Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

ΑΠΟΠΛΟΥΣ: ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ! του Λάμπη Αποστολίδη

Από την ποιητική συλλογή "Αντίδωρα αγάπης" του Λάμπη Αποστολίδη ένα ποίημα αποχαιρετισμός προς τoν πατέρα του Δημήτρη Αποστολίδη, που έφυγε στα χρόνια τις Γερμανικής κατοχής.
ΑΠΟΠΛΟΥΣ: ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ!
Τό πλοίο
Τό μαύρο πλοίο - φάντασμα
Πού τάραζε τά ονειρά σου, πατέρα,
Αργά τή νύχτα ήρθε κι' άραξε
Στό λιμάνι τό έρμο.
Χωρίς ταξιδιώτες, δίχως φώς
Απροσδόκητα ήρθε, όταν αγωνιούσες Εσύ
Στό κρεβάτι τού πόνου καί
Δέ πρόφταινες νά ετοιμάσης
Τίς αποσκευές Σου
Γιά τό ταξίδι πρός τ' άγνωστο.
( Ήσουν κι' αδύναμος τόσο αυτές
Τίς μεγάλες στιγμές τής αναχώρησης!)
Τό μαΰρο πλοίο - φάντασμα
Μέ κυβερνήτη αθέατο, ύπουλο, μαΰρο
Εσφύριξε εκκωφαντικά
Σφύριγμα - σύνθημα - παρασύνθημα:
Ήταν ή Κλήση πού ένιωθες, μ' όλη
Τήν πνευματική Σου διαύγεια
Τού στερνοΰ ταξιδιού Σου, πού
Σ' έκανε ν' ανατριχιάσης, πατέρα!
Ἐχλώμιασες! Τό αίμα Σου φυγαδεύτηκε
Κι' ή αναπνοή Σου σιγόσβηνε,
Κυτοΰσες ολόγυρα, σά νά ζητούσες
Ἀπό κάπου βοήθεια
Σά νά 'θελες κάτι νά πής
Νά παρηγορήσεις τούς άλλους
-- Ταξιδεύω, ψιθύρισες, ύστερ'από
Μεγάλη προσπάθεια, κι' είμαι
Εὐτιχισμένος, πού φεύγω... Μή κλαίτε!

II.Τούς άλλους σκεπτόσουν μ'αγάπη
Ώς καί τή στερνή Σου στιγμή
Καθώς πάντα, ήσουν γιά όλους
Καλός, πονετικός, στοργικός
Κι' ή πατρική Σου καρδιά
Θυσαυρός ανεκτίμητος!...
Τελευταία Σου δυσκολοπρόφερτη φράση
-- Τήν ευχή μου!...αργοψιθύρισες, καθώς
Ἀπό τά μάτια Σου στάλαξε
Διαμάντι ατίμητο - τό δάκρυ
Τού πικροΰ χωρισμού,
Τά χείλη Σου σάλεψαν ξανά
Χωρίς νά μπορούν νά μιλήσουν,
Στά βλεφαρά Σου, στερνοί ίσκιοι
Τρεμόσβηναν καί τά μέλη τού κορμιοΰ Σου
Ἀπό τήν πάλη τής αγωνίας τής θανάσιμης
Έπαιρναν σιγά-σιγά τήν ἀσάλευτη
Στάση τής ὀροζοντίωσης,
Ἠσουν πιά έτοιμος γι'αναχώρηση
Ενώπιος ενωπίω...

III. Ώρα μηδέν! Τό πλοίο
Τό μαΰρο πλοίο φάντασμα
Μ' απαίσια σφυρίγματα -ουρλιχτά
Μέ μαΰρο καπετάνιο -πιλότο
Μέ μαΰρους καπνους
Μέ σημαία μεσίστιο
'Απέπλευσεν ὀλοταχώς...
Κάπου τριγύρο έσκαγαν μπόμπες
Ανθοδέσμες θανάτου! Οί φλογισμένοι
Οὐρανοί φωτιά κι αστάλι, ξερνούσαν
Τό αίμα ροδόβαφε τούς κάμπους, τά βουνά
Τά ποτάμια, τίς θάλασσες...
Άνθρωποι μυριάδες φονεύονταν
Γυναικόπαιδ' αθώα, άντρες γεναίοι
Στραγγαλίζονταν, έφευγαν πρόωρα
Γιά τό ταξίδι τό ὐπερκόσμιο,
Μέσα στούς άλλους, έφυγες κι' Εσύ,
Λευκός Ταξιδιώτης, πατέρα,
Πικραμένος
Άγνωστος μέσα σ' αγνώστους
Αθώος μέσα σ'αθώους
Θύμα τοΰ ἀνελέητου πόλεμου
Τής γενοκτονίας πούχαν ἐξαπολύσει
Παρανοϊκοί δικτάτορες
Μισαροί Ἀρχιτέκτονες
Τής ομαδικής καταστροφής.

IV. Ήταν μήνας Γενάρης
Παγερό ένα δείλι
Μιάς γιορτάσιμης Μέρας,
Στό ξόδι Σου
Λευκές νιφάδες τό χιόνι
-- Μεγάλη ἠ Χάρη Σου, Κύριε!--
« Έν σινδόνι καθαρά ...» εκάλυπτε
Άλαφρά τό σεπτό σκήνωμά Σου
Καθώς ὐγρά, μαντήλια λευκά ἀνέμιζαν
Σέ πικροχαιρετισμό
Σ' ασπασμό τελευταίο:
-- Πατέρα, αγαπημένε ... στό καλό!...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...