Τις τελευταίες μέρες η ατμόσφαιρα έχει βαρύνει απειλητικά. Τα βράδυ πέφτεις για ύπνο αλλά το μάτι σου γαρίδα, η παλιά συνήθεια να μετράς αθώα προβατάκια ούτε που περνάει πια από το μυαλό σου.
Κλείνεις τα μάτια και μετράς τα εφιαλτικά χαράτσια, τα τέλη κυκλοφορίας και τους απλήρωτους λογαριασμούς που σε περιμένουν στοίβα βουνό στο ράφι…και άντε να κοιμηθείς.
Ξυπνάς κατάκοπος και αναρωτιέσαι τι σου ξημερώνει σήμερα, τι θ’ ακούσεις.
Κάνεις το λάθος και ανοίγεις την τηλεόραση έτσι για παρέα, για να δεις τι γίνεται στον κόσμο βρε αδερφέ και ο καταιγισμός των πληροφοριών σε παγώνουν.
Κοιτάζεις γύρω σου και ψάχνεις σε ποιον τοίχο θα χτυπήσεις σήμερα το κεφάλι σου.
Τρέχεις στο ντουλάπι της κουζίνας με πανικό και παρακαλάς να υπάρχει στο βάζο λίγος καφές, για να πιείς έστω και σκέτο γιατί η ζάχαρη εδώ και καιρό έπαψε να σου χαρίζει τη γλύκα της.
Καταπίνεις τον καφέ, πικρός φαρμάκι κάτι σαν το στόμα σου, σαν το μέσα σου που το δηλητηρίασαν στάζοντας το φαρμάκι σιγά σιγά μεθοδικά.
Αν έχεις ακόμα τη δουλειά σου, δεν θέλεις να πας, δεν θέλεις να κουνηθείς από τη θέση σου, στ’ αυτιά σου ηχεί το καμπανάκι «σήμερα -αύριο» απολύεσαι.
Το αποφασίζεις «πρέπει να πάω» αλλά φεύγεις σαν τον κλέφτη, ο διαχειριστής της πολυκατοικίας καιροφυλακτεί και με το δίκιο του πέντε μήνες απλήρωτα κοινόχρηστα, από την τσέπη του θα τα πληρώσει ο άνθρωπος;
Μην είμαστε και πλεονέκτες!
Κάνεις ότι αεροπλανικό κόλπο έμαθες στο στρατό, ξέρεις για να αποφύγεις τις δυσάρεστες συναντήσεις και πάνω που λες «φάε την σκόνη μου κύριε Μήτσο»… μετράς τα σκαλιά τρία τρία .
Τούμπα και βογγητό συγχορδία σε πλήρη αρμονία.
«Άτιμο τσιουάουα με το φιόγκο στ’ αυτί την έκανες πάλι…» μονολογείς. Και ανοίγει η πόρτα, και να σου το φιογκάτο τσιουάουα της γειτόνισσας να σε κοιτάζει καταχαρούμενο, και σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.
Ετοιμάζεσαι να το πάρεις στο κυνήγι, και διαπιστώνεις ότι το καλό σου παντελόνι αποκτηθέν πρo δεκαετίας, απέκτησε κρόσσια από την κατρακύλα, καινούργιο ρούχο!
Αυτό ήταν «τώρα θα δεις» ξανά – μονολογείς και έχεις γίνει τούρμπο από τα νεύρα, μπαρούτι, ο καπνός σου βγαίνει από τα αυτιά.
Το φιογκάτο τετράποδο ακίνητο ατρόμητο έτοιμο για μάχη και ο φιόγκος… φιόγκος.
«Αυτό ήταν!» και πάνω που ετοιμάζεσαι να τα βάλεις με το «φιογκάτο το θεριό», μια φωνή σου κόβει τη φόρα.
-Τι θα γίνει με τα κοινόχρηστα κύριε Μαντζουρόπουλε;
-Αυτή τη στιγμή ζορίζομαι λίγο κύριε Μήτσο μας, αλλά θα σας τα δώσω την άλλη εβδομάδα οπωσδήποτε (λέμε τώρα).
-Για να αγοράζουμε παντελόνια της μοδός με κρόσσια λεφτά έχουμε ε;;
-Μα κύριε Μήτσο μας λεφτά υπάρχουν! ( ….ακόμα γελάει το φιογκάτο τσιουάουα!)
.
Εικόνα από: radymo.com