Πόσο υπέροχα συγκινητικός παραμένει ο ποιητικός λόγος του Τάσου
Λειβαδίτη, σκέφτομαι…και τι τυχεροί είναι οι μαθητές που μαθαίνουν από
τους καθηγητές τους τον ποιητικό λόγο του Τάσου Λειβαδίτη, τι τυχεροί
που είναι οι μαθητές που έχουν καθηγητές που αγαπούν γενικά την ποίηση…
Για αυτούς, λοιπόν, που συγκινούνται, όταν διαβάζουν ποίηση στους
μαθητές τους…Για αυτούς που διαβάζουν ποίηση με τρεμάμενη φωνή…. Άννας Αγγελοπούλου
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, ΤΕΧΝΗ
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται και να σβήνουν,
και μ 'όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι 'αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά, μετά τ 'απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ 'όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου -
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Tις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ 'αυτόν τον δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις, τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ, χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή, χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα στα σκυλιά.
Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.
(Από την Ποίηση. Tόμος Πρώτος 1950-1966, Kέδρος 1985)
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται και να σβήνουν,
και μ 'όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι 'αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά, μετά τ 'απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ 'όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου -
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Tις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ 'αυτόν τον δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις, τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ, χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή, χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα στα σκυλιά.
Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.
(Από την Ποίηση. Tόμος Πρώτος 1950-1966, Kέδρος 1985)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου