Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Από την άμαξα έως το σημερινό ταξί…!



 
Επιμέλεια: Νίκος Πολιουδάκης, Μανόλης Σκαρσουλής
 
Άμαξα, αμάξι, ταξί. Η ελληνική λαογραφία, πλούσια από στοιχεία της τεχνολογικής
εξέλιξης και της προσπάθειας βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων στο πέρασμα του χρόνου, δε θα μπορούσε να μην ασχοληθεί και με τα μέσα μεταφοράς. Ένα ταξίδι στο χρόνο επιχειρεί η Ζωή Ε. Ρωπαΐτου, Ερευνήτρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, στο βιβλίο της «Από την άμαξα στο ταξί», στο οποίο γίνεται ιδιαίτερη μνεία στο ταξί και στην εξέλιξή του μέσα στο χρόνο, από την άμαξα ως το ταξί και από το Ρωμαϊκό  τύποις «ταξίμετρο» μέχρι τη σημερινή «ταρίφα» κα. Το ενδιαφέρον βιβλίο πέρα από την ιστορική του διαδρομή πάνω στο ζήτημα μας αποτυπώνει εμπειρίες οδηγών και ιδιοκτητών ταξί πάνω στο τιμόνι, στους οποίους συγκαταλέγεται και ένας Σταύρος από το Ρέθυμνο.
Μπορεί να μην πρόκειται για ένα ρεθεμνιώτικο-τοπικό αφιέρωμα, καθώς η ιστορική αναδρομή κοιτά πίσω στους αιώνες, ενώ καταλήγει στην ιστορική εξέλιξη του ταξί στην πρωτεύουσα από όπου και προέρχονται οι μικρές αφηγήσεις, ωστόσο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί ένα κομμάτι της κοινωνίας μας και της λαογραφικής μας κληρονομιάς. Τα αποσπάσματα από το βιβλίο της Ζωής Ρωπαΐτου συνοδευτικά με τις φωτογραφίες που που ακολουθούν, θα σας βοηθήσουν σε αυτό «ταξίδι»…
Η άμαξα στον χρόνο
Ο 15χρονος αμαξάς κρατάει με καμάρι τη λαιμαριά
Η μετακίνηση των ανθρώπων και η μεταφορά αγαθών από τόπο σε τόπο, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες δραστηριότητες του ανθρώπου από τη πρωτόγονη κοινότητα, μέχρι τα πιο προχωρημένα στάδια της εξέλιξής του,  Θα λέγαμε ότι η ιστορία των μεταφορών είναι η ιστορία του ανθρώπινου γένους.  Ο άνθρωπος ξεκίνησε από απλές μετακινήσεις, όπως αυτή μέχρι τη γειτονική σπηλιά.  Πηγαίνοντάς όλο και πιο πέρα, έφτασε να κάνει αυτό που λέμε «ταξίδι».
Στην πιο πρωτόγονη μορφή μεταφορών χρησιμοποιεί ο άνθρωπος τον εαυτό του ως μεταφορικό μέσον. Με την πρόοδο του χρόνου εξημέρωσε διάφορα ζώα και τα εκπαίδευσε για τη μεταφορά φορτίων ή στην έλξη χονδροειδών οχημάτων, δηλαδή πρωτόγονων ελκήθρων. Μεταξύ των ζώων αυτών ήσαν καμήλες, βόδια, βούβαλοι, ελέφαντες, τάρανδοι, σκύλοι και άλογα.
Η άμαξα, μια από τις σπουδαιότερες τεχνολογικές  εφευρέσεις, γεννήθηκε  από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7.000 π.Χ.) του τροχού. Με αυτήν, ο άνθρωπος μπορούσε, χρησιμοποιώντας τα ίδια ζώα, να μετακινήσει πολλαπλάσια φορτία, αφού με τον τροχό αλλά και με την κατασκευή πιο ομαλών δρόμων έπαψε να υπάρχει το πρόσθετο βάρος που δημιουργούσε το σύρσιμο των φορτίων πάνω στον ανώμαλο έδαφος. Η άμαξα ήταν επινόηση των Σουμερίων και των Χετταίων στη Μεσοποταμία γύρω στο 3500 π.Χ.
Η εξημέρωση του αλόγου και η εφεύρεση του ακτινωτού τροχού, που συνέπεσαν χρονικά, έγιναν από κοινού η αιτία να δημιουργηθεί το άρμα που προκάλεσε επανάσταση στον τρόπο που γινόταν, ως τότε, ο πόλεμος. Τα άρματα ήταν τα «ταξί»  των μαζών, γιατί μετέφεραν τους βαριά εξοπλισμένους πολεμιστές στο πεδίο της μάχης.  Τα πρώτα άρματα λοιπόν εμφανίζονται τη 2η π.Χ. χιλιετία και  χρησιμοποιούνται από τους Αιγύπτιους και τους Χετταίους (ελαφρύ δίτροχο πολεμικό άρμα) από τους Ασσύριους.
Εισιτήριο ιππήλατου λεωφορείου το 1864
Ο Όμηρος μνημονεύει δύο τύπους αμαξών:  ημιονείη, αυτή που την έσερναν βόδια ή μουλάρια και απήνη αυτήν που την έσερναν μόνο μουλάρια. Αντίθετα, άρμα ονόμαζαν το δίτροχο όχημα που το έσερναν άλογα. Τα άρματα των αρχαίων Ελλήνων μας είναι γνωστά από πολλές παραστάσεις αγγείων και ανάγλυφων, όπου εικονίζονται σε ειρηνική πορεία, σε δίτροχα μάχης ή θριάμβου.
Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας υπάρχουν, πάνω στους βράχους, ίχνη λαξευμάτων  που διευκόλυναν το πέρασμα των αμαξών.  Τις χαραγές αυτές ο λαός τις ονομάζει «ροδεσιές».  Ένα ολόκληρο ενιαίο  οδικό δίκτυο  υπήρχε τότε, που διευκόλυνε την επικοινωνία των ανθρώπων.  Στα πιο απρόσιτα και απροσπέλαστα σήμερα μέρη ο πεζοπόρος συναντά τέτοιες «ροδεσιές» σκαλισμένες στο βράχο και αναλογίζεται τις χαμένες πόλεις στις  οποίες ασφαλώς θα οδηγούσαν οι ξεχασμένοι πια σήμερα δρόμοι.
Είναι άπειρες οι μορφές των αμαξών που μας είναι γνωστές από την πιο αρχαία εποχή μέχρι σήμερα.  Από τις πιο πρωτόγονες δίτροχες με γεμάτες ρόδες,  δίχως ακτίνες  (άμαξες των Σουμερίων) που τις έσερναν βόδι, μέχρι τα δρεπανηφόρα άρματα των Περσών, από τα αρχαία δίτροχα τέθριππα άρματα των ιππικών αγώνων, μέχρι τα θωρακισμένα άρματα της φαντασίας των καλλιτεχνών της Αναγεννήσεως, τους προδρόμους των σημερινών αρμάτων από τα δίτροχα ιστιοφόρα αμάξια της Σινικής ερήμου, μέχρι τις πρωτόγονες λυόμενες βοδάμαξες της δικής μας Πρέσπας, από τις τετράτροχες  ταχυδρομικές άμαξες του μεσαίωνα, που τις έσερναν πολλά ζευγάρια αλόγων μέχρι τις άμαξες των καραβανιών της αμερικάνικης δύσεως. από τα εξελιγμένα δίτροχα μόνιππα περιπάτου των αρχών του περασμένου αιώνα, μέχρι τις πολύπλοκες μορφές των τετράτροχων αμαξιών από τις ξύλινες τετράτροχες βαριές καρότσες, τους αραμπάδες του κάμπου, μέχρι τα διάφορα τετράτροχα και δίτροχα αμάξια αναψυχής του 19ου αιώνα, που και σήμερα ακόμα σώζονται αρκετά σε πολλά μέρη της πατρίδας μας.
Τις πιο εξελιγμένες  και πολυτελείς μορφές έλαβαν τα τετράτροχα αμάξια από τον 17ο αιώνα και μετά.  Ανάμεσα σ’ αυτά μια ξεχωριστή θέση κατέχουν οι άμαξες των βασιλιάδων και των αρχόντων της Ευρώπης, που και σήμερα κάποια κατάλοιπα τους ανασύρονται από τον κόσμο του παρελθόντος και παίρνουν μέρος σε ιδιαίτερα επίσημες τελετές, όπου καταβάλλεται προσπάθεια να διατηρηθεί η παράδοση.
Το πιο σπουδαίο στοιχείο των αμαξών, που φανερώνει όλη τη σοφία και τη γνώση των κατασκευαστών τους, είναι τα σχέδια. Απ’ αυτά μαντεύουμε την τελειότητα και την ποιότητα που μπόρεσαν να δώσουν στις διάφορες λεπτομέρειες οι τεχνίτες, υπερβαίνοντας κάποτε τη λειτουργική σκοπιμότητα, φθάνοντας σ’ ένα όνειρο ξυλογλυπτικής. Ιδιαίτερα την εποχή του μεγάλου πάθους του μπαρόκ, ώστε κάποτε δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν έβλεπες μπροστά σου μια άμαξα ή ένα κινούμενο τέμπλο.
Εκδρομή με μόνιππα στον Κοκκιναρά
Εκτός όμως από τα αμάξια αναψυχής και περιπάτου που είναι έργα μεγάλης πολυτέλειας και ανέσεως (τουλάχιστον αυτά που έγιναν τον 19ο και τον 10ο αιώνα), παράλληλα πάντοτε βάδιζε το αμάξι του καθημερινού μόχθου, το αμάξι που βοηθούσε τους ανθρώπους στις γεωργικές τους εργασίες, δίτροχο ή τετράτροχο, που το έσερναν άλογα, μουλάρια ή βόδια. Τέτοιες καρότσες αποτελούν κάποτε αντιπροσωπευτικά αριστουργήματα της τέχνης των μαστόρων κάθε τόπου. Οι πιο όμορφες απ’ αυτές επιδεικνύονται στα διάφορα λαϊκά πανηγύρια, στις χώρες της Βαλτικής, στη Βαυαρία, στα Βαλκάνια, την Ιταλία, μέχρι την Ισπανία, την Πορτογαλία και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπου κάποτε επάνω τους έχουν ιστορηθεί ολόκληρες σκηνές καθημερινής ζωής.
Δημόσια και ιδιωτικά (ταξί)  Μ.Μ.Ε.
Η Αθήνα όπως και οι άλλες μεγαλουπόλεις, σχεδιάστηκε και μεγάλωσε πριν από την ανάπτυξη ων μηχανοκίνητων μέσων. Σχεδιάστηκε πριν από 174 χρόνια για πεζούς και ιππήλατα οχήματα, χωρίς την πρόβλεψη του αυτοκινήτου.
Τα πρώτα μηχανοκίνητα μέσα, κυρίως Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αφού η ιδιοκτησία επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης ξεπερνούσε τις οικονομικές δυνατότητες όλων σχεδόν των κατοίκων, προσαρμόστηκαν και εξυπηρετήθηκαν εύκολα από το υφιστάμενο οδικό δίκτυο.
Πιάτσα ταξί το 1946
Ένας όρος που μπήκε στα λεξικά το 1919, ήταν η «τροχαία  κίνηση». Τότε για πρώτη φορά οι υπεύθυνοι χρειάστηκε να φροντίσουν για την κυκλοφορία των τροχοφόρων στην Αθήνα και ανέθεσαν την ρύθμιση του κυκλοφοριακού προβλήματος στην Αγγλική Αστυνομική Οργανωτική Αποστολή.
Οι αρχικοί και στοιχειώδεις κανόνες της ρύθμισης της κυκλοφορίας λειτούργησαν πιο συστηματικά το 1923 στον Πειραιά από την Αστυνομία Πόλεων, που εγκαταστάθηκε εκεί και καλύτερα ακόμη το 1925, όταν η κυκλοφορία αυξήθηκε και η αστυνομία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ο αριθμός των αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν στην Αθήνα κατά τα έτη 1934-1938.
Έτη
ΕπιβατικάΦορτηγάΛεωφορείαΣύνολον
1934
241
137
74
452
1935
250
225
66
541
1936
329
223
36
588
1937
352
218
10
580
1938
408
212
70
690
Από το 1948, τα τραμ αντικαθίστανται από τα τρόλλεϋ και έχουμε την πρώτη γραμμή τρόλλεϋ μεταξύ Πειραιά και Καστέλλας. Ταυτόχρονα αυξάνεται η κίνηση των λεωφορείων που συνδέουν και τους νέους οικισμούς με το κέντρο.
Το 1960 ολοκληρώνεται το ξήλωμα των γραμμών του τραμ, με μόνη εξαίρεση τη γραμμή Περάματος, η οποία παρέμεινε σε λειτουργία μέχρι το 1977. Ο ηλεκτροδηγός του τελευταίου τραμ Μιχάλης Στρίγγος θυμάται: Σε όλη τηδιαδρομή από το Πέραμα προς Πειραιά, ο κόσμος χειροκροτούσε και αποχαιρετούσε το τραμ, το γέμιζαν με λουλούδια και πένθιμες κορδέλλες.  Ήταν τόσο συγκινητικές οι εκδηλώσεις του κόσμου, που δεν πρόκειται να τις ξεχάσω… Δεν γνωρίζω εάν άλλο μεταφορικό μέσον είχε αγαπηθεί τόσο πολύ από το επιβατικό κοινό όσο το τραμ του Περάματος (Εφημερίδα «Ηλεκτρικός» του Σωματείου Συνταξιούχων ΗΣΑΠ).
Πιάτσα ταξί, Σύνταγμα 1959
Το ταξί στην Αθήνα
Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους το  1834, ως δρόμοι χρησιμοποιούντο κάποια σοκάκια με λάσπη το χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι.  Οι πλούσιοι της εποχής έλυσαν το πρόβλημα με την εισαγωγή φορητών  αμαξιών κατά το δυτικό παράδειγμα, αυτά που τα κουβαλούσαν άνθρωποι. Κανείς έλληνας δεν δέχτηκε να γίνει χαμάλης για τη μεταφορά συνανθρώπων του. Αυτό το χαμαλίκι το ανέλαβαν μερικοί Μαλτέζοι που είχαν έρθει στην Αθήνα εκείνη την εποχή. Αυτοί έσωσαν τη κατάσταση.  Έλεγε τότε ο κόσμος. «Φωνάξτε τους Μαλτέζους» όπως λέμε σήμερα «Φώναξε ένα ταξί».
Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα επιβατικά αυτοκίνητα στην Αθήνα. Ήταν όμως πάρα πολύ ακριβά για αν τα αγοράσει ο κόσμος. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται τα ταξί στην αρχή στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις.  Φρανκφούρτη, Λονδίνο. Παρίσι και φυσικά στην Αμερική, κυρίως στη Νέα Υόρκη.
Ταξί είναι ένα επιβατικό αυτοκίνητο όχημα δημόσιας μεταφοράς (με την έννοια ότι χρησιμοποιείται από τον δήμο, το οποίο μεταφέρει, ατομικά, τους επιβάτες του στον ακριβή προορισμό που επιθυμούν, σε αντίθεση με τα μαζικά μέσα μεταφοράς, τα οποία κινούνται σε προκαθορισμένες διαδρομές μεταφέροντας συλλογικά τους επιβάτες τους στην περιοχή που επιθυμούν). Επειδή η χρήση του ταξί είναι ατομική και όχι μαζική, αποτελεί τρόπον τινά ιδιωτική συγκοινωνία.
Η λέξη ταξί προέρχεται από τη λέξη “taximeter” , μετρητής που είχαν και έχουν ακόμη τα ταξί για τον υπολογισμό της απαιτούμενης πληρωμής για την υπηρεσία μεταφοράς  που οφείλει ο επιβάτης.
Η ιστορία του ταξί όπως ειπώθηκε, ταυτίζεται με αυτήν του αυτοκινήτου. Το πρώτο ταξί κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1902. Παλαιότερα, ιδιωτικά αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν «πειρατικά» ως ταξί, έτσι όπως και σήμερα γίνεται στην Λατινική Αμερική και όχι μόνο. Δηλαδή  η πειρατεία είναι τόσο παλιά όσο και το ταξί.
Τα πρώτα ταξί είχαν ακτινωτές ρόδες, μασπιέδες (σκαλοπάτια;) και στρογγυλά φανάρια. Έπαιρναν  μπροστά με μανιβέλα, (χειροκίνητος μοχλός)  έξω από το αμάξωμα και όταν συνέβαινε κάποια μηχανική βλάβη και σταματούσε το ταξί, έβγαινε έξω ο οδηγός του και με τη βοήθειά της το ξαναέβαζε μπροστά.
Σπέτσες (Λαογραφικό Μουσείο Σπετσών)
Έξω επίσης, πάνω από τον τροχό, από την πλευρά του οδηγού, ήταν και το ταξίμετρο το οποίο αργότερα τοποθετήθηκε μέσα, επάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Τη δεκαετία του 1930 άρχισαν να κυκλοφορούν και ταξί χωρίς μανιβέλα. Μεταπολεμικά εμφανίστηκαν τα ταξί πολυτελείας. Τη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκαν οι λιμουζίνες. Το 1978 έγινε ο Νόμος για τα ραδιοταξί, τα οποία γενικεύτηκαν τη δεκαετία του 1970.λ Σήμερα  υπάρχουν στην Αθήνα 24 εταιρείες ραδιοταξί.
Το ταξίμετρο
Οι άμαξες χρησίμευαν για τη μεταφορά εύπορων κυρίως ανθρώπων από τον ένα προορισμό στον άλλον. Ηλεκτρονικά ταξίμετρα δεν υπήρχαν, φυσικά, εκείνη την εποχή, οπότε οι ιδιοκτήτες τους επινόησαν  έναν άλλο τρόπο για να αποδίδουν στους πελάτες τους το λογαριασμό.  Και αυτός ο τρόπος δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα μηχανισμό, ο οποίος προσαρμοζόταν στον τροχό του αμαξιδίου και παρήγε… μπαλάκια από εύπλαστο υλικό.  Όσο πιο μεγάλο το ταξίδι, τόσο πιο πολλά τα μπαλάκια, τα οποία συγκεντρώνονταν και στο τέλος της διαδρομής, ήταν αυτά, που καθόριζαν το ποσό, που θα πλήρωνε ο πελάτης, στον οδηγό που τον μετέφερε.
Οι Ρωμαίοι, δηλαδή, υπέδειξαν  ότι η κάθε υπηρεσία έχει το αντίτιμό της, έστω και αν αρχικά υπολογιζόταν με αυτόν τον … αμφιβόλου αποτελέσματος τρόπο.
Τα ταξίμετρα από την πρώτη τους σχεδίαση δεν ήταν παρά απλοί μετρητές της απόστασης, με τον οδηγό να υπολογίζει στη συνέχεια το κόστος της διαδρομής. Το πρώτο ταξίμετρο δεν έμοιαζε με αυτά που έχουμε  συνηθίσει να βλέπουμε στα ταξί. Στην αρχική τους μορφή, εκεί στα τέλή του 19ου αιώνα, τα ταξίμετρα τοποθετούνταν έξω από αυτοκίνητα μπροστά από τον τροχό. στην πλευρά του οδηγού. Η εξάπλωσή τους ήταν ραγδαία και σύντομα εγκαταστάθηκαν  σε όλα τα επαγγελματικά αυτοκίνητα.
Αρκετά χρόνια αργότερα  τα εξωτερικά ταξίμετρα αντικαταστάθηκαν  από αυτά που έμπαιναν πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου, τα οποία ήταν πιο βολικά, καθώς ήταν ανά πάσα στιγμή ελέγξιμα από τον οδηγό και τον πελάτη, για να φτάσουμε  σήμερα στα ψηφιακά ταξίμετρα, που δίνουν τον ακριβή υπολογισμό της διαδρομής.
Μαρτυρίες ταξιτζήδων, ιδιοκτητών και απλών οδηγών.
Αθήνα 1906- Οι τιμές των αμαξαγωγιών
Μιχάλης από την Καισαριανή
«Αυτό το μαγαζί, το ταξί, το κλείνεις όπως θέλεις»
Είμαι από την Καισαριανή.  Κι ο πατέρας μου εκεί γεννήθηκε. Η μάνα μου είναι από την Τρίπολη. Τα παιδιά μου είναι μικρά ακόμα, αλλά άμα μεγαλώσουνε δεν θα ήθελα να ασχοληθούνε με το ταξί.  Αλλά, πάλι, αν εκείνα το θελήσουνε, θα πάω πάσο. Η δουλειά του ταξιτζή έχει ψυχολογική κούραση. Μια φορά πήρα ένα ζευγάρι από τη Γλυφάδα για το Περιστέρι. ήταν καλοκαιράκι και είχε πολλή κίνηση. Κάναμε μιάμιση ώρα να φτάσουμε. Η σύζυγος δεν μιλούσε καθόλου.  Ο σύζυγος δεν νικούσε καθόλου.  Ο σύζυγος όμως με  το που μπήκε μέσα, άρχισε να βρίζει και να τα  βάζει με όλους. Φώναζε πολύ δυνατά.  Σε κάποια στιγμή η γυναίκα του, του είπε: «Δημήτρη μου μην ταράζεσαι, σκέψου την καρδιά σου». Τότε αυτός άρχισε να την ταρακουνάει και να τη βρίζει πολύ χυδαία.  Κάτι πήγα να πω και μου είπε να κάνω τη δουλειά μου. Έτσι δεν ξαναμίλησα μέχρι που κατεβήκανε.  Μου έκανε πολύ κακό ψυχολογικά αυτή η περίπτωση. Μια άλλη φορά κοιμήθηκα στο τιμόνι από την κούραση.  Ήταν κάτι για το οποίο νόμιζα ότι δεν θα το πάθαινα ποτέ.  Ευτυχώς που δεν σκοτώθηκα (κάνει το σταυρό του). Όταν γυρίζω σπίτι, άλλες  φορές παίζω με τα παιδιά μου, άλλες φορές δεν έχω κουράγιο να  παίξω.  Η γυναίκα μου είναι από την Κέρκυρα και είμαστε καλά μαζί.
Βαγγελία από Ζωγράφου
«Άντε μωρή λεσβία»
Με λένε Βαγγελία μένω Ζωγράφου και είμαι απάνω στο ταξί είκοσι έξι χρόνια από το 1981. Το έχω μισό-μισό με τον συνέταιρό μου. Οι ταξιτζήδες είναι «φάρα». Στην αρχή δεν μπορούσαν να μας δεχτούν. Μια φορά μάλιστα ένας με προσπέρασε μου πήρε την κούρσα και με έβρισε κιόλας; Άντε μωρή λεσβία!».  Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, με εκτιμάνε, όπως και τις άλλες  συναδέλφισσες.  Μας συνήθισαν πια. Με πιάνουν και μου λένε: «Ξέρεις καμία να τη βάλω απάνω; Όποιες ώρες μπορεί, οπότε μπορεί».  Γιατί οι γυναίκες είναι προσεκτικές.  Το προσέχουν το αυτοκίνητο. Μια φορά μπήκε στο ταξί μια κοπέλα που έτρεμε από ταξιτζή που της ρίχτηκε.
Παναγιώτης από Δάφνη
«Από την πόρνη στον υπουργό»
Πλατεία Κλαυθμώνος το 1959
Ήρθαμε από την Αμφιλοχία με την οικογένειά μου στην Αθήνα όταν ήμουνα 6 χρόνων. Στην αρχή για λίγο καιρό, μέναμε στην Ηλιούπολη. Μετά όμως πήγαμε στην Μεταμόρφωση. Εκεί μεγάλωσα. Δουλεύω στο ταξί 17 χρόνια. Πριν, ήμουνα γραφίστας. Την αγαπώ την δουλειά μου. Την κάνω καλοπροαίρετα.  Δηλαδή κάθε πρωί που ξυπνάω δεν λέω «γαμώτο πάλι πάω για δουλειά». Είναι απίστευτη δουλειά. Έχει κοντράστ: Έχω χαρεί με πελάτες. έχω στενοχωρηθεί με πελάτες, έχω φάει πατσά με πελάτες, έχω πιεί καφέ με πελάτες.       Μια φορά στη Σόλωνος πήρα μια κοπελιά. Επήγαμε Μπενάκη, Σκουφά, Βουκουρεστίου και μετά πάλι Σόλωνος. Κάναμε την ίδια διαδρομή τρείς φορές.  Στο τέλος τη ρώτησα γιατί το κάναμε αυτό, Εκείνη μου απάντησε: «Αφού πληρώνεσαι, τι σε νοιάζει;» Της απάντησα ότι από περιέργεια ρώτησα.  Τότε εκείνη μου εξήγησε «Είδα το ‘‘κερατιάτικο’’ και για να μη με πάρουνε αυτόφωρο για ‘‘άγρα’’ μπήκα στο ταξί. Τώρα περιμένω να φύγει. για να συνεχίσω την δουλειά μου». Μετά από αυτή την κούρσα με την κοπελιά που έκανε πεζοδρόμιο με σταμάτησαν τρείς κύριοι.  Οι δύο κάθισαν πίσω, και ο τρίτος μπροστά, δίπλα μου. Αυτός που κάθισε δίπλα μου ήταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Παπούλιας. Τότε ήτανε υπουργός εξωτερικών. Γι’ αυτό σου λέω:  Αυτή η δουλειά έχει απίστευτο κοντράστ. Από την πόρνη στον υπουργό. Μια άλλη φορά με σταμάτησε στην Ακαδημίας μια κυρά και ζήτησε να την πάω στον Βύρωνα. Ήτανε η Άννα η Συνοδινού. Ήταν καλοκαιράκι, τα παράθυρα ανοιχτά. Που βρέθηκε μια ακρίδα. Μπήκε μέσα και έφερνε γύρω-γύρω καις το τέλος χώθηκε μέσα  από τη φούστα της κυρίας Συνοδινού. Μέχρι να φύγει έγινε σάλος.
Θάλεια από Πλάκα
«Άντε πήγαινε να πλύνεις κάνα πιάτο»
Είμαι γεννημένη την Πλάκα από γονείς που ήρθαν από τη Σμύρνη. Δουλεύω στο ταξί εδώ και ένα χρόνο. Μέσω γνωστών βρήκα τη δουλειά.  Το επάγγελμα έχει τις δυσκολίες του αλλά τουλάχιστον δεν έχεις κανέναν πάνω στο κεφάλι σου. Εμένα αυτό μου αρέσει, γιατί δεν μπορώ να καταπιέζομαι από κανένα.  Για να δουλέψεις σε αυτό το επάγγελμα πρέπει να έχεις γερό στομάχι, γερά νεύρα, αγωγή, σχετική μόρφωση. Δεν λέω, μου έχουν τύχει  δυσκολίες.  Αλλά τις ξεχνάω.  Το επάγγελμα είναι καινούργιο για τη γυναίκα. Οι παλιοί ταξιτζήδες το αντιμετωπίζουν άσχημα το ότι είμαι γυναίκα, συνάδελφός τους.«Άντε πήγαινε πλύνε κάνα πιάτο» μου έχουνε πει αρκετοί. Δουλεύω 9-10 ώρες γιατί οι πρώτες πέντε  είναι για τον ιδιοκτήτη. Είναι κουραστικό. Άμα μου τύχει κάτι άλλο να κάνω μετά το δεκάωρο της δουλειάς λέω: «Πω πω! Θα είμαι ερείπιο!!» Μπορώ όμως να δουλεύω πολλές ώρες, γιατί είμαι χωρισμένη. Έχω ρεπό μια φορά την εβδομάδα. Ζω ευπρεπώς.  Δεν θέλω να χρωστάω.  Αυτό το πετυχαίνω. Βγάζω διπλό και τριπλό μεροκάματο από μια πωλήτρια. Υπάρχουν άψογοι συνάδελφοι, υπάρχουν όμως και λίγοι που χαλάνε το επάγγελμα. Κλέβουνε τους ξένους, θα τους έχεις δει. Είναι μερικοί που παίρνουνε μόνο ξένους. Στέκονται στη Φιλελλήνων.  Δεν μ’ αρέσει αυτό. Είμαστε άνθρωποι.
Μουσείο βασιλικών αμαξών στη Λισαβόνα
Σταύρος από Ρέθυμνο
«Κάτι δεν μου άρεσε σ’ αυτή την ιστορία»
Είμαι από το Ρέθυμνο, από τον Ψηλορείτη. Είμαι στην Αθήνα από το 1960. Όταν απολύθηκα από φαντάρος ανέβηκα σε φορτηγό για δυο τρία χρόνια και μετά σε ταξί. Είχα δικό μου τριάντα επτά χρόνια, αλλά πριν τρία χρόνια το πούλησα, γιατί πλησίαζε η σύνταξη και ήθελα να παντρέψω και την κόρη μου και πήγε καλά, δόξα τω Θεώ.  Τώρα είμαι απλός οδηγός σε ταξί φίλου μου. Όλα αυτά τα χρόνια τύχανε πάρα πολλά, όλα πάνω στο ταξί. Να σου λέω πέντε χρόνια. Τώρα στα πέντε λεφτά που έχουμε ας αρχίσουμε: Είχα πάρει μια φορά, δύο και μισή ώρα τη νύχτα μια ηλικιωμένη γυναίκα με ένα κοριτσάκι πέντε περίπου χρονών από Καλλιθέα για Νέα Πεντέλη. Μου είπε ότι από εκεί θα παίρναμε ακόμα μια γυναίκα και θα πηγαίναμε στο Μαρούσι.  Όταν φτάσαμε στη Νέα Πεντέλη, κατέβηκε η ηλικιωμένη από το ταξί να πάει να φωνάξει την άλλη γυναίκα και άφησε το κοριτσάκι μέσα στο ταξί, γιατί είχε αποκοιμηθεί. Όσο να γυρίσει το κοριτσάκι ξύπνησε και με ρώτησε: «Που είναι η θείτσα;» Μου έκανε εντύπωση που είπε «θείτσα». γιατί εγώ είχα φανταστεί ότι ήτανε γιαγιά και εγγονή γιατί ξέρω ότι οι γιαγιάδες κρατάνε τα εγγόνια τους όταν είναι να βγούνε έξω οι γονείς. Μετά ρώτησα το κοριτσάκι: «Που πηγαίνετε τώρα;»   Και μου απάντησε: «Στον παππούλη»… Σε λίγο γύρισε η ηλικιωμένη μαζί με μια καλόγρια. Κάποια στιγμή φτάσαμε στο Μαρούσι, σε ένα εκκλησάκι.  Η κούρσα έκανε 3.500 δραχμές. Άμα πάρεις καλόγρια και γράψει το ρολόι π.χ. 2.500 δραχμές αυτή σου δίνει 2.000 και ένα κομποσκοίνι.  Αυτή η καλόγρια όμως έκανε το αντίθετο. Δηλαδή αντί για 3.500 δραχμές που έκανε η κούρσα, ήτανε και διπλή μου έδωσε 5.000 δραχμές και μου είπε: «Τα ρέστα δικά σου». Πήγα στην πιάτσα του Μαρουσιού και ρώτησα τους συναδέλφους: «Ρε παιδιά τι είναι αυτό το εκκλησάκι;» «Μπαινοβγαίνουνε καλόγριες από εκεί» μου απαντήσανε. Μετά από αυτά, κάτι δεν μου άρεσε σε όλη αυτή την ιστορία και πήγα στην Ασφάλεια Μεσογείων και μίλησα με τον Αξιωματικό και του τα είπα όλα και του ζήτησα να με ενημερώσει αν έχει κανένα νέο.  Η γυναίκα μου φοβότανε και μου έλεγε τι θέλω και μπλέκω, αλλά της απάντησα: «Εγώ δεν φοβούμαι και καλύπτω την οικογένειά μου πλήρως». Δεν πέρασε πολύς καιρός και με πήραν τηλέφωνο από την Ασφάλεια Μεσογείων, να περάσω από εκεί.  Όταν έφτασα μου δείξανε μερικές γυναίκες στη σειρά και με βάλανε να αναγνωρίσω τις δυο που ήταν  οι πελάτισσές μου στο ταξί.  Εγώ τις αναγνώρισα και τις έδειξα.  Όπως μου είπε ο αξιωματικός, το κοριτσάκι το είχαν κλέψει μόλις γεννήθηκε από τη Βόρειο Ελλάδα.  Ο πατέρας του κοριτσιού με πήρε στο τηλέφωνο και ήθελε να με γνωρίσει και να με ανταμείψει.  «Ό, τι θέλεις από εμένα για το καλό που μου έκανες».  Εγώ είπα: «Δεν θέλω τίποτα».
Πηγή: Ζωή Ε. Ρωπαΐτου,
           Από την άμαξα στο ΤΑΞΙ – Με αφηγήσεις από τη ζωή των οδηγών τους
           Εκδόσεις Φιλιππότη, 2009








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...