Τα ελληνικά γενέθλια του παραμυθά
«Θα έρθω και πάλι στην Ελλάδα», μονολόγησε ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, περισσότερο για να παρηγορήσει τον εαυτό του, καθώς ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί σε ένα γαλλικό ατμόπλοιο για να φύγει από τον Πειραιά.Ο πασίγνωστος Δανός παραμυθάς, που σήμερα συμπληρώνονται 211 χρόνια από τη γέννησή του (2 Απριλίου 1805), είχε φτάσει στην Ελλάδα τον Μάρτιο του 1841 και μάλιστα είχε γιορτάσει, με ένα ελληνικό γλέντι, στην Αθήνα, τα γενέθλιά του εκείνη τη χρονιά.
Ο Χανς Κρίστιαν, γιος ενός παπουτσή και μιας πλύστρας, που είχε μείνει ορφανός από πατέρα στα 11 χρόνια του, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια.
Ξεκίνησε να ταξιδεύει, έχοντας γράψει τα πρώτα βιβλία του, από το 1833.
Μέχρι το 1857 πραγματοποίησε 29 ταξίδια στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική.
«Πέρασε τη μισή ζωή του ταξιδεύοντας πάνω-κάτω στην Ευρώπη», γράφει, στον πρόλογο της βιογραφίας του Αντερσεν, ο Ρ. Νίσμπετ Μπέιν (R. Nisbet Bain, Λονδίνο 1895).
Από τη βιογραφία αυτή πληροφορούμαστε ότι ο Αντερσεν, γράφοντας σε φίλους του στην Ιταλία, είχε εκφράσει από πολύ νωρίς την επιθυμία του να ταξιδέψει στην Ελλάδα.
Σε αυτές τις επιστολές παραπονιέται ότι το κλίμα της Δανίας θα τον εμποδίζει πάντα να γίνει ένας πραγματικός ποιητής, για να διερωτηθεί πώς μπορεί να είναι ενθουσιασμένος σε μια χώρα με κλίμα σαν της Λαπωνίας;
«Αν είχαμε έναν πρίγκιπα που αγαπούσε πραγματικά την τέχνη», πρόσθετε, «θα έπρεπε τώρα να είναι στον δρόμο για την Ελλάδα».
Πραγματικά, στο επόμενο ταξίδι του επρόκειτο να έρθει και στην Ελλάδα.
Στη βιογραφία του διαβάζουμε ότι στις 15 Μαρτίου 1841 επιβιβάστηκε στο γαλλικό ατμόπλοιο «Λεωνίδας» και εγκατέλειψε τη Νάπολη, ώστε μετά από μια σύντομη στάση στη Μάλτα να φτάσει στον Πειραιά.
«Ηταν πολύ εντυπωσιασμένος από το θέαμα της Αίτνας από τη θάλασσα. […] Οι συνταξιδιώτες του ήταν, ως επί το πλείστον, Ισπανοί προσκυνητές, Ιταλοί ιερείς και διάφοροι Ανατολίτες. Δεν υπήρχε κανείς επί του σκάφους με τον οποίο θα μπορούσε να ανταλλάξει έστω μια λέξη στα δανικά ή στα γερμανικά και όταν μιλούσε γαλλικά, τον περνούσαν για Αμερικανό. Ωστόσο, έκανε φίλους, έναν Πέρση από τη Χεράτ, τον οποίο ο ίδιος είχε παρατηρήσει να κάθεται σε ένα χαλί στο κατάστρωμα, ντυμένος με ένα πράσινο καφτάνι και ένα λευκό σάλι, και να διασκεδάζει μόνος του όλη την ημέρα παίζοντας με τα σκουλαρίκια του και το γιαταγάνι του», διαβάζουμε στη βιογραφία.
«Νωρίς το πρωί άκουσα οι άνδρες να
ρίχνουν την άγκυρα, πήγα στο επάνω κατάστρωμα, ήμασταν στον κόλπο του
Πειραιά. Εμοιαζε με μια μικρή λίμνη. […]. Δύο πλωτά βαρέλια
χρησιμοποιούνται ως διακριτικά σημεία και το βράδυ το καθένα φέρει ένα
φανάρι. Μέτρησα περίπου 100 σπίτια στον Πειραιά […]».
Συνεχίζοντας την περιγραφή του Πειραιά, ο Αντερσεν γράφει ότι προς τα
αριστερά υπάρχει μια μικρή χερσόνησος με κάποιους θάμνους, έναν
ανεμόμυλο και το νέο κτίριο καραντίνας (προφανώς πρόκειται για το
λοιμοκαθαρτήριο, που είχε κατασκευαστεί, το 1837 στις αποθήκες
διαμετακόμισης, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο επιβατικός σταθμός του ΟΛΠ. Η
καραντίνα του Αγίου Γεωργίου λειτούργησε το 1865).
«Η μέρα πέρασε γρήγορα και το βράδυ
άρχισε με μια σκηνή που δεν μπορώ να περιγράψω. Το βουνό του Υμηττού και
το Πεντελικό, που με το φως της ημέρας είχαν μια γκριζωπή εμφάνιση,
έγιναν κόκκινα στο ηλιοβασίλεμα σαν να είχαν σχηματιστεί απ’ όλα τα
τριαντάφυλλα της Ελλάδας. […] Το τραγούδι των ναυτικών ακουγόταν από τον
Πειραιά, η φωτιά άναψε στην παραλία, οι άνθρωποι περνούσαν με τα φώτα
στα χέρια τους έξω από τις πόρτες, καθώς περνούσε κάποια βάρκα ακούγαμε
πιτσίλισμα από κουπί στο νερό».
Μόλις πέρασε το τριήμερο της καραντίνας, ο Αντερσεν και οι
συνταξιδιώτες του ξεκίνησαν με άμαξες για την Αθήνα. Οπως περιγράφει:
«Εχουν περάσει μόνο μερικά χρόνια από
τότε που ένα τέλμα εκτεινόταν μεταξύ του Πειραιά και της Αθήνας, γύρω
από το οποίο ταξίδευαν καμήλες φορτωμένες με εμπορεύματα […] Τώρα
υπάρχει ένας εξαιρετικός μεγάλος δρόμος και ένα πολύ καλό πανδοχείο».
Οι ταξιδιώτες συνοδεύονταν από έναν υπάλληλο του ξενοδοχείου, ενώ σε
κάθε πλευρά του δρόμου υπήρχε από ένα ξύλινο κατάστημα, που πουλούσαν
κίτρα, πορτοκάλια και μπουκάλια κρασί και λικέρ.Η διαδρομή περνάει μέσω του «μεγάλου ελαιώνα» και «λίγα βήματα πριν από την πόλη, κοντά στον δρόμο προς τα δεξιά, ξεχωρίζει ο ναός του Θησέα, τόσο μεγάλος και τέλειος με τις ωραίες κολόνες του που έχουν γίνει κιτρινοκαφέ από τον χρόνο».
«Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν
στην Ελλάδα και ότι έμπαινα στην πόλη της Αθηνάς. Η οδός Ερμού, η
μεγαλύτερη στην Αθήνα, είναι επίσης η πρώτη που συναντάει ο ταξιδιώτης
από τον Πειραιά, αλλά αρχίζει με μια σειρά από σπίτια τα οποία ένας
Ευρωπαίος θα χαρακτηρίσει άθλια και φτωχά».
Πάντως, ο Αντερσεν δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τα έργα που
εκτελούνται, τα νέα ανάκτορα, το Πανεπιστήμιο, που έγινε με σχέδια του
Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, σπίτια και εκκλησίες.Κατά την παραμονή του, ο Αντερσεν πήγε εκδρομή στο Δαφνί, πήγαινε κάθε μέρα στην Ακρόπολη, αν και η εικόνα του χώρου απέπνεε εγκατάλειψη, πήρε μαθήματα ιππασίας και οι φίλοι του διοργάνωσαν στα γενέθλιά του ένα ελληνικό γλέντι με δύο τραγουδιστές.
Μετά από έναν μήνα, ήρθε η ώρα της αναχώρησης με το γαλλικό πλοίο «Ευρώτας».
«Ολόγυρα βλέπουμε τα ερείπια των
παλαιών τειχών. Ακανθοι, θάμνοι, κυπαρίσσια, κακό γρασίδι και μικτά
κόκκινα λουλούδια μεγαλώνουν εδώ, όπου μερικά πρόβατα βόσκουν […]».
Επίσης, είδε τον τάφο του Μιαούλη, που είχε μόνο έναν ξύλινο σταυρό,
αν και -σημειώνει- λέγεται ότι τα οστά του ναυάρχου είχαν μεταφερθεί,
κρυφά, αλλού από την οικογένειά του.Στη συνέχεια αναχώρησε δίνοντας στον εαυτό του την υπόσχεση της επιστροφής, αν και -όπως γράφει- ήταν περισσότερο για να παρηγοριέται.
Την άνοιξη του 1872, ο Αντερσεν έπεσε από το κρεβάτι του και χτύπησε σοβαρά.
Δεν ξανάγινε ποτέ τελείως καλά και στις 4 Αυγούστου του 1875 πέθανε, σε ηλικία 70 ετών. Είχε γράψει 168 παραμύθια.
πηγή.http://gerontakos.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου