Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Ελένη Ζαφειρίου «Τι να σου πρωτοθυμηθώ βρε μάνα»


Η μάνα μου ήταν μια ξένη γυναίκα που με μεγάλωσε. Με πόνεσε πιο πολύ κι από το παιδί της, που έπαιζε κι αυτός στα μπουλούκια, για να με μεταφέρει στην Αθήνα και να με σπουδάσει. Τη θυμάμαι με στοργή, αγάπη και πόνο.
........ η μάνα μου ήταν ηθοποιός. Βρέθηκε, η μάνα μου στη Λάρισα, με το θίασο του γιου της, την εποχή που γίνεται το παζάρι. Έμενε σ' ένα ξενοδοχείο, που τα παράθυρά του έβλεπαν στην πλατεία του παζαριού. Καθώς ντυνόταν για να πάει στο θέατρο για πρόβα, άκουγε ένα κλάμα μικρού παιδιού πολύ δυνατό και την ενοχλούσε. Κατέβηκε απ' το ξενοδοχείο, και περνώντας μέσα από το παζάρι, πέφτει απάνω στο παιδάκι, που εξακολουθούσε να κλαίει σκούζοντας. Σταμάτησε, είδε έναν άντρα καθισμένο χάμω σταυροπόδι να πουλάει κάτι. Τον τριγύριζαν δύο αγόρια, και το μικρότερο γκρινιάρικο κοριτσάκι, που εξακολουθούσε να κλαίει. Τίνος είναι αυτό το κοριτσάκι που κλαίει έτσι τόσες ώρες; ρώτησε τον άνδρα που κάθονταν χάμω σταυροπόδι. «Δικό μου είναι πανάθεμά το. Από το πρωί δεν έχει σταματεμό. Μπας και ξέρω τι να του κάνω; Έτσι μούρχεται να το στραγγαλίξω!» «Καλά, και πού είναι η μάνα του,» τον ρωτάει; «Δεν έχει μάνα, απόθανε μόλις το γέννησε, και με άφησε με τρεις διαόλους». Χωρίς πολλές κουβέντες και μεγάλες σκέψεις του λέει: «Δώσε μου εμένα το κοριτσάκι σου και θα πάμε στο συμβολαιογράφο να κάνουμε ένα συμφωνητικό ότι μου το δίνεις για ψυχοπαίδι». Χωρίς άλλες κουβέντες, έτσι έγινε. Σε λίγες μέρες το μπουλούκι του γιου της Δημήτρη Ζαφειρίου, έφευγε από τη Λάρισα για άλλη πιάτσα, με ένα ακόμη μέλος του θιάσου, την Ελενίτσα της Κυριακούλας.

Τα μικρά μου, χρόνια, πριν πάω σχολειό δεν τα θυμάμαι με λεπτομέρειες, γιατί ο θίασος ταξίδευε κάθε τόσο από πόλη σε πόλη και εγώ άλλαζα συχνά εντυπώσεις. Πότε κοιμόμασταν σε σπίτια, πότε σε πανδοχεία και με κλείδωναν λέγοντάς μου ότι είναι ώρα να κοιμηθώ. Όταν με άφηναν σε σπίτια, οι σπιτονοικοκυρές με τάιζαν και μ' έριχναν στα ρούχα όσο το δυνατόν γρηγορώτερα να γλιτώσουν από τη γκρίνια μου, γιατί τους ζητούσα τη μάνα μου. Μονάχα όταν άρχισα να πηγαίνω σχολειό και συναναστράφηκα παιδιά συνομήλικά μου και έπρεπε όταν με άφηναν μόνη να διαβάζω, ξεφυλλίζοντας τα βιβλία, να γράφω, να ζωγραφίζω, όλα αυτά γέμιζαν κάπως τη ζωή μου και άρχισα πια να σκέπτομαι.
Εκείνη την εποχή τα παιδιά των ηθοποιών δοκίμαζαν πολλές κρίσεις. Πρώτον, έπρεπε να πάρουνε ενδεικτικό σχολείου από κάθε πόλη, κάθε φορά που ο θίασος έφευγε για να πάει αλλού. Δεύτερον ήταν τρομερό ν' αλλάζεις δασκάλους, συμμαθητές και περιβάλλον κάθε λίγο και λιγάκι. Τρίτον, το επάγγελμα ηθοποιός, δεν ήταν όπως τώρα. Υπάγονταν στους μάγους, στους γύφτους, στους καραγκιοζοπαίχτες, και γενικά ήταν ανεπιθύμητοι. Για να καταλάβετε εκείνη την εποχή, σας λέω ότι σπάνια νοίκιαζαν στους «θεατρίνους» - όπως τους έλεγαν -, τα σπίτια τους. Τους θεωρούσαν πρόστυχους. Αν υπήρχαν ξενοδοχεία (πανδοχεία), ή ήταν πολύ ακριβά και δεν είχαν τόσα λεφτά, ή δεν τους έβαζαν, μήπως δεν δουλέψει ο θίασος και φύγουν χωρίς να τους πληρώσουν.
Θα ήμουνα μεγαλούτσικη, γιατί θυμάμαι ότι κάποτε που φτάσαμε σε μια πόλη, δεν έβρισκε η μάνα μου σπίτι, ούτε καν χάνι για να με βάλει να κοιμηθώ, και εκείνη να πάει στο θέατρο γιατί το βράδυ είχαν παράσταση. Βιαστική, με κρατούσε απ' το χέρι και όποιον έβρισκε στο δρόμο τον ρωτούσε αν ήξερε κανένα σπίτι να νοικιάζεται. Κάποιος της έδειξε ένα. Χτύπησε την πόρτα, μας άνοιξαν, τους είπε τι ήθελε.
Μόλις άκουσαν τη μάνα μου να τους λέει ότι είναι ηθοποιός, κατσούφιασαν, και ψυχρά της απάντησαν: «Δεν έχουμε τίποτα». Τόσο απελπισμένη ήταν η έρμη, που είδε μια ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο απάνω πάτωμα και τους λέει: «Έχω στρωσίδια, σας παρακαλώ πολύ, αφήστε με να στρώσω κάτω από τη σκάλα, να βάλω το παιδί μου να κοιμηθεί, είναι κουρασμένο απ' το ταξίδι, και αύριο πρέπει να πάει σχολείο. Βιάζομαι να πάω και εγώ στο θέατρο να ετοιμάσω την παράσταση. Όταν τελειώσω θα έρθω να κοιμηθώ και εγώ μαζί του. Αύριο μου λέτε τι λεπτά θέλετε για νοίκι, και εγώ θα σας προπληρώσω δέκα μέρες». Την άλλη μέρα συμφώνησε μαζί τους και κοιμόμασταν κάτω απ' την ξύλινη σκάλα αρκετές μέρες, γιατί η πιάτσα ήταν μεγάλη και ο θίασος δούλεψε.
Όπως όλα τα παιδιά των ηθοποιών έτσι κι εγώ έπαιζα σε όλα τα έργα που χρειαζόντουσαν παιδιά, όπως στη: «Μήδεια», τον «Οιδίποδα Τύραννο», τη «Γενοβέφα», τον «Αθανάσιο Διάκο», που τον έπαιζαν στην εθνική μας γιορτή, καθώς και σε πολλά άλλα. Ήταν δύσκολο να βρουν στήν επαρχία δυο παιδιά μαζί. Αν έπαιζα εγώ το ένα, ευκολώτερα έβρισκαν ακόμα ένα παιδάκι. Είχα όμως και παραξενιές, παρ' όλο που ήμουνα μικρή. Ενώ στον «Οιδίποδα», που τον έπαιζε ο γιος της ήμουνα πρόθυμη, μόλις μου έλεγαν να παίξω στη «Μήδεια», που την έπαιζε η μάνα μου, αντιδρούσα πεισματικά και τους έλεγα ξεκάθαρα: «Δε θέλω να παίξω, δε μ' αρέσει το έργο». Τι με παρακαλούσαν, τι μου έταζαν δώρα, αν παίξω, εγώ τίποτα. Ξεκάθαρα τους επαναλάμβανα: «Δεν θέλω». Μια μέρα, μ' έπιασε ο γιος της με το μαλακό, και μέσα σε όλα με ρώτησε: «Γιατί Ελενάκι μου, αφού παίζεις χωρίς αντιρρήσεις σε μένα, γιατί δεν παίζεις και με τη μάνα μας;» Χωρίς να το πολυσκεφτώ, του απάντησα αναιδέστατα: «Η μάνα μας δεν είναι καλή ηθοποιός και δεν μ' αρέσει». Γέλασε, μ' αγκάλιασε, με φίλησε και δεν μου είπε τίποτα. Έτσι, δεν έπαιξα ποτέ άλλοτε στη «Μήδεια» με τη μάνα μου. Με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα γιατί δεν ήθελα να παίζω στη «Μήδεια». Φαίνεται ότι υποσυνείδητα δεν μου άρεσε η «Μήδεια» (διασκευή Βερναρδάκη) γιατί ήταν στην καθαρεύουσα και η μάνα μου (παρ' όλο που τη λάτρευα) σαν ηθοποιός ήταν στομφώδης, κατώτερη απ' το γιο της, και μένα δεν μ' ενθουσίαζε. Ο γιος της πριν κάνει δικό του θίασο συνεργάστηκε ακόμη και με τον Αιμίλιο Βεάκη.
Πριν τελειώσω το Δημοτικό σχολείο η μάνα μου αποφάσισε - αφού τα συμφώνησε και με το γιο της, να με φέρει ο ίδιος στην Αθήνα, και να με κλείσει στις καλόγριες. Στο θίασο Ζαφειρίου εκείνη την εποχή ήταν και οι γονείς της Νανάς Σκιαδά. Αποφάσισαν κι εκείνοι να στείλουν στις ίδιες καλόγριες τη μεγαλύτερη αδελφή τής Νανάς, την Δημαρέτη. Δε θυμάμαι με ποιο τρόπο την έστειλαν. Έμαθα μετά από χρόνια, ότι τέλειωσε τις καλόγριες, και βρίσκεται παντρεμένη στην Αμερική. Μ' έφερε λοιπόν στην Αθήνα ο Ζαφειρίου με την «προίκα» μου, όπως την έλεγαν οι καλόγριες. Σεντόνια, πάπλωμα, πετσέτες, αλλαξές. Ένα μικρό μπαουλάκι γεμάτο ρούχα. Στην Αθήνα, στην οδό Λένορμαν, κρατούσαν μόνιμα δυο δωμάτια στην αυλή που είχα πρωτογνωρίσει. Τη μια μέρα φτάσαμε και την άλλη θα με πήγαινε στις καλόγριες. Εκεί που μου εξηγούσε το καλό που θα μου κάνει, που δεν θα μετακινούμαι από τόπο σε τόπο, λαβαίνει ένα τηλεγράφημα από τη μάνα του που του έλεγε: — Ανάβαλε είσοδο Ελενίτσας στο σχολείο, έρχομαι αμέσως. Ήρθε η μάνα του, και του εξήγησε ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να επιβλέπει από κοντά η ίδια την Ελενίτσα. Με τα απλά επιχειρήματά της, τον έπεισε, και την ίδια μέρα φύγαμε, η μάνα μου, ο γιος της, η προίκα μου κι εγώ για να συνεχίσουμε τα περιπετειώδη ταξίδια μας.
Ίσως να μη γνώριζα ποτέ τους μεγάλους καλλιτέχνες αν η ή μάνα μου δεν είχε μέσα της εκτός από τα τρυφερά αισθήματα, και κριτήρια καλλιτεχνικά. Μια μέρα μού λέει «αύριο ή μεθαύριο να πάμε να δεις ένα έργο που το ξέρεις κι έχεις παίξει». Πάντα μου άρεσαν οι εκπλήξεις γι' αυτό δεν τη ρώτησα να μου πει καμιά λεπτομέρεια. Δεν άργησε όμως να έρθει η πολυπόθητη αυτή μέρα. Αφού ντυθήκαμε «ευπρεπώς» (έτσι το έλεγε η μάνα μου, της άρεσε η καθαρεύουσα) πήραμε την ανηφόρα της οδού Λένορμαν, φτάσαμε στο Μεταξουργείο, και από εκεί μπήκαμε στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και σε λίγο φτάσαμε στο «Εθνικό Θέατρο». Στην πόρτα τής έφεραν λίγες δυσκολίες γιατί είχαν μόνο μία θέση, γι' αυτήν. Τους εξήγησε ότι θα καθήσει στην άκρη και 'γώ θ' ακουμπήσω στο χερούλι του καθίσματός της, χωρίς να ενοχλώ τους θεατές. Δεν επέμειναν περισσότερο, μπήκαμε στην πλατεία.
Θεέ μου, τι έκπληξη ήταν αυτή μόλις αντίκρισα το σκηνικό!!!
Η αυλαία ήταν ανοιχτή, δε χρειαζόταν ν' ανοίξει για ν' αρχίσει η παράσταση. Εγώ δε μπορούσα να φανταστώ το έργο που θα έβλεπα, γι' αυτό αγωνιούσα ν' αρχίσει. Επιτέλους άρχισαν και με τα πρώτα λόγια κατάλαβα ότι έπαιζαν τον «Οιδίποδα Τύραννο», έβλεπα τη μεγαλόπρεπη παράσταση του Φώτη Πολίτη χωρίς να ξέρω ότι Οιδίποδα έπαιζε ο Μεγάλος Βεάκης, Ιοκάστη η ανεπανάληπτη Παξινού, τους υπόλοιπους ρόλους ο Μινωτής, ο Ροζάν, ο Γιώργος Γληνός, ο Παρασκευάς, ο Κωτσόπουλος, κι όλη η καλλιτεχνική αφρόκρεμα εκείνης της εποχής. Παρακολουθώντας αυτή την παράσταση, νοερώς αποφάσισα να ακολουθήσω το επάγγελμα του ηθοποιού, αλλά σ' αυτό το χώρο.
Στο φινάλε τους αποθέωσαν. Εγώ δεν είχα συνέλθει. Βρισκόμουν μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Όταν βγήκαμε απ’ το θέατρο και πήραμε τον κατήφορο για το σπίτι μας η μάνα μου με ρωτούσε πως μου φάνηκε η παράσταση. Εγώ, άκόμα δεν είχα συνέλθει από την κατάπληξη που μου είχε κάνει, και της απαντούσα μονολεκτικά… «Καλά», «ωραία»,… Ο νους μου ήταν πώς θα μπορέσω να βρω τρόπο να μπω σ’ αυτό το χώρο. Ήξερα ότι η μάνα μου εκτός που δεν ανήκε σ’ αυτό το καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και αν ακόμα τους γνώριζε, θ’ αντιδρούσε. Δεν θα με βοηθούσε, γιατί μόνο για ηθοποιό δεν με προόριζε.
Θα έχω να το λέω ότι οι ηθοποιοί των μπουλουκιών ήταν υπέροχοι άνθρωποι. Ήταν αγνοί, τρυφεροί, καλόκαρδοι, δεν τσιγκουνεύονταν να εκφράσουν τα ευγενικά αισθήματά τους ακόμα και με προσωπική θυσία, οικονομική και καλλιτεχνική. Αυτός είναι ο λόγος που όταν μπήκα στον κύκλο των μεγάλων καλλιτεχνών ξεχώρισα ελάχιστους με αυτά τα χαρίσματα, και τους λάτρεψα........
.
Εντεκάχρονη ακόμα, το 1927, η Ελένη Ζαφειρίου , έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, καθώς τότε ακόμα δεν είχε υπήρχε ο θεσμός των σπουδών σε σχολή και της «Αδείας Ασκήσεως Επαγγέλματος Ηθοποιού» ως προϋπόθεσης για την εγγραφή στο ΣΕΗ.
Το 1935 στην τρίτη της εμφάνιση στο Εθνικό Θέατρο, στη θεατρική παράσταση "Πεερ Γκυντ", υπάρχει η πρώτη της φωτογραφία στο θεατρικό πρόγραμμα με την ένδειξη "Νίτσα Ζαφειρίου".
Σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο έπαιζε από το 1936 έως το 1943, αλλά και στα χρόνια 1955 – 1978, μικρούς και δεύτερους ρόλους σε κλασικά έργα αλλά και στο αρχαίο δράμα. Στα μεσοδιαστήματα, αυτή η ικανή, σεμνή, αφοσιωμένη «εργάτρια» της θεατρικής τέχνης δούλεψε και σε ιδιωτικούς θιάσους (Χατζίκου, Μανωλίδου – Παππά, Μερκούρη, Λαμπέτη – Χορν, κ.α.). Από τη δεκαετία του 1950 και εντεύθεν έπαιξε σε 150 περίπου ταινίες.
Στην ταινία «Τζένη Τζένη»(1966), τα γυρίσματα της οποίας έγιναν στις Σπέτσες ο Φίνος της πλήρωνε καθημερινά θαλάσσιο ταξί για να πηγαινοέρχεται στην Επίδαυρο, όπου έδινε παραστάσεις!
Η προσωπική της ζωή δεν απασχόλησε ποτέ κανέναν αφού η Ελένη είχε κερδίσει το κοινό της με τη στιβαρή παρουσία της και με την υψηλή καλλιέργεια της.
Η Ελένη Ζαφειρίου έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου του 2004, σε ηλικία 88 ετών, μετά από μάχη με αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια και κηδεύθηκε στο Νεκροταφείο Χαλανδρίου σε στενό οικογενειακό κύκλο.
Επιθυμία της ήταν, και έγινε σεβαστή, από τη θετή της κόρη: Ο θάνατός της να μαθευτεί μετά την κηδεία της. Προφανώς για να μη βρεθεί κανείς από τους ομοτέχνους της μπροστά στο θλιβερό καθήκον να τη συνοδεύσει στη «στερνή κατοικιά» της, όπως θα 'λεγε ο μέγας μεταφραστής των αρχαίων τραγικών Ιωάννης Γρυπάρης, με το λόγο του οποίου είχε «θραφεί» η αλησμόνητη ηθοποιός Ελένη Ζαφειρίου.
~Ελένη Ζαφειρίου «Τι να σου πρωτοθυμηθώ βρε μάνα», αυτοβιογραφία, εκδ. Πανός, Αθήνα 1991.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...