Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Η Ελλάδα τον 20ο αιώνα, 1920-1930: Επέκταση και όρια του εκσυγχρονισμού

Η περίοδος 1920-1930 θεωρείται ως μία από τις βασικές περιόδους αναπτυξιακής προσπάθειας στην οικονομική και κοινωνική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν η περίοδος 1870-1890, οπότε ξεκινά η αναπτυξιακή προσπάθεια, και η περίοδος 1950-1965, οπότε πραγματοποιείται ανασυγκρότηση και επέκταση της οικονομίας. Τη δεκαετία του 1920 χαρακτηρίζουν, από την άποψη αυτή: (Α) Η ενδυνάμωση και επέκταση του βιομηχανικού τομέα, κάτω από την επίδραση ενός έντονου εξωτερικού δημογραφικού σοκ (πρόσφυγες), με αποτέλεσμα την περαιτέρω ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας. (Β) Η προσπάθεια οικονομικής και κοινωνικής αποκατάστασης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, προσπάθεια η οποία προκαλεί κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις, συνθέσεις και διευθετήσεις, που οδηγούν σε νέες κοινωνικές και πολιτικές μορφοποιήσεις. Οι διεργασίες αυτές, που δεν θα αποκρυσταλλωθούν πριν περάσει πολύς χρόνος, συναρθρώνονται με τις πολιτικές αλλαγές της περιόδου 1940-1950 και, εν μέρει, τις ερμηνεύουν. (Γ) Η δημιουργία νέων οικονομικών και κοινωνικών θεσμών αναγκαίων για την ανασύνταξη της οικονομίας, η οποία πραγματοποιείται σε συνθήκες κοινωνικής και νομισματικής αβεβαιότητας. Μεταξύ των νέων αυτών θεσμών ξεχωριστή θέση κατέχουν η Τράπεζα της Ελλάδας, η Αγροτική Τράπεζα και η Κτηματική.
Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία σε καταυλισμό μπροστά στο Ναό του Θησέα, 1922. Φωτογράφος: C.D Morris (National Geographic)
Οι βασικοί οικονομικοί δείκτες κινούνται ανοδικά και κατά την περίοδο αυτή. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.), που είχε φθάσει σε υψηλό επίπεδο τη δεκαετία του 1910, συνέχισε την ανοδική του πορεία, αν και με βραδύτερο ρυθμό. Ταυτόχρονα, ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι ελάχιστα χαμηλότερος από εκείνον του Α.Ε.Π. Η αύξηση, συνεπώς, του Α.Ε.Π. αντισταθμίζεται από τη δημογραφική επέκταση, με αποτέλεσμα το κατά κεφαλήν εισόδημα είτε να αυξάνει με χαμηλούς ρυθμούς, ή να μένει αμετάβλητο, ή ακόμη και να φθίνει. Το κρίσιμο στοίχημα των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων ήταν να λυθεί το μεγάλο πρόβλημα της συντήρησης του ελληνικού λαού και ταυτόχρονα να εμπεδωθεί, μέσα σε ανώμαλες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, η κυριαρχία του αστικού τομέα επί του αγροτικού. Από την άποψη αυτή, το παρεμβατικό κρατικό σύστημα του μεσοπολέμου αντιμετωπίζει, μέσα σε νέες συνθήκες, το ίδιο παλαιό πρόβλημα της αντίθεσης ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και τις τοπικές κοινωνίες. Τώρα, όμως, η διεθνής οικονομική συγκυρία έρχεται να ενισχύσει το μεγάλο αυτό εγχείρημα. Την περίοδο αυτή σημειώνονται σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της μεταποίησης. Αναπτύσσεται η ελαφρά βιομηχανία, η οποία από την πρώτη στιγμή θα λειτουργεί σε μια πραγματικότητα που συντίθεται από δυσμενείς αλλά και από ευνοϊκούς όρους. Από το 1920 μέχρι το 1930, αυξάνεται η συνεισφορά των βιομηχανιών υφασμάτων και χάρτου στο συνολικό βιομηχανικό προϊόν, ενώ στο τέλος της δεκαετίας του 1920, μειώνεται, σε σύγκριση με την αρχή της δεκαετίας, η συνεισφορά των κλάδων χημικών και μετάλλου, όταν το σύνολο των βιομηχανιών συγκεντρώνεται στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα παρατηρείται μια επέκταση των ανώνυμων βιομηχανικών εταιρειών.    Συγκεκριμένα,   από   το 1921 έως το 1930 δημιουργούνται 265  νέες  ανώνυμες   βιομηχανικές εταιρείες.    Μέσα στο πλαίσιο της εταιρικής   νομοθεσίας    αρχίζει    η Εθνική     Τράπεζα της Ελλάδος (Ε.Τ.Ε.) να   διαδραματίζει ένα νέο ρόλο στην προώθηση της χρηματοδότησης και της συμμετοχής της στις ανώνυμες βιομηχανικές εταιρείες, με αιχμή την περίοδο 1923-1927. Πρόκειται για μια περίοδο σοβαρής εμπλοκής της Ε.Τ.Ε. στη βιομηχανία, σε σύγκριση με προηγούμενες περιόδους. Νέες τραπεζικές μέθοδοι εφαρμόζονται και νέα σχήματα αναδύονται από τις συνεργασίες ή διασπάσεις των διαφόρων μερίδων του τραπεζικού-βιομηχανικού κεφαλαίου. Η μελέτη των νέων αυτών φαινομένων έχει μεγάλη σημασία για την ερμηνεία της συμπεριφοράς του τραπεζικού κεφαλαίου στις σημερινές συνθήκες. Οι νέοι αγρότες, η νέα γη, οι νέοι γεωργικοί θεσμοί, δίνουν νέα πνοή στη γεωργία, που η εξέλιξη της μπορεί να μην είναι επαναστατική, αλλά το αγροτικό τοπίο αλλάζει γρήγορα, τόσο από πλευράς σύνθεσης των καλλιεργειών όσο και από πλευράς εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων. Οι παραδοσιακές εξαγώγιμες καλλιέργειες υποχωρούν, με πρώτο θύμα τη σταφίδα, που η κάμψη της είχε αρχίσει από την πρώτη δεκαετία του αιώνα. Θα ακολουθήσει η άνοδος και η πτώση του καπνού, με τους αμυντικούς καπνεργατικούς αγώνες που την συνοδεύουν, ενώ αναδύονται νέοι αστερισμοί καλλιεργειών, τα δημητριακά και το βαμβάκι. Η νέα σταφιδική κρίση, στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και τις αρχές της επομένης, δεν είναι παρά το «κύκνειο» άσμα μιας γεωργίας «εξωστρεφών» προϊόντων, όπως ήταν ως τότε η ελληνική γεωργία, η οποία τώρα αλλάζει και συνεργάζεται με την εγχώρια βιομηχανία καλύτερα από ό,τι στο παρελθόν, υποταγμένη όμως στους άνισους όρους ανταλλαγής μεταξύ βιομηχανικού και αγροτικού τομέα. Το πρόβλημα του ελέγχου της νομισματικής κυκλοφορίας και της συναλ
λαγματικής απαξίωσης της δραχμής επιχειρήθηκε να λυθεί με τον νόμο 
ΓΧΜΒ του 1910. Ο νόμος αυτός υπέφερε εξαιτίας της παρατεταμένης πολεμι
κής περιόδου. Ήταν. όμως, ο πρόδρο
μος των νέων θεσμικών εξελίξεων, αφού η Εθνική Τράπεζα λειτούργησε με 
δύο σχεδόν χωριστά τμήματα: το εκδο
τικό τμήμα και το τμήμα των εμπορικών 
προεξοφλήσεων. Οι μεγάλες πολεμικές 
δαπάνες και, κατ' επέκταση, ο μεγάλος 
κρατικός δανεισμός, είχαν εξαρθρώσει,
από το τέλος της δεκαετίας του 1910, 
το νομισματικό σύστημα. Δίπλα στην εξάρθρωση του νομισματικού συστήματος, που χαρακτηριζόταν από τη μεγάλη απαξίωση της εξωτερικής και εσωτερικής ισοτιμίας της δραχμής, αποδιοργανώνεται και το δημοσιονομικό σύστημα, κάτω από βάρος του μεγάλου δημόσιου ελλείμματος, ενώ ταυτόχρονα διευρύνεται το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών. Μπροστά στον κίνδυνο να προκληθεί μεγάλη κοινωνική αναταραχή, παρεμβαίνει η Κοινωνία των Εθνών (Κ.Τ.Ε.), παρέχοντας ένα δεύτερο προσφυγικό δάνειο. Το δάνειο όμως αυτό συνοδεύθηκε με τον όρο να επιτευχθεί νομισματική σταθεροποίηση, να πραγματοποιηθεί δημοσιονομική εξυγίανση και να δημιουργηθεί Τράπεζα της Ελλάδας. Η παρέμβαση της Κ.Τ.Ε.. αν και ορισμένες πλευρές την παρουσιάζουν σαν μια συνήθη πρακτική, είναι ουσιαστικά μια πρακτική ανάλογη με την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Δ.Ο.Ε.). το 1898, και με την Ελληνοβρεττανική Συμφωνία σταθεροποίησης της δραχμής, το 1946. Η συρροή των προσφύγων από τη Μικρά Ασία προσφέρει νέες δυνατότητες επέκτασης της ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, όμως, κληροδοτεί στο ελληνικό κράτος, που βγαίνει από τους πολέμους ισχυροποιημένο το τεράστιο πρόβλημα της οικονομικής και κοινωνικής αποκατάστασης των προσφύγων. Το πρόβλημα αυτό επιχειρείται να λυθεί και με την παρέμβαση της Κ.Τ.Ε. Η παρέμβαση αυτή άνοιξε διαδρόμους για την είσοδο του ξένου τραπεζικού κεφαλαίου στην αναπτυσσόμενη οικονομία και, ταυτόχρονα, πήρε τη μορφή ενός πρώτου μεγάλου διεθνούς προγράμματος οικονομικής βοήθειας. Η αντιμετώπιση του προβλήματος της αποκατάστασης ανατίθεται στην Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (Ε.Α.Π.), που ιδρύθηκε το 1921. Η Ε.Α.Π., που τελεί υπό τη εποπτεία της Κ.Τ.Ε., δημιουργεί τους όρους για μια ενεργή ένταξη των προσφύγων στην οικονομική ζωή, με τη χορήγηση δανείων και τη εκχώρηση γης, καθώς το ελληνικό κράτος παρακολουθεί και ελέγχει αυτή τη διαδικασία κοινωνικής και οικονομικής αποκατάστασης. Η χορήγηση δανείων συντελεί στην ενεργοποίηση των προσφύγων, όμως ο μηχανισμός του διαβρώνεται γρήγορα από την κακή διαχείριση της εμπλεκόμενης ελληνικής διοίκησης. Η Ε.Α.Π. θα διαλυθεί, τελικά, το 1930. Παράλληλα, το ελληνικό κράτος παραχώρησε για την αποκατάσταση των προσφύγων εκτάσεις από τις ανταλλάξιμες περιουσίες και από μοναστηριακές γαίες, ενώ προχώρησε και σε αναδασμό της γης. Η υποδοχή των προσφύγων στην Ελλάδα και η μεγάλη προσπάθεια οικονομικής και κοινωνικής αποκατάστασης τους, δημιουργεί νέες κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις.
Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στη Λέσβο, αρχές της δεκαετίας του 1920. Φωτογράφος: Ιωάννης Αντωνίου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
Ο πληθυσμός ορισμένων πόλεων αποτελείται τώρα κατά 40-50% από πρόσφυγες. Παλαιοί και νέοι πληθυσμοί πρέπει να συνυπάρξουν τώρα, ορισμένες φορές μάλιστα μέσα σε ένα ασφυκτικό οικονομικό πλαίσιο, πράγμα που όντως συνέβη τη δεκαετία του 1920, οπότε σημειώθηκε έντονη ύφεση της οικονομίας. Ο ανταγωνισμός και η ανεργία προκαλούν συνεχώς τριβές ανάμεσα στις δύο διακριτές ακόμη πληθυσμιακές ομάδες. Η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων στρωμάτων του προσφυγικού πληθυσμού και η μετατροπής τους σε βασικό σύμμαχο της ανερχόμενης εργατικής τάξη δεν οφείλεται σε λάθη της Κ.Τ.Ε. Ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση η δημιουργία της κεντρικής τράπεζας υπήρξε η κατάληξη πολλών προσπαθειών, ανάμεσα στις οποίες ήταν ο Νόμος ΓΧΜΒ του 1910 και οι παρεμβάσεις του κράτους στις τραπεζικές υποθέσεις. Με τη δημιουργία αυτού του κεντρικού τραπεζικού οργανισμού, επιχειρείται παράλληλα και η εξειδίκευση τω τραπεζικών εργασιών. Μεγάλη στροφή προς την κατεύθυνση αυτή είναι η δημιουργία της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (Α.Τ.Ε.), το 1929, η οποία προικοδοτείται, εκτός των άλλων ποσών που έλαβε από το κράτος, και από ένα μέρος της υπεραξίας των καλυμμάτων που απέσπασε το κράτος από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Τα καλύμματα των τραπεζογραμματίων, που εκδίδονταν από την Εθνική Τράπεζα, εξαιτίας της τιμής στην οποία επιτεύχθηκε η σταθεροποίηση της δραχμής το 1927, υπερτιμήθηκαν. Το κράτος είχε τότε διεκδικήσει από την Εθνική ολόκληρη την υπεραξία αυτή, με αποτέλεσμα το περίφημο πρόβλημα των καλυμμάτων, το οποίο λύθηκε το 1929 με συμβιβασμό εις βάρος της Εθνικής. Οι ρυθμίσεις αυτές και οι διαφορές 
ανάμεσα στα ανταγωνιζόμενα μέρη
του τραπεζικού κεφαλαίου υπήρξαν
αιτία τριβών και εντάσεων ανάμεσα
στις διάφορες πτέρυγες του βενιζε
λισμού που κυβερνούσε τη χώρα δια
δοχικό την περίοδο εκείνη. Ο αστι
κός εκσυγχρονισμός, τον οποίο είχε
ξεκινήσει την προηγούμενη δεκαετία
το Κόμμα των Φιλελευθέρων και ο ο
ποίος επεκτάθηκε γρήγορα σε όλους
τους τομείς, αρχίζει να εγγίζει τα ό
ρια του στα τέλη της δεκαετίας του 
1920.
Νίκος Ανδριώτης
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙ
 31.10.1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...