Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Αθηνόδωρος Προύσαλης



Στο παλιό σινεμά κατοχυρώθηκε ως μάγκας.
Γράφει για κείνον ο Ντίνος Δημόπουλος:
«Ο Νίκος Φέρμας ήταν ο δάσκαλος. Ο άλλος, ο μαθητής, εξίσου αυθεντικός με τον δάσκαλο, αλλά πιο αλαφρός, πιο ιπτάμενος και πιο ποιητικός ήταν ο Αθηνόδωρος Προύσαλης».
Θυμηθείτε τον λοιπόν στο «Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη».
Η σκηνή διαδραματίζεται στο εργοστάσιο επίπλων του Γιάννη Βογιατζή. Έχει πάει εκεί η ξενομανής γυναίκα του, Κατερίνα Γιουλάκη με τη μάνα της, Ηλέκτρα Καλαμίδου, και τον αγγλολιγούρη γαμπρό της μαμάς, Γιώργο Γαβριηλίδη. Μπαίνει μέσα ο Αθηνόδωρος Προύσαλης. Είναι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού που το προηγούμενο βράδυ η δήθεν Ιταλίδα νύφη, Μάρω Κοντού, τα ’χει κάνει γυαλιά καρφιά, με σκοπό να πληρωθεί για τον λογαριασμό με τις ζημιές. Φοράει το καβουράκι, μαύρο κοστούμι και γραβάτα και κρατά ένα κομπολόι στα χέρια του. Ο διάλογος που ακολουθεί αποκαλύπτει την πραγματική ταυτότητα της Ιταλίδας, που ήταν τελικά από την Κυψέλη.
Ιδού ένα μικρό απόσπασμα και θυμηθείτε την εικόνα:
Προύσαλης: Ζύγισις, προσοχή, ανάπαυσις. Μπαίνουνε τρεις. Το πρόσωπο που υπόγραψε, η Τσιριμπίμ Τσιριμπόμ και ένας άλλος.
Γιουλάκη: Κοντός;
Προύσαλης: Στην αρχή δεν ήτανε. Ύστερα τον κοντύνανε.
Γαβριηλίδης: Λοιπόν;
Προύσαλης: Εσύ μη λες τίποτα. Μυρίζεις απήγανο. Λοιπόν στην αρχή καλά τα παγαίνανε και δεν ξέρω πώς, σηκώνεται η αψηλή και ρίχνει μια στράκα σε έναν στη διπλανή παρέα.
Γιουλάκη: Η Μπιάνκα;
Ο Προύσαλης την αγνοεί.
Προύσαλης:... Και ποιον διάλεξε να βαρέσει; Τον Λεωνίδα τον Μολυβάτη. Άκου δηλαδή εκλογή.
Καλαμίδου: Κι αρπαχτήκανε;
Προύσαλης: Και τι θα κάνανε; Θα κανελώνανε το ρυζόγαλο;
Γαβριηλίδης: Α, αυτό είναι βάρβαρο.
Προύσαλης: Εσύ πάψε, θα σου ρίξω φλιτ.
Είχαμε πάει με το συνεργείο της εκπομπής «Σαν Παλιό Σινεμά» στο σπίτι του, στο Κοντόπευκο. Θα μας μιλούσε για κείνον, για τη ζωή του, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Για το τότε και για το σήμερα. Μέχρι να στηθούν η κάμερα και τα φώτα, πιάσαμε την κουβέντα για τον Φέρμα.
«Με τον Φέρμα είχα γυρίσει αρκετές ταινίες. Αυτός ήταν ο πρώτος μάγκας του Ελληνικού Κινηματογράφου. Αλλά κακώς λένε μάγκας, ωραίος λαϊκός τύπος είναι το πιο σωστό. Φυσικός, αληθινός, αυθόρμητος.
»Και μια μέρα έπειτα από ένα γύρισμα μου λέει -μίλαγε έτσι όπως στις ταινίες:
»Προύσαλη, θα πας κατά κάτω;
»Μάλιστα, κύριε Φέρμα.
»Με πετάς σε καμιά στάση;
«Ευχαρίστως τον πήρα. Κάθισε δίπλα μου. Όπως τον πήρα λοιπόν μου λέει:
»Ρε Προύσαλη, είσαι καλός ηθοποιός εσύ και θα σταθείς στο ποδάρι μου. Αλλά εσύ θα είσαι και καλύτερος.
»Γιατί;
»Γιατί είσαι και μορφωμένος ηθοποιός. Εμείς ημαστούνε αγράμματοι».
Βγαίνουμε στο μπαλκόνι. Είναι ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό.
«Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη και ήρθα εδώ στην Ελλάδα το ’32. Πιτσιρίκος. Είχα την τύχη να εγκατασταθούμε οικογενειακώς στη Νίκαια, στην Κοκκινιά. Εκεί οι πιο πολλοί ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Λαϊκοί άνθρωποι, σπουδαίοι από όλες τις απόψεις. Πιστεύω ότι ήταν ευτύχημα για μένα που μεγάλωσα ανάμεσά τους. Εκεί ζυμώθηκα ψυχικά και πνευματικά...»
Δίπλα του έχει ένα τεράστιο καλογυαλισμένο μπρούτζινο μαγκάλι, που ακουμπάει τον καφέ του. Φαίνεται διακοσμητικό.
«Αυτό το μαγκάλι το φέραμε από την Κωνσταντινούπολη. Μ’ αυτό μας ζέσταινε ο πατέρας μου. Έριχνε κάρβουνα μέσα. Τότε δεν υπήρχαν καλοριφέρ, ούτε σόμπες.
«Μεγάλωσα λοιπόν στην Κοκκινιά. Ο πατέρας μου είχε μηχανουργείο. Ο παππούς μου ήτανε παπάς, και οι θείοι μου είχαν τον τρόπο τους. Ήμουνα από μια οικογένεια αστική, ας πούμε. Είχαμε μια μικρή οικονομική άνεση.
«Κι έτσι δεν υπήρχε ανάγκη μικρός να πάω να δουλέψω δεξιά κι αριστερά.
«Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον μορφωμένων ανθρώπων κι είχα πάρει από παιδί μια καλή γραμμή. Από μικρός διάβαζα, κυρίως ποιήματα. Είχα κάτι φίλους που ήτανε ποιητές. Όχι, εγώ δεν έγραφα. Το μόνο μου ελάττωμα ήταν ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός, όχι συγγραφέας, δεν είχα ταλέντο στο γράψιμο.
«Το ταλέντο μου ήταν σ’ αυτό το επάγγελμα.
«Δεν ξέρω πώς κόλλησα το μικρόβιο του ηθοποιού. Είχα μια γιαγιά που ήτανε λίγο τσαχπίνα. Μάλλον από αυτήν θα πήρα...
«Πήγα νωρίς και υπηρέτησα τη θητεία μου στην αεροπορία. Το 1949, γράφομαι κρυφά στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών, με καθηγητές τον Αιμίλιο Βεάκη, τον Γιάννη Σιδέρη, τον Δημήτριο Ροντήρη.
«Επί τέσσερα χρόνια κανείς δεν το ήξερε. Στην οικογένειά μου δεν το είπα γιατί θα μουρμουράγανε. Αλλά ούτε και οι φίλοι μου το ξέρανε. Μετά, όταν τελείωσα, το μάθανε ο Μιχάλης Νικολινάκος και ο Γιάννης Κοντούλης και πήγανε και γραφτήκανε κι αυτοί στην ίδια σχολή. Είχαμε μεγαλώσει μαζί. Και οι δύο δυστυχώς έχουν πλέον χαθεί. Σπουδαία παιδιά...»
Κουβέντα στην κουβέντα ο λόγος έρχεται στον κινηματογράφο.
«Έχω κάνει περίπου εκατό ταινίες του παλιού σινεμά και καμιά εικοσαριά από τον καινούργιο, τον κουλτουριάρικο που λέω εγώ. Υπήρχε εποχή που γύριζα και τρεις ταινίες ταυτόχρονα. Έτσι έφευγα από τη μια και πήγαινα στην άλλη.
»Τότε, στην αρχή, οι ταινίες ήτανε πρωτόλειες. Οι μηχανές γυρίζανε με το χέρι, η φωνή έμπαινε μετά και διάφορα τέτοια. Να σκεφτείτε αυτός που γύριζε τη μηχανή, επειδή δεν υπήρχε μοτέρ, για να είναι συγχρονισμένος, για να βρίσκει τον ρυθμό του, τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο: Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή. Σε γνωρίζω...
»Αυτές ήταν οι συνθήκες που δούλεψαν οι πρώτοι.
»Εγώ βέβαια βγήκα στο σινεμά το 1957. Η πρώτη ταινία που έπαιξα ήταν το “Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο”.
»Εκεί με φωνάξανε να κάνω μια σκηνή μαζί με τον Φέρμα. Είμαστε δυο εργατικοί τύποι σε μια ταβέρνα. Από την οικοδομή προφανώς φύγαμε και πήγαμε εκεί να πιούμε το κρασάκι μας. Και μπαίνουν μέσα ο Φωτόπουλος και ο Αυλωνίτης με τη λατέρνα, και πιάνουμε τη συζήτηση γι’ αυτούς με τον Φέρμα, και του λέω:
»Μάλιστα. Αυτοί εδώ που βλέπεις φάγανε πενήντα χιλιάρικα. Πενήντα χιλιάρικα, κύριε.
»Πώς;
»Πώς τα φάγανε;
» Όχι, μωρέ αδελφέ μου. Πώς τα φάγανε το καταλαβαίνω. Δώσε μου εμένα πενήντα χιλιάρικα να δεις πώς θα τα φάω. Πώς τα βρήκανε;
»Ε, είναι ολόκληρη ιστορία.
»Κάθισα λοιπόν κι εγώ στο τραπεζάκι να πω αυτές τις δέκα κουβέντες.
»Κι έρχεται ο Σακελλάριος να μου δείξει πώς θα τα πω. Μού ’παιζε πώς να τα παίξω... μάγκικα.
»Εγώ μέσα μου σκέφτομαι γιατί θα πρέπει να είναι μαγκάκι. Μπορεί να είναι ένας απλός άνθρωπος που βγήκε από την οικοδομή, λαϊκός άνθρωπος, εργατικός. Πρέπει να είναι και μάγκας; Πάμε γύρισμα λέει ο Σακελλάριος. Και ξεκινάμε. Κι εγώ λέω απλά και φυσικά, καθόλου μάγκικα:
»Αυτοί οι δυο, βλέπεις, φάγανε πενήντα χιλιάρικα...
»Βλέπω ότι δε με διακόπτει παρόλο που δεν έκανα αυτό που μου έδειξε και συνεχίζω με τον ίδιο τρόπο μέχρι το τέλος.
»Τη βλέπεις εκείνη τη φωτογραφία που έχουνε στη λατέρνα; Αυτή είναι κόρη ενός εφοπλιστή και αγαπούσε τον πιτσιρικά που είναι δίπλα της. Αλλά επειδή ο γέρος της δεν τον ήθελε, η κοπέλα το έσκασε για να σκοτωθεί. Και την επικήρυξε ο πατέρας της πενήντα χιλιάδες. Όποιος μου τη βρει, λέει, θα του ξηγηθώ πενήντα χήνες.
»Και τη βρήκανε οι μάγκες;
»Τη βρήκανε οι μάγκες και βρήκανε και τον γκόμενο και πείσανε και τον πατέρα της και τους παντρέψανε. Ε, και τους ξηγήθηκε κι ο γέρος τα πενήντα χιλιάρικα.
»Μόλις τελείωσε η σκηνή έρχεται και μου λέει:
»Δώσε μου το τηλέφωνό σου.
»Του άρεσε».
Ο Αθηνόδωρος Προύσαλης αρνείται ότι τυποποιήθηκε, όπως οι περισσότεροι υποστηρίζουν.
«Στον κινηματογράφο έπαιξα όλων των ειδών τους μάγκες, αλλά δεν τυποποιήθηκα σαν μάγκας. Δεν ήθελα να λένε Ο Προύσαλης κάνει τον μάγκα, αυτός είναι... Το κομπολόι, το καβουράκι, τα κουνήματα, τα ίδια και τα ίδια. Όχι. Κάθε φορά που με καλούσανε να κάνω έναν λαϊκό τύπο, -εντάξει έναν μάγκα- εγώ δεν τον έβλεπα σαν μάγκα. Τον έβλεπα σαν ρόλο, κάθε φορά διαφορετικό. Ποτέ δεν τυποποιήθηκα. Ακόμα και σε είδος. Ως ηθοποιός δεν ήθελα να λένε, α, ο Προύσαλης είναι κωμικός ή ο Προύσαλης είναι δραματικός. Κι αυτό ήταν και καλό και κακό.
»Αλλά δε μετάνιωσα. Νομίζω ότι δικαιώθηκα.
»Όταν σταμάτησε ο κινηματογράφος, και ήρθε η τηλεόραση, κι έπαιξα διάφορους ρόλους όπως στον “Μεθοριακό Σταθμό” και πριν λίγα χρόνια στα “Εγκλήματα”, ο κόσμος, το πλατύ κοινό έκοψε να με θεωρεί μόνο μάγκα. Και βλέπω ότι μ’ αγαπάει περισσότερο από πριν. Με εκτιμάει... Ε, αυτό είναι κάτι καλό, το χαίρομαι».
Ο Αθηνόδωρος Προύσαλης θεωρεί ότι η καλύτερή του ταινία ήταν η «Επιχείρηση Απόλλων». Μου εξομολογήθηκε πως αγαπάει τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, αλλά ο μεγάλος του έρωτας παραμένει το σανίδι.
«Εγώ όταν ξεκίνησα τις ταινίες είχα ήδη δέκα χρόνια στο θέατρο. Δέκα χρόνια πολύ αξιόλογης δουλειάς, ας μου επιτραπεί η έκφραση. Είχα παίξει Μπαλζάκ, Τσβάιχ, Χορτάτση, Σαίξπηρ, σε θιάσους όπως αυτούς του Καρούσου και του Ροντήρη.
»Στις ταινίες πηγαίναμε περισσότερο για οικονομικούς λόγους και για λόγους προβολής.
»0 κινηματογράφος και η τηλεόραση σε κάνουν γνωστό. Βγάζεις λεφτά. Αλλά το να είσαι ηθοποιός είναι και ένα μεράκι, ένα μεράκι που το ικανοποιεί, πάνω από όλα το θέατρο.
»Παγκοσμίως όλοι οι ηθοποιοί εκείνο που αγαπούν είναι το θέατρο, γιατί στο θέατρο είσαι τελείως ελεύθερος. Έχεις κάνει πρόβες, ξέρεις τα λόγια σου, τις κινήσεις σου, τα πάντα. Κι έχεις άμεση επαφή με το κοινό. Νιώθεις το πώς σε αντιλαμβάνεται ο κόσμος από κάτω. Έχεις ας πούμε μια μαγνητική επαφή μαζί του.
»Στο θέατρο έπαιξα δυο φορές Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Κουν. Η πρώτη ήταν οι “Όρνιθες”, όπου έκανα τον Ευελπίδη -ήμουνα πρωταγωνιστής μαζί με τον Χατζημάρκο, και μάλιστα ως παράσταση βραβευτήκαμε στο Παρίσι.
»Η δεύτερη ήταν ο “Πλούτος”. Συμπρωταγωνιστούσα με τον Ιάκωβο Ψαρά. Έπαιξα πολύ μεγάλους ρόλους στο θέατρο. Έπαιξα με την Κυβέλη συμπρωταγωνιστής στο “Μυστικό της Κοντέσας Βαλέρενας” του Ξενόπουλου.
»Στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος έμεινα δυόμισι χρόνια. Εκεί, όταν πρωταγωνιστούσα στο “Νησί της Αφροδίτης” για πρώτη φορά μου είπαν ότι έκανα επιτυχία και σαν εραστής».
Η κάμερα της εκπομπής «Σαν Παλιό Σινεμά» εξακολουθεί να γυρίζει.
«Οι επιτυχίες φέραν και κατακτήσεις;» τον ρωτώ.
Χαμογελάει, πονηρά. Ανάβει τσιγάρο και μου λέει λοξοκοιτώντας:
«Εντάξει, δεν ήρθαν ποτέ στο θέατρο να μου φέρουν λουλούδια τα κορίτσια. Δεν ήμουνα και το ωραίο παιδί.
»Δεν ήμουνα ο Μπάρκουλης, ο Αλεξανδράκης. Αλλά... Ε, δεν έχω παράπονο βέβαια και με τις γυναίκες καλά τα πήγα.
»Παντρεύτηκα μια κοπέλα από τη Θεσσαλονίκη. Δεν τα βρήκαμε καθ’ οδόν και χωρίσαμε. Έκανα μια κόρη, την Εύη. Τώρα έχει περάσει τα τριάντα. Τελείωσε χημικός και πριν από οκτώ χρόνια τελείωσε και θεατρολόγος. Της αρέσει πιο πολύ αυτό. Φαίνεται ότι έχει πιο πολύ ταλέντο σ’ αυτό, γι’ αυτό παράτησε τη χημεία. Γράφει κριτικές σε εφημερίδες. Πάει πολύ καλά. Κι είμαστε πάρα πολύ καλά και με την πρώην σύζυγο και με την κόρη μου...»
Στη συζήτησή μας έρχεται η ώρα του απολογισμού.
«Είμαι πολύ ευχαριστημένος», μου λέει. «Ξέρεις τι είναι μετά από σαράντα οχτώ χρόνια δουλειάς -βάλε και τη δραματική, πενήντα δύο- να χτυπάει κάθε μέρα το τηλέφωνο, και να με φωνάζουνε να παίξω στο θέατρο ή στην τηλεόραση;
»Εντάξει, δεν μπορώ να τα κάνω όλα μαζί. Αλλά σκέφτομαι ότι τώρα πληρώνομαι επειδή πάντα έκανα σεμνά τη δουλειά μου, τη σεβόμουνα και δεν πήγαινα μόνο για τα λεφτά.
»Νομίζω ότι αυτό με κράτησε, και με θεωρούν μέχρι τώρα έναν ηθοποιό άξιο να κάνω τη δουλειά μου. Είναι άσχημο να χαθείς, ενώ οι δυνάμεις σου ακόμα σε κρατάνε».
Δεν ξέρω γιατί, λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, τον ρώτησα ποια είναι η απώλεια που τον έχει συγκλονίσει.
«Με έχει συγκλονίσει η απώλεια του πατέρα μου. Όχι της μάνας μου -πέθανε μεγάλη. Με έχει συγκλονίσει, που έχασα τα δύο αδέλφια. Αλλά εκείνο που με έχει συγκλονίσει περισσότερο είναι ότι πεθάνανε οι φίλοι μου, οι αγαπητοί.
»Δηλαδή τώρα. Έναν καιρό το τηλέφωνό μου χτυπούσε...
»Πέθανε ο Νικολινάκος, πέθανε ο Γιάννης ο Κοντούλης, πέθανε ο Παπαδίτσας.
»Ορφάνεψα κι από οικογένεια κι από φίλους. Κι όταν φθάσει κανείς στην ηλικία που είμαι εγώ τώρα, καταλαβαίνει την ορφάνια των φίλων, που ούτε καν τη φαντάζεται. Αγαπητοί φίλοι που χάσαμε...»
Τα μάτια υγραίνονται, κοκκινίζουν. Φέρνει το χέρι με το τσιγάρο στο πρόσωπο. 
Τα χείλη του τρέμουν.
«Δεν καταλαβαίνει κανείς τι θα πει να χάνεις τους φίλους. Όταν μεγαλώνεις δεν ορφανεύεις μόνο από τους συγγενείς, ορφανεύεις και από τους φίλους σου...»
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...