Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Βασίλης Λογοθετίδης, από τους μεγαλύτερους κωμικούς της μεταπολεμικής Ελλάδας

.Βασίλης Λογοθετίδης (Μυριόφυτο Θράκης, 1898 - Αθήνα, 20 Φεβρουαρίου 1960) 

.
Βασίλης Λογοθετίδης (1898-1960)
Έμεινε στη μνήμη ως ο κωμικός των κωμικών. Δεν εκβίασε ποτέ το γέλιο, απλώς το έκανε να αναδύεται αυθόρμητα από την ψυχή μας. Σήμερα, από όλα όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτόν, το πιο πλήρες είναι ίσως εκείνο που σημείωσε κάποτε ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Oτι «Ο Λογοθετίδης υπήρξε ο άνθρωπος του λαού, που ένιωσε το λαό και που έπαιξε για το λαό». Tο εικοσιδυάχρονο αγόρι που φτάνει από την Πόλη στην Αθήνα με μια ξεφτισμένη βαλίτσα γεμάτη όνειρα, τρυπώνει πίσω από την κουίντα του θεάτρου Κοτοπούλη και με την άγνοια κινδύνου που του παρέχει το σφρίγος της νιότης, δηλώνει ευθαρσώς ότι θέλει να γίνει «δραματικός ηθοποιός». Η Μαρίκα Κοτοπούλη, εντυπωσιασμένη πάντα από τους ανθρώπους που φιλοδοξούν, δεν τον απορρίπτει. Σύντομα, όμως, αντιλαμβάνεται το προφανές: ότι δεν είναι πλασμένος για δραματικός ηθοποιός. «Εσύ, Βασίλη», του λέει τότε, στα 1919, «είσαι γεννημένος κωμικός». Δεν χρειάζεται να περάσει πολύς καιρός για να δικαιωθεί
Από τα πρώτα κιόλας έργα, ο νεαρός Λογοθετίδης ξεχωρίζει. Είναι η φυσικότητά του, το ταπεραμέντο του, οι κινήσεις του, που ενθουσιάζουν το κοινό. Oλα αυτά, σε συνδυασμό με μια φωνή που θαρρείς και γεννήθηκε για να ξεστομίζει ξεκαρδιστικές ατάκες, δημιουργούν έναν ηλεκτρισμό γύρω από τη φιγούρα του και το αποτέλεσμα δεν μένει παρά να δικαιώσει την Κοτοπούλη στα χρόνια που έρχονται: η συνεργασία τους θα κρατήσει πάνω από τρεις δεκαετίες και θα γεννήσει μεγάλες επιτυχίες.

Τον χειμώνα του ’42, ο Λογοθετίδης είναι σαράντα πέντε χρόνων και το θέατρο Κοτοπούλη ετοιμάζεται να ανεβάσει το έργο του Αλέκου Λιδωρίκη «Aνδρας-Γυναίκα-Διάβολος». Ζητούν από τον Λογοθετίδη να παίξει το νεαρό εραστή. «Εγώ, το νεαρό εραστή;»απορεί εκείνος. «Πώς στην ευχή θα παίξω το νεαρό εραστή και, μάλιστα, πλάι στον Μυράτ;» «Εάν δεν μπορούσες, δεν θα σου το ζητούσα», του λέει ο Λιδωρίκης. Ο Λογοθετίδης επιμένει: «Βρε αδελφέ μου, εγώ θα παίξω τώρα τον ωραίο; Κι εγώ θα φάω στο τέλος τον Μυράτ;» «Ναι, εσύ», του απαντάει κατηγορηματικά ο Λιδωρίκης. «Βασίλη μου», συνεχίζει,«η ομορφιά ενός άνδρα δεν βρίσκεται πάντα στο πρόσωπο. Βγαίνει πιο πολύ από την προσωπικότητα, από την ψυχική του λεβεντιά, από τη χαρά που αναδίνει, από την εξυπνάδα και από τη γνώση του ωραίου…». Χρόνια αργότερα, ο Λιδωρίκης θα θυμόταν το περιστατικό και θα έλεγε: «Oταν του τα είπα όλα αυτά, με κοίταξε με εκείνο το πονηρό βλέμμα του και μου απάντησε, ‘Μωρέ τι μας λες’. Και το επόμενο πράγμα που έκανε ήταν να παίξει το ρόλο που του ζητούσαμε. Και όχι μόνο έπαιξε τον ωραίο, το χορευτή, τον εραστή, εκείνον που στο τέλος κερδίζει το κορίτσι. Μέσα από την επιτυχία του, εξασφάλισε και στο συγγραφέα ψωμί και νοίκι για τη μισή κατοχική εποχή. Αυτός ήταν ο Βασίλης».

Πέντε χειμώνες αργότερα, ο Λογοθετίδης κάνει πραγματικότητα το όνειρό του: γίνεται θιασάρχης.
 Στη δική του πλέον σκηνή, έχει να υπερασπιστεί τις προσωπικές του επιλογές τόσο σε ηθοποιούς όσο και σε έργα και οι γκρίνιες κάνουν σύντομα την εμφάνισή τους, αφού κάποιοι θεωρούν ότι χαραμίζεται με έργα πολύ κατώτερα του ταλέντου του. Εκείνος δεν δίνει σημασία και πορεύεται στο δρόμο που του ανοίγει το ένστικτό του. Και αυτός ο δρόμος είναι αφιερωμένος αποκλειστικά στο νεοελληνικό έργο, με μιαν αφοσίωση που αγγίζει τα όρια της εμμονής. «Πολλοί ηθοποιοί αγάπησαν το νεοελληνικό θεατρικό έργο, αλλά κανένας δεν το αγάπησε ή δεν μπόρεσε να το αγαπήσει περισσότερο από τον Λογοθετίδη», θα έγραφε ο συγγραφέας Γ. Ρούσσος. Και η καυστική πένα ενός άλλου συγγραφέα, του Δ. Ψαθά, θα αποκάλυπτε μιαν άλλη όψη αυτής της αφοσίωσης: «Ναι, αγαπάει το νεοελληνικό έργο αλλά ο ίδιος είναι συμφορά για κάθε ευσυνείδητο συγγραφέα. Γιατί είναι αδύνατον να καταλάβει ο συγγραφέας εάν η επιτυχία οφείλεται στο έργο ή στον πρωταγωνιστή». Oποια κι αν είναι η ετυμηγορία του καθενός, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: με όχημα το νεοελληνικό έργο, ο Λογοθετίδης καθηλώνει τα πλήθη και οδεύει από επιτυχία σε επιτυχία. Φτάνει, μάλιστα, να ταυτιστεί σε τέτοιο σημείο με τον «Ηλία του δέκατου έκτου», που για μερικά χρόνια θα λαμβάνει ευχετήριες κάρτες του Προφήτη Ηλία!

Με αυτή την αλησμόνητη θεατρική βερσιόν, ο κόσμος ξεχνάει ακόμη και το ότι τον λένε Βασίλη. Εντούτοις, η επιτυχία δεν τον αλλάζει. Παραμένει ο ίδιος απλός άνθρωπος, ένα γήινο πλάσμα που εξακολουθεί να περιφέρεται με μια ξεφτισμένη βαλίτσα γεμάτη όνειρα που τώρα τα μετατρέπει σε θεατρικές ομολογίες. Αυτό που, ωστόσο, θα τον αλλάξει, έγκειται σε ένα απρόοπτο της μοίρας που δεν καταλαβαίνει από καλλιτεχνικές επιτυχίες: είναι η πολύμηνη νοσηλεία του, τον χειμώνα του ’48. Ο Λογοθετίδης αρρωσταίνει και μπαίνει στο νοσοκομείο. Οι πάντες ανησυχούν. Οι εφημερίδες γράφουν καθημερινά για την περιπέτειά του. Ανθοδέσμες πλημμυρίζουν το δωμάτιό του. Ευτυχώς, όμως, είναι κάτι περαστικό. Όταν παίρνει εξιτήριο από το νοσοκομείο, ο τότε δήμαρχος της Αθήνας Παυσανίας Κατσώτας δίνει εντολή και η πόλη φωταγωγείται για να υποδεχτεί και πάλι το πιο μεγάλο της ταλέντο. Ωστόσο, αυτή η περιπέτεια θα αφήσει ίχνη ευδιάκριτα πάνω του. Γιατί τότε κάνει την εμφάνισή της μια αδιόρατη θλίψη που γίνεται αντιληπτή από πολλούς. Φυσικά, ήταν πάντα ένας άνθρωπος της μοναξιάς. Αλλά με τον καιρό, αυτή η μοναξιά αποκτά κάτι το βιβλικό που έρχεται να συνταιριαστεί με την μελαγχολία ενός απογεύματος πριν από την βραδινή παράσταση ή με την εσωστρέφεια του επόμενου πρωινού.

Είναι πλέον η εποχή του κινηματογράφου, με τις αθάνατες ταινίες να διαδέχονται η μία την άλλη. «Μαντάμ Σουσού», «Δεσποινίς ετών… 39», «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Κάλπικη λίρα» και πάει λέγοντας. Το 1957 στάθηκε μια χρονιά-σταθμός για τον Λογοθετίδη. Τότε βγήκε στις αίθουσες το «Δελησταύρου και υιός», που ήρθε να συμπληρώσει την επιτυχία του «Ζηλιαρόγατου» της προηγούμενης χρονιάς. Επίσης, τότε ήταν που ανέλαβε την περίφημη καλλιτεχνική περιοδεία στην Αμερική με σκοπό την καθιέρωση συστηματικής επαφής μεταξύ των θεάτρων όλων των χωρών της Γης. Ο θρίαμβος του υπήρξε ανεπανάληπτος. Έδωσε παραστάσεις σε οκτώ πόλεις των ΗΠΑ και κατά την υποδοχή του στο Πίτσμπουργκ, ο δήμαρχος του παρέδωσε την «χρυσή κλείδα» της πόλης, τιμή που δεν έχει ξαναγίνει σε Έλληνα ηθοποιό. Ο μικρόσωμος αυτός άντρας με τα μαύρα διαπεραστικά μάτια στοιχειώνει τη μεγάλη οθόνη και το κοινό υποκλίνεται. Όλοι υποκλίνονται. Μακριά από τα φώτα, όμως, εκεί: πιασμένος στο αγκίστρι της θλίψης του. Παρότι είναι ο αγαπημένος του κόσμου, παρότι δοκιμάζεται σε δύο γάμους, παρότι βλέπει τη φήμη του να γιγαντώνεται, αποπνέει εκείνη την ομιχλώδη αύρα που μοιάζει με κατάρα για κάθε σπουδαίο κωμικό: την αύρα ενός ανθρώπου θλιμμένου. Την ίδια αύρα αποπνέουν, την ίδια εποχή, ο Μπάστερ Κίτον, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ακόμα κι εκείνος ο καινούργιος, ο Τζέρι Λιούις. Να γιατί έχουν δίκιο όσοι λένε ότι οι πραγματικοί κωμικοί είναι στο βάθος πολύ θλιμμένοι άνθρωποι.
Τον Γενάρη του 1960, το Θέατρο Αθηνών ετοιμάζεται να γιορτάσει τις 150 παραστάσεις του έργου του Γ. Τζαβέλα, «Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα». Είναι μεσημέρι και όλοι βρίσκονται στο γραφειάκι του θεάτρου, προσπαθώντας να συμφωνήσουν για τις κατάλληλες λέξεις στο κείμενο που θα συνοδεύσει την πανηγυρική αναγγελία. Όταν φτάνουν στο επίθετο που θα χαρακτηρίσει τον Λογοθετίδη, η σύσκεψη παίρνει φωτιά. Ο θεατρώνης προτείνει «Ο μεγάλος Λογοθετίδης». Ο συγγραφέας λέει να βάλουν «Ο άφθαστος Λογοθετίδης». Και άλλες λέξεις πέφτουν στο τραπέζι, όπως «ο μοναδικός», «ο κορυφαίος», «ο ανεπανάληπτος». Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής κάθεται σιωπηλός σε μια γωνιά και τους ακούει ατάραχος.«Όχι», τους λέει κάποια στιγμή έπειτα από ώρα. «Δεν θέλω τίποτε από όλα αυτά. Βάλτε απλώς ο Λογοθετίδης. Σκέτος». Και αφού ευχαριστεί τους πάντες για τα καλά τους λόγια, σηκώνεται να φύγει. Τις επόμενες εβδομάδες τις περνάει μέσα στη μοναξιά του, τη μοναξιά εκείνη που θα έκανε τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο να γράψει ότι, για τον Λογοθετίδη, «Η ώρα της πικρής μοναξιάς κάνει πιο ανθρώπινη την άλλη εκείνη ώρα του γέλιου». Αλλά έτσι πορεύεται πλέον: από την ώρα της μοναξιάς στην ώρα του γέλιου και αντίστροφα. Κάπου ανάμεσα, παραμονεύει το ξυράφι του θανάτου. Και αυτό το ξυράφι το νιώθει να διαπερνά το υποσυνείδητό του σε τέτοιο βαθμό, που έχει αρχίσει να εκμυστηρεύεται σε κάποιους φίλους πού θα ήθελε να πεθάνει. «Θα ήθελα να πεθάνω στο θέατρο», τους λέει. Γιατί το θέατρο είναι το σπίτι του. Στο θέατρο, λοιπόν.
Λίγη ώρα πριν ανέβει στη σκηνή, στις 20 Φεβρουαρίου του 1960, ο Βασίλης Λογοθετίδης αφήνει την τελευταία του πνοή στο καμαρίνι του. Έξω ο άνεμος λυσσομανάει και η Αθήνα μοιάζει βυθισμένη σε έναν από τους πιο παγερούς χειμώνες των τελευταίων ετών. Μέσα ένας άνθρωπος γερασμένος πριν την ώρα του, λύνει επιτέλους τα στοιχειά της θλίψης και πετάει στον ουρανό πάνω από πλατείες που τώρα δεν γελούν, παρά κείτονται σιωπηλές περιμένοντας το τρίτο κουδούνι που δεν θα ξαναχτυπήσει ποτέ. Ας είναι. Μπορεί το τρίτο κουδούνι να σβήνει για πάντα μια κρύα, χειμωνιάτικη μέρα, μένει όμως πίσω εκείνη η ξεφτισμένη βαλίτσα. Μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα μεταφρασμένα σε ταινίες.
Δεν απέκτησε ποτέ του παιδιά και ζούσε στο Παλαιό Φάληρο. Στην κηδεία του χιλιάδες άνθρωποι πλημμύρισαν τους δρόμους γύρω από τη Μητρόπολη Αθηνών. Κηδεύτηκε «δημοσία δαπάνη» και τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο.
Κείμενο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΝΔΟΛΟΣ, ethnos.gr
Ο Δημήτρης Μυράτ περιγράφει τον φίλο και συνεργάτη του, Βασίλη Λογοθετίδη:
-Ο Λογοθετίδης δεν ήταν φυσικά αλκοολικός, αλλά έπινε πολύ, κι όταν ακόμα του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι φεύγαμε μαζί από το θέατρο Μουσούρη. Είχεν εγερθή κάποια διαφορά μεταξύ του Κώστα Μουσούρη και της τριάδας Λαμπέτη – Παππά – Χορν για την «Λουίζα Μίλερ» του Σίλερ. Την είχαν αναγγείλει και τη διεκδικούσαν και οι δύο θίασοι. Αποφασίσαμε να λύσουμε τη διαφορά με διαιτησία και οι αντίδικοι δέχτηκαν τον μακαρίτη, την Κατερίνα και μένα. Φεύγοντας απ’ το θέατρο της πλατείας Καρύτση, σταθήκαμε στου Αγαλλιώτη, γιατί του είχε κοπεί λίγο η ανάσα. Είχε πιει πολλά ούζα στη διάρκεια της συνεδριάσεως και τον είχε λίγο πειράξει. Τότε, με το θάρρος της παλιάς φιλίας, τον ρώτησα γιατί αυτοκτονεί.
«Το είπες, αυτοκτονώ» μου απάντησε χαμηλόφωνα, χωρίς ίχνος ρομαντικής διαθέσεως. Λίγοι, στενοί κοινοί φίλοι, πληροφορήθηκαν αυτή τη στιχομυθία. Και ξέραμε πια πως κάθε προσπάθεια να τον πείσουμε να ξεκουραστεί κανένα καλοκαίρι θα ήτανε μάταιη, αφού είχαμε μαντέψει πως ήθελε να πεθάνει στη σκηνή.
Πώς μπορούσε να συνταιριαστεί η ηθελημένη αποχώρηση από τη ζωή με μιαν άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του, τη θρησκευτικότητα, δεν κατάλαβα. Μεγαλωμένος στην Πόλη, στην χριστιανική της ατμόσφαιρα, που χρησίμευε σαν πανοπλία μέσα στο εχθρικό περιβάλλον, ήξερε όλα τα τροπάρια και όλα τα κοντάκια, και τα στιχηρά και τα ιδιόμελα, κι όταν τύχαινε, σε κάπως παλιότερα χρόνια, να πάμε μαζί στην εκκλησία, τον άκουγα να σιγοψέλνει τις υπέροχες βυζαντινές μελωδίες, με μια κατάνυξη που μόνο εκείνοι που είχαν ζήσει στις χώρες του αλύτρωτου ελληνισμού μπορούσανε να νιώσουν. Ίσως αυτός ο αργός θάνατος να μην του φαινότανε, έξω από τις λίγες στιγμές που το συνειδητοποιούσε από κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, πραγματική αυτοκτονία. Ποιος ξέρει; Μια φορά είναι βέβαιο πως δεν κοιμήθηκε ποτέ νύχτα χωρίς να προσευχηθεί. Και δεν ήταν η προληπτική συνήθεια ή η συναλλαγή που επιζητούν πολλοί άνθρωποι με το θείο, αλλά ήταν η προσευχή ενός θρησκευόμενου ανθρώπου που θέλει στο τέλος της ημέρας να ξεφορτώσει τη βαρημένη ψυχή του.
Μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του ήτανε πολύ παράδοξη. Η φεουδαρχική, τολμώ να πω, αντίληψη της θεατρικής εργασίας. Όχι πως δυνάστευε ποτέ τους συναδέλφους του, όσοι είχαν την τύχη να δουλέψουν μαζί θα τον θυμούνται με αγάπη ως τα βαθιά τους γεράματα, δυσκολευότανε ωστόσο να αναγνωρίσει τους καινούριους όρους που διέπουν τις σχέσεις εργαζομένου και εργοδότου. Την αύξηση της αμοιβής δεν ήθελε να την αναγνωρίσει σαν δικαίωμα κερδισμένο με συνδικαλιστικούς αγώνες όλων, αλλά σαν επιβράβευση της επιδόσεως, του ταλέντου, του καταβαλλομένου μόχθου. Στα χρόνια που έκανε ο Λογοθετίδης τα πρώτα του βήματα στο θέατρο, δεν υπήρχαν συμβάσεις, άδειες, δώρα, ο ηθοποιός συμφωνούσε έναν ορισμένο μισθό, μπορούσε όμως να πάρει αύξηση ένα μήνα μετά την πρόσληψή του, και αύξηση σημαντική, αν έπαιζε με επιτυχία έναν ρόλο. Αυτό ίσχυε μόνο για τους ικανούς, δεν ήταν γενικό μέτρο που συμπεριελάμβανε και τους ατάλαντους.
Αλλά εκείνος ήταν προσκολλημένος στα παλιά, στα χρόνια που τον φώναξε ο πατέρας μου στο γραφείο του και του ανάθεσε τον πρώτο του κωμικό ρόλο, έναν υπηρέτη στη γαλλική φάρσα «Πανσιόν Μαρινιάν». Πολλοί νομίζουν πως το επεισόδιο συνέβη με τη Μαρίκα, δεν είναι αλήθεια, ο πατέρας μου, ο Μήτσος Μυράτ, ήταν τότε διευθυντής του θεάτρου «Κοτοπούλη», και εκείνος κανόνιζε τις διανομές. Ο Λογοθετίδης, με πολύ σεβασμό, αρνήθηκε τον κωμικό ρόλο, δικαιολογούμενος πως είναι έξω από τις δυνατότητές του, και οπωσδήποτε μακριά από τις καλλιτεχνικές του επιδιώξεις, γιατί ήθελε να γίνει δραματικός ηθοποιός. Ο πατέρας μου επέμεινε, χάλασε ο κόσμος απ’ το γέλιο στην πρεμιέρα και το άλλο πρωί διπλασιαζόταν ο μισθός του.
Δημήτρης Μυράτ (1908-1991)
Δεν υπήρξε ποτέ ωραίος, αλλά είναι κι αυτό ένα παράξενο χαρακτηριστικό των κωμικών, αρέσουν στις γυναίκες. Ο Λογοθετίδης είχε εξαιρετική επιτυχία. Σκυλιάζαμε οι νεότεροι του θιάσου, ο Μινωτής, εγώ, παριστάναμε τους καρδιοκατακτητές επί σκηνής, τις κατακτήσεις εκτός θεάτρου τις είχε εκείνος!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΡΑΤ
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 28/4/1963


Ο Βύρων Πάλλης θυμάται τον Λογοθετίδη:
Είχε γίνει έξαλλος με την αργία της Δευτέρας. Όταν πετύχαμε την αργία της Δευτέρας δεν ήξερε τι να κάνει τις Δευτέρες. Πήγαινε στο θέατρο κι έφτιαχνε τις γλάστρες, τα καθίσματα και την Τρίτη που πηγαίναμε με φώναζε:

«Πάλλης!»
«Μάλιστα, αρχηγέ».
Βύρων Πάλλης (1923-1995)
«Δε μου λες, σε παρακαλώ, ξεκουράστηκε ο Μεσολογίτης;», (Μεσολόγγιτης ήταν ο πρόεδρος του σωματείου που είχε πετύχει την αργία) «γιατί αυτός έχει κουραστεί πολύ».
«Μα γιατί, βρε άνθρωπε του Θεού, δε θέλεις να ξεκουραστείς μια μέρα;»
«Ποτέ, ποτέ, ποτέ!»
Από διήγηση του Βύρωνα Πάλλη στην εκπομπή της ΕΡΤ
Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ ΛΑΜΠΟΥΝ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Όπως αφηγείται στην αυτοβιογραφία του ο Λυκούργος Καλλέργης, όταν καθιερώθηκε η αργία της Δευτέρας (Μάρτιος 1957), μόνο οι θίασοι Μουσούρη και Λογοθετίδη έπαιξαν με ηθοποιούς απεργοσπάστες. Το Σωματείο των Ελλήνων Ηθοποιών (Πρόεδρος: Μεσολογγίτης, Γεν. Γραμματέας: Καλλέργης) κατήγγειλε με ανακοίνωσή του ότι οι δύο θιασάρχες χρησιμοποίησαν μέσα «ψυχολογικού εκβιασμού και τρομοκρατίας» για να αναγκάσουν τους ηθοποιούς τους να δουλέψουν τη Δευτέρα. Οι θιασάρχες υπέβαλαν μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση, την οποία και κέρδισαν καθώς έφεραν στο δικαστήριο ηθοποιούς που κατέθεσαν ότι έπαιξαν αυτοβούλως. Τελικά η διένεξη λύθηκε ομαλά, καθώς οι θιασάρχες απέσυραν τη μήνυση λίγο πριν οι συνδικαλιστές ηθοποιοί καταθέσουν έφεση. Από τότε η αργία της Δευτέρας έγινε θεσμός για το ελληνικό θέατρο.
Η Καίτη Λαμπροπούλου θυμάται τον Λογοθετίδη:
Καίτη Λαμπροπούλου.(1926-2011)

-Ήταν άνθρωπος που, χωρίς να το θέλει, σε ενέπνεε σεβασμό. Εμείς πάντα του μιλούσαμε στον πληθυντικό.
-Ήταν πάρα πολύ σεμνός. Φοβάμαι ότι δεν είχε αντιληφθεί τη μεγαλοσύνη του ταλέντου του. Γιατί ήταν χαμηλών τόνων. Ποτέ δεν τον θυμάμαι να μας έχει μαλώσει, να είναι εκνευρισμένος. Ήταν πάντα μειλήχιος.
-Βεβαίως είχε τρακ. Τόσο τρακ που δεν αντιλαμβανόταν τι γινόταν γύρω του. Θυμάμαι, είχαμε πρεμιέρα σ’ ένα έργο και τελειώνει το πρώτο μέρος καταϊδρωμένος, γιατί άλλαζε 3-4 φανέλες σε κάθε παράσταση από το άγχος και την ένταση που έβγαζε. Βγαίνοντας του λέμε «μπράβο, συγχαρητήρια, ήσασταν πάρα πολύ καλός». «Τι καλός;» μας απαντάει. «Καλά, δεν ακούσατε, τέσσερα χειροκροτήματα είχατε». «Ποια χειροκροτήματα, δεν πήρα είδηση!» Δεν πήρε είδηση! Τόσο τρακ είχε!
-Είχε ορισμένες ενοχλήσεις απ’ την καρδιά του και τις στιγμές που αισθανόταν πιο ζορισμένος, γύριζε την πλάτη του στο κοινό, είχε κάτι υπογλώσσια, τα έβαζε στο στόμα του και συνέχιζε την παράσταση.
-Θυμάμαι μια φορά, στα τελευταία του ήτανε, που τον είδα να είναι έτοιμος να βγει στη σκηνή και να είναι πολύ καταβεβλημένος. Λέω, τώρα πώς θα βγει, και ήταν ο ρόλος του τεράστιος, όλο το έργο ήταν στους ώμους του. Και ξαφνικά βγαίνει στη σκηνή και ήταν άλλος άνθρωπος. Ήταν ο μεγάλος ηθοποιός. Ούτε στιγμή δεν καταλάβαινες πως αυτός ο άνθρωπος ίσως κάπου να πονούσε, ίσως κάπου να ήταν κουρασμένος. Καθόλου. Ήταν λιοντάρι.
από αφήγηση της Καίτης Λαμπροπούλου στην εκπομπή της ΕΡΤ
ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ

Η Ελένη Χαλκούση συνεργάστηκε για χρόνια με τον Βασίλη Λογοθετίδη.
Χαλκούση Ελένη (.livepedia.gr)
Στους αντίποδες όλων αυτών βρισκόταν ο Βασίλης Λογοθετίδης, που η ανοιχτοχεριά και η ανιδιοτέλειά του θα τον έκαναν ασφαλώς να πεθάνει πάνω στην ψάθα, αν δεν πέθαινε πάνω στην ακμή του.
Γιατί ο Βασίλης Λογοθετίδης πεθαίνοντας δεν άφησε τίποτα!
Κι όμως εργάστηκε συνεχώς, δίχως μιας ώρας ανάπαυλα, από το 1919 ως την ημέρα που πέθανε: 20 Σεπτεμβρίου του 1960.
Ήταν ακριβώς φθινόπωρο του 1957 όταν χρειάστηκε να χειρουργηθεί για να βγάλει τη χοληδόχο κύστη του.
Σταμάτησε τις παραστάσεις της θερινής περιόδου στις 25 Σεπτεμβρίου στο θέατρο Παρκ και, με την προοπτική μιας σύντομης παραμονής στον Ευαγγελισμό, ανανέωσε τα συμβόλαια των ηθοποιών του για τη χειμερινή περίοδο από τις 5 Οκτωβρίου.
Όμως, μετά την εγχείρηση, ο Θωμάς Δοξιάδης του συνέστησε να μείνει στο κρεβάτι άλλη μια βδομάδα και να μη βιαστεί να βγει, ώστε να αποθεραπευθεί τελείως, προτού ξεκινήσει για την κοπιαστική δουλειά της χειμερινής περιόδου, πρόβες, διπλές παραστάσεις κάθε μέρα έργων που απαιτούσαν τη διαρκή παρουσία του στη σκηνή, τα γνωστά τρεχάματα, τα γέλια, τα ξεφωνητά, το τάνισμα των νεύρων , την αδιάλειπτη σωματική και πνευματική υπερένταση!
Οι συνεργάτες του, που του ήταν αφοσιωμένοι, σκέφτηκαν να μη ζητήσουν την εφαρμογή του συμβολαίου τους από τις 5 Οκτωβρίου, αλλά να αναβάλουν κι αυτοί τις απαιτήσεις τους για το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου.
Ανέλαβαν λοιπόν, δυο απ’ αυτούς –οι στενότερα δεμένοι μαζί του- ο Ευάγγελος Πρωτοπαππάς και ο Μιχάλης Παπαδάκης, να τον επισκεφτούν στον Ευαγγελισμό και να του αναγγείλουν με πολλή λεπτότητα την απόφασή τους.
(…) Δεν πρόφτασαν να τελειώσουν! Ο Βασίλης πετάχτηκε από το κρεβάτι του σαν να τον είχαν χαστουκίσει.
-Ποιος (και είπε μια χοντρή για το 1957 λέξη) σκέφτηκε αυτή τη βλακεία; Επειδή δηλαδή είμαι εγώ σαράβαλο και πότε το στομάχι μου (είχε επανειλημμένα εγχειριστεί για έλκος του στομάχου), πότε οι χολές μου, πότε κάτι άλλο, πρέπει εσείς να πεινάσετε; Φέρε μου γρήγορα από το συρτάρι της ντουλάπας ένα τεφτεράκι που βρίσκεται εκεί μέσα! (Ήταν ένα βιβλιάριο ταμιευτηρίου). Πόσα λεφτά χρειάζονται για να πληρωθείτε όλοι σας;
Έκανε το λογαριασμό, έγραψε μια επιταγή –αφήνοντας ένα αξιοθρήνητο υπόλοιπο- και την έδωσε στους κομιστές της πρότασης των ηθοποιών του.
ΕΛΕΝΗ ΧΑΛΚΟΥΣΗ «ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ»
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
Η Σμάρω Στεφανίδου θυμάται τον θάνατο και την κηδεία του Λογοθετίδη
Παίζαμε, αν δεν απατώμαι, ένα έργο του Τζαβέλα, «Η Γυνή να φοβήται τον Άντρα», ήταν η τελευταία παράσταση νομίζω, ή η προτελευταία, και πήγα εκεί, και βγαίνει η ταμίας και μου λέει, έτσι στεγνά, από αυτά που δεν τα πιστεύει κανείς, «Ο Λογοθετίδης πέθανε!»… τι αντίδραση, δε θυμάμαι… δεν το πίστεψα… ανέβηκα πάνω κι όταν το διαπίστωσα αυτό το πράγμα… ήταν πολύ θλιβερό… Η δε κηδεία του ήταν ένα πράγμα… τι να σου πω δηλαδή, όλη η Αθήνα τον ακολούθησε… τον αγαπούσανε πολύ, ήταν αξιαγάπητος… και τον ραίνανε με λουλούδια και, θα σου φανεί περίεργο, γελούσανε και χειροκροτούσανε! Λες κι είχε την τελευταία του πρεμιέρα.
ΣΜΑΡΩ ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ
από την εκπομπή της ΕΡΤ
Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ ΛΑΜΠΟΥΝ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Σμάρω Στεφανίδου (1913-2010)
Ο Γιώργος Λαζαρίδης είχε ζητήσει από τον Λογοθετίδη να παίξει στην ταινία «Ένας βλάκας και μισός» μια και ήταν από τις μεγαλύτερες θεατρικές του επιτυχίες.
Θυμάμαι σαν τώρα τη σκηνή, όταν τον περίμενα στο καμαρίνι να τελειώσει την παράσταση. Έπαιζε τότε στο θέατρο «Αθηνών» την κωμωδία του Γιώργου Τζαβέλλα «Η Γυνή να Φοβήται τον Άνδρα» και όταν έκλεισε η αυλαία ήρθε στο καμαρίνι του μούσκεμα στον ιδρώτα και σωριάστηκε πτώμα σε μια καρέκλα. Άκουσε ευγενικά την πρότασή μου και με κοίταξε με ένα βλέμμα που ήταν παράπονο και μαζί αποδοχή της μοίρας, το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω:
-Γιατί να σε κάψω; Μου είπε. Φοβάμαι ότι δε θα προλάβω να σου τελειώσω το γύρισμα, είμαι πολύ κουρασμένος.
Είχε πάρει το μήνυμα. Σε ένα μήνα πέθανε.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ «ΦΛΑΣ ΜΠΑΚ, ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΙΝΕΜΑ»
Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ
Ίλυα Λιβυκού (1919-2002)
Έστω και μετά το θάνατο του Λογοθετίδη, ο Γιώργος Λαζαρίδης της ζήτησε να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Ενα βλάκας και μισός». Η Λιβυκού αρνήθηκε λέγοντας: «Μου είναι αδύνατο να παίξω το έργο χωρίς τον Βασίλη…»
Ο Μ. Καραγάτσης ήταν πάντα επαινετικός στις θεατρικές κριτικές που έγραφε για τον Βασίλη Λογοθετίδη. Παρακάτω δημοσιεύουμε δύο αποσπάσματα από κριτικές του, στις οποίες εξυμνεί το ταλέντο του Λογοθετίδη, καταφέρνοντας παράλληλα να «σφάξει με το βαμβάκι» τους θεατρικούς συγγραφείς των έργων που ο μεγάλος κωμικός ανέβαζε.
Η θεατρική παραγωγή των Γιαννακοπούλου – Σακελλάριου είναι χωρισμένη θεληματικώς σε δύο σκέλη. Το πρώτο αντιπροσωπεύεται από τον «Ήρωα με τις παντόφλες», την «Δεσποινίδα 39 ετών» και την «Μεγάλη παρένθεση», δηλαδή ένα έργο που κυριαρχεί η πνευματική ποιότης ως σύλληψις του θέματος, αλλά και -κατά σοβαρό ποσοστό- ως χειρισμός. Στο δεύτερο σκέλος πρέπει να κατατάξουμε όλα τα άλλα θεατρικά έργα της δυάδας μηδέ του «Δελησταύρου και Υιός» εξαιρουμένου, που παρουσιάσθηκε προχθές από το θίασο Λογοθετίδη στο θέατρο «Κοτοπούλη». Η σύλληψις και συγγραφή των έργων αυτών έχει ένα και μόνο σκοπό: Πώς, διά της εντέχνου εκμεταλλεύσεως των μεγάλων κωμικών δυνατοτήτων του Λογοθετίδη να προκληθή το άφθονο γέλιο ενός κοινού που δεν έχει αξιώσεις ποιότητος κειμένου για να γελάση.
(…) Παρακολουθώντας προχθές το «Δελησταύρου και Υιός» και γελώντας με την καρδιά μου, αναρωτιόμουν: θα κατόρθωνα άραγε έστω και να μειδιάσω αν τον ρόλο του Λογοθετίδη τον έπαιζε οποιοσδήποτε άλλος από τους ηθοποιούς μας, έστω και ισάξιος του Βασίλη στο ταλέντο; Χμ… Φοβάμαι πως μάλλον θα χασμουριόμουν. Συνεπώς φρονώ ότι πράξις δικαιοσύνης είναι να παραδεχθούμε πως δημιουργοί του «Δελησταύρου και Υιός» δεν είναι μόνον δύο, αλλά τρεις: Γιαννακόπουλος – Σακελλάριος – Λογοθετίδης.
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ, εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ, 19/10/1951
Στις «Ερωτικές Βιταμίνες» ο κ. Ρούσσος εβάσισε ολόκληρη την πλοκή του έργου του επάνω σ’ ένα φάρμακο που προκαλούσε γαστροεντερικές διαταραχές. Όπως ήταν επόμενο, η βαρύγδουπη κριτική εστιγμάτισε την κακή τούτη πράξι του συγγραφέα. Το κοινό, όμως, δεν συμφώνησε με την κριτική. Επί, δεν θυμάμαι πόσους, μήνες γέμιζε το θέατρο του κ. Λογοθετίδη με γέλια, και τα θυλάκια του κ. Ρούσσου με ποσοστά. Ύστερ’ απ’ αυτό ο κ. Ρούσσος, πολύ ορθώς σκεπτόμενος, έστειλε εις κόρακας την βαρύγδουπη κριτική κι απεφάσισε να εκμεταλλευθή εντατικώς, και στο επόμενο έργο του, του χρυσωρυχείο του κ. Λογοθετίδη, πίνοντος ρετσινόλαδο, γαστραλγούντος και ανακουφιζομένου εις τα παρασκήνια. Αλλά γιατί στα παρασκήνια; Ο κ. Ρούσσος θα έπρεπε να τολμήση· να διαβή τον Ρουβίκωνα των μικροαστικών προκαταλήψεων της κριτικής και, στο μεθεπόμενο έργο του, να βάλη τον κ. Λογοθετίδη να τα κάνη τα πάντα επί σκηνής. Το μειονέκτημα δημιουργίας κακόσμου ατμοσφαίρας στην πλατεία, μπορεί εξαίσια να εξουδετερωθή διά ραντισμού διαλύματος χλωροφύλλης, η οποία, ως γνωστόν, έχει την ιδιότητα να διαλύη τας μεφιτικάς αναθυμιάσεις του καμπρονικού οξέος.
(…) Εκείνο, πάντως, που πρέπει να εξαρθή είναι η μεγάλη τέχνη του Βασίλη Λογοθετίδη να παίρνη στα χέρια του ένα μη ρόλο και να τον μεταπλάθη σε ρόλο. Συλλογίζομαι τι πραγματική καλλιτεχνική απόλαυσις θα ήταν αν, κάποτε, ο δυναμικός αυτός ηθοποιός απεφάσιζε να ερμηνεύση ένα ρόλο που να είναι ρόλος εκ γενετής.
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ, εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ, 3/2/1954
από το βιβλίο «Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ 1946-1960″
Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
Πηγές: logomnimon.wordpress.com / pisostapalia.blogspot.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...