|
<< Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο. >> Νίκος Καρούζος
Η Μεγάλη Εβδομάδα του Θείου Πάθους αποτελεί σταθμό και έμπνευση για τους ποιητές.
Γεμάτοι δέος και συγκίνηση γονατίζουν στα πόδια του Ιησού, προσφέροντας τα λυρικά τους δάκρυα.
Η υψηλότερη μορφή της άνοιξης που ξέρω: μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα »(. Γ Σεφέρης)
Σικελιανός: «Γιατί κι 'ο πόνος / στα ρόδα μέσα, κι' ο επιτάφιος θρήνος, / κ 'οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν / απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν / το νου τους στης Ανάστασης το θάμα, / και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες / τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια, / τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια, / που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν! »
Η Μεγάλη Εβδομάδα στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου. Μ. ΤΡΙΤΗ ΜΟΛΙΣ ΣΗΜΕΡΑ βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο.Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ 'ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα. Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΛΟΕΝΑ ΟΙ ΚΑΚΤΟΙ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να 'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύειΟ λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμόςΚαι τώρα μαύρος αιώνας.
Μ. ΠΕΜΠΤΗ ΜΕΡΑ ΤΡΕΜΑΜΕΝΗ όμορφη σαν νεκροταφείομε κατεβασιές ψυχρού ουρανούΓονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένηΤα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπεινα ήμουν)Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανεΓέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα. Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β ΣΩΣΤΟΣ ΘΕΟΣ. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι τουγουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθείέως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκεπίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην. Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΝ ΝΑ ΜΟΝΟΛΟΓΩ, σωπαίνω.Ίσως και να 'μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμηφαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας ΠαρασκευήςΉ μπορεί και ζώου από κείνα τα ιεράμε τ 'αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείςκαι θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια. Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β Αντίς για ΌνειροΠΕΝΘΙΜΟΣ ΠΡΑΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ μες στο λιβάνιαναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγιατυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυσημικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.Σαν να 'μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ'ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινάκι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριώντο «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν». Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΘΕΣΙΝΗ αϋπνία μουλίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε η θεούλα με τη μωβ κορδέλα που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικάΎστερα χάθηκε πλέοντας δεξιάνα πάει ν 'αδειάσει τον κουβά με τ' απορρίματά μου- Της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια -εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητακαι αγέρωχο το πέλαγος. Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β ΠΑΛΙ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ της θάλασσας το μαύροεκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες όπως φωνές επάνω από ναυάγιοΧαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ 'ΆπιασταΌπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμεραπου πήα να παραβγώ μ 'αλόγατα όρθιακαι θωρακοφόρουςκαι μου χύθηκε όλη, όξω απ 'τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου. (Από την ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»
|
|
«Εαρινή συμφωνία» Γιάννης Ρίτσος
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
-
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που "χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευωδίαζε χωράφι
που "χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
-
Χριστέ μου
τι θα "τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου? ».
"Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό μακρύ πένθιμο φουστάνι κιαυτά τ 'αγκάθια στο κεφάλι σου?Χάθηκαν τα λουλούδια?Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ 'αχτένιστα μαλλιάδε θα σ 'την πόρτα του ουρανού?Μη χαμογελάς που 'χω κ' εγώ δεμένο το κεφάλι.Είναι που γλίστρησα προχτές μέσα στα βάτα κυνηγώντας πεταλούδες.Έλα να πιαστούμε από το χέρι σαν παιδιά και να πάμεστους αγρούς να σε μάθω φλογέρα.Πάμε να σου κόψω τα λυπημένα μαλλιά σου με το ίδιομεγάλο ψαλίδι που κουρεύουν τα προβατάκια.Και να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμεστα πόδια του και θα χαμογελάει γλυκά καθώς εμείς θαστολίζουμε τα μακριά τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες.Κι όταν βραδιάσει θα ζέψουμε το μικρό του τ 'αμάξι που τοσέρνουν οι γρύλλοι και θα περάσουμε στη μέση του παραδείσουενώ οι άγγελοι θ 'ανάβουν τ' αστέρια για να φωτίζουντ 'άλλα παιδάκια που μείνανε κάτου στον κάμπο ... "(Γιάννης Ρίτσος, Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού) |
|
- "Τίποτα δεν αγγίζει τις απριλιάτικες βιολέτες?
τίποτα-: μονάχα ο ακάνθινος Ιησούς ".
(Ν. Καρούζος, Τα Ποιήματα Β ')
- "Το άφθαρτο ξύλο: Ο σταυρός είναι δυο επιθυμίες.
Η μια επιθυμία που ερωτεύτηκε τα ουράνια
σμίγει και σταυρώνεται με την επιθυμία / καθώς διασχίζει τη γη.
Κι ο Χριστός στο έαρ σταυρωμένος ».
(Ν. Καρούζος, Ποιήματα Α ')
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο (Άσμα μικρό (Νίκος Καρούζος)
Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε ...
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.
|
|
Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ-Kώστας Βάρναλης Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες! Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνεικαὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει. Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφανκι ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα! Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι ἐγὼ λαχταρήσει(Ἦταν ὄνειρο κι ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)σὰν καὶ τ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ εἶχα γεννήσεικι ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι ἀλάργα ἀπὸ μίση! Ἕνα κόκκινο σπίτι σ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι. Κι ἅμ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,(Ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέριν ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ ὅλο κέδρον ἀγέρι. Κ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃτὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι Ἀφέντη,ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν ἀρχίσῃ. Κι ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλικαὶ πολλὴ φύτρα θ ἄφηνες τέκνα κι ἀγγόνιακαθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι ἀμπέλι,τ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,γιὰ νὰ πάψη κι ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . . Ξεφαντώνουν τ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις. Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια. Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.Τρέχουν αἷμα τ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σουστὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς! Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ ὄνομά σου!Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .Δολερὰ ξεσηκώσανε τ ἄγνωμα πλήθηκι ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι οἱ φίλοι. Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι ἀκόμασὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός?» τί πες «! Νά με»Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα! Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ ἔμαθ ἀκόμα! |
|
Η Μαρία η Μαγδαληνή, Dante Gabriel RossettiΝίκος Καζαντζάκης, "Μαγδαληνή"
Ω Κύριε, εγώ 'μαι που έσπασα σα μυρογιάλιστα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθαμακριά μαλλιά μου εγώ τ 'ανέμισα στις τρέμουλες,σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!Εγώ 'μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθεκοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθιαστα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!έκραζα Κ »: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστεσα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!Χριστέ, κι αν όλοι σ 'αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερόκρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλιστη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζονταςτο Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη. |
|
Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος-Στέλιος Σπεράντσας
Καὶ λέει ὁ Ναζωραῖος στοὺς μαθητάδες:«Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδεςΦῶς ἀπὸ φῶς, στὰ σκότη,ἐσεῖς πιστοὶ ὁδηγοὶ καὶ οἱ πρῶτοικαταλυτὲς τῶν γήινων θρήνων,ποῦ θεῖο μήνυμα θὰ φέρετε παντοῦ,κι ἀκόμα κι ὡς τὴ χώρα τῶν Ἑλλήνων.Τοῦ δείπνου μας χαρῆτε ἀπόψε τὴ χαρά.Καὶ τὴν καρδιὰ στυλώσετε γερὰμὲ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασί,ποὺ αἷμα καὶ σῶμα εἶναι δικό μου,μὴν ἀποστάσετε χλωμοὶμὲς τὴν ἀνηφοριὰ τοῦ δρόμου ».Καὶ λέει στὸν Ἰσκαριώτη: «Ἐσύ,τοῦτο τὸ ξέχωρο ὁλοκόκκινο κρασὶθὰ πάρῃς,τὰ φλογισμένα χείλη νὰ δροσίσῃς,πρὶν στὸ Ραββὶ ἕνα φίλημα χαρίσῃς.Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια! ... »Ὁ Ἰούδας σκύβει,πὼς τάχα τὸ ψωμὶ θέλει νὰ κόψῃ.Τὰ φρύδια κατεβάζει, ἔτσι ποὺ κρύβειμὲ στενοχώριατὸ φόβο, ὡς καθρεφτίζεται στὴν ὄψη.Καὶ λέγει του ξανὰ ὁ Χριστός: «Ἂς γίνῃ,ὅ, τι γραμμένο ὑπάρχει νὰ γενῇ.Νύχτα εἶν ἀκόμη σκοτεινὴκαὶ -μὴ φοβᾶσαι- εἶναι γεμάτοι καλωσύνητῆς Ἰουδαίας οἱ κρίκοι.Κι εἶν ὅλο ἀγάπη τὸ τριφύλλι,κι ἀνθεῖ κατάσπρο στὴν πλαγιὰ τοῦ Γολγοθᾶτὸ χαμομήλι.Σύρε καὶ μὴν ἀργεῖς.Χτυπάει ἐπίμονα ἡ καρδιὰ τῆς γῆς.Σύρε πιὸ γρήγορα, ἀκουμπώντας στὸ ραβδί,πρὶν βγῇ καὶ τὸ φεγγάρι καὶ σὲ ἰδῇ. »Κατάχλωμος ὁ Ἰούδας σὰν σουδάρι,ἁπλώνει τὸ ποτήρι του νὰ πάρῃ.Μὰ τὸ ποτήρι πέφτει ἀπὸ τὴ φούχτα τουκαὶ πλέριαβάφει μὲ τ ἄλικο πιοτό,τὸ δυνατό,τοῦ Ναζωραίου τὰ θεῖα χέρια.Χαμογελᾷ Ο Χριστός. Μὰ τοῦ Ἰσκαριώτηπόσο δονεῖται ἀκόμα τὸ κορμί!Τῆς προδοσίας βαρὺ τὸ κρῖμα ... Καὶ μὲ ὁρμὴτὸν σπρώχνει νὰ χαθῇ σκυφτὸς στὰ σκότη.ΙΙὩραῖος, καθὼς τοῦ ἥλιου ἀνατολή,ἀνάμεσα ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάδες,ὀρθώνεται καὶ πάλι ἀργομιλεῖ:«Τὸ αἰώνιο εἶμαι τὸ φῶς καὶ σεῖς λαμπάδες ...Στὰ χείλη ἡ προσευχὴ πρὶν ἀνεβῇ,τὴν πόρνη, ἂς συχωρέσουν, τὸν τελώνη.Μὲ ἀνόμους θὰ περάση καὶ ὁ Ραββί.Τὴν πρώτη πέτρα ὁ ἀναμάρτητος σηκώνει.Ἀγάπη κόσμου ὁ νικητής. Κι ἐγὼ ἡ πηγὴγιὰ ὅποιον διψᾷ στοργὴ δικαιοσύνη.Εἰρήνη ... Ἂν ἀψηλώσω ἀπὸ τὴ γῆ,ἕνα μὲ τ ἄστρα κι ἡ ψυχή σας θέλει γίνει »Εἶπε κι ἀνάβλεψε τὰ μάτια του ὁ Χριστός.«Πατέρα μου, κι ἡ ἀγάπη Σου ἂς πληθαίνῃ.Σὲ μὲ ἔθνη καὶ λαοὶ καὶ ἡ οἰκουμένη.Τὸ ἔργο μου ἐτελείωσε. Καὶ νά,τώρα ὁ δικός μου ὁ διαλεχτὸςστὰ σκοτεινὰτοῦ ξεροπόταμου τῶν Κέδρων περιμένει ».Ξάφνου τὰ νέφη ὡς σκίζει τὸ φεγγάρι,ἀπ τὸν ψηλὸ καγκελλωτὸ φεγγίτη,θεία χάρη,μιὰ δέσμη κατεβαίνει μὲς στὸ σπίτι.Δέσμη ἀπὸ φῶς, σὰν φίλημα ἐλαφρό,στὰ θεῖα μαλλιὰ τοῦ Ναζωραίου, φωτοστεφάνι.Μὰ κι ἕνας ἤσκιος ἀπ τὰ κάγκελα, ποὺ κάνειπίσω ἀπ τοὺς ὤμους Του, στὸν τοῖχο, ἕνα σταυρό.Μὲ πόνο οἱ μαθητάδες τοῦ Κυρίου,ποὺ τρέμει στῶν ματιῶν τους τὸ ἀκροκλώνι,τὸ σύμβολο κοιτοῦν τοῦ μαρτυρίου,Κι ἐκεῖνος μὲ χαμόγελο γλυκὸστὸ δεῖπνο τὸ στερνό, τὸ μυστικό,σκορπάει τὸ θάρρος κι ἐμψυχώνει.
Κι ἔξω, στὰ σκότη τῆς νυχτιᾶς, τρεμάμενος,καταραμένος,τὴν ὥρα αὐτὴ τὴν ἴδια,τρικλίζει ἀκόμα ὁ Ἰούδας παγωμένος.Κι ἀγκομαχώντας, ζώνεται τὰ φίδια,ξεσκίζοντας τ αὐτιά του, γιατί ὁ λόγος,ὁ λόγος τοῦ Ἄκακουστριφογυρίζει ἀκόμα μέσα σὰν ξερόφυλλοποὺ τὸ σαρώνουν ξεροβόρια:«Δικός μου ἐσὺ καὶ στέκεις τόσο χώρια ...». |
|
- «Έκλεινε το άσπρο τριαντάφυλλο / το κεφάλι του, σαν του Ιησού.
Σε τρεις μέρες μόνο, είπε / κ 'ελάλησε, έκαμε όμοια / στον κόσμο το χρέος του.
(Κάθε λουλούδι, είναι κ 'ένας Ιησούς). "
(Ν. Βρεττάκος, Επί του όρους ομιλία)
«Η Σταύρωση του Χριστού», εικόνα στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών
Τα γόνατα του Ιησού-Νικηφόρος Βρεττάκος
Καρφωμένα στ'αγριόξυλο του σταυρού, σχηματίζουνμι 'αμβλεία γωνία.Είναι τα ίδια τα γόναταπου προβάτιζαν, παίζοντας, γύρω απ'το κόκκινοφουστάνι της μάνας του, όταν ήτανε βρέφος δέκα μηνών.Που αργότερα, έφηβος, τ'ακούμπαγε κάτω στη γη πριονίζοντας το ξύλο ενός κέδρου.Πού λυθήκαν κ'έπεσαν, ένας σωρός,-μια νύχτα που η άνοιξη ήταν αβάσταγη και μύριζε η γης κι ο ουρανός λεμονάνθι-στο Όρος Των Ελαιών.Κι'είναι ακόμη τα γόνατα που κάθιζε, αμίλητος, δυο -δυο τα παιδιάκι απλώνοντας δίπλα του, πάνω στη γη,τ'απέραντο χέρι Του, τα φίλευε ένα λουλουδάκι-κομμένο απ'τον πλούτο του σύμπαντος. |
|
Νίκου Γκάτσου, "Μέρες Επιταφίου" Μεγάλη Δευτέρα Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ακόμα ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου στην πύλη του παράδεισου στο φρέαρ της αβύσσου. Μεγάλη Τρίτη Κάτω απ 'τα λάβαρα της Ρώμης στην τέντα της Μαγδαληνής εσύ πατέρας της συγγνώμης κι εμείς παιδιά της ηδονής.Βραχνή ακούστηκε η κραυγή στα καπηλειά της πολιτείας εσύ αμνίον για σφαγή κι εμείς κριοί της αμαρτίας.Δε σε πτοήσαν οι Πιλάτοι ούτ 'ο καιρός που ειν εγγύς εσύ στων ουρανών τα πλάτη κι εμείς παρείσακτοι της γης. Μεγάλη Τετάρτη Τετάρτη των τεφρών και των παθώνο θάνατος δεν έχει παρελθόν.Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον.Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές ξυπνήστε ν 'αποδώσουμε τιμές.Φανήκαν οι ουράνιοι στρατηλάτεςσα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες.Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές.Πότε θ 'ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη και τ 'άνθος του κακού να γίνει ρόδι. |
.
Μεγάλη Πέμπτη
Αυτός που κρέμασε τον ήλιοστο μεσοδόκι τ 'ουρανούκρέμεται σήμερα σε ξύλοίλεως Κύριε γενού!Και στ 'ασπαλάθια της ερήμουμια μάνα φώναξε: «παιδί μου»!Με του Απριλιού τ 'αρχαία μάγιαμε των δαιμόνων το φιλίμπήκε στο σπίτι κουκουβάγιαμπήκε κοράκι στην αυλή.Κι όλα τ 'αγρίμια στο λαγκάδιπήραν το δρόμο για τον Άδη.Θα ξανασπείρει καλοκαίριαστην άγρια παγωνιά του νουαυτός που κάρφωσε τ 'αστέριαστην άγια σκέπη τ 'ουρανού.Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοιθα γεννηθούμε τότε πάλι.
Μεγάλη Παρασκευή
Βαριά τα βήματά μου σέρνωστο φως της μέρας το θαμπόκρίνα της άνοιξης σου φέρνωκαι στο σταυρό σου τ 'ακουμπώφίλε δακρυοπότιστετων πρωτίστων πρώτιστε.των πρωτίστων πρώτιστε.Άρρωστος κύλησε ο αιώναςκι ο ήλιος βγαίνει μισερόςσαν το φτερό της χελιδόνας που το σακάτεψε ο καιρόςφίλε τρισμακάριστετων αρίστων άριστε.των αρίστων άριστε.Σήμερα ο Άδης ηνεώχθη γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς και στου θανάτου εσύ την όχθηάφατο δρόμο ακολουθάςέγγιστε κι ανέγγιστετων μεγίστων μέγιστε.των μεγίστων μέγιστε.
Μέγα Σάββατον
Όλα στερέψαν σιγά σιγά.Τα περιστέρια πετούν αργά σε λίμνες άνυδρες βάλτους υγρούς σε διψασμένους κήπους κι αγρούς.Πίσω απ 'τους λόφους τους χαμηλούς με τους προφήτες και τους τρελούς στέκουν παράμερα τρία παιδιάσα γλαροπούλια στην αμμουδιά.Μες στων καιρών την ανημποριά διώξε το γρέγο και το βοριά και ξαναγύρισε ήλιε στη γη με του θριάμβου σου την κραυγή.
Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς-Κώστας Βάρναλης
Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί?
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική?
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.
Σὺ θἄχεις μάτια γαλανά, θἄχεις κορμάκι τρυφερό,
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο -ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.
Τὴ νύχτα θὰ συκώνομαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστὸ
νὰ σοῦ τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομήλι,
κ ὕστερα ἀπ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
ποὺ θὰ πηγαίνεις στὸ σκολιό με πλάκα καὶ κοντύλι.
Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ ἀλήθεια, φῶς τῆς ἀστραπῆς,
χτυπήσει ὁ Κύρης τ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴ τὴν πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!
«Ευαγγελίζομαι την Ακατοίκητη Χώρα!» «Δεν είναι όνειρο η Αγάπη. Είναι όπως ο ήλιος και το χώμα. Εκεί το πλούτος κ’ η ομορφιά» (Ν. Βρεττάκου, «Η ακατοίκητη χώρα»).
πηγή.
.
http://pyroessa-logotimis.blogspot.gr/2014/04/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου