Ο Αργύρης Χιόνης (1943-2011) αυτοβιογραφούμενος
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν από την Ίο και η μητέρα του από τις Βούβες, ένα μικρό χωριό στην ενδοχώρα του νομού Χανίων. Επειδή μπήκε πολύ νωρίς στη βιοπάλη, τέλειωσε το νυχτερινό γυμνάσιο, χωρίς καμιά ελπίδα για συνέχιση των σπουδών του.«ΜΟΝΟ Η ΣΙΩΠΗ, η απόλυτη σιωπή προσφέρεται για τη χαμηλόφωνη συνομιλία των πραγμάτων που, κάτω από άλλες, ηχηρές συνθήκες, ούτ’ ένα νεύμα δεν μπορούν να ανταλλάξουν, γιατ’ είν’ ευαίσθητα τα πράγματα στον ήχο και δεν αποκαλύπτουν την ψυχή τους εν μέσω οιουδήποτε θορύβου» λέει ο Αργύρης Χιόνης για εμάς τους περαστικούς. Για όσους αναζητούσαν, βρήκαν και έχασαν τον κήπο τους. Για όσους πασχίζουν να δουν το αδάμαστο θηρίο στο αδειανό κλουβί. Για όσους γεννιούνται και πεθαίνουν αδικαίωτοι, αλλά δεν πτοούνται. Για όσους ταξιδευτές ένωσε της ψυχής η θάλασσα, αλλά αφάνισε της Ζωής η τρικυμία .
Στα δεκατέσσερά του, άρχισε να γράφει ποιήματα σε έμμετρο και ομοιοκατάληκτο στίχο, μιμούμενος τις μαντινάδες και τα αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, που η Κρητικιά μητέρα του σιγοτραγουδούσε, ενώ έκανε τις δουλειές του σπιτιού. Την ίδια περίπου εποχή, μπήκε στη ζωή του το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο, η ποιητική ανθολογία των Ηρακλή και Ρένου Αποστολίδη. Έκτοτε, η ασθένεια της ποίησης εγκαταστάθηκε για τα καλά στον οργανισμό του και έγινε χρόνια.
Στα δεκαεφτά του υιοθετεί τον ελεύθερο στίχο και το 1966 εκδίδεται η πρώτη ποιητική του συλλογή, οι Απόπειρες φωτός.
Το 1967, λίγο μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, φεύγει στο εξωτερικό. Πρώτος σταθμός το Παρίσι όπου, εργαζόμενος πάντα (λαντζιέρης, φορτοεκφορτωτής, υπηρέτης), παρακολουθεί, τα βράδια, μαθήματα γαλλικών.
Στις αρχές του 1968, ποιήματά του μεταφράζονται και δημοσιεύονται σε έγκυρα ολλανδικά λογοτεχνικά περιοδικά. Λίγο μετά τα γεγονότα του Μάη, που τα ζει από πολύ κοντά, η μεταφράστριά του, Maria Blijstra, και ο σύζυγός της, ο συγγραφέας Rein Blijstra (παλιοί φίλοι του Καζαντζάκη και λάτρεις της Ελλάδας), επισκέπτονται το Παρίσι, για ένα λογοτεχνικό συνέδριο, συναντιούνται για πρώτη φορά μαζί του και τον προσκαλούν στο Άμστερνταμ.
Μετά από δεκαπέντε περίπου μέρες, και ενώ συνεχίζεται ακόμη η απεργία των σιδηροδρομικών, επιχειρεί το ταξίδι με τα πόδια και με ωτοστόπ.
Στο σπίτι των Blijstra, γνωρίζεται με τον ελληνιστή καθηγητή του Πανεπιστημίου Arnold van Gemert και την ελληνίδα γυναίκα του Τοτούλα, που του προτείνουν να εγκατασταθεί στον Ολλανδία, υποσχόμενοι να του βρουν εκεί δουλειά.
Επιστρέφει στο Παρίσι και, τον Αύγουστο, όταν παίρνει μήνυμα ότι βρέθηκε δουλειά σ’ έναν εκδότη κλασικών κειμένων, εγκαταλείπει οριστικά (έτσι νομίζει) τη Γαλλία. Φρούδες ελπίδες. Την επομένη κιόλας της άφιξής του, όταν παρουσιάζεται στην αστυνομία του Άμστερνταμ, με το διαβατήριό του και την επιστολή προσλήψεώς του από τον εκδότη, απελαύνεται αμέσως, γιατί έπρεπε να είχε υποβάλει την αίτηση παραμονής και εργασίας όσο βρισκόταν ακόμη στο εξωτερικό, δηλαδή σε κάποια ολλανδική πρεσβεία. Επιστροφή λοιπόν στο Παρίσι, με κομμένα φτερά. Υποβάλλει ωστόσο την αίτησή του στην ολλανδική πρεσβεία του Παρισιού και, μετά από τέσσερις μήνες αγωνίας, ανεργίας και πείνας, έρχεται η πολυπόθητη θετική απάντηση.
Στη μαγευτική πόλη του Άμστερνταμ, θα ζήσει τα επόμενα οκτώμισι χρόνια. Στην αρχή, θα δουλέψει σκληρά, τόσο για τον βιοπορισμό όσο και για την εκμάθηση της γλώσσας, αλλά, σύντομα, θα δει τους κόπους του να αυγατίζουν. Του χορηγείται, από την Εταιρεία Συγγραφέων, υποτροφία για γράψιμο, γίνεται δεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους και αποκτά πρόσβαση στα λογοτεχνικά περιοδικά, εκδίδονται δύο βιβλία του, βραβεύονται δύο θεατρικά έργα του, διορίζεται δάσκαλος ελληνικών στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο και, τέλος, βλέπει να υλοποιείται το όνειρό του για πανεπιστημιακές σπουδές. Με κρατική υποτροφία, εγγράφεται στη σχολή ιταλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Επέλεξε αυτή τη σχολή, γιατί τον διακατείχε η σφοδρή επιθυμία να διαβάσει Δάντη από το πρωτότυπο.
Το 1977, επιστρέφει στην Ελλάδα όπου, την επόμενη πενταετία θα δουλέψει ως μεταφραστής, θα συγγράψει μια σειρά παιδικών εκπομπών για το ραδιόφωνο και θα κάνει ένα υπέροχο μακρύ ταξίδι στις ΗΠΑ, εκπροσωπώντας τη χώρα μας στο ετήσιο Διεθνές Συγγραφικό Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Iowa.
Το 1982, προσλαμβάνεται, κατόπιν διαγωνισμού, ως μεταφραστής, στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες. Το 1992, παραιτείται από τη θέση αυτή και αποσύρεται στο Θροφαρί, ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου ασχολείται, πλέον, μόνο με την καλλιέργεια της γης και της ποίησης.
Το μέχρι στιγμής έργο του Αργύρη Χιόνη απαρτίζεται από:
- ένδεκα ποιητικές συλλογές, οι δέκα από τις οποίες κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, σ’ ένα συγκεντρωτικό τόμο που φέρει τον τίτλο Η φωνή της σιωπής. Η ενδέκατη, με τον τίτλο Στο υπόγειο, έχει επίσης εκδοθεί από τη ΝΕΦΕΛΗ.
- πέντε συλλογές αφηγημάτων, δύο εκ των οποίων, Όντα και μη όντα (βραβείο ΔΙΑΒΑΖΩ 2007) και Περί αγγέλων και δαιμόνων, διατίθενται στο εμπόριο από τις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ. Εντός του 2008, πρόκειται να κυκλοφορήσει, από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ, το βιβλίο του Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες.
- πλήθος μεταφράσεων, πεζών και ποιημάτων, από τα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά και ολλανδικά.
Ποιήματα και πεζογραφήματα του ίδιου έχουν μεταφραστεί και δημοσιευτεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ολλανδικά, σερβοκροάτικα και ρουμάνικα.
Πηγή: 24Γράμματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου