«Της τύχης ήτανε γραφτό κι αυτό να το περάσω
μεσ’ τα Βουρλά να γεννηθώ στη Νάξο να γεράσω».
Με αυτό το κοτσάκι οι Αξωτοβουρλιώτες, πρόσφυγες στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, διεκτραγωδούν τον πόνο και τη δυστυχία τους.
Στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ιωνία της Μ. Ασίας ακμάζουν τα αστικά κέντρα των Βουρλών, των Αλάτσατων και του Τσεσμέ, περιστοιχισμένα από πλήθος χωριά με ελληνικής καταγωγής κατοίκους. Στην περιοχή αυτή και ιδιαίτερα σ’ εκείνη των Βουρλών οι Ναξιώτες μετανάστες αποτελούν την πλειοψηφία και είναι πολλές χιλιάδες.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα γίνουν αμπελουργοί εργάτες αρχικά μεγαλοκτηματίες στη συνέχεια. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Δημήτρης Τσάφος, που βρέθηκε στα Βουρλά γύρω στα 1880, όπου δούλεψε σκληρά τη γη, φύτεψε αμπέλια, απέκτησε μεγάλη περιουσία κι έκαμε πολυμελή οικογένεια.
Χαρακτηριστική περίπτωση επίσης επιτυχημένου Ναξιώτη είναι ο Γ. Τενεκίδης ή Τενεκές, παππούς του ποιητή Γιώργου Σεφέρη από την μητέρα του. Όπως γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης, ο Γ. Τενεκίδης ήταν πλούσιος κτηματίας που έζησε κυρίως στα Βουρλά και η Σκάλα των Βουρλών ήταν σχεδόν αποκλειστικό του δημιούργημα.
Τα Βουρλά εξελίχτηκαν σε «μια άλλη Νάξο μέσα στην Τουρκιά», τη Νάξο της Ανατολής. Οι πρώτοι χριστιανοί οικιστές των Βουρλών, σύμφωνα με ένα θρύλο, ήταν σαράντα περίπου εργάτες από τη Νάξο και τις Κλαζομενές, οι οποίοι εργάζονταν στα κτήματα του Αγά της περιοχής. Η ελληνική κοινότητα των Βρυούλλων (Βουρλών), ιδρύθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα.
Παρουσία ναξιωτών μεταναστών στα Βουρλά και στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου της Ερυθραίας έχουμε πολύ πριν από το 1821, από τον 18ο αιώνα. Αλλά ο κύριος όγκος των Ναξιωτών μετανάστευσε εκεί την περίοδο από το 1830 μέχρι το 1897, οπότε η μετανάστευση ήταν μαζική και συμπίπτει με την ανάπτυξη της αμπελουργίας στα Βουρλά.
Στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα οι Ναξιώτες των Βουρλών αποτελούσαν την πλειοψηφία των Ελλήνων κατοίκων τους και θα μπορούσε να υποστηρίξει κανένας ότι ήταν σχεδόν όσοι και οι κάτοικοι της Νάξου τότε.
Η μετανάστευση στα παράλια της Μ. Ασίας σταμάτησε ολοκληρωτικά το 1897, λόγω κυρίως της καταστροφής των αμπελώνων από τη φυλλοξήρα, αλλά και της μετανάστευσης στην Αμερική, που άρχισε τότε και πήρε τεράστιες διαστάσεις.
Αρκετοί Ναξιώτες των Βουρλών ασχολήθηκαν και με το εμπόριο της σταφίδας και δημιούργησαν μεγάλους εμπορικούς οίκους (Αφοι Κορρέ, Γ. Τζαννετής, Γ. Τενεκίδης-Τενεκές, κ.α.).
Η Φιλιώ Σιδερή-Χαϊδεμένου στο βιβλίο της «τρεις αιώνες μια ζωή» περιγράφει τη ζωή στα Βουρλά, στις αρχές του 20ου αιώνα κι ως τη Μικρασιατική καταστροφή και μιλάει με θαυμασμό για την προκοπή των Ναξιωτών μεταναστών, τη ζωή και τη δράση του πατέρα της Δημήτρη Σιδερή από την Κόρωνο Νάξου. Οι Ναξιώτες των Βουρλών ανέπτυξαν και σημαντικές κοινωνικές δραστηριότητες, ίδρυσαν εκκλησιές, σχολεία, ορφανοτροφεία κ.λπ., ενώ ανέδειξαν επιστήμονες, εμπόρους, μεγαλοκτηματίες κ.λπ.
Οι Έλληνες των Βουρλών φημίζονταν και για την παλικαριά τους, στην οποία ξεπερνούσαν και αυτούς τους Αϊβαλιώτες. Ο Γ. Καψής στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» γράφει: «…Εκείνος που γνωρίζει τι θα πει Βουρλιώτης, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει. Είχαν τα όπλα ζωσμένα στα ζωνάρια τους, γιατί λάτρευαν τον πόλεμο… Ήταν το καμάρι της Ερυθραίας και πολλοί Σμυρνιοί κατέφευγαν στα Βουρλά για να ζήσουν, έστω και λίγο, ελεύθεροι-γιατί ήταν ένα κομμάτι ελεύθερης ελληνικής γης.. …Όπως και στ’ Αϊβαλί, έτσι και στα Βουρλά, οι Τούρκοι είχαν συνθηκολογήσει με τους Χριστιανούς. Τους άφηναν ανενόχλητους να ζουν στο χωριό τους»..
Οι Βουρλιώτες, λάτρευαν σαν ήρωα τον Ελ. Βενιζέλο, περισσότερο από όλους τους άλλους Μικρασιάτες και αυτό δεν άλλαξε όταν επικράτησε στην Ελλάδα η βασιλική παράταξη (Νοέμβριος 1920). Πέρασαν μήνες μετά την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, για να κρεμάσουν την εικόνα του στην επίσημη αίθουσα της μητρόπολης στα Βουρλά.
Οι Βουρλιώτες πατριώτες έδωσαν δυναμικά το παρόν και στην πατριωτική κίνηση ίδρυσης στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις μυστικής οργάνωσης με την ονομασία «Μικρασιατική Άμυνα» περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1921. Όταν πια κατέρρευσε πλήρως ο ελληνικός στρατός, η Επιτροπή Μικρασιατικής Άμυνας Βουρλών αποφάσισαν να μείνουν και να υπερασπιστούν την πόλη τους και άρχισαν να οργανώνουν την άμυνα της πόλης.
Τα Βουρλά τελικά κατελήφθησαν κι ο τουρκικός στρατός αναζήτησε τα μέλη της Επιτροπής Μικρασιατικής Άμυνας για να τους τιμωρήσει παραδειγματικά. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο στου «Μουσελέ τα τέλια» κι ανάμεσά τους και οι Αλέξανδρος, Αναξαγόρας και Σωκράτης Κορρές, σημαντικοί παράγοντες των Βουρλών και πολλοί άλλοι Ναξιώτες, όπως ο πατέρας της Φιλιώς Χαϊδεμένου Δημήτριος Σιδερής, ο πατέρας των Μανώλη και Στέφανου Τσάφου Δημήτρης Τσάφος με τον αδελφό του και άλλοι.
Όταν μετά τις 15 Αυγούστου 1922 άρχισαν να περνούν απ’ τα Βουρλά τα διαλυμένα τμήματα της μεγάλης στρατιάς, εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι έλληνες στρατιώτες που κατευθύνονταν προς τα παράλια για να καταφύγουν στα πλοία, τα μαύρα σύννεφα της συμφοράς άρχισαν να ζώνουν και τα Βουρλά. Πολλοί Βουρλιώτες με τις οικογένειές τους κατέφυγαν στα απέναντι νησάκια. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος Σμύρνης τους παρότρυνε να φύγουν, γιατί τα Βουρλά «ήσαν κάρφος εις τους οφθαλμούς των Τούρκων». Οι Προεστοί όμως αποφάσισαν να μείνουν και άρχισαν να οργανώνουν ένοπλες ομάδες για να ελέγχουν τις εισόδους και εξόδους της.
Μεταξύ των χριστιανών και των Τούρκων προκρίτων των Βουρλών υπήρξε γραπτή συμφωνία, που προέβλεπε την από κοινού προστασία και των δύο πλευρών σε περίπτωση βιαιοπραγιών από οποιοδήποτε Τούρκο ή Έλληνα. Οργανώθηκαν ένοπλες περιπολίες, οι οποίες ανέλαβαν την προστασία των τούρκικων συνοικιών από τους υποχωρούντες Έλληνες στρατιώτες. Ακόμη και εκείνοι που είχαν καταφύγει στα νησάκια της Ερυθραίας, επέστρεψαν στα σπίτια τους και όπως γράφει ο Ρενέ Πυώ: «επέστρεψαν όμως διά να παραστούν εις την φρικωδεστέραν τραγωδίαν, διά να ίδουν την πόλιν των πυρπολημένην και σφαγμένους και κακοποιημένους τους εαυτούς των, τας γυναίκας των να ρίπτωνται εις τα πηγάδια και διά να χαθούν και οι ίδιοι διά πυρός και σιδήρου» .
Το Σάββατο 27 Αυγούστου 1922 στις 10. 30 το πρωί οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη. Εκείνο το πρωινό περνούσαν από τα Βουρλά τα τελευταία τμήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού με κατεύθυνση τις ακτές. Οι Βουρλιώτες κοίταζαν τους εξαθλιωμένους και ρακένδυτος στρατιώτες περίεργα και το μόνο που τους ζητούσαν ήταν να τους δώσουν τα όπλα τους: «…Τα θέλουμε. Εσείς φεύγετε και μας αφήνετε. Μα εμείς θα μείνουμε. Έχουμε τα σπίτια μας εδώ και δεν θ’ αφήσουμε να τα πατήσουν οι Τούρκοι. Θα πολεμήσουμε, θα πεθάνουμε, μα οι Τούρκοι δεν θα περάσουν. Ο επικεφαλής του τμήματος θέλησε να τους πείσει, ότι άδικα θα χανόντουσαν. Ποιος όμως να πείσει την ατίθαση εκείνη ράτσα; Ήταν οι Κρήτες της Ανατολής, έτοιμοι να προσφέρουν ένα ακόμη Αρκάδι στην ιστορία της φυλής».
Το απόγευμα της Κυριακής 28 Αυγούστου 1922 πέρασε από τα Βουρλά το ηρωικό και αήττητο 5/42 Σύνταγμα του Ν. Πλαστήρα . Αντί για τρομοκρατημένους χωριάτες οι εύζωνοι αντίκρισαν πάνοπλα παλικάρια να τους χειροκροτούν. Ο Ν. Πλαστήρας, που κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί, προσπάθησε να τους αποτρέψει. Κάποιους τους ήξερε απ΄τους Βαλκανικούς πολέμους. Τους παρότρυνε να φύγουν για να μη σφαγούν απ’ τους Τσέτες. Κοίταξε στα μάτια τον Αναστάση τον Μπουτζαλή. Τον ήξερε καλά. Τον είχε Λοχία στη Μακεδονία.
«Ο πόλεμος δεν τελείωσε, του είπε, η πατρίδα σάς χρειάζεται. Δεν έχετε το δικαίωμα να πεθάνετε άσκοπα».
Εκείνοι όμως δεν τον άκουσαν.
«Πήγαινε στο καλό, καπετάνιο. Εσείς πολεμήσατε, κάνατε το καθήκον σας. Αφήστε κι εμάς να πολεμήσουμε. Πώς να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και τα γυναικόπαιδα;».
Ο Πλαστήρας κατάλαβε ότι ήταν άσκοπο να επιμένει. Έσφιξε το χέρι του Μπουτζαλή κι έφυγε κρύβοντας ένα δάκρυ συγκίνησης, θαυμασμού και πόνου.
Εφυγε, αλλά δε μπόρεσε να κρατήσει το παράπονό του.
«Δεν ήταν, μωρέ, να τους είχα μαζί μου εκεί πάνω στο Τουμλού Μπουνάρ;», ακούστηκε να ψιθυρίζει.
Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν οι πρώτοι Τσέτες στα Βουρλά κι άρχισαν τις σφαγές και τις βιαιοπραγίες. Οι Βουρλιώτες υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία την πόλη τους μέχρι που έπεσε και το τελευταίο παλικάρι. Παρόντες στον μυθικό εκείνο αγώνα κι όλοι οι Ναξιώτες των Βουρλών. Οι απώλειες κι απ’ τις δυο πλευρές ήταν τρομακτικές, όπως τρομακτικά και δραματικά ήταν κι όσα ακολούθησαν. ‘Όταν τέλειωσε η μάχη έπεσαν στα χέρια των Τούρκων αβοήθητοι κι άοπλοι οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα των Βουρλών, για να βιώσουν τον τρόμο, τις δολοφονίες, τους βιασμούς, τον όλεθρο και την ολοκληρωτική καταστροφή.
Ξημερώματα του Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922 τα Βουρλά παραδόθηκαν στις φλόγες. Με την επέκταση της πυρκαγιάς οι Βουρλιώτες βγήκαν απ’ τα σπίτια τους, που τα είχαν μετατρέψει σε φρούρια, για να μην καούν και έτσι έγιναν εύκολη βορά στα χέρια των βαρβάρων. Όσοι πρόλαβαν να ξεφύγουν κατευθύνονται προς την Σμύρνη. Την Τρίτη μέρα από την εισβολή οι Τούρκοι στρατιώτες συγκέντρωσαν στα «τέλια του Μουσελέ» όλους τους άντρες από 18-60 ετών. Άφησαν ελεύθερους μόνο τους πιο γέρους και τα παιδιά κάτω των 14 ετών.
Στα «τέλια του Μουσελέ» στη νότια ανατολική έξοδο της τουρκικής συνοικίας των Βουρλών, σ’ ένα τεράστιο χωράφι, το οποίο ο τουρκικός στρατός μετέτρεψε σε πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης, συγκέντρωσαν τον χριστιανικό ανδρικό πληθυσμό των Βουρλών με στόχο την εξόντωσή του. Ήταν περίπου 11.000 ψυχές, από τους οποίους ελάχιστοι σώθηκαν. Ο ακριβής αριθμός όσων μαρτύρησαν εκείνες τις μέρες στο κολαστήριο αυτό είναι άγνωστος, πρόκειται όμως για πολλές χιλιάδες ψυχές. Τους έσφαζαν κυριολεκτικά «σαν αρνιά», αφού προηγούμενα τους βασάνιζαν άγρια, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν τα μέλη και τους άφηναν να πνιγούν στο αίμα τους. Πολλούς απ’ αυτούς τους οδήγησαν προς στο εσωτερικό της Μ. Ασίας για να τους εξοντώσουν με τις κακουχίες.
Απ’ το άγριο εκείνο στρατόπεδο και από την εξορία στην Ανατολή σώθηκαν μόλις 1.000 περίπου Βουρλιώτες, οι οποίοι δραπέτευσαν στη διάρκεια της πορείας και κατέφυγαν στη Σμύρνη και από εκεί στην Ελλάδα. Από τους υπόλοιπους που οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας (10.000) σώθηκαν περίπου 2.000 που αργότερα μεταφέρθηκαν και αυτοί στην Ελλάδα.
Ο Δημήτρης Τσάφος, μαζί με τον αδελφό του και άλλα ξαδέλφια του, αφού κατάφεραν να διώξουν τις οικογένειές τους στην Ελλάδα, οι ίδιοι έμειναν στα Βουρλά για να υπερασπιστούν την πόλη και τα υπάρχοντά τους και έμειναν για πάντα εκεί και βρέθηκαν κατακρεουργημένοι κι απαγχονισμένοι στην κεντρική πλατεία των Βουρλών.
Αφού Τσέτες και Τούρκοι στρατιώτες χόρτασαν τη μανία τους με λεηλασίες, βιασμούς, άγριες δολοφονίες γυναικών, παιδιών, νηπίων, γερόντων, συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο δημόσιο δρόμο των Βουρλών, για να τα οδηγήσουν υποτίθεται στην παραλία, προκειμένου να μπουν στα πλοία για την Ελλάδα. Οι ληστείες και οι βιασμοί όμως συνεχίζονταν έστω και σποραδικά, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες. Άρπαζαν τις νεαρές κοπέλες και τις βίαζαν μπροστά στις μανάδες τους, πολλές απ’ τις οποίες παραφρόνησαν, όντας ανήμπορες να σώσουν τα κορίτσια τους. Οι γέροι, οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, όσοι σώθηκαν από το μαρτύριο αυτό βρέθηκαν κάτω από δραματικές συνθήκες στα πλοία και εξαθλιωμένοι και απελπισμένοι έφθασαν στην Ελλάδα.
«…Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια τρανή πολιτεία που είχε στείλει 3.000 στρατεύσιμους στο μέτωπο του Σαγγάριου. Κανείς τους δεν εγύρισε. Ο υπόλοιπος αντρικός πληθυσμός πέρασε απ’ τα «τέλια» του Μουσελέ. Ήταν 11.000 ψυχές. Τα κόκκαλά τους είναι σπαρμένα στη γη της Μικρασίας, από τα πυρπολημένα Βουρλά ως τις όχθες του Ευφράτη»
~Νίκος Λεβογιάννης, - 1/4/2012