Τι να πρωτοθυμηθώ για τούτες τις μέρες. Βιβλία ολόκληρα οι αναμνήσεις μας. Όμορφα χρόνια, όμορφες μέρες, ξέγνοιαστες και σήμερα μπήκα λίγο στις θύμησες με αφορμή τούτο το μικρό ντενεκεδάκι …το πασχαλιάτικο.
Της Ελένης Μπετεινάκη*
Κι όλη η Μεγαλοβδομάδα της δεκαετίας του ΄70 ζωντάνεψε…
Πόσα χρόνια γύρισα πίσω, πόσες θύμησες μου χάρισε τούτη η φωτογραφία.
Kαι σαν τον δολοφόνο που γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος …επέστρεψα! Κι είδα από κοντά, κι ακούμπησα το σκουριασμένο κουτί που ΄ταν γεμάτο από χιλιάδες λέξεις και εικόνες μιας εποχής που χάθηκε, τα καλύτερα μας χρόνια. Εκεί, στην δεκαετία του ’70 στο χωριό μου τις μέρες του Πάσχα. Μύριζε ασβέστη, όλο το χωριό,λεμονανθούς, βιολέτες κι αγιόκλημα. Πεντακάθαρες αυλές, χρωματιστές γλάστρες από τις πολύχρωμες σαρδέλες, μπογιατισμένα δέντρα και πεζούλια και πεζοδρόμια. Ένα λευκό που θάμπωνε τα μάτια.
Κλειστά σχολεία, ατέλειωτες διακοπές κι εμείς σηκωμένοι από το χάραμα …της Μεγάλης Δευτέρας. Έπρεπε να πάμε στο παντοπωλείο να φτιάξουμε όλα εκείνα τα χρειαζούμενα των νοικοκεράδων , όπως έλεγε ο πατέρας μου. Κι ο τόπος όλος μύριζε. Εμείς ανεβασμένοι στην μεγάλη ξύλινη σκάλα φτιάχναμε τα γεμάτα ντενεκεδάκια με το γάλα, τον πελτέ , το βούτυρο. Κι ήταν στοιβαγμένα με τέτοιο τρόπο να είναι έτοιμα…. για μια παρτίδα ριξίματος με μπαλάκια , όπως το Λούνα Παρκ, έτσι το βλέπαμε εμείς με τη φαντασία και τη διάθεση για παιχνίδι, πάντα. Κι ύστερα να σακιάζουμε τη ζάχαρη, το αλεύρι, δυο λογιώ, για να ΄ναι αφράτα τα κουλουράκια. Και τα αυγά με τις μεγάλες καρτέλες, ευλαβικά τοποθετημένα δίπλα στη μεγάλη ζυγαριά.
Κι είχαν κι εκείνες τις χαλκομανίες με τα λαγουδάκια, την ανάσταση του Χριστού που στα μάτια μας φάνταζε όλη η μαγεία της τότε ….τέχνης. Όμως το πιο μαγικό ήταν σαν έρχονταν κάποια από τις γυναίκες και ζητούσε με χαμηλή σχεδόν ψιθυριστή φωνή :
«Κ. Γιάννη απ΄τον καλό βούτυρο ε… φτιάχνω τα τσουρεκάκια μου και ξέρεις εδά κάθε χρόνο πως μόνο από σένα ψωνίζω…».
Έμεινα χρόνια με την απορία, ποιος ήταν… « ο καλός βούτυρος». Έβλεπα πως ο πατέρας μου είχε κάτω από τον πάγκο «κρυμμένο» έναν μεγάλο ντενεκέ που απέξω έγραφε με μπλε γράμματα τη λέξη …Φυτίνη. Κι αναρωτιόμουν ποια ήταν η διαφορά από τα μικρά ντενεκεδάκια. Ο πατέρας με μια κίνηση του χεριού κοντά στο στόμα μας έλεγε να σωπάσουμε …ποτέ δεν μας εξηγούσε τίποτα. Είχε πάντα την άποψη, πως ότι και αν ζητήσει ο πελάτης θα΄χει πάντα δίκιο, κι εμείς …δεν ξέρουμε. Αργότερα, πολύ αργότερα μας είπε πως ήταν το ίδιο αλλά στην ντενέκα ήταν αυτός που πουλιόταν …χύμα!Ε, φυσικό ήταν, σαν μεγάλωσα … τον « καλό βούτυρο » τον έκανα ήρωα σε παραμύθι!
Η πιο μαγική μέρα όλης της μεγαλοβδομάδας ήταν η Μεγάλη Τρίτη. Πίσω από το μεγάλο ψυγείο ήταν τα βάζα με όλα τα μυρωδικά. Κι εμείς με μικρά σακουλάκια και σέσουλες έπρεπε να τα γεμίσουμε με 1ας, 2 και 5 δραχμών κανέλα, αμμωνία και λιγότερη σόδα. Κι εκείνα τα μπουκαλάκια της βανίλιας που κατά λάθος άδειαζα μέσα στο συρτάρι για να τα κάνω μπουκάλια γάλατος στο κουκλόσπιτό μου, ήταν ότι πιο σπουδαίο είχαν τα δει μέχρι τότε ….τα μάτια μου. Μύριζε ο τόπος και …το πάτωμα από τούτα τα μοναδικά αρώματα που ξεχύνονταν και σ’ όλη τη γειτονιά, μέρες που δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν.
Θυμάμαι πως την Μεγάλη Τετάρτη κατεβαίναμε με το φορτηγό στη «Χώρα» και πηγαίναμε σε έναν έμπορο που μας γέμιζε ένα σωρό κασόνια με μυζήθρες, φρέσκιες . Όλη η καρότσα μύριζε γάλα. Κι έβλεπα πέρα στη θάλασσα να προβάλει ο ήλιος εκεί κάτω στη λαχαναγορά, κοντά στο Μπεντενάκι και έπαιρνα χρώματα κι άλλες μυρωδιές για το δρόμο της επιστροφής. Ήταν η μέρα για τα καλιτσούνια και τις μεγάλες κουλούρες. Κι ήταν ουρά οι πελάτες έξω από το μαγαζί, μας περίμεναν να προλάβουν να πάρουν όλα όσα χρειάζονταν γιατί ήθελε ώρα να «ανέβουν» τα καλιτσούνια και …τα ψωμιά!
Και τη μεγάλη Πέμπτη μύριζε ξύδι όλη η αγορά, το μαγαζί και η μέσα αποθήκη. Πάλι έρχονταν να πάρουν από το καλό, το δυνατό ξύδι που ΄ταν δική μας παραγωγή . Κι εκεί καθόταν κι η μάνα μου που τούτη τη μέρα είχε ξεχουρδίσει εκατοντάδες κρεμμύδια από τα « πουκάμισά » τους για να ΄ναι έτοιμα για τη βαφή των αυγών. Νόμιζα πως ήταν πολύ συγκινημένη από το Θείο Δράμα όλο το πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης …όμως τη ζημιά την είχαν κάνει τα κρεμμυδόφυλλα.
Τι να πρωτοθυμηθώ για τούτες τις μέρες. Βιβλία ολόκληρα οι αναμνήσεις μας. Όμορφα χρόνια, όμορφες μέρες, ξέγνοιαστες και σήμερα μπήκα λίγο στις θύμησες με αφορμή τούτο το μικρό ντενεκεδάκι …το πασχαλιάτικο.
Το ‘ δωσα του πατέρα μου, του κυρ Γιάννη, να το ψηλαφίσει , του περιέγραψα πως ήταν, κι άξιζε τούτη η αναδρομή στο παρελθόν γιατί κι εκείνος μου ΄πε πως είδε, πως θυμήθηκε με τα δικά μου μάτια, πως ξανάζησε λίγο τα χρόνια της νιότης, των χρωμάτων, της ζωής του.
Κι ήταν η συγκίνηση μεγάλη που σταμάτησα γιατί είχα κι άλλα στο σεντούκι να θυμηθώ, να του θυμίσω αλλά εκείνο το δάκρυ… με φρέναρε!
Kωστή σε ευχαριστώ για τις θύμησες, τα ντενεκεδάκια, τα χρόνια μας!
Κι όλη η Μεγαλοβδομάδα της δεκαετίας του ΄70 ζωντάνεψε…
Πόσα χρόνια γύρισα πίσω, πόσες θύμησες μου χάρισε τούτη η φωτογραφία.
Kαι σαν τον δολοφόνο που γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος …επέστρεψα! Κι είδα από κοντά, κι ακούμπησα το σκουριασμένο κουτί που ΄ταν γεμάτο από χιλιάδες λέξεις και εικόνες μιας εποχής που χάθηκε, τα καλύτερα μας χρόνια. Εκεί, στην δεκαετία του ’70 στο χωριό μου τις μέρες του Πάσχα. Μύριζε ασβέστη, όλο το χωριό,λεμονανθούς, βιολέτες κι αγιόκλημα. Πεντακάθαρες αυλές, χρωματιστές γλάστρες από τις πολύχρωμες σαρδέλες, μπογιατισμένα δέντρα και πεζούλια και πεζοδρόμια. Ένα λευκό που θάμπωνε τα μάτια.
Κλειστά σχολεία, ατέλειωτες διακοπές κι εμείς σηκωμένοι από το χάραμα …της Μεγάλης Δευτέρας. Έπρεπε να πάμε στο παντοπωλείο να φτιάξουμε όλα εκείνα τα χρειαζούμενα των νοικοκεράδων , όπως έλεγε ο πατέρας μου. Κι ο τόπος όλος μύριζε. Εμείς ανεβασμένοι στην μεγάλη ξύλινη σκάλα φτιάχναμε τα γεμάτα ντενεκεδάκια με το γάλα, τον πελτέ , το βούτυρο. Κι ήταν στοιβαγμένα με τέτοιο τρόπο να είναι έτοιμα…. για μια παρτίδα ριξίματος με μπαλάκια , όπως το Λούνα Παρκ, έτσι το βλέπαμε εμείς με τη φαντασία και τη διάθεση για παιχνίδι, πάντα. Κι ύστερα να σακιάζουμε τη ζάχαρη, το αλεύρι, δυο λογιώ, για να ΄ναι αφράτα τα κουλουράκια. Και τα αυγά με τις μεγάλες καρτέλες, ευλαβικά τοποθετημένα δίπλα στη μεγάλη ζυγαριά.
Κι είχαν κι εκείνες τις χαλκομανίες με τα λαγουδάκια, την ανάσταση του Χριστού που στα μάτια μας φάνταζε όλη η μαγεία της τότε ….τέχνης. Όμως το πιο μαγικό ήταν σαν έρχονταν κάποια από τις γυναίκες και ζητούσε με χαμηλή σχεδόν ψιθυριστή φωνή :
«Κ. Γιάννη απ΄τον καλό βούτυρο ε… φτιάχνω τα τσουρεκάκια μου και ξέρεις εδά κάθε χρόνο πως μόνο από σένα ψωνίζω…».
Έμεινα χρόνια με την απορία, ποιος ήταν… « ο καλός βούτυρος». Έβλεπα πως ο πατέρας μου είχε κάτω από τον πάγκο «κρυμμένο» έναν μεγάλο ντενεκέ που απέξω έγραφε με μπλε γράμματα τη λέξη …Φυτίνη. Κι αναρωτιόμουν ποια ήταν η διαφορά από τα μικρά ντενεκεδάκια. Ο πατέρας με μια κίνηση του χεριού κοντά στο στόμα μας έλεγε να σωπάσουμε …ποτέ δεν μας εξηγούσε τίποτα. Είχε πάντα την άποψη, πως ότι και αν ζητήσει ο πελάτης θα΄χει πάντα δίκιο, κι εμείς …δεν ξέρουμε. Αργότερα, πολύ αργότερα μας είπε πως ήταν το ίδιο αλλά στην ντενέκα ήταν αυτός που πουλιόταν …χύμα!Ε, φυσικό ήταν, σαν μεγάλωσα … τον « καλό βούτυρο » τον έκανα ήρωα σε παραμύθι!
Η πιο μαγική μέρα όλης της μεγαλοβδομάδας ήταν η Μεγάλη Τρίτη. Πίσω από το μεγάλο ψυγείο ήταν τα βάζα με όλα τα μυρωδικά. Κι εμείς με μικρά σακουλάκια και σέσουλες έπρεπε να τα γεμίσουμε με 1ας, 2 και 5 δραχμών κανέλα, αμμωνία και λιγότερη σόδα. Κι εκείνα τα μπουκαλάκια της βανίλιας που κατά λάθος άδειαζα μέσα στο συρτάρι για να τα κάνω μπουκάλια γάλατος στο κουκλόσπιτό μου, ήταν ότι πιο σπουδαίο είχαν τα δει μέχρι τότε ….τα μάτια μου. Μύριζε ο τόπος και …το πάτωμα από τούτα τα μοναδικά αρώματα που ξεχύνονταν και σ’ όλη τη γειτονιά, μέρες που δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια και αν περάσουν.
Θυμάμαι πως την Μεγάλη Τετάρτη κατεβαίναμε με το φορτηγό στη «Χώρα» και πηγαίναμε σε έναν έμπορο που μας γέμιζε ένα σωρό κασόνια με μυζήθρες, φρέσκιες . Όλη η καρότσα μύριζε γάλα. Κι έβλεπα πέρα στη θάλασσα να προβάλει ο ήλιος εκεί κάτω στη λαχαναγορά, κοντά στο Μπεντενάκι και έπαιρνα χρώματα κι άλλες μυρωδιές για το δρόμο της επιστροφής. Ήταν η μέρα για τα καλιτσούνια και τις μεγάλες κουλούρες. Κι ήταν ουρά οι πελάτες έξω από το μαγαζί, μας περίμεναν να προλάβουν να πάρουν όλα όσα χρειάζονταν γιατί ήθελε ώρα να «ανέβουν» τα καλιτσούνια και …τα ψωμιά!
Και τη μεγάλη Πέμπτη μύριζε ξύδι όλη η αγορά, το μαγαζί και η μέσα αποθήκη. Πάλι έρχονταν να πάρουν από το καλό, το δυνατό ξύδι που ΄ταν δική μας παραγωγή . Κι εκεί καθόταν κι η μάνα μου που τούτη τη μέρα είχε ξεχουρδίσει εκατοντάδες κρεμμύδια από τα « πουκάμισά » τους για να ΄ναι έτοιμα για τη βαφή των αυγών. Νόμιζα πως ήταν πολύ συγκινημένη από το Θείο Δράμα όλο το πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης …όμως τη ζημιά την είχαν κάνει τα κρεμμυδόφυλλα.
Τι να πρωτοθυμηθώ για τούτες τις μέρες. Βιβλία ολόκληρα οι αναμνήσεις μας. Όμορφα χρόνια, όμορφες μέρες, ξέγνοιαστες και σήμερα μπήκα λίγο στις θύμησες με αφορμή τούτο το μικρό ντενεκεδάκι …το πασχαλιάτικο.
Το ‘ δωσα του πατέρα μου, του κυρ Γιάννη, να το ψηλαφίσει , του περιέγραψα πως ήταν, κι άξιζε τούτη η αναδρομή στο παρελθόν γιατί κι εκείνος μου ΄πε πως είδε, πως θυμήθηκε με τα δικά μου μάτια, πως ξανάζησε λίγο τα χρόνια της νιότης, των χρωμάτων, της ζωής του.
Κι ήταν η συγκίνηση μεγάλη που σταμάτησα γιατί είχα κι άλλα στο σεντούκι να θυμηθώ, να του θυμίσω αλλά εκείνο το δάκρυ… με φρέναρε!
Kωστή σε ευχαριστώ για τις θύμησες, τα ντενεκεδάκια, τα χρόνια μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου