Θα ήμουν 5 χρονών, όταν πήγαινα στο
σπίτι της γιαγιάς μου στην οδό Μητρώου. Εκείνη την εποχή, στην
συγκεκριμένη οδό αλλά και στην διπλανή και στην παραδιπλανή, ήταν
ζυγισμένα και στοιχισμένα όμορφα ισόγεια ή το πολύ δίπατα σπίτια, που
στην κορυφή τους έδραζε μια στέγη από κεραμμύδια. Δύο με τρία σκαλάκια
ήταν τα μόνα που έπρεπε να δρασκελίσεις για να μπεις στο σπίτι. Δεξιά
υπήρχε -φυτεμένο θα έλεγε κανείς- στο πεζοδρόμιο ένα κομμάτι σίδερο, το
οποίο χρησίμευε για τον καθαρισμό των παπουτσιών. Εγώ και πολλά άλλα
παιδιά όμως λέγαμε ότι εκεί ακόμα παλαιότερα έδεναν τα άλογα όπως
βλέπαμε να κάνουν στις ταινίες. Στην βαριά δίφυλη πόρτα εισόδου, υπήρχε
ένα σιδερένιο χέρι σαν πόμολο, το οποίο με τρόμαζε και μόνο που το
έβλεπα. Πίστευα ότι μόλις θα το έπιανες, ξαφνικά αυτό θα ζωντάνευε και
θα σε γράπωνε γερά. Ίσως γι΄αυτό και δεν το χρησιμοποιούσα σχεδόν ποτέ
αλλά προτιμούσα ένα συρματάκι που στην συνέχειά του γίνονταν κορδόνι,
που μόλις εξείχε, αλλά όταν το τραβούσες ένα ασθενικό κουδουνάκι
ακουγότανε μέσα από το σπίτι να χτυπάει. Μπαίνοντας στο σπίτι και δεξιά
υπήρχε ένα μακρόστενο δοχείο γεμάτο από μακριές ομπρέλες αλλά και κάποια
ξύλινα μπαστούνια, ενώ ακριβώς αριστερά υπήρχε ένα έπιπλο πάνω στον
τοίχο που στην πάνω του πλευρά έβαζες τα καπέλα και ακριβώς κάτω από
αυτά υπήρχαν κρεμάστρες για τα παλτά. Από το έπιπλο αυτό αμέσως
καταλάβαινα αν ο παππούς ή η γιαγιά βρίσκονταν μέσα στο σπίτι γιατί
αμφότεροι ποτέ δεν πήγαιναν κάπου έστω και στον φούρνο άνευ καπέλου.
Ήταν για κάποιον άγνωστο λόγο νόμος απαράβατος. Ανάμεσα στα παλτά που
κρέμονταν υπήρχε και ένας καφρέπτης στον οποίο εγώ δεν μπορούσα να με δω
καθότι ήταν ψηλά αναρτημένος. Ακόμα πιο μέσα στο σπίτι υπήρχε το σαλόνι
με την χαρακτηριστική μυρωδιά της λεβάντας, του ξύλου και του
νυχτολούλουδου που έρχονταν από την πίσω αυλή. Το ταβάνι σε αυτό το
σπίτι ήταν ψηλά και διακοσμημένο ολόγυρα από γύψινη κληματαριά. Το βράδυ
που έκλειναν όμως τα φώτα και άφηναν ανοιχτό μόνο ένα μικρό τρεμάμενο
ηλεκτρικό λαμπάκι να φωτίζει σαν καντηλάκι από το εικονοστάσιο ψηλά στην
γωνία του δωματίου, το ταβάνι αυτό δημιουργούσε σκιές και μου
προκαλούσε φόβο. Οι γύψινες κληματαριές γίνονταν άλλοτε τέρατα άλλοτε
εξωγίηνοι και άλλοτε τεράστια πλοκάμια. Και για να συνεχίσω με το σπίτι,
όπως είπα και πριν, πίσω υπήρχε μια αυλή με άσπρα και μαύρα πλακάκια
σαν της σκακιέρας. Στην γωνιά της αυλής ήταν ένα μικρό δωματιάκι που
αποτελούσε συνήθως το καταφύγιο των παιχνιδιών μου. Αυτό το έλεγαν
πλησταριό και μέσα υπήρχε μια τεράστια γούρνα, βρύση, σκάφη και πανέρια
με ρούχα. Στην πίσω αυλή ζούσαν ή καλύτερα περιφέρονταν και εκεί οι
γάτες του σπιτιού. Η μάνα μου έλεγε ότι μέχρι και πριν τον γάμο της οι
γάτες κοιμόντουσαν μέσα στο σπίτι ενώ μια εξ αυτών η μαυρούλα κοιμόταν
πάντα στα πόδια της. Εγώ αδυνατούσα να το πιστέψω αυτό γιατί η μάνα μου
όσο τη θυμάμαι ουδέποτε είχε σχέσεις ούτε με γάτες, ούτε με σκύλους.
Εκείνη έλεγε ότι τις απομάκρυνε για εμάς που είμασταν παιδιά και για να
μην αρρωστήσουμε και της άφηνε να ζουν στην αυλή - ενώ όταν είχε κρύο
τους άνοιγε να μπουν στο πλησταριό-. Στην πίσω αυλή βέβαια οι γάτες
είχαν τα τυχερά τους ειδικά το καλοκαίρι, που στήνονταν ένα τραπέζι και
μαζευόμασταν όλοι ένα γύρο, αλλά στην κορυφή του κάθονταν πάντα ο
παππούς και λίαν συχνά είχε και την κιθάρα του. Αυτή δύσκολα την
αποχωρίζοταν και την έπαιρνε μαζί του ακόμα και όταν πήγαινε στην
ταβέρνα στου Μούκα ή σε εκείνη την αυλή πιο κοντά σε μας στα
Μπακαλιαράκια. Ακόμα και όταν αργότερα έχασε τα λογικά του (αλτσχάϊμερ
το λέμε σήμερα) και ξέχναγε εμάς αλλά και τις ίδιες του τις συνήθειες
σταδιακά, την κιθάρα και τα τσιγάρα του τα ξέχασε τελευταία.
Τα καλοκαίρια καθόμουνα στα μπροστινά
σκαλάκια και θυμάμαι ότι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από παιδιά τόσα πολλά
που δεν θυμάμαι από τότε να έχω δει σε γειτονιά και που οι μεγάλοι τα
αποκαλούσανε μαρίδα. Το σπίτι, ο παππούς, η γιαγιά, οι συγγενείς και ότι
με περιέβαλε τότε δημιουργούσαν ένα τοίχο ασφάλειας γύρω μου και ένιωθα
ότι αυτός ήταν ένας κόσμος δεδομένος για όλα τα παιδιά αλλά και για
μένα τον ίδιο. Αργότερα η ζωή με έμαθε ακριβώς το αντίθετο. Τίποτα δεν
είναι δεδομένο ούτε για τους άλλους αλλά ούτε και για εμας τους ίδιους.
Στην θέση αυτού του σπιτιού σήμερα
στέκει μια πολυκατοικία γιατί ένα τέρας έφαγε εκτός από το σπίτι της
γιαγιάς και όλα τα σπίτια του δρόμου. Αυτό το τέρας που δυστυχώς υπάρχει
μέχρι σήμερα λέγεται αντιπαροχή. Δίνεις το παλιό σου ερείπιο -έτσι
έλεγαν τότε- και παίρνεις ένα ολοκαίνουργιο διαμέρισμα. Μαζί με το σπίτι
έφυγε και η παλιατζουρία (τα παλιά έπιπλα όπως τα έλεγαν)για να
αγοραστούν καινούργια μικρότερα. Ούτε η μεγάλη ξύλινη τραπεζαρία της
γιαγιάς φυσικά είχε διαφορετική τύχη όπως και το έπιπλο κρεμάστρα της
εισόδου και τόσα άλλα που ξαφνικά βρέθηκαν να είναι παράταιρα με την
διακόσμηση της νέας ζωής. Άλλα τα πήρε ο παλιατζής με δυσφορία γιατί όλο
τέτοια σαβούρα του έδιναν -καθώς έλεγε τότε- ενώ άλλα βρέθηκαν ακόμα
και στα σκουπίδια. Οι γάτες οι αναθρεμένες από το ίδιο φαγητό που
τρώγαμε ξαφνικά έσβησαν από την μνήμη μου. Όταν καμιά φορά σήμερα
κατεβαίνοντας την Μακρυγιάννη για να πάω προς πειραϊκή, περνώ από την
γωνία της Μητρώου, κοιτάζω τον δρόμο μάλλον αδιάφορα γιατί ο δρόμος ο
σημερινός δεν είναι πλεον αναγνωρίσιμος. Παιδιά δεν ακούγονται παρά οι
μηχανές και τα κορναρίσματα ατέλειωτων αυτοκινήτων με στίβα τα σκουπίδια
ανάμεσά τους ενώ εαν.........εαν ακούγεται φωνή παιδιού στον δρόμο
σπανίως αυτή είναι ελληνική.
Γι΄αυτό και μέχρι σήμερα έχω μια
ανεξήγητη αγάπη για τις γάτες, ίσως γιατί μου θυμίζουν την εποχή της
Μητρώου. Την εποχή που ο Πειραιάς μας τραγούδαγε στις αυλές με τις
κιθάρες.
πηγή: pireorama.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου