλά. Πολλοί Βουρλιώτες με τις οικογένειές τους κατέφυγαν στα απέναντι νησάκια. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος Σμύρνης τους παρότρυνε να φύγουν, γιατί τα Βουρλά «ήσαν κάρφος εις τους οφθαλμούς των Τούρκων». Οι Προεστοί όμως αποφάσισαν να μείνουν και άρχισαν να οργανώνουν ένοπλες ομάδες για να ελέγχουν τις εισόδους και εξόδους της.
Μεταξύ των χριστιανών και των Τούρκων προκρίτων των Βουρλών υπήρξε γραπτή συμφωνία, που προέβλεπε την από κοινού προστασία και των δύο πλευρών σε περίπτωση βιαιοπραγιών από οποιοδήποτε Τούρκο ή Έλληνα. Οργανώθηκαν ένοπλες περιπολίες, οι οποίες ανέλαβαν την προστασία των τούρκικων συνοικιών από τους υποχωρούντες Έλληνες στρατιώτες. Ακόμη και εκείνοι που είχαν καταφύγει στα νησάκια της Ερυθραίας, επέστρεψαν στα σπίτια τους και όπως γράφει ο Ρενέ Πυώ: «επέστρεψαν όμως διά να παραστούν εις την φρικωδεστέραν τραγωδίαν, διά να ίδουν την πόλιν των πυρπολημένην και σφαγμένους και κακοποιημένους τους εαυτούς των, τας γυναίκας των να ρίπτωνται εις τα πηγάδια και διά να χαθούν και οι ίδιοι διά πυρός και σιδήρου» .
Το Σάββατο 27 Αυγούστου 1922 στις 10. 30 το πρωί οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη. Εκείνο το πρωινό περνούσαν από τα Βουρλά τα τελευταία τμήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού με κατεύθυνση τις ακτές. Οι Βουρλιώτες κοίταζαν τους εξαθλιωμένους και ρακένδυτος στρατιώτες περίεργα και το μόνο που τους ζητούσαν ήταν να τους δώσουν τα όπλα τους: «…Τα θέλουμε. Εσείς φεύγετε και μας αφήνετε. Μα εμείς θα μείνουμε. Έχουμε τα σπίτια μας εδώ και δεν θ’ αφήσουμε να τα πατήσουν οι Τούρκοι. Θα πολεμήσουμε, θα πεθάνουμε, μα οι Τούρκοι δεν θα περάσουν. Ο επικεφαλής του τμήματος θέλησε να τους πείσει, ότι άδικα θα χανόντουσαν. Ποιος όμως να πείσει την ατίθαση εκείνη ράτσα; Ήταν οι Κρήτες της Ανατολής, έτοιμοι να προσφέρουν ένα ακόμη Αρκάδι στην ιστορία της φυλής».
Το απόγευμα της Κυριακής 28 Αυγούστου 1922 πέρασε από τα Βουρλά το ηρωικό και αήττητο 5/42 Σύνταγμα του Ν. Πλαστήρα . Αντί για τρομοκρατημένους χωριάτες οι εύζωνοι αντίκρισαν πάνοπλα παλικάρια να τους χειροκροτούν. Ο Ν. Πλαστήρας, που κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί, προσπάθησε να τους αποτρέψει. Κάποιους τους ήξερε απ΄τους Βαλκανικούς πολέμους. Τους παρότρυνε να φύγουν για να μη σφαγούν απ’ τους Τσέτες. Κοίταξε στα μάτια τον Αναστάση τον Μπουτζαλή. Τον ήξερε καλά. Τον είχε Λοχία στη Μακεδονία.
«Ο πόλεμος δεν τελείωσε, του είπε, η πατρίδα σάς χρειάζεται. Δεν έχετε το δικαίωμα να πεθάνετε άσκοπα».
Εκείνοι όμως δεν τον άκουσαν.
«Πήγαινε στο καλό, καπετάνιο. Εσείς πολεμήσατε, κάνατε το καθήκον σας. Αφήστε κι εμάς να πολεμήσουμε. Πώς να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και τα γυναικόπαιδα;».
Ο Πλαστήρας κατάλαβε ότι ήταν άσκοπο να επιμένει. Έσφιξε το χέρι του Μπουτζαλή κι έφυγε κρύβοντας ένα δάκρυ συγκίνησης, θαυμασμού και πόνου.
Εφυγε, αλλά δε μπόρεσε να κρατήσει το παράπονό του.
«Δεν ήταν, μωρέ, να τους είχα μαζί μου εκεί πάνω στο Τουμλού Μπουνάρ;», ακούστηκε να ψιθυρίζει.
Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν οι πρώτοι Τσέτες στα Βουρλά κι άρχισαν τις σφαγές και τις βιαιοπραγίες. Οι Βουρλιώτες υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία την πόλη τους μέχρι που έπεσε και το τελευταίο παλικάρι. Παρόντες στον μυθικό εκείνο αγώνα κι όλοι οι Ναξιώτες των Βουρλών. Οι απώλειες κι απ’ τις δυο πλευρές ήταν τρομακτικές, όπως τρομακτικά και δραματικά ήταν κι όσα ακολούθησαν. ‘Όταν τέλειωσε η μάχη έπεσαν στα χέρια των Τούρκων αβοήθητοι κι άοπλοι οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα των Βουρλών, για να βιώσουν τον τρόμο, τις δολοφονίες, τους βιασμούς, τον όλεθρο και την ολοκληρωτική καταστροφή.
Ξημερώματα του Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922 τα Βουρλά παραδόθηκαν στις φλόγες. Με την επέκταση της πυρκαγιάς οι Βουρλιώτες βγήκαν απ’ τα σπίτια τους, που τα είχαν μετατρέψει σε φρούρια, για να μην καούν και έτσι έγιναν εύκολη βορά στα χέρια των βαρβάρων. Όσοι πρόλαβαν να ξεφύγουν κατευθύνονται προς την Σμύρνη. Την Τρίτη μέρα από την εισβολή οι Τούρκοι στρατιώτες συγκέντρωσαν στα «τέλια του Μουσελέ» όλους τους άντρες από 18-60 ετών. Άφησαν ελεύθερους μόνο τους πιο γέρους και τα παιδιά κάτω των 14 ετών.
Στα «τέλια του Μουσελέ» στη νότια ανατολική έξοδο της τουρκικής συνοικίας των Βουρλών, σ’ ένα τεράστιο χωράφι, το οποίο ο τουρκικός στρατός μετέτρεψε σε πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης, συγκέντρωσαν τον χριστιανικό ανδρικό πληθυσμό των Βουρλών με στόχο την εξόντωσή του. Ήταν περίπου 11.000 ψυχές, από τους οποίους ελάχιστοι σώθηκαν. Ο ακριβής αριθμός όσων μαρτύρησαν εκείνες τις μέρες στο κολαστήριο αυτό είναι άγνωστος, πρόκειται όμως για πολλές χιλιάδες ψυχές. Τους έσφαζαν κυριολεκτικά «σαν αρνιά», αφού προηγούμενα τους βασάνιζαν άγρια, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν τα μέλη και τους άφηναν να πνιγούν στο αίμα τους. Πολλούς απ’ αυτούς τους οδήγησαν προς στο εσωτερικό της Μ. Ασίας για να τους εξοντώσουν με τις κακουχίες.
Απ’ το άγριο εκείνο στρατόπεδο και από την εξορία στην Ανατολή σώθηκαν μόλις 1.000 περίπου Βουρλιώτες, οι οποίοι δραπέτευσαν στη διάρκεια της πορείας και κατέφυγαν στη Σμύρνη και από εκεί στην Ελλάδα. Από τους υπόλοιπους που οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας (10.000) σώθηκαν περίπου 2.000 που αργότερα μεταφέρθηκαν και αυτοί στην Ελλάδα.
Ο Δημήτρης Τσάφος, μαζί με τον αδελφό του και άλλα ξαδέλφια του, αφού κατάφεραν να διώξουν τις οικογένειές τους στην Ελλάδα, οι ίδιοι έμειναν στα Βουρλά για να υπερασπιστούν την πόλη και τα υπάρχοντά τους και έμειναν για πάντα εκεί και βρέθηκαν κατακρεουργημένοι κι απαγχονισμένοι στην κεντρική πλατεία των Βουρλών.
Αφού Τσέτες και Τούρκοι στρατιώτες χόρτασαν τη μανία τους με λεηλασίες, βιασμούς, άγριες δολοφονίες γυναικών, παιδιών, νηπίων, γερόντων, συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο δημόσιο δρόμο των Βουρλών, για να τα οδηγήσουν υποτίθεται στην παραλία, προκειμένου να μπουν στα πλοία για την Ελλάδα. Οι ληστείες και οι βιασμοί όμως συνεχίζονταν έστω και σποραδικά, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες. Άρπαζαν τις νεαρές κοπέλες και τις βίαζαν μπροστά στις μανάδες τους, πολλές απ’ τις οποίες παραφρόνησαν, όντας ανήμπορες να σώσουν τα κορίτσια τους. Οι γέροι, οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, όσοι σώθηκαν από το μαρτύριο αυτό βρέθηκαν κάτω από δραματικές συνθήκες στα πλοία και εξαθλιωμένοι και απελπισμένοι έφθασαν στην Ελλάδα.
«…Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια τρανή πολιτεία που είχε στείλει 3.000 στρατεύσιμους στο μέτωπο του Σαγγάριου. Κανείς τους δεν εγύρισε. Ο υπόλοιπος αντρικός πληθυσμός πέρασε απ’ τα «τέλια» του Μουσελέ. Ήταν 11.000 ψυχές. Τα κόκκαλά τους είναι σπαρμένα στη γη της Μικρασίας, από τα πυρπολημένα Βουρλά ως τις όχθες του Ευφράτη»
~Νίκος Λεβογιάννης, - 1/4/2012
Σάββατο 15 Αυγούστου 2020
Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου.
Κυριακή 2 Αυγούστου 2020
Ο Αύγουστος με την πένα του Νίκου Καζαντζάκη
τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια·
τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο·
αυτός ο προστάτης μου, έλεγα,
σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου·
όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ,
κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό,
κι ο Θεός θα μου το δώσει.
Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα:
Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη·
τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο,
μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ’ ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα
κι ως πάνω στα μεριά τα ‘χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο· κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα.
Όμως κάτι του ‘λείπε· μα τι;
Τον κοίταξα καλά καλά και του ‘βαλα δυο κέρατα στο κεφάλι, ανάμεσα στα κληματόφυλλα,
γιατί το μαντίλι που φορούσε ο παππούς μου έκανε δεξά και ζερβά δυο μεγάλους κόμπους σαν κέρατα.
που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπο του,
στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν,
και κάθε χρόνο τον περίμενα να ‘ρθει,
να τρυγήσει τ’ αμπέλια της Κρήτης,
να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του,
να βγάλει από τα σταφύλια κρασί.
Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ
πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί·
μονάχα ο Αγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα:
Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω
μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό.
Τι ‘ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα.
Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι,
το σταφύλι γίνεται κρασί,
το κρασί το πίνουν οι ανθρώποι και μεθούνε· γιατί μεθούνε;
Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά,
και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου,
αυτός μάζεψε τα φρύδια:
«Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!», μου αποκρίθηκε.
και στους οψιγιάδες* τα σταφύλια,
να τα ξεράνει ο ήλιος να γίνουν σταφίδα.
Μια χρονιά
είχαμε πάει στο αμπέλι μας και μέναμε στο εξοχικό μας σπιτάκι·
ο αγέρας μύριζε,
η γης καίγουνταν,
τα τζιτζίκια καίγουνταν κι αυτά,
σα να κάθουνταν απάνω σε κάρβουνα αναμμένα.
της Κοίμησης της Παναγιάς, 15 Αυγούστου,
οι εργάτες δε δούλευαν
κι ο πατέρας μου κάθουνταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε· είχαν έρθει γύρα οι γειτόνοι,
που είχαν απλώσει κι αυτοί τη σταφίδα τους,
κάπνιζαν πλάι στον πατέρα μου, αμίλητοι.
Φαίνουνταν στενοχωρημένοι.
Όλοι είχαν καρφώσει τα μάτια
σ’ ένα συννεφάκι
που ‘χε προβάλει στον ουρανό, κατασκότεινο, βουβό,
και προχωρούσε.
Είχα καθίσει κι εγώ κοντά στον πατέρα μου
και κοίταζα το σύννεφο·
μου άρεσε· σκούρο μολυβί, χνουδάτο, κι ολοένα μεγάλωνε, άλλαζε πρόσωπο και κορμί,
πότε σα γεμάτο ασκί,
πότε σα μαυροφτέρουγο όρνιο
και πότε σαν τον ελέφα που είχα δει ζωγραφιά·
κουνούσε την προβοσκίδα του κι έψαχνε ν’ αγγίξει κάτω της γης.
Ένας γείτονας πετάχτηκε όρθιος,
άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.
ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!
του ‘καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος,
δε θα το αφήσει η Παναγιά· σήμερα είναι της χάρης της.
μα δεν έβγαλε άχνα·
πίστευε στην Παναγιά,
μα δεν πίστευε πως η Παναγιά
μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα.
ο ουρανός σκεπάστηκε·
οι πρώτες στάλες, χοντρές, ζεστές, άρχισαν να πέφτουν.
Τα σύννεφα χαμήλωσαν,
κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό.
κατασκόρπισαν,
καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του,
όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς·
κι ως έτρεχαν,
ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας,
κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα,
ξέσπασε η μπόρα.
Γέμισαν τ’ αυλάκια,
πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί,
φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι.
Άλλοι βλαστημούσαν,
άλλοι φώναζαν την Παναγιά να τους λυπηθεί,
να βάλει το χέρι της,
και στο τέλος θρήνος
ξέσπασε πίσω από τις ελιές στο κάθε αμπέλι.
έτρεξα μέσα στη νεροποντή,
παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σα μεθύσι.
δεν μπόρεσα να τον περάσω, ήταν ποταμός,
και στάθηκα και κοίταζα:
Μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές
τα μεσοξεραμένα σταφύλια,
ο μόχτος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν. Ο θρήνος δυνάμωνε,
μερικές γυναίκες
είχαν χωθεί ως τα γόνατα μέσα στα νερά και μάχουνταν να περισώσουν λίγη σταφίδα·
άλλες, όρθιες στην άκρα του δρόμου,
είχαν βγάλει τις μπολίδες τους* και συρομαδιούνταν*.
πήρα δρόμο κατά το σπιτάκι και μάχουμουν*
να κρύψω τη χαρά μου·
βιάζουμουν να δω τι θα ‘κανε ο πατέρας μου·
θα ‘κλαίγε, θα βλαστημούσε, θα φώναζε;
Περνώντας από τον οψιγιά
είδα πως όλη μας η σταφίδα είχε φύγει.
ακίνητος,
και δάγκανε τα μουστάκια του.
Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
θαρρώ
μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου
μεγάλο μάθημα·
αναθυμόμουν τον πατέρα μου
ήσυχο, ασάλευτο,
να στέκεται στο κατώφλι,
μήτε βλαστημούσε
μήτε παρακαλούσε
μήτε έκλαιγε·
ασάλευτος
κοίταζε τον όλεθρο
κι έσωζε,
μόνος αυτός,
ανάμεσα σε όλους τους γειτόνους,
την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Κυριακή 26 Ιουλίου 2020
Κωνσταντινούπολη - Αγία Σοφία 1930.
Η ίδρυση του Ινστιτούτου δεν ήταν τυχαία, όπως φάνηκε, καθώς, ύστερα από λίγους μήνες, τον Ιούνιο του 1931, επετράπη στον Γουάιτμορ η καθαίρεση των οθωμανικών κονιαμάτων από την περίοδο του 1847-9 του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ Α΄ και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους του ανετέθη η αποκάλυψη των ψηφιδωτών της Αγιάς Σοφιάς.
Τρίτη 21 Ιουλίου 2020
Indiara Sfair & Arthur Sowinski - Αυτοσχεδιασμός
Η φυσαρμόνικα είναι το κύριο όργανο της και άρχισε να παίζει στο έργο Double Blues, ένα ντουέτο των Blues, με τον Ricardo Maranhão (https://www.facebook.com/ricardommusic/?fref=ts). Σήμερα, είναι μέρος δύο άλλων αξιοσημείωτων συγκροτημάτων, των Milk'n Blues και του Tic Tac Joe, που έχουν αποκτήσει τόσο εθνική όσο και διεθνή προβολή. Και οι δύο μπάντες κυκλοφόρησαν τα πρώτα τους άλμπουμ το 2015.
Ως σόλο όργανο, η Indiara συμμετείχε σε διάφορα φόρουμ, εκθέσεις και συνέδρια, όπως το πρώτο Expo Harmônica do Brasil στο Σάο Πάολο, το São Bento do Sul Music Festival στη Santa Catarina και το Fórum Harmônicas Brasil στο Ceará. Συμμετείχε επίσης στα άλμπουμ πολλών μουσικών και σε συναυλίες μεγάλων ονομάτων όπως ο Kenny Brown, ο Mud Morganfield (γιος του θρυλικού Mud Waters) και η Lurrie Bell.
Με το Milk'n Blues (http://www.milknblues.com/) η Indiara έπαιξε σε διάφορες τοπικές και εθνικές τηλεοπτικές εκπομπές και σε φεστιβάλ όπως το Lupalluna, το Διεθνές Φεστιβάλ Ilha Blues, το Φεστιβάλ Curitibano Blues, το Φεστιβάλ de Blues de Londrina και το Manguinhos Jazz Φεστιβάλ Blues.
Τα τελευταία τρία χρόνια, παίζει με την παραδοσιακή ορχήστρα Harmônicas de Curitiba, μια 37χρονη ορχήστρα αρμονικών. Σε σκηνοθεσία από τον διάσημο παίκτη της φυσαρμόνικας και τον πρώην δάσκαλο της Indiara, Benê Chiréia, η ορχήστρα είναι η μοναδική στο είδος της σε όλη τη Λατινική Αμερική.
Η Indiara δεν χρησιμοποιεί καμία παραμόρφωση όταν παίζει τη φυσαρμόνικα, καθώς προτιμά τον καθαρό ήχο των ξύλινων οργάνων που έχουν ακριβή απόκριση, φωτεινή χροιά και καλή επίθεση, όπως το μοντέλο Marine Band του Hohner
www.youtube.com/c/indiarasfair
http://us.playhohner.com/artists/indiara-sfair/
http://www.proshows.com.br/endorsees/Hohner
https://www.facebook.com/pg/SfairIndiara/about/?ref=page_internal
Σάββατο 18 Ιουλίου 2020
Ο Τρούλος - Ψαραντώνης - Χαΐνης - Μανωλάκης
Το τραγούδι που ακούτε σφραγίζει μια εικοσαετία αδιάλειπτης συνεργασίας (δίσκοι, συναυλίες, παραστάσεις) με το Δάσκαλο Ψαραντώνη. Αυτό δεν παίζει καμία απολύτως σημασία, γιατί κάθε που σμίγομε, είναι σαν να ‘ναι η πρώτη φορά. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι ο Έρωτας. Οι μαντινάδες με βρήκαν. Γέλασα πολύ. Αλλά μετά την ηχογράφηση και μέχρι τώρα, μου αποκαλύπτονται διάφορα επίπεδα κατανόησης, εκπληκτικά και αδιανόητα για μένα. Είδα κάποιον να φανερώνει την μοναδικότητά του, αδίστακτα, στο πιο ψηλό σημείο μιας κοινότητας. Μετά, το ίδιο λέφτερα, να γίνεται ο ‘κανένας’ βουτώντας στο πιο χαμηλό σημείο του χωριού κι ύστερα να πεθαίνει όπως έζησε, μόνος στην μέση της πλατείας. Κατάλαβα ότι περιγράφει τη ζωή κάθε ερωτευμένου, ‘κουζουλού’,ασυμβίβαστου ανθρώπου, που δεν τονε βάνει αυτός ο ΄λογικός, καθωσπρέπει΄ κόσμος. Μετά από λίγο κατάλαβα ότι το τραγούδι περιγράφει τη ζωή κάθε ήρωα. Ο ήρωας παρουσιάζεται στους θεατές υπερβαίνοντας το θείο, ο ήρωας παθαίνει, ο ήρωας – μάλλον- αυτοχειρεί στη μέση της σκηνής. Κατάλαβα δηλαδή ότι πίσω από τα αρχικά μου γέλια κρυβόταν το τραγικό παιχνίδι με τη μοίρα, η βάση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Έπειτα κατάλαβα ότι οι στίχοι αφηγούνται τη ζωή κάθε Θεού. Το τραγούδι μού αποκάλυψε μια θεοφαγική αναπαράσταση. Κάποιος Θεός κατεβαίνει από τον ουρανό, συναγελάζεται στα χαμηλά, στο ζωικό επίπεδο, θυσιάζεται στο κέντρο από τους ανθρώπους και επιστρέφει στον ουρανό, στην αιώνια μήτρα. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνω γρι ή αν αύριο θα καταλάβω κάτι περισσότερο. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι θα γελώ πάντα... - Χαΐνης Δ. Αποστολάκης Στίχοι Θα βγω στον τρούλο τς εκκλησάς να δω ανέ τς αρέσει και θα φωνιάζει ένα χωριό «όφου κι εδά θα πέσει!». Ωσάν το χοίρο στα πηλά μ’ αρέσει να κυλιούμαι να μη γνωρίζει και κιανείς ποιός είμαι κι από πού ‘μαι. Στη μέση μέση του χωριού θέλω να τελειώσω αυτή την ψεύτικη ζωή που με παιδεύει τόσο. Τραγούδι: Ψαραντώνης Μουσική, στιχουργική σύνταξη: Χαΐνης Δ. Αποστολάκης Μαντινάδες: Χαρίτος Χαριτάκης Λαούτα: Γιώργης Μανωλάκης Λύρα: Χαΐνης Δ. Αποστολάκης Νταούλι, γερακοκούδουνα: Μηνάς Παιγνιωτάκης Χορωδία: Γιώργης Μανωλάκης, Χαΐνης Δ. Αποστολάκης, Μάρκος Πινακουλάκης, Νίκος Βογιατζάκης Ηχοληψία: Νίκος Βογιατζάκης, Μάρκος Πινακουλάκης Remix, Mastering: Νίκος Βογιατζάκης Εικονοληψία: Αριστοτέλης Δασκαλάκης , Νίκος Βασιλάκης, Λευτέρης Τριχάκης, Στέλιος Σωμαράκης Μοντάζ: Μαρία Αθανασοπούλου Το τραγούδι αυτό αποτέλεσε μια ευκαιρία να ξανανταμώσω το μικρό μου αδερφό, το δεξιοτέχνη Γ.Μανωλάκη, που γράψαμε το κομάτι στο στούντιο μια κι όξω, σαν να μην πέρασε μια μέρα, τον καλωσυνάτο, γενναιόδωρο φίλο Μ.Παιγνιωτάκη, τον ακούραστο συμμαχητή Μ.Πινακουλάκη και το μικρό Σ.Σωμαράκη, που ανεθράφηκε και λίγο μαζί μου, στον τσιγγάνικο τρόπο ζωής. Ευχαριστώ επίσης τον πολύ καλό φίλο και συνάδελφο Δημήτρη Παπαδάκη, που με έφερε σε επαφή με το Χαρίτο.