Η πρώτη ποιητική συλλογή, του Γιάννη Ρίτσου, που αφιερώνει στο παιδί έχει τίτλο: "Πρωινό
άστρο" και φέρει τον υπότιτλο "Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών για την
κορούλα μου".
Γράφεται το 1955 εμπνευσμένη από τη γέννηση της κόρης του Έρης,
εκδόθηκε την ίδια χρονιά και περιλαμβάνεται στον Β' τόμο των ποιημάτων του.
Είναι ένα μακροσκελές ποίημα, με πολύ τρυφερότητα, έτσι δικαιολογείται και ο
υπότιτλος "Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών".
Το σκηνικό μέσα στο οποίο τοποθετούνται τα πρόσωπα και
διαδραματίζονται τα γεγονότα είναι το παιδικό δωμάτιο.
Πρόκειται για ένα νανούρισμα
με το οποίο ο ποιητής δίνει πληροφορίες στο νεογέννητο κορίτσι για τη ζωή του και για
την αγάπη του.
Από την αρχή του ποιήματος περιγράφεται με λυρικό τρόπο ο ύπνος του
|
"Νάτη η νύχτα που σιμώνει
χρυσοπράσινο παγώνι
γαλανόχρυσο παγώνι
σέρνει τη μεγάλη ουρά του
πάνω στα καμπαναριά,
τα πουλιά και τα παιδιά
τα σταυρώνει, τα χρυσώνει..."
Κοιμήσου, κοριτσάκι. Είναι μακρύς ο δρόμος. Πρέπει να μεγαλώσεις. Είναι μακρύς μακρύς, μακρύς ο δρόμος. Το πρόσωπο της μητερούλας φέγγει πάνω απ’ τους ρόδινους λοφίσκους του ύπνου σου εαρινό φεγγάρι ανάμεσα από τα στάχυα της έγνοιας της και τα τριαντάφυλλα των τραγουδιών μου. Κοιμήσου, κοριτσάκι. Είναι μακρύς ο δρόμος. Πρέπει να μεγαλώσεις. Είναι μακρύς μακρύς μακρύς ο δρόμος. |
Γιάννης Ρίτσος
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριούΠοιητικά παραθέματα
ΑΝΕΒΗΚΑΜΕ στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου.
Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.
Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα
δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό.Πίνακας ζωγραφικής,christian schloe |
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας
πεταλούδας.
Κανένας δεν θυμάται πως μίλησε με την αυγή τότε που τα λουλούδια
ξέραν τη φωνή του και τα πουλιά κρατούσανε σημαίες και σάλπιγγες και
πέρναγαν σαν μολυβένια στρατιωτάκια στο δρόμο της πρωινής αχτίνας.
Εμείς κάτι θυμόμαστε όταν ανοίγει τα παράθυρα η άνοιξη και τινάζει
τα σεντόνια του ύπνου μες στο φως.
Φαίνεται κάπου η θάλασσα.
Έρχεται κι ο κάμπος όμοιος με πράσινη χελώνα που ξυπνάει.
Ύστερα ο κάμπος γίνεται όμοιος με τον κάμπο, κι εμείς παιδιά που παίζουνε στον κάμπο.
Σαν την καρδιά μικρού χελιδονιού που τρέμει στην παλάμη της αυγής
γίνηκε η μνήμη σου μόλις βγήκε το πρώτο πράσινο φύλλο.
Θυμάμαι που καθόσουν και κοιτούσες μέσα στα στρογγυλά μεγάλα
μάτια των ήμερων βοδιών, τις μικρογραφίες των αγροτικών εικόνων: τη
σμαραγδένια λεκάνη του κάμπου, τη μικρή εκκλησίτσα με τα
κυπαρίσσια, την άσπρη καμπύλη των περιστεριών πάνου απ’ το δάσος,
τις θερίστρες με τα δεμάτια των σταχυών και με τα κίτρινα μαντίλια. |
ΕΝΑ ψηλό παράθυρο είναι το τραγούδι. Βλέπει στο δρόμο, βλέπει
και στον ουρανό.
Απ’ αυτό το παράθυρο κοιτάμε τον κόσμο.
Τα βράδια ανάβουν στις βουνοκορφές αγροτικές φωτιές σαν ανοιχτά
φωτισμένα παράθυρα στη μακρινή πολιτεία της γαλήνης.
Εκεί κάθουνται οι άγγελοι μαζί με τους τσοπάνους και τα πρόβατα,
και ξαναλέν χαρούμενοι τα παραμύθια του περασμένου χειμώνα.
Εμείς κουβαλήσαμε δω πέρα το χαμένο καλοκαίρι – κείνο το βράδυ
που όλοι κλαίγαν μες στον άνεμο και κρυώναν.
Κι ο Θεός δεν είναι πια θυμωμένος με τους άγγελους που κλέψανε τα
μήλα, μήτ’ έχει μια μεγάλη χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια σαν τον
άλλον, που κάθεται ακαμάτης, καθημερινή και σκόλη, πάνου στο ταβάνι
της εκκλησιάς και γίνηκε γκρινιάρης γιατί ποτέ δεν πήρε το σκαμνί του
να βγει να κάτσει στη λιακάδα της αυλής, να ξεμουδιάσουν τα ποδάρια
του που μούχλιασαν απ’ το λιβάνι κι απ’ την υγρασία. |
Έχουμε ακόμη καιρό να κόψουμε παπαρούνες για να μη γεράσουν τα
χέρια μας μέσα στα μοναστήρια των βιβλίων.
ΤΗ ΝΥΧΤΑ οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν
κάτου απ’ τα παράθυρα μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα
χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή
εκδρομη, την Κυριακή, πιασμένες δυό δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε,
χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα ένα μες στον ίσκιο,
μακρινά κι ευτυχισμένα.
Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να
πλύνουνε τα πρόσωπα τους απ’ τη σκόνη της λύπης μας.
Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα πρώτα
μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κι εμείς θα κλαίμε στο ανοιχτό
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου