"Έρημα χωριά" Πέτρος Κουλουμής
(Dasho Kurti-Ηλίας Κατσούλης) Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
"Έρημα χωριά" Πέτρος Κουλουμής
(Dasho Kurti-Ηλίας Κατσούλης) Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
A voice from Byzantium
Αλφάβητος στη γέννηση του Ιησού Χριστού Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν, ήχος α΄ & πλ. α΄. Χειρόγραφο Βιβλιοθήκης Παναγιώτου Γριτσάνη Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου και Στροφάδων αριθμ. 8, 324. Έτος 1698. Γραφέας ὁ Κυπριανὸς ἱερομόναχος Ἰβηρίτης. Εξήγηση στη Νέα Μέθοδο: καθ. Θωμάς Αποστολόπουλος .
Alphabetic acrostic Christmas song Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν (Beginningless God got down), echos I & plagal I. Codex Gritsanis 8, 324, dated 1698. Scribe Kyprianos Hieromonk of Iviron. Codex Holly Metropolitan of Zakynthos and Strofades, Panagiotis Gritsanis collection 8, 324. Transcription into staff notation: prof. Thomas Apostolopoulos. Stella Kampouridou: kaval Thanasis Koulentianos: qanun Emanuela Mandrila: voice Kyriakos Kalaitzidis: oud, voice Στέλλα Καμπουρίδου: καβάλ Θανάσης Κουλεντιανός: κανονάκι Emanuela Mandrila: φωνή
Στην πλατεία που έχει αδειάσει
ο Του Πολέμου, που φέρει ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1969, αφηγείται σε
πρώτο πρόσωπο τη συνάντηση με έναν αρβανίτη Τόσκο που έδωσε καταφύγιο
στον αφηγητή, στα βουνά της Αλβανίας, στον πόλεμο: "[…] Δώσαμε τα χέρια.
Γύρισε τις πλάτες κατώντας το κόνισμα και χάθηκε πίσω από τα δέντρα.
Έσυρα τα χαλινάρια και ξεκινήσαμε. Μπροστά, στο ένα τσιγκέλι του
σαμαριού, κρεμόταν ένα ταγάρι κριθαρίσια παξιμάδια. Πήρα δύο κι άρχισα
να τραγανίζω… Πού αρχνάει ο μύθος, πού φτάνει την αλήθεια, πού η αλήθεια
κόβει το μύθο… πού τελειώνει… πού ξεπερνάει… Με τέτοιο τροπάρι, στις
δύο είχα φτάσει στο Δέλβινο.". Δ. Χαρισιάδη, Έφιππος στρατιώτης. Αλβανικό Μέτωπο. 1940. Μουσείο Μπενάκη
Το Στο άλογό μου, που γράφτηκε στο Κούδεσι, τον Μάρτιο 1941, είναι μια σύντομη τρυφερή αποστροφή, ένας μελαγχολικός κουβεντιαστός μονόλογος, στο άλογο που τον συνόδευε στον πόλεμο στην Αλβανία :
Το να γράψει κανείς σ' έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ' ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.
Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι' αυτό θα σου γράψω.
Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ' άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι... Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.
Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ' άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.
Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).
Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου 'δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ' άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να 'χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι...
Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ' άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από 'κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα 'χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.
Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν' αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να 'σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.
Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι...
Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!...
Κούδεσι, Μάρτης 1941
[πηγή: Νίκος Καββαδίας, Του πολέμου. Στο άλογό μου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1987, σ. 35-39]
Δίφορη μνήμη – Γιώργος Θεοχάρης
Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στις αναμνήσεις.
Υπέρ των ανωνύμων που έγιναν επώνυμοι
μέσα από τα χημικά υγρά στο εμφανιστήριο.
Εδώ με τον πατέρα. Μπροστά στην κομπανία με τα κλαρίνα
Στο κέντρο «Εξοχικόν». Με τα μάτια ορθάνοιχτα
αντίκρυ στη μαγεία του μεγάλου πιάτου με τη λάμπα
και τις αστραπές. Λίγο μετά τον πόλεμο, σ᾽ένα χωριό
πούμαθε τον ηλεκτρισμό μέσ᾽ απ᾽ τα flash του φωτογράφου.
Εκεί στη μονοήμερη εκδρομή. Με μπλε ποδιές. Με τις λευκές
κορδέλες στα μαλλιά. Μαθήτριες που
ανέβαζαν στα μάτια την ψυχή τους και γίνονταν ωραίες
κάθε φορά που αναμέτριοντουσαν στο κλικ της μηχανής.
Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στη θύμηση.
Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης,
το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας.
Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής.
Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις.
Σ᾽ εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
θα υπάρξουμε.
~Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Foto lux.
. Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης μιλάει για το βιβλίο του «Δίφορη μνήμη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
-«Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ είναι η μέρα, κ’ η Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.»...
(Κ. Παλαμάς)
.
«Μας τρομοκράτησαν, μας επιτέθηκαν, μας απέλασαν – ζούμε μ’ έναν αδιάκοπο, ψυχρό φόβο!» λέει ο Λάκης Βασιλειάδης. Είναι ο ένας από τους δύο Έλληνες της Κωνσταντινούπολης που έχουν ακόμη κατάστημα στην οδό Ιστικλάλ, το ευρωπαϊκό κέντρο της πόλης. Πριν το 1950, οι μισοί μαγαζάτορες της Ιστικλάλ ήταν Έλληνες. Όλα ξεκίνησαν την 6η Σεπτεμβρίου του 1955, μ’ ένα πογκρόμ μες στη νύχτα. Τριάντα χρόνια αργότερα, έχουν απομείνει μόλις 2.000 από τους 150.000 Έλληνες της Πόλης. Πώς ήταν η ζωή εκεί –για ένα μέλος μειονότητας– και πώς είναι σήμερα; «Το χειρότερο πράγμα είναι να κρύβεις την ταυτότητά σου», λέει ένας απ’ αυτούς που έχουν παραμείνει, και συμπληρώνει: «Κανείς δεν νοιάστηκε, ούτε η Ελλάδα ούτε η Ευρώπη». Πολλοί Έλληνες της Πόλης ζουν τώρα στην Ελλάδα. Αλλά δεν είναι όλοι ευχαριστημένοι εκεί. «Η Κωνσταντινούπολη δεν είναι πόλη, είναι η ίδια η ζωή!», λέει μία απ’ αυτούς. Κάποιοι Κωνσταντινουπολίτες της Διασποράς θέλουν ακόμη να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Προσωπογραφίες και θαλασσογραφίες τα κύρια θέματα των δημιουργιών του σε ελαιογραφίες και ακουαρέλες. Ζωγράφος λυρικός και προσωπικός.
Τύπος μοναχικός ο ιμπρεσιονιστής δημιουργός , και δυστυχώς με την ασθένεια των καλλιτεχνών του μεσοπολέμου, ουσίες και ποτό θα νοσηλευτεί για λίγο κι αμέσως μετά τον πόλεμο -το 1945- στο Δρομοκαΐτειο Ίδρυμα. Εκεί θα ξαναπάει το 1948 από όπου και θα εξέλθει το 1949 ‘εν τη αυτή κατάσταση’ όπως αναφέρει ο σχολιασμός στο ειδικό φάκελλο του Ιδρύματος. Απεβίωσε λίγο αργότερα και πάλι Πρωτοχρονιά -όπως κι όταν γεννήθηκε- , Πρωτοχρονιά του 1951 σε ηλικία μόλις 40 χρόνων σε απόλυτη μοναξιά στον Πειραιά.
.
“Εύχομαι ο χώρος που στεγάζει έργα ανθρώπων με ψυχικά νοσήματα να αποτελέσει μια πηγή πνευματικής ικμάδας”
~Alfred Kubin (1922)
.
Το ψυχικό αποτέλεσμα, που έχει η Τέχνη και στον ίδιο τον καλλιτέχνη που δημιουργεί και στους αποδέκτες της επίδρασης του έργου του, είναι πλουτισμός και εξαγνισμός, επίταση και ανάταση της συγκινησιακής ζωής.
Είναι επιστημονικώς βεβαιωμένο ότι η ενασχόληση και η επαφή των ψυχικώς ασθενών με την Τέχνη έχει ιδιαίτερα ευεργετική επίδραση στην υγεία τους. Γι’ αυτό πρέπει να τους παρέχεται τακτικά η δυνατότητα γι’ αυτή την ενασχόληση και την επαφή.
~Πρόεδρος του
Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής «ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ»
.
Οι ζωγράφοι Βαλεντίνο Ίλβες και Ανδρέας Κρυστάλλης ζωγραφίζουν ως ασθενείς πλέον του Δρομοκαΐτειου. Ο φωτογραφικός φακός έχει απαθανατίσει τον Ανδρέα Κρυστάλλη (δεξιά) την ώρα που φιλοτεχνεί την "Πειραϊκή του Γκουέρνικα", τον βομβαρδισμό του Πειραιά.