Ο
Καραγκιόζης είναι μορφή πανάρχαια που η σκούφια του κρατά από πολύ
μακριά, Ίσως από τα Ελευσίνια μυστήρια, τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, το
Βυζαντινό μιμικό θέατρο, είναι η ενσάρκωση της καταπιεσμένης μερίδας του
ελληνικού λαού. Δε φοβήθηκε ποτέ, δεν άλλαξε στρατόπεδο και δεν
υποτάχτηκε. Έμεινε πιστός στα ήθη και τα έθιμά του και πολέμησε κάθε
μορφή ξενόφερτης επίθεσης, κρατώντας ψηλά τη σημαία της παράδοσης. Αυτός
ίσως να είναι και ο λόγος που σήμερα αργοπεθαίνει. Γιατί δεν μπορεί ν’
αλλάξει στρατόπεδο και να προσαρμοστεί σε μια εποχή φθοράς. Προτίμησε ν’
αποτραβηχτεί στην καλύβα του, να ονειρεύεται το καρβέλι του, μακριά από
έναν κόσμο που έχει πάψει να ονειρεύεται.
Χρέος
μας, επομένως, είναι η μελέτη και διάδοση της γνώσης για την αξία του
«Καραγκιόζη», ώστε στις μέρες μας που κάθε πολιτιστική κληρονομιά είναι
σπάνιο είδος, να εξακολουθήσει να παίζει το σημαντικό ρόλο της. Γιατί οι
σκιές του «Καραγκιόζη» δεν είναι απλά κάποιες σκιές. Είναι οι σκιές
…της Ιστορίας μας.
Παράλληλα κείμενα
Δεν
είναι τυχαίο ότι αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι ασχολήθηκαν σοβαρά με
το θέατρο σκιών. Ο Άγγελος Σικελιανός, ο Φώτος Πολίτης, ο Β. Ρώτας, ο
Μήτσος Λυγίζος, ο Γιώργος Θέμελης, ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Ο λογοτέχνης
Γιάννης Σκαρίμπας ήταν πολύ καλός ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίχτης.
Έφτιαχνε ωραίες φιγούρες και σοφιζόταν σπαρταριστά έργα που έπαιζε
αφιλοκερδώς τα καλοκαιριάτικα βράδια στα παιδιά της γειτονιάς του στη
Χαλκίδα. Καμιά φορά ερχόταν και στην Αθήνα με το θίασο των «Διονυσιακών
χαρτονόμουτρων», όπως έλεγε. Επίσης μεγάλοι ζωγράφοι όπως οι:
Χατζηκυριάκος, Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης, Γιώργος Σικελιώτης, Μίνως
Αργυράκης και πολλοί άλλοι στάθηκαν με σεβασμό και βαθιά αγάπη μπροστά
στην παραδοσιακή ζωγραφική του θεάτρου σκιών. Ακολουθούν αποσπάσματα από
γνώμες και απόψεις διαφόρων λογοτεχνών και καλλιτεχνών σχετικά με τον
Καραγκιόζη:
(Γιώργος Θεοτοκάς)
(Αλέξης Πάρνης)
3. Στα 17 μου ξαναπήγα στον Καραγκιόζη, που για μένα δεν ήταν μόνο μια παιδική διασκέδαση, αλλά ένα πράγμα σεβάσμιο σαν την εκκλησία. Πήγα στον Καραγκιόζη, όπως πάνε στο μαντείο. Τότε γνώρισα το σπουδαίο καλλιτέχνη Σωτήρη Σπαθάρη. Φτωχό, πάντα πεινασμένο και καταδιωκόμενο. Ο μπερντές του Σπαθάρη με τον όρκο του Κατσαντώνη στην «ποδιά» του μου δίδαξε πάρα πολλά.
(…) Σύχναζα σε μέρη που δεν ήταν «της τάξης μου». Για μένα δίπλα στην ευρωπαΐζουσα «άρχουσα τάξη» υπήρχε μια άλλη αριστοκρατία, πιο ευγενική, ο Λαός ο αγράμματος και φτωχός, αλλά καλλιεργημένος ψυχικά που ήξερε να τραγουδά καλά τα τραγούδια των πατέρων του, που η καταγωγή τους χάνεται. Που μπορούσε να χορεύει τους χορούς που καταλύουν τις εποχές, που μπορούσε να πλάθει κάθε τόσο τη γλώσσα του για να μένει ζωντανή, το πολυτιμότερο όλων. Που ξέρει να σέβεται τους ήρωες της Ελευθερίας, σύμβολα της κάθε είδους ομορφιάς του ανθρώπου.
Γι’ αυτό αγαπούσα τον Καραγκιόζη. Τα αναρχικά του και τα χοντρά αστεία μου έδωσαν συχνά τη δύναμη να αντιμετωπίσω τους εχθρούς κάθε καλλιτέχνη: τη διανόηση, τη «φιλολογία» και τον καθωσπρεπισμό.
(Γιάννης Τσαρούχης)
(Μήτσος Λυζίγος)
5. Όλες οι γνώσεις και οι επιστήμες, συχνά, δεν πετυχαίνουν αυτό που καταφέρνει απλά και ανεπιτήδευτα ένας αγράμματος άνθρωπος: Να μπορεί να μεταδώσει στους συνανθρώπους του τη συγκίνηση, τη χαρά, το γέλιο. Ό,τι δηλαδή ομορφαίνει τη ζωή.
(Γιώργος Σεφέρης)
Μέσα της δεν κατασταλάζει μόνο η λαγαρή θυμοσοφία του λαού μας μπρος στ’ ανάποδα του κόσμου, αλλά ξεσκεπάζεται κι η πηγαία δύναμη πόχει μέσα του και με την οποία υπερνικά αυτά τα ανάποδα με ψυχισμό ασύγκριτο, ανεβαίνοντας απ’ τα σκαλιά της θείας του εξυπνάδας, ως τις κορφές του ηρωισμού κι αυτό με μια ανθρωπιά και μ’ ένα ανώτερο πολιτισμό που έχουν το ταίρι τους μονάχα στην Αληθινά μεγάλη Τέχνη και που βρίσκονται σε διαπασών μαζί της.
Αυτή η δύναμη, να ανθρωπίζει τ’ άψυχα, να δίνει φωνές στους ίσκιους και – με τούτα τα λιτά μέσα – να μπορεί να προκαλεί στην ανθρώπινη ψυχή «τον οίκτον και τον έλεον», αυτό πια δεν είναι τέχνη. Είναι ένα σεπτό απόρρητο, που μεταφέρεται μέσα απ’ τους αόρατους δρόμους του πάθους, από μύστη σε μύστη, ώσπου φτάνει στον Μίμαρο και περνάει στο Μόλλα κι από το Μόλλα πάει στο Χαρίδημο κι απ’ το Χαρίδημο στο Σπαθάρη, ώσπου παίρνει σβάρνα τα χωριά και φτάνει στο Μέγα Γιαραμούκη.
Μενέλαου Λουντέμη
«Καραγκιόζης ο Έλληνας»
εικόνα απο sansimera.gr |
.......
“ Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε. Κυρίες και κύριοι και
αγαπητά μου παιδιά η παράσταση αρχίζει” ΣΧΟΛΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ: ΓΕΛ ΑΜΑΡΥΝΘΟΥ
ΤΙΤΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Θέατρο σκιών στην Κίνα Οι Κινέζοι είχαν ανακαλύψει από παλιά το χαρτί και το χρησιμοποιούσαν για τα παράθυρά τους. Στα παράθυρα τη νύχτα έπεφταν οι σκιές των προσώπων και των πραγμάτων, εξαιτίας του φωτός που υπήρχε από μέσα. Η εικόνα αυτή έδωσε στους Κινέζους την έμπνευση για τη δημιουργία του Θεάτρου Σκιών. Μια κινέζικη ιστορία απέδιδε τη γέννηση του Θεάτρου Σκιών σε ένα μάγο που προσπάθησε να παρηγορήσει τον αυτοκράτορα για το θάνατο της συζύγου του. Οι φιγούρες του κινέζικου Θεάτρου Σκιών ήταν περίπλοκες, λεπτοδουλεμένες και με πολλές αρθρώσεις (κινητά μέρη). Κατασκευάζονταν από δέρμα γαϊδάρου και αναπαριστούσαν το Βούδα, διάφορα φαντάσματα, καθώς και δαίμονες με κεφάλια ζώων
Το θέατρο σκιών και σε άλλες χώρες Μετά την Ασία το Θέατρο Σκιών ταξίδεψε στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής. Σημαντικός σταθμός της διαδρομής του Θεάτρου Σκιών ήταν η γειτονική μας Τουρκία, το 16ο αιώνα. Σύμφωνα με μια παράδοση, οι Τούρκοι γνώρισαν το Θέατρο Σκιών από έναν Έλληνα, το Μαυρομάτη, ο οποίος το μετέφερε από την Κίνα όπου ζούσε. Στο τούρκικο Θέατρο Σκιών πρωταγωνιστές ήταν ο Καραγκιόζης με το Χατζηαβάτη και οι φιγούρες. Η γλώσσα που χρησιμοποιούνταν ήταν χυδαία καθώς περιείχε πολλές βωμολοχίες και χοντροκομμένα αστεία.
Το ελληνικό θέατρο σκιών Οι Έλληνες γνώρισαν το Θέατρο Σκιών κατά την επαφή τους με Τούρκους την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Οι πρώτες παραστάσεις από Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες πραγματοποιήθηκαν αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση και βασίζονταν στα τούρκικα πρότυπα. Ιδρυτής του ελληνικού Θεάτρου Σκιών θεωρείται ο Βραχάλης ή Μπραχάλης, ο οποίος είχε καταγωγή από την Καλαμάτα, αλλά ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Ο καραγκιοζοπαίχτης που έδωσε ελληνικό χαρακτήρα στο Θέατρο Σκιών, το 1890, ήταν ο πατρινός ψάλτης Δημήτριος Σαρδούνης που έμεινε γνωστός ως Μίμαρος εξαιτίας της ικανότητάς του στη μίμηση φωνών. Ο Μίμαρος περιόδεψε σε πολλά μέρη της Ελλάδας σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Το παράδειγμά του ακολούθησαν πολλοί άλλοι καραγκιοζοπαίχτες, κυρίως μαθητές του, δημιουργώντας μια σχολή άξιων καραγκιοζοπαιχτών (Ρούλιας, Μέμος, Θεοδωρέλλος, ο Πάγκαλος, ο Θεοδωρόπουλος, ο Μανωλόπουλος, ο Βασίλαρος, ο Μόλλας, ο Σπαθάρης, κ.ά.) που το 1924 θα ιδρύσουν το σύλλογό τους Στις μέρες μας, παρά την κυριαρχία θεαμάτων και των μέσων που υπερισχύουν με τη δύναμη της εικόνας (τηλεόραση, κινηματογράφος, ηλεκτρονικά παιχνίδια κλπ.), ο Καραγκιόζης εξακολουθεί να έχει σημαντική θέση στις καρδιές των μικρών του φίλων και να τους δίνει ξεχωριστή χαρά.
Η ιστορία του Καραγκιόζη Στην Ελλάδα αρχίζει γύρω στα μέσα του 19ου αι. Ίσως να είχε εμφανιστεί λίγο πριν την επανάσταση, αλλά η πρώτη παράσταση που αναφέρεται, & μάλιστα σε εφημερίδα της εποχής, είναι στις 21 Αυγούστου 1841, στο Ναύπλιο. Πολλές παραδόσεις σχετίζονται με τη γέννηση του Καραγκιόζη στην Τουρκία (στην Προύσσα). Ιστορικά πάντως, δημιουργός του τούρκικου Θεάτρου Σκιών θεωρείται ο σεΐχης Μεχμέτ Κιουστερή, που δοξάστηκε & έμεινε ως τώρα το όνομά του & το μνημείο του στην Προύσα. Τον 16ο αι. ο Καραγκιόζης έχει διαδοθεί σ' όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία & έχουν πια καθοριστεί τα χαρακτηριστικά του. Ένα άλλο γνώρισμα του τούρκικου Καραγκιόζη, εκτός από τη φοβερή ελευθεροστομία & χυδαιολογία του ήταν ότι κυριαρχούσε σ' αυτόν η κοινωνική ανισότητα. Ο Καραγκιόζης καθαρίζεται εντελώς από το χυδαίο στοιχείο. Δημιουργεί τύπους μέσα απ' το ελληνικό περιβάλλον της εποχής, όπως ο σιορ-Διονύσιος, ο Μπαρμπαγιώργος, ο Μορφονιός, ο Σταύρακας, η Καραγκιόζαινα, το Κολλητήρι,ο Πασάς, η Βεζιροπούλα και ο Δερβέναγας.
.......
tosympantistexnis. Μια συνηθισμένη πλέον φράση πολυχρησιμοποιημένη και πολυακουσμένη ειδικά σε δημόσιους διαπληκτισμούς.
«Είσαι Καραγκιόζης ρε, το ξέρεις ότι είσαι Καραγκιόζης;
Και με θλίβει, η λέξη
«καραγκιόζης» να ταυτίζεται πλέον μόνο με αρνητικές, περιφρονητικές και
υποτιμητικές έννοιες… Λες και ζούμε στα μέσα του 19ου αιώνα, τότε
που η παράσταση του Καραγκιόζη, αυτού του πάμφτωχου, ξυπόλητου, πολυμήχανου,
πονηρού πρωταγωνιστή και λαϊκού ήρωα, ήταν αταίριαστη με κάθε εξευρωπαϊσμένο
κοινό!
Άλλη μια αγάπη μου, είναι ο Καραγκιόζης. Σαν παιδί, δεν είδα πολλές παραστάσεις του. Τον Καραγκιόζη τον συμπάθησα μέσα από τα εικονογραφημένα κλασικά της εποχής μου, αργότερα τον αγάπησα σαν φοιτήτρια, όταν άρχισα να ανακαλύπτω κρυμμένες βελονιές στο υφάδι του απλοϊκού του λόγου, τον αγάπησα κι άλλο στα Πανεπιστήμια και μεταπτυχιακά, όταν έψαχνα τα βαθιά κονωνικοπολιτιστικά-πολιτικά του μηνύματα, μα πιο έντονα τον αγάπησα όταν χρειάστηκε να τον διδάξω στους φοιτητές μου.
Ένα δωμάτιο του σπιτιού μου έχει θέμα τον Καραγκιόζη και οι παλιές πολυπαιγμένες φιγούρες ενός παραδοσιακού Καραγκιοζοπαίχτη που βγήκε στη σύνταξη, κοσμούν τους τοίχους του.
Κάποτε, υπήρξε το δημοφιλέστερο λαϊκό θέαμα με τον περίφημο μπερντέ να στήνεται παντού, όπου μιλιόταν τα ελληνικά, δημιουργώντας μια παράδοση που επέζησε ως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Άραγε ήταν αρχαίος ο Καραγκιόζης; Ή βυζαντινός; ή ανατολίτης; Πάντως
με τίποτα δυτικόφερτος. Σε αυτό συμφωνούσαν όλοι, σχεδόν όλοι, γιατί ο
Τσαρούχης μίλησε όπως πάντα λέγοντας την αλήθεια, υποστηρίζοντας “πως ο
Καραγκιόζης έρχεται και από ανατολικά και από δυτικά». Ωστόσο, το 2010 η UNESCO έδωσε
την τουρκική υπηκοότητα στο Καραγκιόζη, χωρίς να υπάρξει καμία αντίδραση της
Ελλάδος, παρά μόνο μία επιφύλαξη που διατύπωσε η διευθύντρια του Νεότερου
Πολιτισμού του υπουργείου Πολιτισμού κυρία Τέτη Χατζηνικολάου, ότι «ο
Καραγκιόζης αποτελεί άυλη φιγούρα της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας». συνέχεια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου