Ένα όμορφο φωτογραφικό βίντεο γεμάτο νοσταλγικές στιγμές από το χωριό, τη γιαγιά, τον παππού.
Nikos Kikakis https://www.youtube.com/@fotokik/videos
Ένα όμορφο φωτογραφικό βίντεο γεμάτο νοσταλγικές στιγμές από το χωριό, τη γιαγιά, τον παππού.
Nikos Kikakis https://www.youtube.com/@fotokik/videos
Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν 〈καὶ〉 δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾽ ἀπ᾽ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,
γιατὶ τὰ φόρεσα κ᾽ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ᾽χα.
Συγγραφέας: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)
Αφήγηση: Ανδρέας Χατζηδήμου
Πηγή: Ανοικτή Βιβλιοθήκη
"Russians", το οποίο ήταν εμπνευσμένο από τον Ψυχρό Πόλεμο και αρχικά εμφανίστηκε τo 1985 στο ντεμπούτο του άλμπουμ, The Dream of the Blue Turtles.
μια νέα έκδοση του τραγουδιού Russians (Guitar / Cello Version)
Στο τραγούδι συμμετέχει ο τσελίστας Ramiro Belgardt με τον Sting στα φωνητικά και την κιθάρα. Η παραγωγή του έγινε από τον Martin Kierszenbaum. Ο μουσικός μοιράστηκε επίσης ένα βίντεο από την ηχογράφηση του τραγουδιού, παρουσιάζοντας τον ίδιο και τον Belgardt σε ένα οικείο περιβάλλον στούντιο.
«Μόνο σπάνια τραγούδησα αυτό το τραγούδι εδώ και πολλά χρόνια από τότε που γράφτηκε, γιατί ποτέ δεν πίστευα ότι θα ήταν ξανά επίκαιρο», εξήγησε ο Sting σε μια δήλωση. (...) Εμείς, όλοι μας, αγαπάμε τα παιδιά μας. Σταματήστε τον πόλεμο».
https://www.instagram.com/tv/CavQo-xF4xp/?hl=el
Οδοιπορικό στη Μικρά Ασία, το οποίο αποτελείται από τέσσερα ημίωρα ντοκιμαντέρ. Μέσα από το διάλογο δύο ψυχών που αναζητούν τις ρίζες τους περιηγούμαστε είκοσι πόλεις των μικρασιατικών παραλίων -από την 'Ασσο έως τα Μύρα- και ανακαλύπτουμε την ιστορία τους διαχρονικά. Η σειρά εμπλουτίζεται με τρισδιάστατες αναπαραστάσεις μνημείων.
Από την 'Ασσο στο Αϊβαλί
Η περιήγηση ξεκινά από την 'Ασσο, την αποικία των Μηθυμναίων, που ιδρύθηκε στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ. Ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις των μικρασιατικών παραλίων απέναντι από τη Λέσβο. Η πόλη είχε τα ωραιότερα τείχη του ελληνικού κόσμου, που χρονολογούνται στη Βυζαντινή εποχή. Ο κινηματογραφικός φακός εστιάζει στο ναό της θεάς Αθηνάς, στην Παλαίστρα, στο θέατρο, στην Αγορά, στη Νεκρόπολη.
Επόμενος σταθμός είναι η Πέργαμος, ένα αξιόλογο πνευματικό κέντρο του αρχαίου κόσμου, που συγκέντρωσε τα πρωτεία στις τέχνες, τις επιστήμες και τα γράμματα. Την πόλη κοσμούν δύο σημαντικά μνημεία: η Βιβλιοθήκη και το Ασκληπιείο, το οποίο χτίστηκε την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού και ήταν κέντρο θεραπευτικής αγωγής και λατρείας. Μέσα από τους διαλόγους των δύο προσώπων ξαναζωντανεύουν σημαντικές περίοδοι της ιστορίας της πόλης: τον 8ο αιώνα π.Χ. πρωτοκατοικήθηκε από τους Αιολείς, στην Ελληνιστική εποχή γνώρισε σημαντική οικονομική και πνευματική ακμή και από τους Χριστιανικούς χρόνους διασώζεται ο ναός του Αγίου Αντίπα, που θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος μάρτυρας του Χριστιανισμού στη Μικρά Ασία. Η Πέργαμος δεν ήταν παρά ένας απέραντος τόπος λατρείας, γεμάτος ιερά, όπως το Ηρώο, που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη των βασιλέων της πόλης, το Τραϊάνειο, ο ναός του Τραϊανού, το Σεραπείο.
Το οδοιπορικό συνεχίζεται στο Αϊβαλί, τις παλιές Κυδωνίες, μια πόλη ξεχωριστής ομορφιάς την εποχή της ακμής της. Τότε οι εκκλησίες και τα μοναστήρια συνυπήρχαν με τα εμπορικά κτήρια και έδιναν μια εικόνα της δημιουργικότητας και της θρησκευτικότητας του Ελληνισμού.
Στα πρώτα της θεατρικά βήματα έπαιζε με την αδερφή της Κατίνα (ονομάζονταν "Τα Νεζεράκια"). Από 13 ετών ανήλθε στη θεατρική σκηνή στο Κάιρο όπου και κατέλαβε διαπρεπή θέση κυρίως στο μουσικό επιθεωρησιακό είδος.
"Έρημα χωριά" Πέτρος Κουλουμής
(Dasho Kurti-Ηλίας Κατσούλης) Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
A voice from Byzantium
Αλφάβητος στη γέννηση του Ιησού Χριστού Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν, ήχος α΄ & πλ. α΄. Χειρόγραφο Βιβλιοθήκης Παναγιώτου Γριτσάνη Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου και Στροφάδων αριθμ. 8, 324. Έτος 1698. Γραφέας ὁ Κυπριανὸς ἱερομόναχος Ἰβηρίτης. Εξήγηση στη Νέα Μέθοδο: καθ. Θωμάς Αποστολόπουλος .
Alphabetic acrostic Christmas song Ἄναρχος Θεὸς καταβέβηκεν (Beginningless God got down), echos I & plagal I. Codex Gritsanis 8, 324, dated 1698. Scribe Kyprianos Hieromonk of Iviron. Codex Holly Metropolitan of Zakynthos and Strofades, Panagiotis Gritsanis collection 8, 324. Transcription into staff notation: prof. Thomas Apostolopoulos. Stella Kampouridou: kaval Thanasis Koulentianos: qanun Emanuela Mandrila: voice Kyriakos Kalaitzidis: oud, voice Στέλλα Καμπουρίδου: καβάλ Θανάσης Κουλεντιανός: κανονάκι Emanuela Mandrila: φωνή
Στην πλατεία που έχει αδειάσει
ο Του Πολέμου, που φέρει ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1969, αφηγείται σε
πρώτο πρόσωπο τη συνάντηση με έναν αρβανίτη Τόσκο που έδωσε καταφύγιο
στον αφηγητή, στα βουνά της Αλβανίας, στον πόλεμο: "[…] Δώσαμε τα χέρια.
Γύρισε τις πλάτες κατώντας το κόνισμα και χάθηκε πίσω από τα δέντρα.
Έσυρα τα χαλινάρια και ξεκινήσαμε. Μπροστά, στο ένα τσιγκέλι του
σαμαριού, κρεμόταν ένα ταγάρι κριθαρίσια παξιμάδια. Πήρα δύο κι άρχισα
να τραγανίζω… Πού αρχνάει ο μύθος, πού φτάνει την αλήθεια, πού η αλήθεια
κόβει το μύθο… πού τελειώνει… πού ξεπερνάει… Με τέτοιο τροπάρι, στις
δύο είχα φτάσει στο Δέλβινο.". Δ. Χαρισιάδη, Έφιππος στρατιώτης. Αλβανικό Μέτωπο. 1940. Μουσείο Μπενάκη
Το Στο άλογό μου, που γράφτηκε στο Κούδεσι, τον Μάρτιο 1941, είναι μια σύντομη τρυφερή αποστροφή, ένας μελαγχολικός κουβεντιαστός μονόλογος, στο άλογο που τον συνόδευε στον πόλεμο στην Αλβανία :
Το να γράψει κανείς σ' έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ' ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.
Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι' αυτό θα σου γράψω.
Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ' άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι... Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.
Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ' άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.
Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).
Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου 'δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ' άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να 'χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι...
Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ' άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από 'κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα 'χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.
Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν' αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να 'σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.
Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.
Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι...
Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.
Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.
Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!...
Κούδεσι, Μάρτης 1941
[πηγή: Νίκος Καββαδίας, Του πολέμου. Στο άλογό μου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1987, σ. 35-39]
Δίφορη μνήμη – Γιώργος Θεοχάρης
Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στις αναμνήσεις.
Υπέρ των ανωνύμων που έγιναν επώνυμοι
μέσα από τα χημικά υγρά στο εμφανιστήριο.
Εδώ με τον πατέρα. Μπροστά στην κομπανία με τα κλαρίνα
Στο κέντρο «Εξοχικόν». Με τα μάτια ορθάνοιχτα
αντίκρυ στη μαγεία του μεγάλου πιάτου με τη λάμπα
και τις αστραπές. Λίγο μετά τον πόλεμο, σ᾽ένα χωριό
πούμαθε τον ηλεκτρισμό μέσ᾽ απ᾽ τα flash του φωτογράφου.
Εκεί στη μονοήμερη εκδρομή. Με μπλε ποδιές. Με τις λευκές
κορδέλες στα μαλλιά. Μαθήτριες που
ανέβαζαν στα μάτια την ψυχή τους και γίνονταν ωραίες
κάθε φορά που αναμέτριοντουσαν στο κλικ της μηχανής.
Έμεινε το διάφραγμα ανοιχτό στη θύμηση.
Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης,
το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας.
Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής.
Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις.
Σ᾽ εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
θα υπάρξουμε.
~Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Foto lux.
. Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης μιλάει για το βιβλίο του «Δίφορη μνήμη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
-«Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ είναι η μέρα, κ’ η Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.»...
(Κ. Παλαμάς)
.