Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΑΦΙΣΟΓΡΑΦΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Βασίλης Δημητρίου: Ο μοναδικός σε όλη την Ευρώπη που ζωγραφίζει αφίσες για τον κινηματογράφο μιλάει στο TLIFE!
Συντάκτρια του κειμένου: Άρτεμις Θύμιου 
Tweet me @artemis_thimiou
Πηγή: http://www.tlife.gr/2015
 
Υπάρχει ένας ζωγράφος που συναντάς καθημερινά περνώντας από την περιοχή των Αμπελοκήπων. Ο Βασίλης Δημητρίου. Συναντάς, για να ακριβολογούμε, το έργο του, αφού πρόκειται για τον άνθρωπο που ζωγραφίζει τις αφίσες στον κινηματογράφο «Αθήναιον». Ο μοναδικός άνθρωπος σε όλη την Ευρώπη -και ίσως και στον κόσμο- που φτιάχνει αφίσες για τον κινηματογράφο με το πινέλο του, στην εποχή που ο ψηφιακός κόσμος έχει κατακλύσει τα πάντα.

Δεν ξέρω αν το έχουν όλοι οι ζωγράφοι σαν γνώρισμα, δεν είχα την τύχη να συναναστραφώ πολλούς, αλλά ο κύριος Βασίλης ζωγραφίζει ακόμα κι όταν μιλάει. Σου δημιουργεί εικόνες με τον τρόπο που περιγράφει. Εικόνες γεμάτες χρώματα και όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα. Γιατί πάνω απ’ όλα για εκείνον είναι η οικογένειά του. Η γυναίκα του Αγγελική, τα παιδιά του και τα τρία του εγγόνια. Κι ένα σκαλί πιο κάτω αλλά εξίσου σημαντική είναι η τέχνη του. Άλλωστε σε ολόκληρη τη ζωή του δεν έκανε τίποτα άλλο πέρα από το να ζωγραφίζει . Κάπως έτσι κατάφερε να είναι σήμερα ο «τελευταίος των αφισών».




Το TLIFE τον συνάντησε στο ατελιέ του στην Αγία Παρασκευή και μας μίλησε για την ιστορία της ζωής του και την σπουδαία πορεία του. Χωρίς καμία έπαρση και χωρίς να νιώθει ότι έχει καταφέρει να πιάσει την κορυφή –κι ας την έχει πιάσει μέσα σε αυτά τα 60 χρόνια καριέρας- δηλώνει: «Στεναχωριέμαι που δεν έχω αντίπαλο. Αν υπήρχε σήμερα κι άλλος ένας ζωγράφος στην ίδια δουλειά που κάνω εγώ, θα έφτιαχνα καλύτερα πράγματα.»



Από ποια ηλικία ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη ζωγραφική;

Από την Γ’ Δημοτικού. Τότε μου είπαν ότι ζωγραφίζω και κατάλαβα ότι κάτι κάνω, διαφορετικό από τα άλλα παιδιά. Όταν έβρισκα χαρτί και μολύβι μπροστά μου όλο κάτι έφτιαχνα, κάτι σχεδίαζα. Δεν γινόταν να μην κάνω κάτι.

Είχατε από τότε στο μυαλό σας ότι η ζωγραφική θα ήταν αυτό που θα κάνατε στο μέλλον;
Όχι. Όταν έγινα 14, πέθανε ο πατέρας μου κι έπρεπε να δουλέψω κι εγώ και τότε είπα «εγώ θα γίνω ζωγράφος». Στη γειτονία, σε όσα πεζοδρόμια υπήρχαν πλακάκια ζωγράφιζα με κιμωλίες. Πέρναγε ο κόσμος και έκανε στην άκρη για να μην το πατήσει και το χαλάσει.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν σε ένα μανάβικο. Και στο μανάβικο όμως πάλι ζωγράφιζα. Έπιανα τα καρπούζια και με ένα ξυλαράκι ξυσμένο σχεδίαζα επάνω ένα καραβάκι, μια γατούλα, ένα ψάρι, διάφορα πραγματάκια… Ερχόντουσαν οι νοικοκυρές μετά για να ψωνίσουν και λέγανε στο αφεντικό: «Κύριε Άγγελε μου πιάνεις αυτό με το καραβάκι;». Πήγαινα να το πιάσω εγώ και μου έλεγε: «Ασ’τα εσύ αυτά, εσύ ζωγράφιζε».

Ανέβαιναν και οι πωλήσεις δηλαδή;
Ναι, βέβαια! Τα βλέπανε και τους αρέσανε έτσι όπως ήταν. (γέλια)



Το «Αθήναιον» είναι ο μοναδικός κινηματογράφος σήμερα που έχει τέτοιες αφίσες, σωστά;

Σίγουρα στην Ευρώπη. Κι αυτό το ξέρουμε καλά. Έχω ασχοληθεί πολλά χρόνια με την πυγμαχία. Ήμουν προπονητής στην εθνική ομάδα κι έχω κάνει πολλά ταξίδια στο εξωτερικό. Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Αίγυπτο, Τουρκία… Πάντα το μάτι που πήγαινε στους κινηματογράφους και έβλεπα τις αφίσες που έκαναν. Αλλού μου άρεσαν, αλλού δεν μου άρεσαν. Όλοι αυτοί οι ζωγράφοι, μόλις βγήκαν οι αφίσες με τα κομπιούτερ, σταμάτησαν. Ο μόνος κινηματογράφος που δεν σταμάτησε είναι το «Αθήναιον».
Στο «Αθήναιον» λένε όταν δεν θα μπορεί ο Βασίλης, τότε θα σταματήσουμε κι εμείς. Όσα χρόνια δουλεύει ο Βασίλης, θα τα φτιάχνει ο Βασίλης. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

Η πυγμαχία δεν είναι λίγο οξύμωρη με την ιδιότητα του ζωγράφου;
Δεν είναι φαινόμενο. Και χορευτές μεγάλοι έκαναν πυγμαχία και ποιητές, συγγραφείς και τραγουδιστές έχουν κάνει.

Η ζωγραφική δεν λειτουργεί σαν εκτόνωση;
Δεν έχω παρατηρήσει να εκτονώνομαι. Δεν ζωγραφίζω για να εκτονωθώ ή αν είμαι αγχωμένος θα ζωγραφίσω για να μου φύγει. Ίσα ίσα που μου δημιουργεί άγχος. Επειδή όχι μόνο έχω να παραδώσω αλλά είναι και το θέμα αν θα το πετύχεις. Σήμερα το έφτιαξες, αύριο θα μπορείς; Πήγα 80 χρονών. Ξέρεις πολλούς που να δουλεύουν σε αυτή την ηλικία;

Υπάρχει κάποια αφίσα που να θυμάστε ότι σας δυσκόλεψε πιο πολύ;
Είναι και οι στιγμές αλλά και το θέμα που παίζει ρόλο. Είναι πολλές φορές που μια αφίσα με ενθουσιάζει και έχω μια χαρά την ώρα που την φτιάχνω κι άλλες φορές που την βαριέμαι. Τώρα τελευταία, ας πούμε, έχει τύχει να φτιάχνω μόνο ασπρόμαυρες.



Μας διακόπτει η σύζυγός του, Αγγελική. Βάζει διακριτικά το κεφάλι της στην πόρτα του ατελιέ και του λέει αυτό που θέλει. Φεύγει και ο κύριος Βασίλης σχολιάζει: «Η πιο καλή γυναίκα του κόσμου!» «Ήμουν τυχερός», μου λέει για εκείνη στη συνέχεια και όταν του λέω θα ρωτήσω μου εξηγεί πώς θα πει μόνο καλά. «Εκείνη με βλέπει ακόμα πιτσιρίκο», μου λέει και γελάει.

Πόσα χρόνια είστε μαζί;
57. Παιδάκια ήμασταν. Μου έλεγε ο αδερφός μου «ρε σεις τρελαθήκατε που θέλετε να παντρευτείτε; Σπίτι θα ανοίξετε ή φτωχοκομείο;» Και τα δύο φτωχά.

Έπαιξε ρόλο, στην δημιουργικότητά σας ότι είχατε μια γυναίκα που σας έδινε δύναμη, κρατούσε την ισορροπία και δεμένη την οικογένεια;
Πολύ. Πάρα πολύ. Ο ζωγράφος δουλεύει πολύ κι όταν κουβεντιάζει μαζί σου. Αυτός μπορεί να δουλεύει στο μυαλό του κάτι το οποίο δεν φαίνεται, το βλέπει μόνο αυτός. Για αυτό πρέπει να υπάρχει ένας άνθρωπος… Να στο πω αλλιώς για να το καταλάβεις. Εγώ, στις 3 τη νύχτα μπορεί να έχω στο μυαλό μου κάτι και πρέπει να σχεδιάσω πέντε γραμμές πάνω σε αυτό για να μην το ξεχάσω. Και σηκώνομαι και πάω στο εργαστήριο μέσα για να φτιάξω αυτό που έβλεπα. Αν ήταν μια άλλη γυναίκα, θα με είχε διώξει από το σπίτι.
 
Εκείνη έχει σχέση με τη ζωγραφική;
Όχι, αλλά έχει μάτι. Να δεις τι φτιάχνει με τα λουλούδια, τους στολισμούς που κάνει, θα πάθεις! Φτιάχνει ωραία πράγματα.

Σας δίνει ιδέες για τους πίνακές σας;
Όχι, ιδέες δεν μου δίνει. Δεν δέχομαι. Εκείνο που κάνει είναι να έρχεται που και που και να ρίχνει μια ματιά. Κι άμα τη δω να ξινίζει λίγο τη μούρη της τής λέω «τι τρέχει ρε γυναίκα;» Και μου λέει το μάτι του τάδε είναι λίγο μικρότερο το ένα από το άλλο. Μέτρα το! Και το μετράω και πράγματι. Έχει μάτι γερό, πολύ γερό.

Έρχεται εδώ όταν δουλεύετε;

Κανέναν δεν θέλω μέσα εδώ. Μπορεί να είσαι εδώ, όπως κάθεσαι τώρα και να βλέπεις εμένα να δουλεύω, δεν με νοιάζει. Μη μου μιλάς! Δεν μπορώ να μου μιλήσεις και να γυρίσω να σου απαντήσω. Είμαι συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνω.



Υπάρχει κάποια αφίσα που να σας άρεσε πιο πολύ από αυτές που έχετε φτιάξει;
Είναι πολλές! Στην τελευταία έκθεση που έκαναν ήταν 6 αφίσες με μέγεθος τρία μέτρα επί δυο η καθεμιά με θέματα από παλιές ταινίες. 5 ξένες και μία ελληνική, "Τα κόκκινα φανάρια". Ήταν πάρα πολύ ωραίες. Θα μου πεις πούλησες; Θα σου πω όχι, δεν πούλησα καμία. Γιατί όμως; Δεν μπορεί ο άλλος να πάρει τρία μέτρα μήκος επί δύο. Να το κάνει τι; Να το βάλει στο σπίτι του;

Στην συγκεκριμένη έκθεση είχε φτιάξει ένα πολύ ωραίο πορτρέτο της Ζέτας Μακρυπούλια κι ένα δικό του. Και πήγαν και ρώτησαν την υπεύθυνη γιατί αυτός ο πίνακας δεν έχει τιμή επάνω και πόσο πουλιέται. «Μα αυτός είναι ο ζωγράφος, δεν πουλάμε τον ζωγράφο,», απάντησε εκείνη.

Άλλες εκθέσεις έχετε κάνει εκτός από αυτήν;

Πολλές!

Άρα ζωγραφίζετε κι άλλα πράγματα πέρα από τα κινηματογραφικά. Τι σας αρέσει πιο πολύ να ζωγραφίζετε;
Ναι, βέβαια. Τα πάντα μου αρέσει να ζωγραφίζω. Από λουλούδια μέχρι πρόσωπα.



Υπάρχει κάποιος ζωγράφος που σας αρέσει πολύ ή να εμπνέεστε από τα έργα του;
Να εμπνέομαι όχι, αλλά μου αρέσει ο Vincent van Gogh. Και για την πρωτότυπη δουλειά που έκανε αλλά και το τι πέρασε για να φτάσει εκεί που έφτασε. Αυτό μου λέει και οι γυναίκα μου «εσύ είσαι τυχερός και να λες δόξα το θεό, γιατί άλλοι πεθαίνουν πρώτα και μετά αναγνωρίζονται. Εσύ που αναγνωρίστηκες πριν πεθάνεις πρέπει να είσαι ευτυχισμένος»

Ξεκινάει να μου λέει ιστορίες για τα εγγόνια του. Γελάει και σηκώνεται για να μου δείξει μια ζωγραφιά στον τοίχο του ατελιέ. Είναι ένα έργο της μικρής από το νήπιο. «Μοντέρνα τέχνη», μου λέει. «Η μικρή έχει μεγάλη πλάκα. Είναι λες και δεν έχει βγει από την οικογένειά μας. Άγριο παιδί. Αυτή έπρεπε να ήταν αγόρι να την έκανα βοηθό μου.»

Σήμερα η «μικρή» του, η μεσαία από τα εγγόνια, είναι 31 ετών. Και μου περιγράφει μία ακόμα ιστορία από την παιδική της ηλικία. «Όλο μου έλεγε ‘παππού δείξε μου κανένα κόλπο’. Εγώ έχω και μαύρη ζώνη στο Ziu Zitsu. Και της έδειχνα. Και δώσ’του εκείνο, και δώσ’του το άλλο, και της έλεγα ότι πρώτα πρέπει να μάθεις άμυνα και μετά επίθεση. Μετά συνδυάζεις άμυνα, κόντρα, επίθεση στον αντίπαλο. Σιγά σιγά τα χώνεψε. Καμία φορά την έπαιρνα και στο γυμναστήριο. Ο γενικός γραμματέας, ένα γεροντάκι του συλλόγου μας είδε που κατεβαίναμε. «Καλώς τον Δημητρίου με την εγγόνα του.» Δεν πιστεύω, της λέει, κι εσύ να ξέρεις από πυγμαχίες και τέτοια πράγματα. Ξέρω, του λέει. Και της κάνει έτσι αυτός ότι θα τη χτυπήσει και τραβιέται πίσω αυτή ένα βήμα και δεν τη χτυπάει. Του λέω ξαναχτύπα την. Άντε ρε, μου λέει, είσαι χαζός, να χτυπήσω το μωρό. Χτύπα τη, του λέω, και να προσέχεις. Πάει να τη χτυπήσει. Του κάνει άμυνα. «Μπαπ» μια μπουνιά στο στομάχι, γιατί δεν τον έφτανε και παραπάνω, και ξεράθηκε. «Ρε, παρ’ το από εδώ το παιδί. Θα μας τρελάνετε η οικογένεια Δημητρίου».

Τους δίνεται συμβουλές όταν τους βλέπετε να ζωγραφίζουν; Τους μαθαίνετε πράγματα;
Ε, βέβαια!

Παρόλα αυτά, μου εξηγεί ότι έχει πολύ συγκεκριμένη άποψη σε αυτό το κομμάτι. «Εγώ έχω την εντύπωση, κι έτσι έμαθα, ότι δεν πρέπει να σου δίνω πολλές συμβουλές. Για να βγάλεις τον εαυτό σου. Άμα σε καθοδηγώ εγώ, επειδή εγώ το κάνω έτσι να το κάνεις κι εσύ έτσι, θα γίνεις ένα αντίγραφο του Βασίλη Δημητρίου. Δεν λέει τίποτα αυτό. Ούτε στον ίδιο.»



Στη γειτονιά μας, στην Κυψέλη, είχαμε ένα ζωγράφο. Βάλιας Σεμερτζίδης. Μεγάλος ζωγράφος, Λευκορώσος. Αυτός, λοιπόν, έμενε κοντά στο σπίτι μας και καμία φορά που χρειαζόταν κάτι φώναζε. «Βασιλάκη, ρε συ, πήγαινε να μου πάρεις λίγο σαλάμι ας πούμε» Πήγαινα εγώ και του ψώνιζα ότι ήθελε. Μια μέρα μαζί με τα ψώνια του πήγα και σχέδια που είχα φτιαγμένα με μολύβι. Τα είδε αυτός και μου λέει «ποιος τα έφτιαξε αυτά;» Του λέω εγώ. Και μου λέει. «Σοβαρά; Μπράβο ρε Βασίλη και φτιάχνε, φτιάχνε». «Φτιάχνε, φτιάχνε αλλά δεν υπάρχουν λεφτά ούτε για χρώματα, ούτε για μπλοκ» του λέω. «Αυτά εγώ». Και μου έφερε τα μπλοκ και χρώματα και δούλευα. Θα ήμουνα 17 χρονών, 18. Πήγαινα τα απογεύματα, όταν είχα χρόνο και ήταν κι αυτός και ζωγράφιζε στο εργαστήριο και καθόμουν και τον κοίταγα αμίλητος. Την ώρα που ζωγράφιζε. Έτσι μαθαίνεις, όταν βλέπεις.
Μέσα όμως όταν μπήκα βρήκα άλλους τρεις ανθρώπους και ντράπηκα κι έκανα μεταβολή για να πάω να φύγω με το μπλοκ κάτω από την μασχάλη. «Πού πας; Έλα εδώ Βασίλη. Γιατί φεύγεις;»,μου λέει. Συγνώμη, λέω, αλλά έχετε κόσμο και θα είμαι εγώ μέσα στα πόδια σας. «Τι λες ρε παιδί μου; Εγώ θα έστελνα τώρα να σε φωνάξουνε. Θέλω να γνωρίσεις τους ανθρώπους. Από εδώ ο καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών, τάδε, από εκεί ο άλλος». Μου λέει ο ένας «για να δούμε τι μαστορεύεις εδώ». Κι ανοίγουν το μπλοκ και κοιτάνε κι αυτοί κι ενθουσιάστηκαν. Έχεις τελειώσει, μου λένε, το γυμνάσιο; Όχι, λέω, γιατί με διώξανε από το σχολείο. Γιατί ήμουν λίγο ζόρικος και άτακτος. «Τι να το κάνεις το Γυμνάσιο; Να τον περάσετε σαν έκτακτο ταλέντο», είπε ένας από τους τρεις. Μίλησαν μεταξύ τους και είπαν «βεβαίως, να τον περάσουμε σαν έκτακτο ταλέντο». Και λέει ο Σεμερτζίδης: «Σας γελάσανε, δεν θα γίνει έτσι. Θα παραμείνει έτσι όπως είναι, μόνος του θα εξελιχθεί.» Του λένε «γιατί;». «Γιατί δεν θα αντέξει ούτε μια βδομάδα μέσα στη σχολή σας. Κάτι θα σπάσει, κανένα θρανίο. Κάτι θα γίνει, μια φασαρία και θα σηκωθεί να φύγει. Πριν φύγει και πριν γίνει κακός, να τον αφήσετε εδώ πέρα όπως είναι. Μόνος του θα γίνει αυτός ζωγράφος. Η βοήθεια που θα μπορούσατε να του κάνετε είναι να πείτε μια καλή κουβέντα σε κάποιον φίλο σας, να έρθει να δει κι αυτός τι φτιάχνει, να πουληθεί κάποιο του εργάκι. Ένα σχεδιάκι δικό του, για να μπορεί να νιώθει ότι κάτι κάνει.» Κι έτσι κι έγινε! Μου έφερναν πελατεία.

Οπότε είστε αυτοδίδακτος.
Ναι. Αν και, σου είπα, δεν υπάρχει αυτοδίδακτος. Όταν πας και βλέπεις τον Σεμερτζίδη να ζωγραφίζει και κάθεσαι με τις ώρες, δεν σπουδάζεις εκείνη την ώρα;

Πρέπει κάποιος να έχει ταλέντο ή να δουλευταράς;
Πρώτα ταλέντο πρέπει να έχει. Άμα δεν έχει ταλέντο όσο και δουλευταράς να είναι, δεν θα πετύχει σίγουρα. Εγώ έτσι το νιώθω.



Όλα αυτά τα χρόνια που ταξιδεύατε στο εξωτερικό. Σκεφτήκατε ποτέ να μείνετε έξω να εξελίξετε το ταλέντο σας;

Ναι, με ένα φίλο μου. Ζωγράφος κι αυτός. Θέλαμε να πάμε στο Παρίσι και να ζήσουμε στην Μονμάρτη. Σαν τους παλιούς ζωγράφους. Ψωνάρες! Η μάνα του με πολλά λεφτά κι όταν της το είπαμε μας κυνήγησε. «θα πάτε να γίνεται αλήτες στην Μονμάρτη. Θα πεθάνετε εκεί πέρα…»
Ήμουν 22 χρονών. Εγώ δεν φοβόμουν να πάω έξω. Και του έλεγα του Γιώργου: «Ρε συ άμα πεινάσουμε, κάτι θα κάνουμε. Δεν θα κάτσουμε έτσι με τα χέρια σταυρωμένα και να φτιάχνουμε μόνο πίνακες. Εσύ κάτσε και φτιάχνε πίνακες. Εγώ θα πάω να βρω δουλειά κινηματογραφική, που την ξέρω και θα δουλέψω εκεί πέρα και θα βγάζουμε το μεροκάματο.» Αλλά η μάνα του δεν μας άφησε. Για καλό μας δηλαδή γιατί ποιος ξέρει τι ρεμάλια θα είχαμε γίνει.

Δεν επιδιώκετε την προβολή σας. Δεν θα θέλατε να σας γνωρίσει περισσότερος κόσμος;
Δεν με απασχολεί. Αρκετά έχουν πει για μένα. Νιώθω ικανοποιημένος από την αναγνώριση. Όταν είσαι στο Αθήναιον και πίσω σου, πολλές φορές, είναι 10 άτομα και περιμένουν να σηκωθεί η αφίσα για να κάνουν το σχόλιό τους ή να έρθουν να σου που συγχαρητήρια, δεν νομίζω ότι υπάρχει καλύτερος έπαινος. Πρέπει να είναι ο άλλος καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών για να σου πει συγχαρητήρια;
Έρχεται ένα παλικαράκι, καμιά 20αρια χρονών, με μία μεγάλη φωτογραφία μου και μου λέει «Σας παρακαλώ πάρα πολύ κύριε Δημητρίου, μπορείτε να μου την υπογράψετε;» Πήγα να βάλω τα κλάματα. Ναι αγόρι μου, του λέω, θα στην υπογράψω. Και του την υπογράφω. Τον ρώτησα που βρήκε τι φωτογραφία και μου είπε από το ίντερνετ. «Είσαι φανατικός του Βασίλη Δημητρίου;» «Από 11 χρονών», μου λέει. Ήταν Αμπελοκηπιώτης αυτός κι έβλεπε τις αφίσες. Εγώ το «Αθήναιον» το κάνω 30 χρόνια.



Έχετε περάσει περίοδο που να μην έχετε δουλειά;
Ποτέ στη ζωή μου! Αφού απορούσα που λέγανε «βρε τον καημένο, αυτός είναι άνεργος».

Η ζωγραφική, στην εποχή που μεγάλωσε εκείνος, δεν θεωρούνταν κανονική δουλειά. Οι δικοί σας δεν αντέδρασαν όταν τους είπατε ότι θα γίνεται ζωγράφος;
Μάχη μεγάλη. Μου έλεγε η μάνα μου:«Ζωγράφος; Θα πεθάνεις στην ψάθα. Που όλοι γίνονται αδερφές οι ζωγράφοι…» Να μου λέει, να μου λέει… Είχα τον αδερφό μου τον συγχωρεμένο που έφερνε την ισορροπία. Η μάνα μου ήταν Ηπειρώτισσα, τσαούσα γυναίκα. Εγώ άγριο παιδί κι ο Γιάννης ήταν πράος και ήσυχος. Αυτός έφερνε την ισορροπία μέσα στο σπίτι. Μεγαλύτερος 4 χρόνια. Και της έλεγε: «Ρε συ μάνα, μη φωνάζεις και μη λες όλα αυτά που λες στον Βασίλη. Αφού τον ξέρεις τον Βασίλη. Είπε ότι θα γίνει ζωγράφος. Διάλεξε αυτό που θέλει να κάνει στη ζωή του. Όσο και να φωνάζεις, αυτός θα γίνει ζωγράφος. Ασ’ τον λοιπόν! Σταύρωσέ τον και πες του ‘άντε παιδάκι μου να γίνεις ζωγράφος’ και τελειώνει η ιστορία». Ε, το σκέφτηκε και η μάνα μου και είπε ότι έχει δίκιο.

Όταν είδε ότι καταφέρνετε πράγματα σας είπε «μπράβο»;
Η μάνα μου; Η μάνα μου ήθελε να γίνω χασάπης. «Να τρώνε τα παιδιά σου ένα κομμάτι κρέας», μου έλεγε. Τότε, ήταν δύσκολες οι εποχές.
Δεν ήταν καλλιτεχνικός τύπος. Μια γυναίκα από το χωριό, από την Ήπειρο, πάνω από το βουνό. Πού να ξέρει εκείνη από ζωγραφική και τι θα πει ταλέντο;
Ήταν όμως από τα καλύτερα μοντέλα μου. Έχω ένα έργο φτιαγμένο, εκεί στα 17 θα ήμουν, ένα πορτρέτο της.

Είναι πάντως πολύ ωραίο μήνυμα αυτό, ότι όποιος θέλει κάτι και του αρέσει πολύ, τελικά τα καταφέρνει. «Ναι, τα καταφέρνει!» μου επιβεβαιώνει. Και είναι αυτό που θέλω να κρατήσω –και να κρατήσεις κι εσύ- από αυτή τη συνάντηση μου με τον κύριο Βασίλη.           



Ο ζωγράφος μας περιγράφει την σημαντικότερη ιστορία του

Ήμουν 15 χρονών. Στην Κυψέλη που γεννήθηκα και ζούσα. Στην Βελβενδούς έμενα. Από τη μία μεριά ήταν σπίτια, ένα πεζοδρόμιο και μετά ένα ρέμα. Έβγαινες από την πόρτα και έπεφτες στο ρέμα. (γέλια) Παρακάτω ήταν ένας κινηματογράφος, το «Αττικόν». Για αυτόν γράφτηκε και το τραγούδι «Τα θερινά σινεμά» του Κηλαηδόνη. Γέννημα θρέμα Κυψελιώτης κι έμενε λίγο πιο κάτω από μένα.
Στο «Αττικόν», λοιπόν, θέλαμε να δούμε ταινίες. Πώς θα βλέπαμε όμως αφού δεν είχαμε λεφτά να πληρώσουμε; Σκαρφαλώναμε σε κάτι δέντρα που ήταν στο πλάι στη μάντρα του κινηματογράφου και βλέπαμε από τα δέντρα το έργο. Εκεί, ήταν ένας θυρωρός που μας κυνηγούσε. Περισσότερο για να μην πέσει κανένας από εκεί και γίνει καμιά ζημιά. Ήταν καλός άνθρωπος αλλά τις βιτσιές τις έδινε.
Μια μέρα λοιπόν έπεσε το λαχείο σε εμένα να φάω βιτσιές. Εγώ όμως ήμουν παλικάρι. Αντί να πηδήξω κάτω από το δέντρο και να φύγω, πήδηξα μέσα στο σινεμά και είδα και το έργο. Όταν άναψαν τα φώτα με πιάσανε. Με αρπάζουν και μου λέει αυτός: «Έλα εδώ ρε. Γιατί το κάνετε αυτό και κρέμεστε από τα δέντρα; Θα σκοτωθείτε καμιά μέρα. Να έρχεστε το απόγευμα, κατά τις 6, να κάνετε δουλειές που χρειαζόμαστε. Να ποτίζετε, να κουβαλάτε τον πάγκο και τις γκαζόζες και να βλέπετε μετά το έργο άνετα και με την ησυχία σας.» Και κόλλησα εκεί! Όταν τελείωνα, λοιπόν, πιο μπροστά τη δουλειά πήγαινα στις φωτογραφίες και προσπαθούσα να ζωγραφίσω τον πρωταγωνιστή πάνω σε χαρτί. Προσπαθούσα, δεν το έφτιαχνα τέλεια. Με είδε, που σχεδίαζα, αυτός που με είχε μαλώσει και μου λέει «Ρε συ, έχεις ταλέντο! Πρέπει να γίνεις ζωγράφος». Κι εγώ το θέλω, του λέω, αλλά πώς θα γίνει; Θα σε πάω εγώ αύριο, μου λέει, σε ένα ζωγράφο να συμφωνήσετε να δουλέψεις εκεί πέρα. Έφτιαχνε γιγαντοαφίσες. Καλός άνθρωπος, μέτριος ζωγράφος. Είχε όμως ένα κακό ελάττωμα. Ήταν αθυρόστομος. Με το παραμικρό κατέβαζε… τι να σου πω! Εγώ δεν βρίζω από τη φύση μου και ούτε μικρός που ήμουνα που όλα τα παιδάκια λένε, εγώ δεν έλεγα. Ένα, δύο μήνες και πάω στη μάνα μου και της λέω «μάνα, θα σταματήσω τη δουλειά». Γιατί παιδάκι μου, μού λέει, τι σου έκανε; Δεν μου έκανε τίποτα, είναι ο καλύτερος άνθρωπος αλλά βρίζει. «Ωχ, στη χειρότερη περίπτωση», μου λέει. Με ξέρανε στο σπίτι. Και σταμάτησα. Ο ίδιος όμως, που με είχε πάει σε αυτόν, με πήγε σε έναν άλλον. Τον Βικέντιο Μπέγκνερ. Αυτός ήταν μουρλός. Ήταν 25 κι εγώ 15, αλλά ήταν ένα παιδί κύριος. Μου έλεγε «Βασιλάκη, σε παρακαλώ, μου δίνεις το μαύρο χρώμα;» Και του έλεγα εγώ: «Μα κύριε Νίνο –ήταν το χαϊδευτικό του- γιατί μου λέτε όλα αυτά για να σας φέρω ένα κουτί χρώμα; Πες μου πιάσε το μαύρο, να στο δώσω αμέσως, να ξεμπερδεύουμε. Όχι, μου έλεγε, έτσι θα μιλάς κι εσύ. Και μιλάγαμε έτσι. Μας άκουγες και έλεγες πού βρίσκομαι.
Έζησα 9 χρόνια μαζί του. Εκεί εξελίχθηκα. Όταν ήρθε η ώρα να πάω φαντάρος, είχαμε πει ότι αφού γυρίσω θα δουλέψουμε μαζί σαν συνεταίροι. Στο εντωμεταξύ παντρεύτηκε αυτός κι όταν της είπε πως όταν γυρίσει ο Βασίλης θα κάνουμε συνεργασία, αυτή αντέδρασε. «Τον Βασιλάκη που τον έχεις από μικρό παιδί, θα τον κάνεις συνεταίρο;» «Μα ο Βασίλης είναι καλλιτέχνης, θα αναπτύξουμε τη δουλειά, θα κάνουμε ζωγραφικές αφίσες σε μεγάλους κινηματογράφους». Τίποτα αυτή. Φωνή και φασαρία η κυρία Καίτη. Απολύομαι και επιστρέφω. Περνάει μια βδομάδα, περνάνε δυο βδομάδες και τίποτα. Και του είπα «θα κάνουμε αυτό που είπαμε, τη συνεργασία;» Μου λέει, όχι ρε Βασίλη γιατί η Καίτη δεν θέλει και τα λοιπά. Του λέω εντάξει, αυτό ήθελα να μάθω. Εγώ μέχρι το Σάββατο θα δουλέψω. Τη Δευτέρα θα φύγω οπότε κανόνισε για βοηθό. Πράγματι, τη Δευτέρα έφυγα και άνοιξα δικό μου μαγαζί. Μόλις έμαθαν ότι ο Βασίλης έκανε δικό του εργαστήριο, ερχόντουσαν πελάτες του Νίνου σε εμένα. Κι εγώ δεν ήθελα. Έλεγα αυτή την αφίσα που θέλεις εσύ τη φτιάχνει ο Νίνος, πώς θα τη φτιάξω εγώ. Δεν μπορώ να τη φτιάξω εγώ, ντρέπομαι. Όχι και τι σημασία έχει αυτό και το ένα και το άλλο.
Έκανα μια συνεργασία με 6-7 κινηματογράφους κι έφτιαξα ένα ωραίο ατελιέ στου Γκύζη όπου και έμεινα πολλά χρόνια. Με έμαθε μετά όλη η Ελλάδα.
 ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι New York Times γράφουν για τον Βασίλη Δημητρίου, τον άνθρωπο ...


.http://gerontakos.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...