Πορτρέτο
κοριτσιού. Αθήνα, 1945. Οι εικόνες της Βούλας Παπαϊωάννου (1898-1990) εστιάζουν
στην καθημερινότητα του άμαχου πληθυσμού αναδεικνύοντας τη γυναικεία ματιά στην
«ανδρική υπόθεση» του πολέμου
Το
«Όχι» που εισέπραξε η Βούλα Παπαϊωάννου όταν ζήτησε να σταλεί στο Μέτωπο για να
καλύψει φωτογραφικά τον πόλεμο ήχησε στα αφτιά της σαν εκείνο που είπαν οι
Έλληνες στους Ιταλούς. Η αιτιολογία ήταν αναμενόμενη: «Μα, είστε γυναίκα». Κάποιος
της πρότεινε να φωτογραφίσει τη ζωή στην Αθήνα, την καθημερινότητα του άμαχου
πληθυσμού και, δίχως δεύτερη σκέψη, τον άκουσε. Η γυναικεία ματιά στην ανδρική
υπόθεση του πολέμου αποδείχθηκε πολύτιμη. Όλα όσα παρέβλεψαν οι φακοί γένους...
αρσενικού μέσα στη δίνη του αυστηρού ρεπορτάζ πρωταγωνίστησαν στα κάδρα της
Παπαϊωάννου και τώρα έρχονται από το παρελθόν να μας γνωρίσουν την ασπρόμαυρη
αλήθεια τους, καλύπτοντας τα κενά που μας άφησαν τα ιστορικά βιβλία.
Γεννημένη
το 1898 στη Λαμία, τρίτο παιδί από τα τέσσερα της Αφροδίτης και του αξιωματικού
Θεοχάρη Παπαϊωάννου, έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στη θαλπωρή και την τάξη
μιας καλοβαλμένης αστικής οικογένειας των αρχών του αιώνα. Η ανατροφή της
στηρίχθηκε στην αγάπη για την πατρίδα, την κοινωνική συνεισφορά, την έφεση για
καλλιέργεια, την εργατικότητα και τη συνέπεια, αρχές που σταθερά ακολούθησε στη
ζωή της.
Το
1908 μετακομίζει με την οικογένειά της στην Αθήνα. Το έντονο ενδιαφέρον της για
τις εικαστικές τέχνες την ωθεί να ακολουθήσει σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών
της Αθήνας, στην οποία εγγράφεται το 1920. Μέσα από την επαφή της με τη
ζωγραφική παίρνει και το έναυσμα για την ενασχόληση της με τη φωτογραφία, χωρίς
ευτυχώς η βαριά κληρονομιά της παλαιάς τέχνης να επηρεάσει τη φωτογραφική της
γραφή.
Ο
γάμος της με το φιλόλογο-συγγραφέα Ιωάννη Ζερβό το 1926 θα συμβάλει
αποφασιστικά στη διεύρυνση των πνευματικών της αναζητήσεων και αντίστοιχα η
διάλυσή του θα αποτελέσει έναν από τους κύριους λόγους που την προτρέπουν να
αφοσιωθεί αποκλειστικά στη φωτογραφία.
Mύκονος.
Oι υφάντρες, οι αργαλειοί, η σβία και η ανέμη, τα προϊόντα, η έξαρση της μόδας
του μυκονιάτικου υφαντού. Tο νησί ένα απέραντο «εργοτάξιο» υφαντικής, όπου
σχεδόν όλος ο γυναικείος πληθυσμός συμμετέχει, συνειδητοποιώντας την αξία του
μεροκάματου, που αρχίζει και γίνεται όλο και καλύτερο. Φωτογραφία Βούλα
Παπαϊωάννου © Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Με
τη φωτογραφία ξεκινάει να ασχολείται το 1937 και η πρώτη επαγγελματική της
δουλειά θα προέλθει το 1939 από το Εθνικό Μουσείο. Ο τότε διευθυντής Αλέξανδρος
Φιλαδελφεύς τής αναθέτει τη φωτογράφηση εκθεμάτων με σκοπό να εκδοθούν
επιστολικά δελτάρια (καρτ-ποστάλ). Τα αποτελέσματα από την εκτύπωση τους στην
Ιταλία, με τη μέθοδο της βαθυτυπίας, κάτω από την επίβλεψη της ίδιας υπήρξαν
εντυπωσιακά. Στη Νοβάρα της Ιταλίας θα τυπωθούν αργότερα και τρία φωτογραφικά
τεύχη με τον τίτλο "Hellas". Η ποιοτικά άριστη δουλειά της φωτογράφου
εκτιμήθηκε από τον Οργανισμό Τουρισμού, που της ανέθεσε τη φωτογράφηση των
λουτροπόλεων και των βυζαντινών μνημείων της Αττικής κάτω από την καθοδήγηση
του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Αθήνα,
1940. Η αφίσα «Εμπρός της Ελλάδος, παιδιά», έργο του Αλεξανδράκη, έγινε με
δαπάνες του υπουργείου Τύπου και εκδόθηκε σε 10.000 αντίτυπα. Φωτογραφία Βούλα
Παπαϊωάννου © Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Η
έναρξη του πολέμου του '40 και οι τραγικές εμπειρίες, που ακολούθησαν για
ολόκληρη τη χώρα και ιδιαίτερα για το λαό της Αθήνας, καθόρισαν αποφασιστικά τη
ζωή και το έργο της έως τότε αθόρυβης και διακριτικής φωτογράφου. Η Βούλα
Παπαϊωάννου συνειδητοποιεί ότι ο φακός της μπορεί να καταγράψει άμεσα και αδιάψευστα
τα γεγονότα. Έτσι, ενώ οι συνάδελφοι της άνδρες φωτογράφοι αποστέλλονται
ανταποκριτές στο μέτωπο για να απαθανατίσουν τον αγώνα στα πεδία των μαχών, η
ίδια σταματάει το χρόνο στις τραγικές στιγμές αυτών που μένουν πίσω. Μακριά από
την επιφανειακή και γρήγορη κάλυψη των γεγονότων, μακριά από το κυνηγητό των
επωνύμων και από τα κέντρα λήψης αποφάσεων πλησιάζει αυτούς που σηκώνουν το
βάρος της Ιστορίας, τους ανώνυμους. Γίνεται μάρτυρας και κοινωνός στον
αποχαιρετισμό των στρατευμένων, στις ετοιμασίες της πόλης για την αντιμετώπιση
των εκτάκτων αναγκών και στη φροντίδα των πρώτων τραυματιών. Με ιδιαίτερη
ευαισθησία και μέσα από συναισθηματική φόρτιση απομονώνοντας ένα καρτερικό
βλέμμα, ένα σφιχτό αγκάλιασμα, μία κίνηση ανθρωπιάς, αποτυπώνει στο φωτογραφικό
χαρτί το ήθος μιας γενιάς. Οι φωτογραφίες της δε θριαμβολογούν, εκφράζουν
οδύνη, αξιοπρέπεια, πίστη στην ανθρώπινη δύναμη.
Οι
εικόνες από την Αθήνα του '40 αποδεικνύουν ότι ο κόσμος προλάβαινε ακόμη να
χαμογελάσει, να βγει από τον εαυτό του και να αντιμετωπίσει αυτό που συνέβαινε
στον ίδιο και στη χώρα του με χιούμορ και σκωπτική διάθεση. Το ελληνικό ηθικό
ήταν ακμαιότατο στο Μέτωπο και το αντίστοιχο δαιμόνιο έκλεβε την παράσταση στην
Αιόλου, όπου στήθηκαν όπως πάντα τα καροτσάκια. Η φωτογράφος αφιέρωσε μπόλικο
φιλμ στους μικροπωλητές και στην ευρηματική τους πραμάτεια: τσαρούχια σε μορφή
μπρελόκ, αλλά και ως στολίδια για να κρεμαστούν στον τοίχο φουσκώνοντας τα
στήθη με εθνική υπερηφάνεια, καρφίτσες με τη γαλανόλευκη και τη βρετανική
σημαία, αλλά και η αγριεμένη φιγούρα του Μουσολίνι ως ξύλινο παιχνίδι στα χέρια
μικρών και μεγάλων. «Το φόβητρο του Μουσολίνι! Πάρε κόσμε...» διαλαλούσαν.
Τα
τραγούδια, οι γελοιογραφίες, οι θεατρικές επιθεωρήσεις με πρωταγωνιστή τον
τσολιά συνέθεταν την πανηγυρική ατμόσφαιρα που συνόδευε τις νίκες. Οι
κινηματογράφοι εκτός από την ψυχαγωγία κάλυψαν και τη δίψα των ανθρώπων για
ειδήσεις. Στο Σινεάκ, το οποίο ως τον πόλεμο ήταν το μόνο που έπαιζε τα
«επίκαιρα», προστέθηκε το Άστυ - «το ασφαλέστερον καταφύγιον» όπως παρατήρησε
στην επιγραφή ο φακός της φωτογράφου - και από τον Ιανουάριο του 1941 το Σινέ
Νιους στην οδό Σταδίου. Οι τεράστιες δαπάνες του πολέμου οδήγησαν στη
διενέργεια εράνων, όπως ο μεγάλος Έρανος Κοινωνικής Πρόνοιας, και στην έκδοση
λαχείων, όπως το Μεγάλο Πολεμικό Λαχείο και το Λαχείο υπέρ του Στόλου, αλλά και
σε άλλες πράξεις αλληλεγγύης, όπως η τοποθέτηση χιλίων ειδικών κουτιών «διά το
τσιγάρον του στρατιώτου». Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι το πολυτιμότερο
εμπόρευμα των καταστημάτων δεν ήταν πλέον στοιβαγμένο στα ράφια αλλά στερεωμένο
στις βιτρίνες, η Παπαϊωάννου διέκρινε δίπλα σε κατεβασμένα ρολά την αφίσα «Για
τους στρατιώτες», που είχε χαράξει η Βάσω Κατράκη, μαθήτρια τότε της Σχολής
Καλών Τεχνών, απεικονίζοντας μία γυναίκα να πλέκει ζεστά ρούχα, απαραίτητα για
το κρύο του Μετώπου. Σε άλλες εικόνες θα δούμε γυναίκες να επιδίδονται σε
ομαδικό πλέξιμο και ράψιμο με το κεφάλι σκυμμένο στο εργόχειρο, όπως τους
υπαγόρευε ο ανώτατος σκοπός.
Συσσίτιο
κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αθήνα, 1941
Οι
συνέπειες του πολέμου γρήγορα ξεπερνούν και την πλέον απαισιόδοξη πρόβλεψη. Η χώρα
οδηγείται σε οικονομική εξαθλίωση. Μέσα σε λίγους μήνες η Αθήνα μαστίζεται από
την πείνα τόσο σκληρά όσο καμιά πόλη της κατακτημένης Ευρώπης, με εξαίρεση τα
στρατόπεδα συγκέντρωσης. "Στο δρόμο κυκλοφορούν φαντάσματα", αναφέρει
η δημοσιογράφος Ελένη Βλάχου στο ημερολόγιο της, "άνθρωποι με άτονο
βλέμμα, με σκυμμένες πλάτες, κοκαλιασμένοι από το κρύο, αφανισμένοι από την
πείνα... Καμιά φορά τους βλέπεις πεινασμένους χάμω στο πεζοδρόμιο. Είναι
ζωντανοί, πεθαμένοι;".
Τα
θέματα συγκλονιστικά παρασύρουν τη φωτογράφο να ξεπεράσει δισταγμούς και
προσωπικές αναστολές. Με την κάλυψη ελβετικής επιτροπής, που είχε φθάσει στην
Αθήνα εκ μέρους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για να ελέγξει τις συνθήκες
διαβίωσης του πληθυσμού, επισκέπτεται τα νοσοκομεία και φωτογραφίζει τους
λιμοκτονούντες και τα σκελετωμένα παιδιά. Το συγκλονιστικό αυτό υλικό θα
περιληφθεί σ' ένα χειροποίητο λεύκωμα το 1943, το οποίο ονομάζει "Μαύρο
Λεύκωμα". Στην πρώτη σελίδα οι στίχοι του Ευριπίδη "Τι με χρη σιγάν;
Τι δε μη σιγάν; Τι δε θρηνήσαι;" προετοιμάζουν τον αναγνώστη γι' αυτό που
πρόκειται να αντικρίσει. Τα πεινασμένα παιδιά της Αθήνας του '40 μέσα από τη
συνειδητή ματιά της Βούλας Παπαϊωάννου αποκτούν διαχρονικότητα, γίνονται
σύμβολα, κατήγοροι του παραλογισμού του πολέμου σε κάθε γωνιά της γης. Τα
πρόωρα μεγαλωμένα παιδικά πρόσωπα τους προβάλλουν αποκομμένα από κάθε
αφηγηματική περιγραφή προκαλώντας δέος και φρίκη. Το λεύκωμα αυτό θα
παρουσιαστεί στο εξωτερικό και θα συμβάλει στην κινητοποίηση της διεθνούς
γνώμης με αποτέλεσμα να φθάσουν οι πρώτες αποστολές τροφίμων και ειδών πρώτης
ανάγκης.
Στα
δύσκολα χρόνια '40-44 οι κάτοικοι της Αθήνας επιστρατεύουν όλες τις σωματικές
και ηθικές τους δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν την επείγουσα κατάσταση. Οι
φωτογραφίες από τα συσσίτια, τις διανομές ιματισμού και τροφίμων ζωντανεύουν
αυτό που η Ιστορία αποσιωπά: την καθημερινή προσπάθεια που κατέβαλλε ο άμαχος
πληθυσμός για να κρατηθεί στη ζωή, τότε που η επιβίωση αποτελούσε τη
σπουδαιότερη πράξη αντίστασης. Την ίδια περίοδο δύο γνωστοί φωτογράφοι, ο Σπύρος
Μελετζής και ο Κώστας Μπαλάφας, με κίνδυνο της ζωής τους φωτογραφίζουν την
ηρωική αντίσταση στα ελληνικά βουνά.
Επιτέλους!
"Η πιο όμορφη, η πιο αλαφριά μέρα του κόσμου" ξημερώνει στις 12
Οκτωβρίου 1944. Η γενική υποχώρηση του γερμανικού στρατού συμπεριλαμβάνει πλέον
και την Ελλάδα. Οι Γερμανοί αποχωρούν. Φρενίτιδα ενθουσιασμού επικρατεί στους
δρόμους της Αθήνας. Ο λαός υποδέχεται τους συμμάχους μέσα σ' ένα παραλήρημα
χαράς. Η ελληνική σημαία κυματίζει πάλι στην Ακρόπολη.
Μέσα
στο παλλαϊκό πανηγύρι η Βούλα Παπαϊωάννου δε θα ξεχάσει αυτούς που πλήρωσαν με
τη ζωή τους την ελευθερία, θα σπεύσει στις φυλακές Μέρλιν, φριχτό κρατητήριο
του κατακτητή για όσους επρόκειτο να οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα, και
θα κρατήσει στη μνήμη μας ό,τι δικό τους απέμεινε. Ένα πακέτο τσιγάρα,
φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων και μηνύματα ηρωισμού σε κομμάτια χαρτί ή
χαραγμένα στους τοίχους από αυτούς που την επόμενη έπαψαν να υπάρχουν.
Δυστυχώς
η ειρήνη δε θα ακολουθήσει τους πανηγυρισμούς της απελευθέρωσης. Το τέλος της
ξενικής κατοχής θα διαδεχθεί ο εμφύλιος σπαραγμός, που θα προσθέσει τα δικά του
ολέθρια σημάδια στην ερειπωμένη χωρά. Ταυτόχρονα αρχίζει η προσπάθεια
ανασυγκρότησης. Οι καταστροφές είναι ανυπολόγιστες και οι πολεμικές
αποζημιώσεις δεν επαρκούν. Η Ελλάδα θα δεχθεί ξένη βοήθεια κυρίως από τις ΗΠΑ
για να ορθοποδήσει, με όλες τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες.
.