Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου
Δεν είναι οι τιμωρίες, αρκετές φορές σκληρές, όπου ο σεβασμός και ο φόβος ήταν ανάμικτοι.
Δεν είναι η μεγάλη αυστηρότητα και πειθαρχία, οι «σωφρονιστικές» τιμωρίες, η αποβολή, η επανάληψη της τάξης.
Ποιος δεν έγραψε 10 φορές το μάθημα, δεν ένιωσε το τράβηγμα του αυτιού και του μαλλιού, δεν ένιωσε τον πόνο από το ανεβοκατέβασμα της βέργας στην παλάμη του;
Δεν είναι το κούρεμα με την ψιλή, όπου μόνο ένα τσουλούφι εδικαιούτο να ζήσει για να υπενθυμίζει και να τιμά την φούντα από το τσαρούχι του τσολιά, ούτε ο έλεγχος της διαγωγής της εξωσχολικής ζωής.
Δεν είναι η φτώχια, η ίδια σάκα και γομολάστιχα και του χρόνου! Ούτε η τάξη σου που θερμαινόταν με ξυλόσομπα και ξύλα που κουβαλούσες από το σπίτι!
Δεν είναι η διδασκαλία της καθαρεύουσας, ο ρίψασπις του ριψάσπιδος και η παραλήγουσα που ποτέ δεν περισπάται, όταν η λήγουσα είναι μακρά.
Ούτε η ιεραρχική εποπτεία των επιθεωρητών « δια την αξιολόγησην εκπαιδευτικού προσωπικού και ελληνοπαίδων ως προς την πίστην και την αφοσίωσην εις τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη».
Άλλωστε, οι οδηγίες/εντολές του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για τη διαμόρφωση εσωσχολικής και ενδοσχολικής ζωής ήταν σαφείς:
«τακτικός εκκλησιασμός διδασκό-ντων και διδασκομένων, ως και η εκτέλεσις των θρησκευτικών καθηκόντων, όπως της εξομολογήσεως και της θείας μετάνοιας», {…},
ευπρεπής εμφάνισις των μαθητών ως προς την ενδυμασίαν και κόμην, ως και η κόσμια συμπεριφορά αυτών εντός και εκτός σχολείου {…}, ευπρεπής εμφάνισις και συμπεριφορά των διδασκόντων»{…}»,
δραστηριότητα εκπαιδευτικών που να « εκτείνηται και εις εξωσχολικάς απασχολήσεις συντελούσας εις την προαγωγήντης κοινότητας εντός της οποίας ζώσι».
Όχι, δεν είναι τίποτε απ’ όλα αυτά.
Το δάκρυ κυλάει, γιατί είναι μνήμες, σκέψεις, εικόνες και παραστάσεις ανάκατα, από τα χρόνια της παιδικής σου αθωότητας.
Από τα χρόνια εκείνα που τα βιώματά σου σου έκαναν να πρωτογευθείς αυτό το θαύμα που λέγεται ζωή.
Είναι τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που ένιωσες, που σε καθόρισαν, που σου χάραξαν πορεία.
Είναι οι συμμαθητές σου, οι παιδικοί σου φίλοι, που έμειναν για πάντα φίλοι. Τα πρώτα σου ερωτικά, πλατωνικά σκιρτήματα.
Είναι ένας δικός σου κόσμος που κουβαλάς μέσα σου, ένα κομμάτι του εαυτού σου. Η ιστορική σου συνέχεια…
…Γλυκό της νιότης μου πουλί…
Του Φεβρουαρίου οι διαγωνισμοί μάς ήθελαν διαβασμένους στα κεφάλαια που είχαμε διδαχθεί το πρώτο εξάμηνο, αλλά τον Ιούνιο, μας εξέταζαν εφ' όλης της ύλης κι αυτό ήταν βάρος ασήκωτο και μαρτύριο σαδιστικό.
Να λάμπει ο ήλιος προκλητικά, διασχίζοντας αργά τον καταγάλανο θόλο, ν' αστράφτει η θάλασσα παραδομένη στο χάδι του μελτεμιού,
να τιτιβίζουν τα πουλιά πολυάσχολα έξω απ' το παραθύρι τσιμπολογώντας τις άγουρες ρόγες στην κληματαριά, να τσιρίζει το παιδομάνι και να χαλά ο κόσμος κι η γειτονιά απ'τα τρεχαλητά κι εσύ ...;; Εσύ, εκεί ...
Με τα μάτια γουρλωμένα από χαύνωση ενοχλητική, καρφωμένα σ'; αράδες ακαταλαβίστικες και τα μυαλά ασυμμάζευτα, παραδομένα σε φαντασιώσεις κι όνειρα εκτός τόπου και χρόνου,
να πρέπει, λέει, να μάθεις και ν' αποστηθίσεις με τι ισούται το τετράγωνο της υποτεινούσης, πότε γεννήθηκε ο Νικηταράς και πόσο πληθυσμό έχει το κράτος της Ακτής του Ελεφαντοστού!
Κι όμως ...; Επειδή η ανάγκη γίνεται φιλότιμο κι επειδή ο έλεγχος διαγωγής και προόδου και το ενδεικτικό θα μαρτυρούσαν αδιάσειστα τις προσπάθειες και τους κόπους, θέλοντας και μη διάβαζες.
Διαβάζαμε, ξενυχτούσαμε και ξημερωνόμαστε μελετώντας.
Μα ...το καλοκαίρι ήταν μπροστά, οι διακοπές μάς έκλειναν το μάτι, οι αγωνίες απ' τις ψυχές μας περνούσαν ξώφαλτσα και προσωρινά και τα άγχη τα ξέπλεναν εύκολα τα πρώτα μακροβούτια!
Άλλωστε, στις αρχές του Ιούνη κάθε χρόνο, ανυπομονούσαμε για ένα άλλο γεγονός, πολύ σημαντικό, που για τη διοργάνωση και τη διεκπεραίωσή του, έπρεπε να αφιερώνουμε πολύ χρόνο και πολλές προσπάθειες.
Έτσι, το δυσάρεστο πρόβλημα των διαγωνισμών το απωθούσαμε και το αφήναμε για το τέλος.
Στις πρώτες τάξεις μάλιστα του Δημοτικού, όλες τις ελεύθερες ώρες μας, μα και τις πιότερες από τις ώρες των μαθημάτων, τις ξοδεύαμε στις πρόβες και στις προετοιμασίες για τις «επιδείξεις» των οποίων η διοργάνωση κάθε χρόνο οριοθετούσε και το τέλος της σχολικής περιόδου και τις περιμέναμε πώς και πώς.
Γιατί, σ' αυτή την ηλικία, η ώρα είναι αιώνας, μ' αποτέλεσμα η χρονιά να μοιάζει ατελείωτη!
Κι όπως η ζέστη ανέβαζε τον υδράργυρο στο θερμόμετρο, έτσι οι αντοχές μας έπεφταν ―αντιστρόφως ανάλογα― στο ελάχιστο κι οι αποδόσεις μας ...στο μηδέν.
Ευτυχώς, τότε ήταν που άρχιζε η φούρια για τις επιδείξεις και με το πήγαιν' έλα στα γήπεδα, με το βάλε-βγάλε στολές και κοστούμια και με το πες και ξαναπές στιχάκια, ποιήματα και τραγούδια, έφευγαν οι τελευταίες μέρες χαρούμενες και γεμάτες ενδιαφέρουσες δραστηριότητες.
Ασκήσεις, αθλοπαιδιές, χορευτικά, ταμπλό-βιβάν, σκετς, απαγγελίες, απορροφούσαν όλη μας την προσοχή κι εξασκούσαν τις επιδεξιότητές μας, εξαντλούσαν όμως τους δασκάλους μας και τους έφερναν μέχρι τα όρια των αντοχών τους κι ακόμη παρά πέρα.
Το σχολείο έχει δύο κύριες εισόδους, μια από κάθε δρόμο, για το κάθε σχολείο αντίστοιχα.
Άσπρα μαρμάρινα πλατιά σκαλοπάτια ανεβαίνουν μέχρι τα περιστύλια των εισόδων που κι αυτά είναι στρωμένα με μάρμαρα αστραφτερά κι οι κολώνες τους στηρίζουν τις βεράντες του δευτέρου ορόφου όπου σε ιστούς χοντρούς κυματίζει η Ελληνική σημαία.
Εκεί, στα πρώτα σκαλοπάτια, στέκονταν οι δάσκαλοί μας τα πρωινά κι ο μαθητής που θα 'λεγε τη προσευχή, σαν ο καιρός ήταν καλός κι εμείς όλοι από κάτω στοιχημένοι ανά τάξη, ψάλαμε τον Εθνικό Ύμνο και το «Συ που κόσμους κυβερνάς και ζωή παντού σκορπάς, άκου τούτη τη στιγμή, των παιδιών σου τη φωνή».
Αν όμως ο καιρός ήταν κρύος και βροχερός, μαζευόμασταν ―λίγο στριμωγμένα βέβαια― μέσα στο μεγάλο χολ, στο οποίο έμπαινε κανείς μόλις δρασκέλιζε την είσοδο.
Στο βάθος τούτης της μεγάλης αίθουσας υποδοχής, ξεκινούσε μια πλατιά καλλιμάρμαρη σκάλα, που οδηγούσε στις τάξεις του πρώτου ορόφου. Ένας μακρύς διάδρομος στο πλάι της οδηγούσε επίσης στις τάξεις του ισογείου.
Μια πόρτα βορινή έβγαζε στην πίσω αυλή, που το έδαφος της ήταν αργιλώδες κι όταν έβρεχε μαζεύαμε το πηλό και τον κάναμε γλυπτά και χειροτεχνήματα, μα πιο πολύ πασαλείβαμε τα παπούτσια μας, τα χέρια, τα μούτρα μας και τα θρανία!
Στο τέρμα του οικοπέδου, στην πίσω αυλή, ήταν τ' αποχωρητήρια, κάποιες αποθήκες κι οι βρύσες του νερού. Εκεί παλιά, τα πρώτα χρόνια που πήγα στο σχολείο, ετοίμαζαν «το συσσίτιο» .
Μπαίνοντας στο χολ, δεξιά ήταν το γραφείο του διευθυντού, το άλλο των δασκάλων, το γραφειάκι του επιστάτη κι η καμαρούλα της σαρώτριας, απ' όπου πουλούσε και τα κουλουράκια της για να συμπληρώσει το μικρό εισόδημά της από τις δραχμούλες που της δίναμε.
Γιατί τότε η παιδεία δεν ήταν δωρεάν και πλήρωναν οι γονείς μας κάθε χρονιά την εγγραφή μας ,τα δίδακτρα, για τον επιστάτη και για τη σαρώτρια επίσης, χώρια τα λεφτά που ήθελαν για τα βιβλία μας και τα τετράδιά μας.
Σ' αυτήν λοιπόν την αίθουσα μετά την είσοδο, μαζευόμασταν για την πρωινή προσευχή το χειμώνα και σ' όλες τις εορτές και τις συγκεντρώσεις που δεν ήταν τόσο σημαντικές όσο οι Εθνικές Εορτές στις οποίες οι εκδηλώσεις και οι ομιλίες γίνονταν στη μεγάλη αίθουσα του θεάτρου στο δεύτερο όροφο,
όπου υπήρχε μια κανονική σκηνή με παρασκήνια και υποβολείο, αυλαία από πορφυρό βελούδο και πλατεία με πολλές σειρές καθισμάτων!
Ας πούμε, για την γιορτή των Τριών Ιεραρχών, για τη φιέστα της Απόκριας ή για την εκδήλωση για την Αποταμίευση, μέναμε στο χολ, όπου οι εκάστοτε ομιλητές και οι μαθητές, ανέβαιναν στο πάνω πλατύσκαλο κι από κει εκφωνούσαν, τραγουδούσαν ή απάγγελλαν τα ανάλογα για την περίσταση.
Και είναι σαν να τη βλέπω τούτη τη στιγμή την επιγραφή πάνω από το κεφάλι τους «όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος», καθώς και τα πορτρέτα των ηρώων του '21 γύρω-γύρω στους τοίχους αραδιασμένα να παρακολουθούν βλοσυρά.
Σ' αυτά κάρφωνα τα μάτια μου, για να υπνωτιστώ και ν' αποδράσω, μην έχοντας υπομονή ν' ακούω βαρετούς λόγους και μονότονα στιχάκια παράφωνα και χιλιοειπωμένα ή προσπαθώντας ν' ανακουφιστώ από τη δυσάρεστη και καμιά φορά επώδυνη ορθοστασία.
Όμως τους εορτασμούς της 28ης Οκτωβρίου ή της 25ης Μαρτίου και των Χριστουγέννων, τους κάναμε με μεγάλη επισημότητα και πολλές προετοιμασίες στην αίθουσα του Θεάτρου.
Παραδίπλα ήταν και το σκάμμα με μπόλικη άμμο για τις αθλοπαιδιές και στο πιο νότιο άκρο ο δεντρόκηπος που στη σκιά του καταφεύγαμε στα διαλείμματα σαν ζέσταινε ο καιρός.
Εκεί, καθισμένα δύο-δύο, ψιθυρίζαμε τα μυστικά μας τα ανομολόγητα και τα σκαμπρόζικα νέα μας, για το ποιος «έχει» ποια και ποια αρέσει σε ποιον κι άλλα τέτοια σκανδαλώδη!
Στη μέση της αυλής, ήταν όλος ο χώρος δικός μας για τη γυμναστική, τους χορούς και τα παιχνίδια του διαλείμματος.
Τότε που οι κραυγές μας ήταν ουρανομήκεις σαν πολεμικές ιαχές, τα γέλια μας και τα ξαφνικά μας χάχανα αδικαιολόγητα σαν υστερικά ξεσπάσματα,
οι καυγάδες μας, που άναβαν χωρίς αιτία κι έσβηναν μετά από φτυσιές, μπουνιές και ξεμαλλιάσματα μόλις άνοιγε μια μύτη, αιμοχαρείς και τα τρεχάματά μας τα αδιάκοπα,
πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά και πίσω-μπρος σαν ποδοβολητό από ορδές βαρβάρων εκκωφαντικό, ξεσήκωναν σύννεφα σκόνης, αγανακτούσαν τους περίοικους και χαλούσαν τη μακαριότητα της ήσυχης γειτονιάς.
Η δυτική πλευρά της αυλής, κατά τον ίδιο τρόπο διαρρυθμισμένη, ανήκε στο άλλο σχολείο, μα στα διαλείμματα παίζαμε ή μαλώναμε όλα τα παιδιά κι από τα δύο σχολεία ανακατεμένα κι οι περαστικοί χαμογελούσαν με κατανόηση ακούγοντας τον ορυμαγδό!
Γιατί, εκείνα τα χρόνια, η μάστιγα του θορύβου ήταν άγνωστη κι άγνωστη ―βέβαια― ήταν κι η ανυπόφορα ασταμάτητη ροή των οχημάτων πάσης φύσεως που υπάρχει τώρα στους δρόμους της πόλης κι όλου του νησιού και κάνει τη διάβαση, την οίκηση και τη διαβίωση ανυπόφορη!
Τότε, άντε να περνούσε πού και πού αγκομαχώντας και καπνίζοντας κάποιο αργοκίνητο λεωφορείο, ίσως κανένα ταξί, από τα μετρημένα στα δάχτυλα που υπήρχαν κι ακόμα πιο σπάνια κάποιο ιδιωτικό αυτοκίνητο.
Αυτά κι αν ήταν λιγοστά κι αχρείαστα, όπως αχρείαστα θα ήταν και σήμερα, αν το συνορισιό κι ο νεοπλουτίστικος τρόπος ζωής δεν επέβαλλε να 'χει δυο-τρία από δαύτα το κάθε σπιτικό,
για να δυσκολεύουν τη ζωή μας και να φρακάρουν στους στενούς δρόμους όπου κινούνται σαν χελώνες με μεγαλοαστικό ρυθμό! Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου