Μην
είν'οι κάμποι; Μην είναι τ'άσπαρτα ψηλά βουνά; Μην είναι ο ήλιος της
που χρυσολάμπει; Μην είναι τ'άστρα της τα φωτεινά; Όχι δεν με έπιασε
πατριωτικός οίστρος, μήτε παραμιλώ από τα όσα συμβαίνουν τελευταία.
Κοιτάζω τριγύρω μου και βλέπω μία χώρα με τους μισούς στα κάγκελα και
τους άλλους μισούς στα πρόθυρα της αφασικής παράλυσης. Και ειλικρινά στο
λέω, έρχονται στιγμές που με πιάνει η απόγνωση.
Αν
με ρώταγε ένας ξένος, τί είναι η πατρίδα μου, θα δυσκολευόμουν να του
απαντήσω. Θα του μίλαγα ασφαλώς για το ένδοξο παρελθόν, για τις έννοιες
και τις ιδέες των αρχαίων προγόνων. Θα του έλεγα και για τα σημερινά μας
αδιέξοδα -να'μαστε και ειλικρινείς στον άνθρωπο που κουβαλήθηκε τόσο
δρόμο από τα εξωτερικά- για την καφρίλα και την αδυναμία μας να
λειτουργήσουμε συλλογικά, να συνεννοηθούμε πολιτισμένα και να δουλέψουμε
συστηματικά. Για να μας καταλάβει θα τον εγύρναγα στο κέντρο της Αθήνας
να συντονιστεί με τους ρυθμούς της πόλης. Θα τον ανέβαζα στην Ακρόπολη
-σ'ένα μέρος πανανθρώπινα σημαντικό- να αφουγκραστεί την ουσία του
παρελθόντος.
Και
θα τον πήγαινα τέλος και σε ετούτο το μουσείο. Που δεν είναι πολύ
γνωστό, αλλά είναι εξαιρετικά πολύτιμο. Και σε έφερα σήμερα να το ιδούμε
μαζί. Γιατί εγκιβωτίζει έναν πολιτιστικό πλούτο και μία παρακαταθήκη
που διαμόρφωσε τη σύγχρονη ταυτότητα και που είναι φοβούμαι ένα από τα
λίγα σημεία αναφοράς, μία άγκυρα για να συγκρατήσουμε το πλοίο στη
φουρτούνα. Εδώ μέσα βρίσκω τα συστατικά της ιδικής μου πατρίδας. Ένα
προς ένα.
Ναι,
καλά το κατάλαβες από τις πόζες. Ξεκινάμε με φιγούρες από το θέατρο
Σκιών. Του Σπαθάρη είναι οι συγκεκριμένες! Κείνο που με τρώει, κείνο που
με σώνει είναι που ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη.
Όταν
ήμουν μικρός έδενα ένα σεντόνι ανάμεσα σε δύο πολυθρόνες, καθόμουν
ανακούρκουδα από πίσω και έστηνα παράσταση τύπου ο Καραγκιόζης
φούρναρης, ο Καραγκιόζης αστρονάφτης, ο Καραγκιόζης σελέμπριτι
(μεγαλοπιανόμουν ως νήπιο) και άλλα πολλά τέτοια. Έχει η πατρίδα μου,
την κουτοπονηριά του Καραγκιόζη, το φιλότιμο, την αλέγκρα τη διάθεση,
την ακούραστη διάθεση για αμπελοφιλοσοφία. Αλλά και τη φτώχεια και την
παράγκα και την καθήλωση.
Θα πεις, φταίει το οθωμανικό της προχθές. Αλλά και το βυζαντινό της αντιπροχθές.
Οι
ώχρες, τα καστανά και τα κόκκινα. Στις πινελιές της βυζαντινής τέχνης
-που μόλις πρόσφατα, άρχισα να εκτιμώ και να καταλαβαίνω- ανιχνεύω τα
στεγανά της σκέψης της. Τα ισχυρά της ηθικά δεσμά.
Και στους πίνακες του Φώτη Κόντογλου,
που παίρνει το μοτίβο και του δίνει μια, να πάει παρακάτω. Συζητώντας
θέματα που υπερβαίνουν το ασφυκτικό θρησκευτικό περιεχόμενο. Τον Οδυσσέα
να συναντά την Ιθάκη στον εαυτό του. Πατρίδα μου, είναι ο νόστος και η
αυτογνωσία.
Πατρίδα
μου είναι και η καθημερινότητα του καφενείου. Του ανταμώματος και της
επικοινωνίας. Του κουτσομπολιού και της έντονης πολιτικής συζήτησης. Της
διαρκούς διαφωνίας. Αλλά και του καφέ.
Έτσι όπως τα ζωγράφισε ο μεγάλος Κύπριος Αδαμάντιος Διαμαντής.
Παρότι
παιδί της πόλης, την έχω γνωρίσει αυτή τη νωχελικότητα του καφενείου.
Τον καφέ πολλά βαρύ, το τσιγάρο και το μπεγλέρι. Τα ζάρια που
κελαρίζουνε στο τάβλι. Και την άχρονη νωχελικότητα μίας δυσεξήγητης
αναμονής.
Που
καταγράφεται στις φωτογραφίες του Χαρισιάδη. Εδώ είμαστε στα 1956. Στο
καφενείο Ζαχαράτου. Επί της πλατείας Ομονοίας. Είσαι μικρός, δεν το
πρόλαβες.
Κοίτα
πόσο διαφορετική ήταν η ζωή στην πρωτεύουσα το 1955. "Γλέντι, Λεφτά κι
Αγάπη" στο Θέατρο Κοτοπούλη. Χοτέλ Πάνθεον και οδοντόκρεμα Κολυνός.
Έκτοτε
άλλαξε πολύ η όψη της πόλης. Τσιμέντο να γίνει, είπε ο Καραμανλής και
τσιμέντο έγινε. Ολάκερη η χώρα. Θα μπορούσε όμως και αλλιώς. Υπήρχε η
δυναμική, υπήρχαν και οι ιδέες. Το βλέπεις στα σχέδια του Πικιώνη. Στο
πολύπλευρο έργο του, στην οραματική αρχιτεκτονική του. Η πατρίδα μου
είναι η απλότητα των λευκών επιφανειών που αφήνονται στο ζεστό φως.
Που
βρισκόμαστε τόσην ώρα, θα ρωτήξεις. Τι μέρος είναι ετούτο που'χει από
Καραγκιόζη μέχρι Πικιώνη κι από Κόντογλου μέχρι Κοντόπουλο (δεν είναι
ωραία και μυρωδάτα τα λεμόνια εδώ από πάνου;), θα αναρωτηθείς.
Βρισκόμαστε
στο παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη που'ναι αφιερωμένο στους Έλληνες
Δημιουργούς του 20ου αιώνα. Στεγάζεται σε ένα τριώροφο κτήριο στην
Κριεζώτου 3 -καρακέντρο της Αθήνας, δύο βήματα από το Σύνταγμα- και
αποτελεί δωρεά του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Είναι το σπίτι του ντε.
Είναι το ατελιέ του. Ω, σήμερα είναι πολλά παραπάνω. Όλα όσα βλέπεις
είμαι εγώ. Και είσαι εσύ.
Οι
φωτογραφίες του παρελθόντος, τα γλυπτά, οι πίνακες. Το αρμένισμα με την
κόκκινη συναισθηματική βάρκα του Κοντόπουλου. Φαντάσου την να διασχίζει
το γαλάζιο του Αιγαίου. Δεν μυρίζεις θάλασσα; Δεν γιομίζει η μνήμη σου
με αισθήσεις; Ας αφήσω όμως τα χρώματα κι ας σε πάω σε κάτι πιο κυνικό,
αλλά νομίζω πολύ δυνατό.
Περί
τις 2:30 το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου του 1928, εκείνος επισκέφθηκε το
παραλιακό καφενείο ο "Ουράνιος Κήπος" στη θέση Βρυσούλα, όπου παρήγγειλε
και ήπιε μία βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε από το ανέλπιστο
πουρμπουάρ των 75 δραχμών, τη στιγμή που η βυσσινάδα εκόστιζε μόλις 5
δρχ. Δύο ώρες αργότερα, ο Κώστας Καρυωτάκης έβαλε ένα περίστροφο τύπου
Pieper Bayard 9mm στην καρδιά και αυτοκτόνησε σε ηλικία 32 ετών.
Αφήνοντας ένα ιδιόχειρο σημείωμα που εξηγεί τους λόγους της
απονενοημένης πράξης. Και το οποίο καταλήγει στο εξής υστερόγραφο:
"Και
για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι, αν
επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης, να δέσουν και μία πέτρα στο
λαιμό τους. Όλη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια
άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πως, το στόμα μου
ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα
γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου."
Καλά
το κατάλαβες, ετούτο είναι το περίστροφο με το οποίο αυτοκτόνησε ο
Καρυωτάκης. Κι αυτό από πάνω είναι το σημείωμα που μας άφησε.
Η
τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος που τον εδείχνει
κοστουμαρισμένο, με το κεφάλι του ακουμπισμένο πάνω στο ψάθινο καπέλο
του και το όπλο στο χέρι του.
Η πατρίδα μου είναι πάντοτε έτοιμη να αυτοκτονήσει. Με ή χωρίς προφανή αιτία.
"Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά
σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης
καμμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει
ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ'άσπρα και στα χρυσά.
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει
παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες..."
Κάπως
έτσι, βαρύθυμα και μελαγχολικά κοιτάζω την πατρίδα μου μέσα από τους
στίχους του Σεφέρη. Ναι, αυτό που είδες είναι το πρώτο Βραβείο Νόμπελ
που απονεμήθηκε σε Έλληνα. Είναι κι αυτό εδώ.
Στην
παραδίπλα προθήκη, τα γυαλιά του και η πίπα του. Τα χειρόγραφά του. Με
την τακτικότητα και την καλλιγραφία, ενός ανθρώπου βαθιά πολιτισμένου.
Για
να σε πάω αλλού! Η Παξινού και ο Μινωτής. Η αρχαία τραγωδία που ορίζει
τις σταθερές γύρω από τις οποίες περιπλέκεται όλη η παγκόσμια
μυθοπλασία.
Τα βλέμματα, τα σώματα και οι πέτρες.
Ένα
σημείωμα του Βιτόριο Γκάσμαν προς την Κατίνα Παξινού. Miss you all very
much. Hope to see you soon. Best love. Και από πάνω ένα τηλεγράφημα από
τη Ρώμη. Με μία πρόταση για ρόλο σε ταινία. Υπογραφή, Ντίνο
Ντελαουρέντις.
Η πατρίδα μου είναι και ιντερνάσιοναλ. Αφορά πολλούς. Και με ποικίλους τρόπους.
Και η υπέροχη Μαίρη Αρώνη. Από την Κλυνταιμνήστρα στην Πάστα Φλώρα. Αυτή
είναι η πατρίδα μου. Μπορεί να γίνει σοβαρή, αλλά και αλαφρή.
Και οι μπογιές του Ζογγολόπουλου. Οι νεκρές του φύσεις. Τα φρούτα και τα κουζινικά.
Τα βάζα με τα λουλούδια και το παλιό ρολόι. Που αντηχούσε μέσα στο σπίτι το τικ τακ του.
Οι
λαϊκές οι αγορές, τα μανάβικα. Τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά. Τι να
μαγειρέψουμε αύριο; Να κάμω πατατοκολόκυθα ή ντομάτες γεμιστές;
Ή
μήπως πατάτες μπλουμ; Και πολέμους έδωσε η πατρίδα μου. Και εξορίες
έχει. Και κώνειο τρατάρει. Σε εμείς και εσείς, χωρίζεται η πατρίδα μου.
Κι ανάμεσα το χάος.
Με αγώνες είναι γιομάτες οι σελίδες της ιστορίας της. Με χέρια ψηλά. Με
συνθήματα και ιδεολογίες και διεκδικήσεις. Αλλά και με ψευδαισθήσεις και
με περιχαρακώσεις. Και με άσβεστο μίσος.
Και με έρωτα. Εκεί στ' απέραντο γαλάζιο των νησιών της. Στο απέραντο υπέροχο των ματιών σου.
"Σ'αγαπάω μ'ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλα που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια."
Στους
στίχους του Οδυσσέα Ελύτη αφήνομαι για να ορίσουν τα αισθήματά μου.
Εδώ, στην προθήκη μπροστά σου και το δεύτερο Νόμπελ. Το ερωτικό, το
παθιασμένο, το εις υγείαν τού Ήλιου του Ηλιάτορα.
Είναι η πατρίδα μου, μοιραία. Καβαφική. Κι αλλιώτικη. Πατάει σε πολλούς
χρόνους και σε πολλούς τόπους, στην Αλεξάνδρεια, στη Σμύρνη, στην
Κωνσταντινούπολη. Αλλά και πέραν αυτών, στ'αλήθεια σου το λέω, όπου κι
αν πάω, την έχω συναντήσει.
Ως και στην Αριζόνα. Στην Αθήνα του 1947. Φωτογραφία και πάλι του Χαρισιάδη.
Είναι
μεγάλο φορτίο να είσαι Έλληνας. Η ταυτότητά σου φέρει έναν πλούτο
χρωμάτων, μουσικών, αισθήσεων και ιδεών που υπερβαίνουν ετούτον τον τόπο
και ανατέμνουν την πίκρα, τη χαρά, το νόστο και την ελπίδα. Τα
συστατικά δηλαδή της ίδιας της ζωής. Που συζητιούνται εδώ και χιλιάδες
χρόνια σε ετούτο δω το μέρος.
Τελείωσα; Όχι, έχω κι άλλα να σου πω και να σου δείξω από αυτό το μουσείο. Αύριο πάλι.
ΠΗΓΗ pigkouinos blogspot.