Ο Σπύρος Παπαλουκάς ήταν μεγάλος γνώστης των καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής του, αλλά και εξίσου μεγάλος γνώστης της βυζαντινής τέχνης. Τα έργα του συνδυάζουν τον ιμπρεσιονισμό των Σεζάν, Ματίς και βαν Γκογκ με την πνευματικότητα των βυζαντινών αγιογραφιών.
Η επίσκεψή του και η διαμονή του στο Άγιο Όρος είχε μεγάλη επίδραση στο έργο του, τέτοια που ο ζωγράφος συνέχισε να δουλεύει αγιορείτικα τοπία για πολλά χρόνια κατόπιν. Εκτός από αγιογραφίες και τοπιογραφίες, ο Παπαλουκάς έφτιαξε και πορτρέτα, με πλέον χαρακτηριστικό Το παιδί με τις τιράντες (1925).
Η επίδραση του Παπαλουκά στους σύγχρονούς του και στους μεταγενέστερους Έλληνες ζωγράφους ήταν καταλυτική, αφού με το έργο του έδειξε πως μοντέρνα τέχνη και ελληνικότητα δεν είναι έννοιες ασύμβατες.
Το 1906 πήγε στον Πειραιά για να εξασκήσει την τέχνη του σε ένα εργαστήριο αγιογραφίας και ζωγραφικής, και το 1909 έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε για δασκάλους τον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Την περίοδο της φοίτησής του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ζωγράφισε εικόνες για το τέμπλο του ναού του Αγίου Δημητρίου της Δεσφίνας. Από το 1916 έως το 1921, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Académie Julien και σε άλλες σχολές καλών τεχνών.
Το 1921 επέστρεψε στην Ελλάδα και ακολούθησε τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία ως επίσημος εικονογράφος της εκστρατείας. Τα έργα του από αυτήν την περίοδο χάθηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Επιστρέφοντας από την Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκε στην Αίγινα.
Το 1923, επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου, με τον φίλο του Στρατή Δούκα, έμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο (Νοέμβριος 1923 – Νοέμβριος 1924) ζωγραφίζοντας το τοπίο, μελετώντας την βυζαντινή ζωγραφική και κάνοντας αντίγραφα από πολλά έργα εκκλησιαστικής τέχνης. Ένα μέρος από την παραγωγή αυτή εκτέθηκε το 1924 στην Θεσσαλονίκη, σε μία διαμορφωμένη αίθουσα του καφενείου του Λευκού Πύργου. Την ίδια χρονιά, πήγε στην Λέσβο, για να δημιουργήσει μία σειρά από τοπιογραφίες.
Το 1927, κέρδισε τον πανελλήνιο διαγωνισμό για την εικονογράφηση του μητροπολιτικού ναού της Ευαγγελίστριας της Άμφισσας με ομόφωνη απόφαση της κριτικής επιτροπής που την αποτελούσαν ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Αριστοτέλης Ζάχος και ο Κωνσταντίνος Παρθένης. Το 1932, ο ζωγράφος ολοκλήρωσε την εικονογράφηση του ναού παραδίδοντας στην Άμφισσα ένα μοναδικής αξίας καλλιτεχνικό έργο. Κατά την δεκαετία 1930–1940 εξέθεσε έργα του μαζί με άλλους ζωγράφους της Ομάδας «Τέχνη». Σχεδίασε επίσης σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο, και ζωγράφισε τοιχογραφίες στις προσόψεις ιδιωτικών οικιών και δημοσίων κτιρίων.
Το 1940 διορίσθηκε σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων σε θέματα πολεοδομίας και χωροταξίας, καθώς και διευθυντής της Δημοτικής Πινακοθήκης της πόλης. Από το 1945 έως το 1951 δίδαξε μαθήματα σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Εκλέχθηκε καθηγητής του ίδιου ιδρύματος το 1956.
Πέθανε στην Αθήνα το 1957, όντας αναγνωρισμένος ανάμεσα στους κορυφαίους νεοέλληνες ζωγράφους. Μετά τον θάνατό του, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με έκθεση των έργων του το 1976. Παρομοίως τον τίμησε και το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων το 1982. Τον [Νοέμβριο]] του 2006, η κόρη του και μοναδική κληρονόμος του, Ασημίνα (Μίνα) Παπαλουκά, δώρισε το σύνολο σχεδόν του έργου του στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β & Μ Θεοχαράκη,του οποίου ο ιδρυτής είχε υπάρξει μαθητής του Παπαλουκά.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%80%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%AC%CF%82
Η επίδραση του Παπαλουκά στους σύγχρονούς του και στους μεταγενέστερους Έλληνες ζωγράφους ήταν καταλυτική, αφού με το έργο του έδειξε πως μοντέρνα τέχνη και ελληνικότητα δεν είναι έννοιες ασύμβατες.
Το 1906 πήγε στον Πειραιά για να εξασκήσει την τέχνη του σε ένα εργαστήριο αγιογραφίας και ζωγραφικής, και το 1909 έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε για δασκάλους τον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Την περίοδο της φοίτησής του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ζωγράφισε εικόνες για το τέμπλο του ναού του Αγίου Δημητρίου της Δεσφίνας. Από το 1916 έως το 1921, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Académie Julien και σε άλλες σχολές καλών τεχνών.
Το 1921 επέστρεψε στην Ελλάδα και ακολούθησε τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία ως επίσημος εικονογράφος της εκστρατείας. Τα έργα του από αυτήν την περίοδο χάθηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Επιστρέφοντας από την Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκε στην Αίγινα.
Το 1923, επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου, με τον φίλο του Στρατή Δούκα, έμεινε για έναν ολόκληρο χρόνο (Νοέμβριος 1923 – Νοέμβριος 1924) ζωγραφίζοντας το τοπίο, μελετώντας την βυζαντινή ζωγραφική και κάνοντας αντίγραφα από πολλά έργα εκκλησιαστικής τέχνης. Ένα μέρος από την παραγωγή αυτή εκτέθηκε το 1924 στην Θεσσαλονίκη, σε μία διαμορφωμένη αίθουσα του καφενείου του Λευκού Πύργου. Την ίδια χρονιά, πήγε στην Λέσβο, για να δημιουργήσει μία σειρά από τοπιογραφίες.
Το 1927, κέρδισε τον πανελλήνιο διαγωνισμό για την εικονογράφηση του μητροπολιτικού ναού της Ευαγγελίστριας της Άμφισσας με ομόφωνη απόφαση της κριτικής επιτροπής που την αποτελούσαν ο Αναστάσιος Ορλάνδος, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Αριστοτέλης Ζάχος και ο Κωνσταντίνος Παρθένης. Το 1932, ο ζωγράφος ολοκλήρωσε την εικονογράφηση του ναού παραδίδοντας στην Άμφισσα ένα μοναδικής αξίας καλλιτεχνικό έργο. Κατά την δεκαετία 1930–1940 εξέθεσε έργα του μαζί με άλλους ζωγράφους της Ομάδας «Τέχνη». Σχεδίασε επίσης σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο, και ζωγράφισε τοιχογραφίες στις προσόψεις ιδιωτικών οικιών και δημοσίων κτιρίων.
Το 1940 διορίσθηκε σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων σε θέματα πολεοδομίας και χωροταξίας, καθώς και διευθυντής της Δημοτικής Πινακοθήκης της πόλης. Από το 1945 έως το 1951 δίδαξε μαθήματα σχεδίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Εκλέχθηκε καθηγητής του ίδιου ιδρύματος το 1956.
Πέθανε στην Αθήνα το 1957, όντας αναγνωρισμένος ανάμεσα στους κορυφαίους νεοέλληνες ζωγράφους. Μετά τον θάνατό του, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με έκθεση των έργων του το 1976. Παρομοίως τον τίμησε και το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων το 1982. Τον [Νοέμβριο]] του 2006, η κόρη του και μοναδική κληρονόμος του, Ασημίνα (Μίνα) Παπαλουκά, δώρισε το σύνολο σχεδόν του έργου του στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β & Μ Θεοχαράκη,του οποίου ο ιδρυτής είχε υπάρξει μαθητής του Παπαλουκά.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%80%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%AC%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου