“Η ταινία «Ο ξυλουργός και η γυναίκα του» είναι ένα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για την αγάπη. Όχι όμως για μια αγάπη ουτοπική ή εγωιστική, μια αγάπη που ακροβατεί μεταξύ μιας ασαφούς ιδέας και μιας φιλοσοφικής επιλογής. Η ταινία εστιάζει σε μια αγάπη αληθινή και βιωμένη. Μια αγάπη ζωντανή και τόσο δυνατή η οποία ξεπερνάει ακόμα και τον θάνατο. Μια αγάπη υπερβατική», γράφει στο artplay.gr ο σκηνοθέτης Κων/νος Γεωργόπουλος, με αφορμή την συμμετοχή της ταινίας του στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Και εξηγεί :
«Ο
Δημήτρης και η Ασημούλα μοιράζονται εξήντα χρόνια έγγαμου βίου. Η αγάπη
τους, αμείωτη μέσα στα χρόνια, παραμένει φανερή σε όλους. Όταν το 2000 η
Ασημούλα θα εμφανίσει τις πρώτες ενδείξεις απώλειας μνήμης, ο Δημήτρης
θα κληθεί να ξεπεράσει τον εαυτό του… για να είναι μαζί της.
Ο
Δημήτρης λοιπόν είναι ο ξυλουργός της ταινίας, ένας δραστήριος και
δημιουργικός άνδρας (91 ετών σήμερα). Γεννήθηκε λίγο πιο έξω από τον
Βόλο. Γιος ιερέα, μεγάλωσε μέσα στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου,
βιώνοντας δύσκολη παιδική και εφηβική ηλικία. Υπηρέτησε λίγα χρόνια ως
χωροφύλακας, αλλά γρήγορα τα παράτησε κι αποφάσισε να ασχοληθεί
επαγγελματικά με αυτό που αγαπούσε, την τέχνη του ξυλουργού. Παντρεύτηκε
με την Ασημούλα και κατάφεραν να μετακομίσουν στην Αθήνα. Μαζί
απέκτησαν ένα παιδί, την Χρυσούλα.
Η ταινία δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της φοίτησής μου στη SAE Athens.
Όταν αποφασίσαμε μαζί με τον Σταμάτη Γεροχριστοδούλου (Διεύθυνση
Φωτογραφίας) και την Έλενα Δεμέστιχα (ηχοληψία-μοντάζ) να κάνουμε το
συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, αμέσως κατάλαβα ότι η ζωή του θείου μου (ο
Δημήτρης είναι ο μεγάλος αδερφός της γιαγιάς μου) και της γυναίκας του
μου έδινε υλικό για μια σειρά θεμάτων. Η ζωή ενός παιδιού εν μέσω
πολέμου και κατοχής, ο ζοφερός εμφύλιος, η «επανάσταση» ενός νέου να
πάει κόντρα στον πατέρα του επιλέγοντας να αφήσει μια σταθερή και
κοινωνικά αποδεκτή δουλειά για να ασχοληθεί με αυτό που αγαπά, ένας
έρωτας σε μια εποχή αυστηρών συνοικεσίων καθώς και η δύσκολη
μετανάστευση στην Αθήνα του ’60 ήταν μερικά μόνο από τα θέματα με τα
οποία θα μπορούσα να ασχοληθώ. Παρόλα αυτά, το πιο σημαντικό για μένα ήταν να μιλήσω για την βαθιά αγάπη που είχαν μεταξύ τους.
Από παιδί, θυμάμαι πάντα τον θείο μου να μιλάει για την θεία μου με τα
καλύτερα λόγια. Η αγάπη τους ακτινοβολούσε παντού και όλοι (συγγενείς
και φίλοι) τους θαύμαζαν για αυτό.
Ζούμε
σε μια εποχή μεταμοντέρνα. Μπορώ να πω ότι είναι μια εποχή ευκολίας και
άνεσης. Στην συντριπτική πλειονότητα των δυτικών κοινωνιών, ο καθένας
μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και όπως το θέλει. Αυτή είναι και η βασική
αρχή του καταναλωτισμού άλλωστε. Το άτομο στο επίκεντρο των πάντων. Αυτή
η αρχή διαπερνάει την κοινωνία μας. Και διαπερνάει και τις σχέσεις μας
πια. Βλέπω πολλούς γνωστούς, φίλους και φίλες, να ερωτεύονται παθιασμένα
και να χωρίζουν επεισοδιακά. Ξανά και ξανά. Συχνά, οι σχέσεις δεν
διαρκούν πάνω από τρεις ή τέσσερις μήνες, ενώ οι αιτίες είναι πάντα οι
ίδιες: «δεν ταιριάζαμε», «ασυμφωνία χαρακτήρων», «δεν με αγάπησε ποτέ»,
«δεν μου ταιριάζει», «δεν με καταλαβαίνει» κ.τ.λ.
Είναι
πράγματι οξύμωρο πως ενώ οι «ατομικές» μας ελευθερίες διαρκώς
αυξάνονται (όπως ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία), οι σχέσεις μας
γίνονται ολοένα και πιο ασταθείς, πιο σύντομες και παροδικές. Τελικά
μάλλον αδυνατούμε να ερωτευτούμε και να αγαπήσουμε αληθινά.
Αυτό
με τράβηξε στην ιστορία του Δημήτρη και της Ασημούλας. Ο δυνατός έρωτάς
και η βαθιά αγάπη τους. Μια αγάπη που πάει κόντρα σε όλα, χωρίς να
κάμπτεται από τίποτα. Ούτε από οικονομικά προβλήματα, ούτε από
προβλήματα υγείας, ούτε από οτιδήποτε άλλο. Θαύμασα και θαυμάζω την
θέληση δύο ανθρώπων να παραμείνουν ενωμένοι, όχι να χωρίσουν στο πρώτο
σταυροδρόμι. Να προχωρήσουν μαζί, όχι να τραβήξει ο καθένας το δρόμο
του. Να δεχθούν ο ένας τον άλλον, όχι να αλλάξει ο ένας τον άλλον. Να
κάνουν ό,τι μπορούν για να είναι μαζί κι όχι να συμβιβάζονται σε μια
επιφανειακή σχέση.
Αυτή
η αγάπη δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Είναι μια βιωμένη στάση ζωής,
αληθινή και συνάμα ερωτική. Μια στάση ζωής την οποία χρειαζόμαστε όλοι”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου